συμπεριφορά

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριφορά Medium diacritics: συμπεριφορά Low diacritics: συμπεριφορά Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Transliteration A: symperiphorá Transliteration B: symperiphora Transliteration C: symperifora Beta Code: sumperifora/

English (LSJ)

ἡ,
A intercourse, companionship, society, Plb.5.26.15, Phld.Hom.p.21 O., D.S.3.64: pl., social intercourse, Phld. Ind.Sto.3, Cat.Cod.Astr.8(4).178.
2 accommodating temper, indulgence, complaisance, UPZ110.44 (ii B.C.), Plb.1.72.2, 23.2.10, Plu. 2.124b, POxy.1590.5 (iv A.D.); ἡ τῶν νόμων συμπεριφορά Epicur.(?) Oxy.215 ii7; κατὰ συμπεριφορὰν λέγειν Phld.Piet.115; ἡ πρὸς τὰ τέκνα συμπεριφορά καὶ ὁμόνοια OGI308.17 (Hierapolis, ii B.C.); ὄχλων Jul.Or.6.200c; συμπεριφοράν ποιεῖσθαι χρημάτων to be indulgent in demanding repayment, IG12(5).860.14 (Tenos, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 987] ἡ, Umgang, Begleitung, Pol. 5, 26, 15 u. öfter, u. a. Sp.; Gefälligkeit und Nachgiebigkeit gegen Einen, συγγνώμην τοῖς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῦν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων (Tribute) διδόντες, Pol. 1, 72, 2; συμπεριφορᾶς τυγχάνειν, 24, 2, 10; dah. = Schmeichelei; Sp. auch wie συνουσία, Beischlaf, D. Sic. 3, 64.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
assiduité auprès de qqn ; liaison intime, relations ; débauche.
Étymologie: συμπεριφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπεριφορά -ᾶς, ἡ [συμπεριφέρω] alleen plur. sociale contacten, omgang.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριφορά:
1 общение: τῆς συμπεριφορᾶς μετέχειν Polyb. бывать в обществе;
2 сношение, связь (ἡ πρὸς τὴν Ἣραν σ. Diod.);
3 снисхождение: συμπεριφορὰν ἐπί τινι διδόναι Polyb. оказывать снисхождение в чем-л.;
4 разгул, попойка (οἴνωσις καὶ σ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριφορά: ἡ, σχέσις, συναναστροφή, Πολύβ. 5. 26, 15, κτλ.· ὡσαύτως ὡς τὸ συνουσία, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Διόδ. 3. 64. ― ἀσωτία, κραιπάλη, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 124B. 2) διάθεσις συμβιβαστική, συμμόρφωσις, ἐνδοτικότης, ὑποχώρησις, Πολύβ. 1. 72, 2, πρβλ. 24. 2, 10· σ. ποιοῦμαι χρημάτων, εἶμαι ἐνδοτικὸς περὶ τὴν ἀπαίτησιν πληρωμῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 14.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
συμπεριφέρω, συμπεριφέρομαι
νεοελλ.
1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή
2. (βιολ.-ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες του περιβάλλοντος
3. φρ. α) «δεν έχει συμπεριφορά» — είναι ανάγωγος, φέρεται άπρεπα
β) «αντικοινωνική συμπεριφορά»
(κοινων.) η συμπεριφορά ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων η οποία αντίκειται στα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου μιας συγκεκριμένης κοινωνίας ή διαταράσσει την ισορροπία, τη συνοχή ή την επιβίωσή του
γ) «αποκλίνουσα συμπεριφορά»
(ψυχολ.) η συμπεριφορά ενός ατόμου ή οποία διαφέρει σημαντικά από τον μέσο όρο της συμπεριφοράς τών άλλων ατόμων, την κοινώς λεγόμενη φυσιολογική
δ) «έκτροπη κοινωνική συμπεριφορά» — η αποκλίνουσα συμπεριφορά η οποία αντίκειται στις κοινωνικές επιταγές και στους επικρατούντες ηθικούς κανόνες
ε) «θεραπεία συμπεριφοράς» ή «τροποποίηση συμπεριφοράς»
(ψυχιατρ.) το σύνολο τών θεραπευτικών τεχνικών οι οποίες βασίζονται στην εφαρμογή τών αρχών της μάθησης και προσανατολίζονται κυρίως προς το σύμπτωμα και λίγο ή καθόλου προς τις διαδικασίες του ασυνειδήτου
στ) «συλλογική συμπεριφορά»
(κοινων. ψυχολ.) συμπεριφορά που εκδηλώνει ένα σύνολο ατόμων και η οποία προκαλείται από το ίδιο ερέθισμα χωρίς να ελέγχεται από κανόνες, όπως είναι η βία στα γήπεδα, ο πανικός κ.ά.
ζ) «συμβατική συμπεριφορά»
(κοινων.) συμπεριφορά που υπαγορεύεται από τον τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς τον οποίο ακολουθεί κατά κανόνα το κοινωνικό σύνολο
η) «συμβολική συμπεριφορά»
(κοινων.-ανθρωπολ.) πράξεις ή διαγωγή, που, πάντα ή σε ειδικές περιπτώσεις, έχουν μια ειδική σημασία, όπως λ.χ. όταν κάνει κανείς το σημείο του σταυρού, ανάβει κερί ή γονατίζει όταν μπει σε εκκλησία
θ) «διαταραχή συμπεριφοράς»
(ψυχιατρ.) ψυχική διαταραχή ή ψυχολογικό πρόβλημα που εκδηλώνεται ουσιαστικά στο επίπεδο τών παρατηρήσιμων τύπων συμπεριφοράς
ι) «έλεγχος συμπεριφοράς»
(ψυχιατρ.) διαμόρφωση της συμπεριφοράς ενός ατόμου με τη βοήθεια της πειθούς, τών φαρμάκων ή άλλων μέσων
ια) «επιστήμες συμπεριφοράς» — επιστήμες που έχουν ως αντικείμενο τη μελέτη τών ανθρώπινων πράξεων, όπως είναι η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η πολιτιστική ανθρωπολογία κ.ά.
ιβ) «συμπεριφορά του ανθρώπου»
(ψυχολ.) η εκδηλούμενη και δυνητική ικανότητα για δραστηριότητα στη φυσική, στη διανοητική και στην κοινωνική σφαίρα της ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτελεί αντικείμενο έρευνας της σύγχρονης ψυχολογίας
ιγ) «συμπεριφορά τών ζώων»
βιολ. κάθε δραστηριότητα ενός ολοκληρωμένου ζωικού οργανισμού
ιδ) «ενστικτώδης συμπεριφορά»
βιολ. κληρονομική, συνήθως, συμπεριφορά που επηρεάζεται ελάχιστα από τις εμπειρίες κάθε ατόμου και αποτελεί ακολουθία πολύπλοκων πράξεων οι οποίες διατρέχουν μια καθορισμένη πορεία
ιε) «τροφική συμπεριφορά»
βιολ. το σύνολο τών κινήσεων που κάνει το ζώο για τη λήψη της τροφής του
ιστ) «αναπαραγωγική συμπεριφορά» — τα γεγονότα και οι δραστηριότητες που υπεισέρχονται άμεσα στη διαδικασία με την οποία ένας οργανισμός αναπαράγεται
ιζ) «προγαμιαία συμπεριφορά»
βιολ. πράξεις που έχουν σκοπό την υπερκέραση της εχθρότητας και, γενικά, τών δυσκολιών ανάμεσα σε μελλοντικούς σεξουαλικούς συντρόφους πριν από τη σύζευξή τους
ιη) «αλτρουιστική συμπεριφορά»
βιολ. συμπεριφορά κατά την οποία ένα ζώο ξοδεύει μέρος της ενέργειάς του για να βοηθήσει ένα άλλο, χωρίς το ίδιο να ευνοείται άμεσα
αρχ.
1. σχέση, συναναστροφή
2. συνουσία
3. ενδοτικότητα, υποχωρητικότητα («συγγνώμην δὲ τοῖς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῦν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων διδόντες», Πολ.)
4. προσήνεια
5. επιείκεια
6. φρ. «συμπεριφορὰν ποιοῦμαι χρημάτων» — είμαι ενδοτικός σε ό,τι αφορά την απαίτηση πληρωμής επιγρ..

Translations

retinue

Armenian: շքախումբ; Bulgarian: свита; Catalan: seguici; Chinese Mandarin: 随从,随员; Dutch: gevolg, hofhouding, hofstoet; Esperanto: akompanantaro; Finnish: seurue; French: retenue, suite; Greek: ακολουθία, συνοδεία, κουστωδία; Ancient Greek: ἀμφί, ἀποσκευή, ἀκολουθία, θεραπεία, θεραπηΐη, παραδρομή, συμπεριφορά, τὸ ὑπηρετούμενον, ὑπηρεσία; Irish: cóisir; Italian: seguito; Latin: comitatus; Maori: apataki, hikuroa, hikuhiku; Marathi: लवाजमा; Middle English: retenue, hird, meyne; Polish: świta, asysta, asystencja; Portuguese: séquito; Russian: свита; Sanskrit: पटल; Serbo-Croatian: svita; Spanish: acompañamiento, comitiva, séquito; Swedish: följe, uppvaktning; Telugu: పరివారము; Ukrainian: почет, свита; Welsh: nifer; Middle Welsh: niuer, yniuer