τίσις
English (LSJ)
[τῐ], εως, ἡ, (τίνω>; cf. Skt.
A apacitis vengeance) payment by way of return or payment by way of recompense, retribution, vengeance, Od.2.76, Il. 22.19, Hes.Th.210, Alcm.23.36, etc.; ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τ. ἔσσεται Ἀτρεΐδαο retribution for his murder, Od.1.40; freq. in Hdt., τίσιν δοῦναί τινος suffer punishment for an act, 8.76; τίσιν τινὶ ἐκτεῖσαι 6.84; τ. ἥξει 2.152, cf. S.OC228 (anap.); τιμωρίη τε καὶ τ. Hdt.7.8.ά; πρὸς κασιγνήτου τίσιν for him, S.OC1329; τῶν τοιούτων τ. retribution for such things, Pl.Lg.870d: pl., Ὀροίτεα Πολυκράτεος τίσιες μετῆλθον (where it may be personified, avengers of P., like Ἐρινύες) Hdt.3.126, 128.
2 power to repay or power to requite, both in bad and good sense, φίλων Thgn.337, cf. 345.
German (Pape)
[Seite 1120] ἡ, Schätzung, bes. nach vorausgegangener Schätzung bestimmter Ersatz, Entschädigung, Vergeltung, Od. 2, 76. Dah. überh. Buße, Strafe, Rache, ἐπεὶ οὔτι τίσιν γ' ἔδδεισας ὀπίσσω, Il. 22, 19; Od. 1, 40. 13, 144; h. Cer. 368; τίσις ἥξει, Her. 1, 13; τίσις ἐγένετο τῷ ἀδικηθέντι, 8, 105; τίσιν ἐκτίνειν, 6, 84; μοιριδία τίσις, Soph. O. C. 228; Eur. Hel. 109; τίσιν δοῦναι, wie poenam dare, Strafe leiden, Her. 8, 76, bei dem auch αἱ Τίσεις die Rachegöttinnen sind, 3, 126. 128. – Selten im guten Sinne, Belohnung, τίσις φίλων, Theogn. 337; Plat. Gorg. 523 b Legg. IX, 870 d u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
paiement, d'où :
1 châtiment, punition, vengeance : τίσιν δοῦναί τινος HDT être puni pour qqe faute ; τίσιν ἐκτίνειν HDT infliger un châtiment ; au plur. αἱ Τίσιες (ion.) HDT les Furies vengeresses;
2 rémunération, récompense, présent en retour.
Étymologie: τίω, τίνω.
Russian (Dvoretsky)
τίσις: εως (τῐ) ἡ τίω воздаяние, возмездие, отмщение, кара Hom.: τίσιν δοῦναί τινος Her. нести наказание за что-л.; τίσιν ἐκτῖσαί τινι Her. поплатиться за кого-л.; μοιριδία τ. Soph. возмездие судьбы; ἡ τ. τε καὶ δίκη Plat. справедливое возмездие.
Greek (Liddell-Scott)
τίσις: [ῐ], -εως, ἡ, (τίω) ἀπότισις, ἀνταπόδοσις, ἐκδίκησις, τάχ’ ἄν ποτε καὶ τίσις εἴη Ὀδ. Β. 76· ἐπεὶ οὔ τι τίσιν γ’ ἔδεισας ὀπίσσω Ἰλ. Χ. 19, κλπ· ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τ. ἔσσεται Ἀτρείδαο, τιμωρία, ἐκδίκησις διὰ τὸν φόνον αὐτοῦ, Ὀδ. Α. 40, κλπ.· συχν. παρ’ Ἡροδ., τίσιν δίδωμί τινος, τιμωροῦμαι διά τινα πρᾶξιν, Λατ. poenas dare, 8. 76· τίσιν ἐκτείνειν 6. 84· τίσις ἥκει 2. 152, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε τὸ ῥῆμα τίνω Ι)· τιμωρίη τε καὶ τ. Ἡρόδ. 7. 8, 1· πρὸς κασιγνήτου τίσιν, ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1329· ἐν τῷ πληθ., Ὀροίτεα Πολυκράτεος τίσιες μετῆλθον (ἔνθα δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ καὶ ὡς προσωποποίησις, οἱονεὶ αἱ Ἐκδικήτριαι τοῦ Π., οἷον αἱ Ἐρινύες), Ἡρόδ. 3. 126, 128· τῶν τοιούτων τ. Πλάτ. Νόμ. 870D. 2) δύναμις πρὸς ἀνταπόδοσιν, ἐπί τε κακῆς καὶ καλῆς σημασίας, τ. φίλων τε... ἐχθρῶν τε Θέογν. 337, πρβλ. 345.
English (Autenrieth)
ιος (τίω): recompense, Od. 2.76; then vengeance, punishment, τινός, ‘for something,’ ἔκ τινος, ‘at the hands of some one.’
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α τίνω
1. ανταπόδοση, εκδίκηση («ἦλθε χρησμὸς ὡς τίσις ἥξει ἀπὸ θαλάσσης χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.)
2. (με καλή και κακή σημ.) δύναμη για ανταπόδοση ή ανταμοιβή («Ζεύς μοι τῶν τε φίλων δοίη τίσιν... τῶν τ' ἐχθρῶν», Θέογν.)
3. στον πληθ. αἱ τίσιες
πιθ. οι Ερινύες
4. φρ. «τίσιν δίδωμί τινος» — τιμωρούμαι για κάτι που έχω κάνει.
Greek Monotonic
τίσις: [ῐ], -εως, ἡ (τίνω)·
1. απότιση, ανταπόδοση, εκδίκηση, σε Όμηρ. κ.λπ.· τίσιν δοῦναί τινος, τιμωρούμαι για κάποια πράξη, Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ.· κασιγνήτου τίσις, υπέρ αυτού, σε Σοφ.· στον πληθ., Ὀροίτεα τίσιες μετῆλθον (όπου μπορεί να θεωρηθεί προσωποποιημένο, οι Εκδικήτριες, όπως οι Ἐρινύες), σε Ηρόδ.
2. δύναμη εκδίκησης ή ανταπόδοσης, με θετική και αρνητική σημασία, σε Θέογν.
Middle Liddell
τῐ́σις, εως, τίνω
1. payment by way of return or recompense, retribution, vengeance, Hom., etc.; τίσιν δοῦναί τινος to suffer punishment for an act, Lat. poenas dare, Hdt.; κασιγνήτου τίσις for him, Soph.; in plural, Ὀροίτεα τίσιες μετῆλθον (where it may be personified, avengers, like Ἐρίνυεσ), Hdt.
2. power to repay or requite, both in bad and good sense, Theogn.
English (Woodhouse)
amends, atonement, compensation, penalty, punishment, retaliation, retribution, vengeance
Mantoulidis Etymological
ἡ (=ἐκδίκηση, ἀνταπόδοση). Ἀπό τό τίνω, ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
punishment
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza
payment
Arabic: دَفْع; Hijazi Arabic: دَفْع; Armenian: վճարում; Aromanian: platã, arugã; Azerbaijani: ödəniş; Basque: ordainketa, ordaintze; Belarusian: аплата, плата, плацеж; Bulgarian: плащане, платеж; Catalan: pagament; Chinese Mandarin: 付款; Czech: platba; Danish: betaling; Dutch: betaling; Estonian: makse; Finnish: maksu; French: paiement, payement; Galician: pagamento, pago, paga; Georgian: გადასახადი; German: Bezahlung; Greek: πληρωμή; Ancient Greek: ἀπόδοσις, ἀπότισις, διευλύτησις, δόσις, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἔκτισις, ἔσεισις, εὐλύτησις, εὐλύτωσις, μισθοπορία, μισθός, μισθοφορία, πώλημα, τίσις, φορά, χειροδόσιον, χρεωλύτησις; Hungarian: fizetés, kifizetés, befizetés, törlesztés, kiegyenlítés, lerovás, megfizetés; Indonesian: pembayaran; Ingrian: makso; Irish: íocaíocht; Italian: pagamento; Japanese: 支払い, 入金; Korean: 지불(支拂), 변제(辨濟); Latin: pensio; Latvian: maksājums; Lithuanian: mokėjimas; Macedonian: плаќање; Malay: bayaran; Maori: utunga; Norman: paiement; Norwegian Bokmål: betaling; Persian: پرداخت; Polish: zapłata, wypłata, opłata, płatność; Portuguese: pagamento; Romanian: plată, plătire; Russian: платёж, оплата, плата, уплата, выплата; Scottish Gaelic: dìoladh; Serbo-Croatian Cyrillic: плаћање; Roman: plaćanje; Slovak: platba; Slovene: plačilo; Spanish: pago; Swahili: malipo; Swedish: betalning; Telugu: చెల్లింపు; Turkish: ödeme; Ukrainian: платі́ж, плата; Urdu: ادائیگی; Welsh: talu