ἐν
English (LSJ)
poet. ἐνί, εἰν, εἰνί (Il.8.199, etc.), forms used by Ep. and Lyric Poets as the metre requires, but only as f.l. in Trag.,
A εἰν S.Ant. 1241; εἰνί E.Heracl.893: Arc. and Cypr. ἰν IG5(2).3.5, al., Inscr.Cypr.135.9 H., al. 0-0PREP. WITH DAT. AND ACC. Radical sense, in, into. A WITH DAT. I OF PLACE, 1 in, νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ Od.1.50; ἐν δώμασ' ἐμοῖσιν Il.6.221; ἐνὶ προθύροισιν 11.777; κοίλῃσ' ἐνὶ νηυσί Od.2.27; with names of cities or islands, as ἐν Ἀθήνῃς, ἐν Τροίῃ, Il.2.549, 162; ἡ ἐν Κερκύρᾳ ναυμαχία Th.1.57; ἡ ἐν Σαλαμῖνι μάχη Isoc.5.147 (but in Att. the Prep.is sts.omitted, as with Ἐλευσῖνι, Μαραθῶνι; where ἐν is used, it = in the district of... ὲν Ἐλευσῖνι IG22.1028.11, ἐμ Μαραθῶνι ib.1243.21): ἐν χερσὶν ἐμῇσι in my arms, Il.22.426; ἐνὶ θυμῷ Od.16.331, etc.; ἐν αὑτῷ εἶναι to be in one's senses, be oneself, ἔτ' ἐν σαυτῷ (v.l. -τοῦ) γενοῦ S.Ph.950; also ἐν αὑτοῦ, cf. signf. 2. b ἐν τοῖς ἰχθύσιν in the fish-market, Antiph.125; ἐν τῷ μύρῳ Ar.Eq.1375; so ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἐθεώρουν ἄν in the two-obol seats, D.18.28. 2 elliptic, in such phrases as ἐν Ἀλκινόοιο Od.7.132, cf.Leg.Gort.2.21, etc.; εἰν Ἀΐδαο Il.22.389, Att. ἐν Ἅιδου (v. Ἅιδης): later ἐν τοῖς τινός PRev.Laws 38.1 (iii B. C.), Ev.Luc.2.49; ἐν ἡμετέρου Hdt.1.35, 7.8.δ'; ἐμ Πανδίονος IG22.1138.8; ἐν Δημοτιωνιδῶν ib.2.841b21; ἐν τῶν πόλεων ib. 12.56.14: mostly with pr.n., but sts. with Appellatives, as, ἐν ἀφνειοῦ πατρός Il.6.47; ἐν ἀνδρὸς εὐσεβεστάτου E.IA926; ἐν παιδοτρίβου, ἐν κιθαριστοῦ, at the school of... Ar.Nu.973, Pl.Tht.206a; ἐν γειτόνων (v. γείτων) ἐν αὑτοῦ (αὑτῷ cod. Rav.) Ar.V.642, cf. Men.Sam.125; οὐκέτ' ἐν ἐμαυτοῦ ἦν Pl.Chrm.155d; ἐν ὑμῶν αὐτῶν γένεσθε Lib.Or. 35.15. 3 in, within, surrounded by, οὐρανὸς ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι Il.15.192; after Hom., of clothing, armour, etc., ἐν ἐσθῆτι Hdt.2.159; ἐν πεπλώματι S.Tr.613; ἐν ἔντεσι Pi.O.4.24; ἐν ὅπλοισι in or under arms, Hdt.1.13, etc.; also of particular kinds of arms, ἐν τόξοις, ἀκοντίοις, etc., equipped with them, dub.in X.Mem.3.9.2; ἐν μαχαίρῃ PTeb. 16.14 (ii B. C.); ἐν μεγάλοις φορτίοις βαδίζειν καὶ τρέχειν X. Cyr.2.3.14; ἐν βαθεῖ πώγωνι Luc.Salt.5. 4 on, at or by, ἐν ποταμῷ Il. 18.521, Od.5.466; ἐν ὄρεσσιν 19.205; οὔρεος ἐν κορυφῇς Il.2.456; ἐν θρόνοις Od.8.422; νευρὴ ἐν τόξῳ the string on the bow, Il.15.463; ἐν [ξίφει] ἧλοι 11.29; κατεκλάσθη ἐνὶ καυλῷ ἔγχος was broken off at or by the shaft, 13.608; ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων S.Ph.296; ἐν οἴνῳ at wine, prob. in Call.Epigr.23, Luc.Dem.Enc.15. 5 in the number of, amongst, freq.in Hom., ἐν Δαναοῖσι, προμάχοισι, μέσσοισιν, νεκύεσσι, Il.1.109, 3.31, 7.384, Od. 12.383, al.; οἴη ἐν ἀθανάτοισιν Il. 1.398; and with Verbs of ruling, ἐν δ' ἄρα τοῖσιν ἦρχ' 13.689; ἀνδράσιν ἐν πολλοῖσι . . ἀνάσσων Od.19.110; φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον Pi.P.3.21; ἐν τοῖς οἰκείοισιν ἀνὴρ χρηστός S.Ant.661; ἐν γυναιξὶν ἄλκιμος E.Or.754:—for ἐν τοῖς c. Sup., V. ὁ. b in the presence of, ἐν πᾶσι Od.2.194; πτωχὸς ὢν ἐν ἐσθλοῖσιν λέγειν E.Fr. 703; λέγοντες ἐν τῷ δήμῳ Pl.R.565b; μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσι Th.2.36; ἔλεγον ἐν τοῖς τριάκοντα Lys.12.6; ἐν τοῖς ὄχλοις εἰπεῖν Isoc.3.21; λέγειν ἐν ἀνδράσιν (of a woman) Lys.32.11; of a trial, διαγωνίζεσθαι, διαδικάζεσθαι ἔν τισι, Pl.Grg.464d, Lg.916b; προὐκαλούμην ἐν τοῖς αὐτοῖς δικασταῖς Antipho6.23. 6 in one's hands, within one's reach or power, νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι Il.7.102; δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν Od.10.69 (comp. the Homeric phrases θεῶν ἐν γούνασι κεῖται Il.17.514; ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου 16.630); freq. in Hdt. and Att., ἔστιν ἔν τινι, c. inf., it depends on him to... rests with him to... ἔστιν ἐν σοὶ ἢ . . ἤ . . Hdt.6.109, cf. 3.85, etc.; ταῦτα δ' ἐν τῷ δαίμονι καὶ τῇδε φῦναι χἁτέρᾳ S.OC1443; ἐν σοὶ γάρ ἐσμεν Id.OT314; ἐν σοὶ δ' ἐσμὲν καὶ ζῆν καὶ μή E.Alc.278; ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο Th.1.74; ἐν τῷ θεῷ τὸ τέλος ἦν, οὐκ ἐμοί D.18.193; also ἐν τούτῳ εἰσὶν πᾶσαι αἱ ἀποδείξεις depend on this, Pl.Prt.354e; ἐν τούτῳ λύεται ἡ ἀπορία ἢ ἄλλοθι οὐδαμοῦ ib.321e; ἔν γ' ἐμοί so far as rests with me, S.OC153 (lyr.); ἐν δὲ σοὶ λελείψομαι E.Hipp.324; also ἐν ἐμοί in my judgement, S.OC1214 (lyr.); ἐν θεοῖς καλά in the eyes of the gods, Id.Ant.925. 7 in respect of, ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα φῶτα Il.23.671; ἐν γήρᾳ σύμμετρός τινι in point of age... S. OT1112; ἐν ἐμοὶ θρασύς in my case, towards me, Id.Aj.1315; ἐν θανοῦσιν ὑβριστής ib.1092; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάθησις Pl.La.190d; also οὐδὲν δεινὸν μὴ ἐν ἐμοὶ στῇ stop with me, Id.Ap.28b. 8 in a pregnant construction with Verbs of motion, into; implying both motion to and subsequent position in a place, ἐν κονίῃσι χαμαὶ πέσεν fell [to the dust and lay] in it, Il.4.482, etc.; βάλον ἐν κονίῃσι 5.588; νηῒ δ' ἐνὶ πρύμνῃ ἔναρα θῆκ' 10.570; ἐν χερσὶ τιθέναι 1.441, etc.; ἐν χερσὶ βαλεῖν 5.574; ἐν στήθεσσι μένος βαλεῖν ib.513; ἐν Τρωσὶν ὄρουσαν 16.258; ἐν χερσὶ πεσέειν 6.81; λέων ἐν βουσὶ θορών 5.161; ἐν δ' οἶνον ἔχευεν ἐν δέπαϊ χρυσέῳ Od.20.261; ἐν τεύχεσσιν ἔδυνον Il.23.131: in Trag. and Att., ἐν ποίμναις πίτνων S.Aj.184 (lyr.), cf. 374 (lyr.); ἐν χωρίῳ ἐμπεπτωκώς Th.7.87; ἡ ἐν τῷ Σπειραίῳ τῶν νεῶν καταφυγή Id.8.11; ἐν τόπῳ καταπεφευγέναι Pl.Sph.260c; ἐν ᾅδου διαπορευθείς Id.Lg.905b; ῥιπτοῦντες σφᾶς ἐν τῇ θαλάσσῃ Arr.An.1.19.4; later, with Verbs of coming and going, διαβάντες ἐν τῇ Σάμῳ Paus.7.4.3, cf. LXX To.5.5, Arr.Epict.1.11.32, etc.: τὸν ἐν Σικελίᾳ πλοῦν is f.l. in Lys. 19.43 codd. 9 πίνειν ἐν ποτηρίῳ to drink from a cup, Luc.DDeor. 6.2; ἐν ἀργύρῳ πίνειν Id.Merc.Cond.26; ἐν μικροῖς D.L.1.104. 10 ἄργυρος ἐν ἐκπώμασι silver in the form of plate, Plu.2.260a; ἐμ φέρνῃ, ἐν θέματι, as a dowry, pledge, PPetr.1p.37, PTeb.120.125 (i B. C.). 11 in citations, ἐν τοῦ σκήπτρου τῇ παραδόσει in the passage of the Il. describing this, Th.1.9, cf. Pl.Tht.147c, Phlb.33b. II OF STATE, CONDITION or POSITION: 1 of outward circumstances, ἐν πολέμῳ Od.10.553; ἐν δαιτί Il.4.259; ἐν καρὸς αἴσῃ 9.378; ἐν μοίρῃ Od.22.54; οὑμὸς ἐν φάει βίος E.Ph.1281; ἐν γένει εἶναί τινι to be related to... S.OT1016; of occupations, pursuits, ἐν φιλοσοφίᾳ εἶναι to be engaged in philosophy, Pl.Phd.59a, cf. R.489b; οἱ ἐν ποιήσι γενόμενοι poets, Hdt.2.82; οἱ ἐν τοῖς πράγμασι ministers of state, Th.3.28; οἱ ἐν τέλει the magistrates, Id.7.73, etc.; τοὺς ἐν ταῖς μοναρχίαις ὄντας Isoc.2.5; ὁ ἐν ταῖς προσόδοις PPetr.1p.62; ὁ μάντις ἦν ἐν τῇ τέχνῃ in the practice of it, S.OT562. 2 of inward states, of feeling, etc., ἐν φιλότητι, ἐν δοιῇ, Il.7.302,9.230; ἐν φόβῳ γενέσθαι Pl.R.578e; οὐκ ἐν αἰσχύνῃ τὰ σά E.Ph.1276; ἐν σιωπῇ τἀμά Id.Ion 1397; ἐν ὀργῇ ἔχειν τινά to make him the object of one's anger, Th.2.21; ἐν ἔριδι εἶναι ibid.; ἐν αἰτίᾳ σχεῖν τινά to blame him, Hdt.5.106; ἐν αἰτίᾳ βαλεῖν S.OT656 (lyr.); ἐν αἰτίᾳ εἶναι to have the blame, X.Mem. 2.8.9, etc.; οἱ ἐν ταῖς αἰτίαις D.Ep.2.14. 3 freq. with neut. Adj., ἐν βραχεῖ, = βραχέως, S.El.673; ἐν τάχει, = ταχέως, Id.OT765, etc.; ἐν καλῷ ἐστί, = καλῶς ἔχει, E.Heracl.971; ἐν ἀσφαλεῖ [ἐστί] Id.IT 762; ἐν εὐμαρεῖ [ἐστί] Id.Hel.1227; ἐν ἐλαφρῷ ποιήσασθαι Hdt.3.154; ἐν ἴσῳ, = ἴσως, ἐν ὁμοίῳ, = ὁμοίως, Th.2.53: less freq. in pl., ἐν ἀργοῖς, = ἀργῶς, S.OT287; ἐν κενοῖς, = κενῶς, Id.Aj.971: with a Subst., ἐν δίκᾳ, = δικαίως, opp. παρὰ δίκαν, Pi.O.2.16, cf. S.Tr.1069, Ar.Eq.258, Pl.R.475c, al.; ἦσαν οὐκέτι ὁμοίως ἐν ἡδονῇ ἄρχοντες Th.1.99, cf. Pl. Epin.977b. III OF THE INSTRUMENT, MEANS or MANNER, ἐν πυρὶ πρήσαντες Il.7.429; δῆσαι ἐνὶ δεσμῷ 5.386, cf. Od.12.54, etc.; but in most cases the orig. sense may be traced, to put in the fire and burn, infetters and bind, etc.; so ἐν πόνοις δαμέντα A.Pr.425 (lyr.); ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ib.462; ἔργον ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ Id.Th.414; also ἐν ὀφθαλμοῖσιν or ἐν ὄμμασιν ὁρᾶσθαι, ἰδέσθαι, to see with or before one's eyes, i.e. have the object in one's eye, Il.3.306, Od.10.385, etc.; ἔν τε τῇ ὄψει διαγιγνώσκειν καὶ ἐν τῇ ἀκοῇ Pl.Tht.206a; also ἐν ὠσὶ νωμῶν ὄρνιθας A.Th.25; also ἐν λιταῖς by prayers, S.Ph.60; ἐν δόλῳ by deceit, ib.102; ἐν λόγοις by words, A.Ch.613 (lyr.); ἀπέκτειναν ἐν τῇ προφάσει ταύτῃ Lys.13.12, cf. Antipho 5.59; ψαύειν ἐν κερτομίοις γλώσσαις S.Ant.961 (lyr.); ἐν τοῖς ὁμοίοις νόμοις ποιήσαντες τὰς κρίσεις Th.1.77; esp. with Verbs of showing, σημαίνειν ἐν ἱεροῖς καὶ οἰωνοῖς X.Cyr.8.7.3; τὰ πραχθέντα . . ἐν . . ἐπιστολαῖς ἴστε ye know by letters, Th.7.11; ἐν τῇδε ῥάβδῳ πάντα ποιήσεις Ezek.Exag.132, cf. PMag.Osl.1.108. 2 of a personal instrument, ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια Ev.Matt.9.34. IV OF TIME, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Il.16.643; ἐν νυκτί Hdt.6.69, X. Smp.1.9; ἐν χρόνῳ μακρῷ S.Ph.235, OC88; ἐν τούτῳ (sc. τῷ χρόνῶ) in this space of time, Hdt.1.126, etc.; ἐν ᾧ (sc. χρόνῳ) during the time that, S.Tr.929, etc. (also ἐν οἷς Arist.Mu.391a2); ἐν ὅσῳ Th.3.28; ἐν ταῖς σπονδαῖς in the time of the truce, X.An.3.1.1; ἐν τῇ ἑορτῇ Th.7.73 (but in some phrases the ἐν is omitted, as μυστηρίοις in the course of the mysteries, Ar.Pl.1013; τραγῳδοῖς at the performance of... Aeschin.3.36). b ἐν ἄρχοντι Μητροδώρῳ during the archonship of M., IG7.1773 (Thebes, ii A. D.); ἐν ἄρχοντι Σύλλᾳ ib.3.113. 2 in, within, ἐν ἡμέρῃ Hdt.1.126; ἐν ἔτεσι πεντήκοντα Th.1.118; ἐν τρισὶ μησί X.HG1.1.37, etc.; μυρίαις ἐν ἁμέραις in, i.e. after, countless days, E.Ph.305 (lyr.); ἐν ἡμέραις πολλαῖς νοσῆσαι Procop.Arc.9.35. V OF NUMBERS generally, ἐν δυσὶ σταδίοις within two stadia, D.S.20.74, cf. 19.39, dub. in Th.6.1. 2 with gen. of price, ἐν δύο ταλάντων LXX 3 Ki.16.24. 3 amounting to, προῖκα ἐν δραχμαῖς ἐννακοσίαις BGU970.14 (ii A. D.), etc. B WITH Acc., into, on, for, Arc. ἰν, νόμος ἰν ἄματα πάντα IG5 (2).5; γράψαι ἐν χάλκωμα ib.511; ἐν πελτοφόρας ἀπεγράψατο ib.7.210 (Aegosthenae), etc.; also poet., ἐν πάντα νόμον Pi.P.2.86. C WITHOUT CASE, AS ADVERB, in the phrase ἐν δέ . ., 1 and therein, Il.9.361; ἐν μέν . . ἐν δέ Od.13.244. 2 and among them, Il.2.588, etc.; in Hdt., mostly ἐν δὲ δή . . 3.39, 5.95; or ἐν δὲ καί . . 2.43,172,176. 3 and besides, moreover (not in Att. Prose), S.Aj. 675, OT181 (lyr.), al.; ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ Od.5.260. 4 ἔνι, = ἔνεστι, ἔνεισι, Il.20.248, etc. D POSITION: ἐν freq. stands between its Subst. and the Adj. agreeing therewith, Il.22.61, B.5.41, etc.: without an Adj., τῷ δ' ἐν ἐρινεός ἐστι μέγας Od.12.103: most freq. in Hom. in the form ἐνί, which is then written by anastrophe ἔνι, Il.7.221, Od.5.57; in Pi. between Subst. and gen., χόρτοις ἐν λέοντος O.13.44, al.--One or more independent words sts. come between the Prep. and its dat., as in Od.11.115; also in Prose, Hdt.6.69. E IN COMPOS., I with Verbs, the Prep. mostly retains its sense of being in or at a place, etc., c. dat., or folld. by εἰς . ., or ἐν ..: in such forms as ἐνορᾶν τινί τι, in translating, we resolve the compd., to remark a thing in one. b also, at a person, ἐγγελᾶν, ἐνυβρίζειν τινί. 2 with Adjs., it expresses a a modified degree, as in ἔμπηλος, ἔμπικρος, ἔνσιμος, rather . . . b the possession of a quality, as in ἔναιμος with blood in it, ἐνάκανθος thorny: ἔμφωνος with a voice: ἔννομος in accordance with law, etc. II ἐν becomes ἐμ- before the labials β μ π φ ψ; ἐγ- before the gutturals γ κ ξ Χ; ἐλ- before λ; ἐρ- before ρ; rarely ἐσ- before ς; but Inscrr. and Papyri often preserve ἐν- in all these cases.
German (Pape)
[Seite 821] p. ἐνί, Il. 13, 608 u. öfter, Soph. Tr. 6 (s. unten), u. εἰν, Od. 1, 162 u. öfter, Soph. Ant. 1226, wo man an das ep. εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν erinnert wird; auch εἰνί, Il. 8, 199 Od. 9, 417; Eur. Heracl. 893. Sein od. Verweilen in, an, auf Etwas. – 1) vom Orte u. zwar – a) am gewöhnlichsten innerhalb eines Raumes, in, ἐν νήσῳ, ἐν δώμασιν u. ä., Hom. u. Folgde überall; τίς. ἔνδον ἐν δόμοις Aesch. Ch. 643; ἐν οἴκοις ἢ 'ν ἀγροῖς Soph. O. R. 112; ἐν ξένᾳ, in der Fremde, Phil. 135. – Wie bei εἰς wird οἶκος oft ausgelassen. ἐν Ἅιδου, von Hom. an überall, πολλὰ δ' ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κεῖται Il. 6, 47; ἐνὶ Κίρκης ἔρχαται Od. 10, 282; vgl. 7, 132; ἐν ἀνδρὸς εὐσεβεστάτου τραφείς Eur. I. A. 926; ἐν παιδοτρίβου καθίζειν Ar. Nub. 972; ἐν Πυθίου Thuc. 6, 54, wie Plat. Gorg. 472 a; ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε, ἐν κιθαριστοῦ, ἐν διδασκάλων, Prot. 320 a Theaet. 206 a Alcib. I, 110 a; τὸ χωρίον τὸ ἐν γειτόνων Dem. 53, 10, woran sich auch ἐν αὑτοῦ reiht, Ar. Vesp. 642; Plat. Charm. 155 d, s. unten 6. – b) auf, ἐν ἵπποις, ἐν θρόνοις, Hom., Aesch. Ch. 969; ἐν σάκει, Spt. oft; ἐν θαλλοῖς συγκατῄθομεν Soph. Ant. 1186; ἐν στιβάσι κείμενοι Xen. An. 5, 9, 4; ἐν τῇ γῇ, ἐν τῇ θαλάττῃ ἄρχειν, 6, 4, 13; ἐν τῷ δεξιῷ, auf dem rechten Flügel, 1, 8, 5; ἐν τοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν, auf dem Zwei-Obolenplatz, Dem. 18, 28; ἐν τοῖς στεφανώμασιν, auf dem Kranzmarkt, Ar. Eccl. 303 u. Phereer. Ath. XV, 658 b, wie ἐν τῷ μύρῳ, in dem Salbenladen, Ar. Eq. 1371 u. Polyzel. Schol. Ar. Plut. 550; ἐν τοῖς ἰχθύσιν, auf dem Fischmarkt, Antiphan. Ath. VII, 287 e. – c) das Daransein, die unmittelbare Nähe ausdrückend; ἐν οὐρανῷ, am Himmel, Il. 8, 555; ἐν ποταμῷ, am Flusse, 18, 521 Od. 5, 466; ἐν τόξῳ, ἐν ξίφει, ἐν ῥυμῷ, ἐν χρῷ, s. χρώς; ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων, daran reibend, Soph. Phil. 295; χεῖρας αἱμάξαι ἔν τινι Ai. 448; τἂν ποσίν, das vor den Füßen, das Gegenwärtige, Ant. 1309, vgl. τὰ ἐν μυχοῖς 1279. Aber ἐν τοῖς δένδροις ἑστάναι = zwischen den Bäumen, Xen. An. 4, 7, 9; u. ἀνάπαυλαι ἐν τοῖς δένδρεσίν εἰσιν σκιαραί = unter, Plat. Legg. I, 625 b; ἐν τῷ λιμένι Xen. An. 6, 2, 1; oft ἐν τῷ Πόντῳ, am Pontus. Bes. seit Her. ἐν Κύπρῳ ναυμαχεῖν, 5, 115, von Schlachten, die bei einem Orte, im Gebiete desselben geliefert werden, Thuc. u. Folgende; so ἐν Κορωνείᾳ κινδυνεύειν Xen. An. 5, 3, 6; ἡ ἐν Τροίᾳ μονή, vor Troja, Plat. Crat. 395 a; u. sehr gew. οἱ ἐν Μαραθῶνι, die Kämpfer bei Mar. oder die dort Gebliebenen, Thuc. 2, 34; Selten so von Personen, παρέσται ἐν πόσει, Eur. El. 641; προξένων ἔν τῳ κατέσχες Ion 365, vgl. Heracl. 757. – d) auch bei Verbis, die eine Bewegung ausdrücken, um die Erreichung des Zieles u. das Verweilen daselbst anzudeuten. Schon Hom. oft ἐν κονίῃσι πέσε, ἐν χερσὶ πεσεῖν u. ä., ἐν χείρεσσι λάβ' αἰγίδα Il. 15, 229, ἐν Τρωσὶν ὄρουσαν 16, 258, λέων ἐν βουσὶ θορών 5, 261, ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσον Od. 2, 349, ἐν τεύχεσι δύνειν Il. 23, 131, ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι 132; κάββαλ' ἐνὶ πόντῳ Hes. Th. 189; τοιαῦτ' ἀκούων ἐν φρεσὶν γράφου Aesch. Ch. 443, wie ἐνὶ φρεσὶν βάλλω, Hom.; ἐλπίδας κατῴκισα ἐν αὐτοῖς, habe ich in ihnen erweckt, Aesch. Prom. 250; ἵζει μάντιν ἐν θρόνοις Eum. 18. Bes. bei τίθημι, πίπτω u. ä., ἐνμέσῳ τίθημι, ἐν δώμασι πιτνών, Aesch. Ch. 36. 143; ἐν πέδῳ βαλῶ Ag. 1145; ἐν τάφῳ θεῖναι Soph. Ant. 499; ἐν ποίμναις πιτνών, ἐν βουσὶ πεσών, Ai. 184. 367; ἐν μέσῳ σκάφει θέντες Trach. 800; ἐν δ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς ἔπαισεν Ant. 1258; auch in Prosa, ἐμπίπτειν ἐν Thuc. 7, 87; ἐν ἀπορίᾳ ἐνεπεπτώκεισαν Plat. Euthyd. 292 e; ἐν τῇ γῇ καταπεφευγέναι Thuc. 4, 14; ᾤχοντο δ' ἐν τοῖς ὀχυροῖς καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐν τούτοις ἀνακεκομισμένοι ἦσαν Xen. An. 4, 7, 17; in welchen Beispielen das perf. zu beachten; ἐν μέσοις ἀναμεμιγμένοι τοῖς Ἕλλησιν 4, 8, 8; ὡς ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαι, an den sichersten Ort bringen, Cyr. 1, 6, 26. Auffallender ἐν Ἀμβρακίᾳ ἀπῄεσαν, ἀποστελοῦντες ἐν Σικελίᾳ, Thuc. 4, 42. 7, 17, wie ἡ ἐν τῷ Πειραιῷ τῶν νεῶν καταφυγή 8, 11; ὁ ἐν Σικελίᾳ πλοῦς Lys. 19, 43; ῥιπτοῦντες σφᾶς ἐν τῇ θαλάττῃ Arr. An. 1, 19, 3; Sp., häufig geradezu für εἰς, wie διαβάντες ἐν Σάμῳ Paus. 7, 4, 3. – Bei den Doriern steht ἐν für εἰς, dah. c. acc. bei Pind. P. 2, 11. 86. 5, 38 N. 7, 31. – 2) auf Menschen übertr., – a) unter; ἐν πρώτοις μάχεσθαι Il. 9, 709; ἐν προμάχοισι φανείς 3, 31; κλέος ἐσθλὸν ἐνὶ Τρώεσσιν ἀρέσθαι 17, 16; οἴη ἐν ἀθανάτοις 1, 398; νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν 24, 107; ἐν δὲ τῇσι (βουσὶ) νομεύς 15, 632; ἄρχειν, ἀνάσσειν ἐν πολλοῖς, unter vielen, 13, 689 Od. 19, 110; φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον Pind. P. 3, 21. So oft Tragg.; ἄτιμος ἐν θεοῖς Aesch. Eum. 691 (vgl. Soph. O. R. 215 Xen. An. 7, 7, 501; τὰ ἐν βροτοῖς πήματα Prom. 440; ἐν πρώτοις ἕπει Soph. El. 28; Prosa, ὄνομα μέγιστον ἐν πᾶσιν ἀνθρώποις ἔχειν Thuc. 2, 64; ἐν θεοῖς καὶ ἀνθρώποις Plat. Legg. IX, 879 b; ἐν πᾶσιν εὐδόκιμοι τοῖς Ἕλλησιν, bei, I, 631 c; vgl. Prot. 337 b 343 c; μνήμην παρέχειν ἔν τισι Xen. An. 6, 3, 24; bes. λέγειν, νομίζειν, καταριθμεῖν, λέγεσθαι ἐν, dazu, darunter rechnen, Aesch. Prom. 975 Eur. Herc. Fur. 175 Plat. Polit. 266 a Xen. An. 1, 6, 1 Hem. 2, 2, 1; – οἱ ἐν γένει, die Verwandten, Soph. O. R. 1430. – Auch von Dingen, ἐν ἐλπίσι τρέφω Soph. Ant. 888. – b) bei λέγειν u. ä. geht es in die Bedeutung vor, in Gegenwart über; ἐν ὑμῖν ἐρέω Il. 9, 528; ἐν πᾶσι, in Gegenwart aller, Od. 2, 194. 16, 378; ἐν τῷ δήμῳ Plat. Rep. VIII, 565 b; ἐν μάρτυσι Conv. 175 e; nach λέγειν ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Antiph. 6, 24, auch ἐν τοῖς δικασταῖς, ibd. 23; Is. 2, 4; Dem. 8, 1. 27; κατηγορεῖν Plat. Legg. X, 886 e; sehr gew. ἐν εἰδόσι μακρηγορεῖν u. ä., Thuc. 2, 26, wohin auch ἐν νομοθέταις θέσθαι, λύειν νόμον gerechnet werden kann, Dem. 3, 10. 2433, wie ἐν ὑμῖν (vor, bei euch, den Richtern) πειράσομαι τῶν δικαίων τυχεῖν 40, 3. – Aehnl. δεῖξαι ἐν Ἀργείοις μέσοις Soph. Phil. 626, vgl. 1053; εἰ τάδ' έστὶν ἐν θεοῖς καλά, wenn das vor den Göttern recht ist, Ant. 916. – c) bes. zu bemerken ist ἐν τοῖς beim superlat., wobei man von Stellen ausgeht, wie πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα οἱ λόγοι ὑμῶν καλὰ ἔχουσιν, ἐν δὲ τοῖς καὶ τοῦτο μεγαλοπρεπέστερον, Plat. Euthyd. 303 c, wo es deutlich unter diesem Guten ist; ὃ δὴ δοκεῖ ἐν τοῖς μεγίστοις μέγιστον εἶναι Crat. 427 e; τοῦτό μοι ἐν τοῖσι θειότατον φαίνεται γίγνεσθαι Her. 7, 137; häufig Thuc., z. B. ἐν τοῖς πλεῖσται δὴ νῆες, ἐν τοῖς πρώτη ἐγένετο, 3, 17. 82; Plat. ἣν ἀγγελίαν ἐγώ, ὥς μοι δοκῶ, ἐν τοῖς βαρύτατα ἂν ἐνέγκοιμι Crit. 43 c; am häufigsten ἐν τοῖς μάλιστα, z. B. Thuc. 8, 90 Plat. Theaet. 186 a. Aehnl. ἐν πᾶσι, vor Allen. – 3) an 1 c) schließt sich die Bdtg des Umgebenseins von Etwas, οὐρανὸς ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι, der Him-mel in Lichthelle u. Wolkenumhüllung, Il. 15, 19. Bes. – a) von Kleidern, Waffen u. dgl.; ἐν ῥινῷ λέοντος στάς Pind. I. 6, 53; χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι Ol. 4, 22; ἐν πεπλώματι Soph. Tr. 610; ἐν τρισὶ μορφαῖσιν ibd. 10; κἂν τοῖσδε κόσμοις καταγελωμένη Aesch. Ag. 1244; ὑφαντοῖς ἐν πέπλοις κείμενος 1562; ἐν ῥακίοις περιειλόμενος Ar. Ran. 1093; ἐν ἐσθῆσι Her. 2, 159; ὀξυπρώροισι βρέμων ἐν αἰχμαῖς Aesch. Prom. 422; in Prosa oft; ἐν ὅπλοις εἶναι Her. 1, 13; Thuc-6, 74; ἐξέτασιν ἐν ὅπλοις ποιεῖσθαι, γενέσθαι, Xen. Cyr. 2, 4, 1 An. 5, 3, 3; Mem. 3, 9, 2. Vgl. ἐν κανοῖς, mit Körben, Dem. 59, 78; u. bei Luc. ἐν πώγωνι, ἐν γενείῳ βαθεῖ, Salt. 5; auch ἐν μαλακοῖς ἠμφιεσμένον, Hatth. 11, 8, womit ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὑτοῦ zu vgl., 6, 29; ἐν ἐξωμίσι φαύλαις Ael. V. H. 9, 34. – Aehnl. ἐν μεγάλοις φορτίοις βαδίζειν, unter schweren Lasten, Xen. Cyr. 2, 3, 14; δένδρα ἐν καρποῖς, mit Früchten, Long. past. 1, 11. – b) von Banden u. Fesseln; ἐν δεσμῷ δῆσαι Il. 5, 386; Od. 12, 54; ἐν ἐλλεδανοῖσι δέεσθαι Il. 18, 553; ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα Aesch. Prom. 460; ἄνδρα πεδήσασα ἐν πέπλῳ Eum. 604; ἐν βρόχῳ θανεῖν Ch. 550; ἐν ξύλῳ δήσας Ar. Equ. 393. 702; ἐν πέδαις δεδέσθαι Xen. An. 4, 3, 8. – c) Aehnlich ist, wo es zum Theil mit dem instrumentalen dat. zusammenfällt, ἐν χεροῖν λαβεῖν, κατέχειν, Soph. O. R. 912 O. C. 1696; οὐ κόμπον ἐν χεροῖν ἔχων Aesch. Spt. 455; woran sich reihen ἐν παλάμῃσι κατέκταθεν ὀξέϊ χαλκῷ Il. 5, 558, vgl. 7, 105 (aber θανέειν ἐν χερσὶν ἐμῇσι, 22, 426, ist = in meinen Armen); ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶν ἐδάμασσε πώλους Pind. P. 2, 8; ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθείς, ἐν φίλαισι χερσὶν ἐκόσμησα, Soph. El. 1128. 1130; so bei Thuc. oft, γενομένης δ' ἐν χερσὶ τῆς μάχης, als es zum Gefecht kam, 6, 70, wo der Schol. bemerkt: nachdem die Schleuderer aufhörten; ἦν ἡ μάχη κρατερὰ καὶ ἐν χερσὶ πᾶσα 4, 43; so ἐν χερσὶν εἶναι, γίγνεσθαι, 3, 108. 7, 5; ἀποκτείνειν 3, 66 u. ä., s. χείρ; – ἐν ὠσὶ νωμᾶν καὶ φρεσὶν πυρὸς δίχα χρηστηρίους ὄρνιθας Aesch. Spt. 25; ἐν τοῖσιν ὠσὶ δάκνει Soph. Ant. 317; ἐν ὄμμασιν ὁρᾶν 760, nie Il. 3, 306 Od. 10, 385; ἐν ὄμμασιν φαίνεται Aesch. Pers. 596; Ag. 863; ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχειν, vor Augen, Xen. An. 4, 5, 29; ἔργον ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ, vermittelst der Würfel, Aesch. Spt. 396; ἐν κώπαισι πλεῖν, Ggstz zur Segelfahrt, Men. bei Stob. fl. 59, 9; ἐν ἐπιστολαῖς ἴστε Thuc. 7, 11; ἐν ποτηρίοις πίνειν Xen. An. 5, 9, 4; vgl. Luc. merc. cond. 26 D. D. 6, 2; ἡ ἐν αὐλοῖς μουσική Ephipp. Ath. XIV, 617 f; ἐν μέτρῳ μετρεῖν, ἐν κρίματι κρίνειν, Hatth. 7, 1; ἐν τοῖς ποσὶν καταπατεῖν ib. 6, u. ä. oft im N. T. u. bei a. Sp.; – ἐν στρατιᾷ καταστρέψασθαι Xen. Cyr. 8, 6, 20; ἐν λόγοις κοσμεῖν Dem. 20, 141, wie πείθειν Soph. Phil. 1393; Plat. Legg. II, 660 a; ἐν ὄψει διαγιγνώσκειν, ἐν ἀκοῇ, Theaet. 206 a; pleonastisch scheint ἐν τιμῇ σέβειν Aesch. Pers. 162; ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφθαρται ὄλβος, mit einem Schlage, 247; ἐν λόγῳ πεύθομαι Ch. 668; ἐν θανάτῳ ἀπόλλυσθαι Plat. Phaed. 95 d; στάζειν ἐν αἵματι Eur. Bacch. 1163; sp. D., wie ἐν ὄμμασιν αὐδᾷ Hel. 13 (XII, 63). So sagen Gramm. ψάλια ἐν τῷ α Ἀττικοί, διὰ τοῦ ε Ἕλληνες, Moeris p. 214, 6, mit einem Buchstaben schreiben. – 4) Von der Zeit, in, in nerhalb; ἐν ἡμέρῃ, in einem Tage, Her. 1, 126; ἐν πολλῷ χρόνῳ Aesch. Ag. 537; oft in Prosa, wie Plat. Phaed. 58 b; ἐν τρισὶν ἡμέραις Xen. An. 4, 8, 8; Mem. 3, 13, 5; ἐν εἰρήνῃ, ἐν σπονδαῖς, während des Waffenstillstandes, Thuc. 2, 5. 3, 13; ἐν τῇ μονῇ Xen. An. 5, 1, 5, u. Aehnliches öfter, bes. ἐν καιρῷ. Dah. ἐν τούτῳ, ἐν ᾧ, unterdeß, während welcher Zeit, von Her. 6, 89 Thuc. 7, 29 an häufig; ἐν τῷ αὐτῷ, in derselben Zeit. – 5) Von jedem Zustande, in dem man sich befindet, sowohl äußerlich als innerlich, wie ἐν πολέμῳ, ἐν ἀγῶνι, ἐν ἔργῳ; χαίρετ' ἐν κακοῖς ὅμως Aesch. Pers. 826, der auch ὑβρίζειν διδαχθεὶς ἐν κακοῖς so vrbdt, Ag. 1594; Eum. 266. Aehnl. ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν, στρατοπεδεύειν, Xen. An. 3, 2, 25 Cyr. 5, 4, 40; vollständiger ἐν ἀφθόνοις τοῖς ἐπιτηδείοις διαχειμάσαι An. 7, 6, 31, bei; vgl. τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ Il. 9, 143; ἐν βολίτοις τρέφειν Ar. Ach. 990; ξενύδρια ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα Men. Ath. IV, 132 e, vgl. ζήσεται ἐν παντὶ ῥήματι Matth. 4, 4; Uebertr., ἐν φιλότητι, ἐν πένθεϊ, ἐν δοιῇ Il. 7, 302. 9, 230. 22, 483; oft bei Attikern. ἐν φόβῳ, ὀργῇ εἶναι u. ä.; ἐν ἡδονῇ ἐστίν οἱ, mit folgdm acc. c. inf., es ist ihm ein Vergnügen, Her. 7, 15; ἐν αἰτίᾳ εἶναι, ἔχειν, s. αἰτία; οὐκ ἐν αἰσχύνῃ τὰ σά Eur. Phoen. 1282, deine Lage ist nicht so, daß du dich schämen darfst; οὐκ ἐν σιωπῇ τἀμά Ion 1397; ἐν αἰσχύναις ἔχειν, sich schämen, Suppl. 164. – Dah. auch = beschäftigt sein mit Etwas, ὢν ἐν τῇ τέχνῃ Plat. Men. 91 e, vgl. Phaed. 84 a; οἱ ἐν ποιήσει γενόμενοι, die Dichter, Her. 2, 82; οἱ ἐν πράγμασιν Thuc. 3, 28; öfter οἱ ἐν τέλει, Magistrate; ἐν φιλοσοφίᾳ εἶναι, Plat. Phaed. 59 a; ὁ Κῦρος ἐν τούτοις ἦν Xen. Cyr. 3, 1, 1; ἐν λόγοις, ἐν σίτῳ, 4, 3, 23. 5, 2, 17. Dah. οἱ ἐν φιλοσοφίᾳ, ἐν νόσῳ, Umschreibung für die Philosophen, die Kranken, bes. Sp. – Ganz adverbialisch sind Verbindungen wie ἐν τῷ ἐμφανεῖ, ἐν τῷ φανερῷ, = φανερῶς, Thuc. 2, 21 Xen. An. 1, 3, 21. 2, 5, 25; ἐν δίκῃ Soph. Tr. 1058; ἐν τάχει oft = ταχέως; – ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Soph. Phil. 496; ἐν παρέργῳ θέσθαι 471, vgl. 863; so Her. ἐν ὁμοίῳ ἔχειν, ποιεῖσθαι, wie ἐν ἴσῳ, oft, z. B. 8, 109, wie ἐν ἐλαφρῷ, 5, 154; vgl. ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαι; – ἐν ἀσφαλεῖ Eur. Hec. 980 Hipp. 785; ἐν εὐμαρεῖ ἐστι, = εὐμαρές, I. A. 974; ἐν ἀσφαλεστέρῳ ἦν Xen. Hell. 7, 5, 8; seltener im plur., ἐν ἀργοῖς, = ἀργῶς, Soph. O. R. 287. Vgl. noch ἐν ἅρμασιν ἔχειν, ἐν οὐσίᾳ κτᾶσθαι, Plat. Legg. X, 899 a XI, 913 b. – Wie einzelne dieser Beispiele schon »einem Zustande gemäß« bedeuten, so ist auch γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων, γαῖαν ἐν αἴσᾳ διατέμνων, Aesch. Ag. 671. 892 zu nehmen, womit οὕτως ἀπαλλάσσουσιν ἐν θεῶν κρίσει 1262 zu vgl.; κακὸν τὸ λῆμα, κοὐκ ἐν ἀνδράσιν, ziemt sich nicht für Männer, Eur. Alc. 735; ἐν μοίρᾳ Plat. Legg. VI, 775 e; ἐν μέτρῳ Thuc. 6, 1; ἐν τῷ αὐτῷ τρόπῳ, ἐν τοῖς ὁμοίοις, ᾧ 1, 77. 7, 67; ἐν τούτῳ, dem gemäß, 1, 37; ἐν ᾡ, in wiefern, 6, 55, wohin auch ἐν ῥυθμῷ ᾔεσαν Xen. An. 5, 9, 11 gerechnet werden kann. Eben so τὰ ἐν τοῖς νόμοις δίκαια Isocr. 20, 20, das in den Gesetzen Begründete; αἱ ἐν τοῖς νόμοις ζημίαι, gesetzmäßige, Dem. 20, 154; Lycurg. 1. Dah. ἐν τοῖς νόμοις βασιλεύειν, τὰς κρίσεις ποιεῖσθαι, nach den Gesetzen, Plat. Criti. 131 b Isocr. 4, 40. Daran schließt sich – 6) Bezeichnung der Abhängigkeit von Etwas, es steht bei Einem; νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν θεοῖς, der Sieg liegt in den Händen der Götter (eigtl. der Faden haftet an den G.), Il. 7, 105; δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν Od. 10, 69; vgl. auch das sinnliche θεῶν ἐν γούνασι κεῖται u. ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ Il. 16, 630; ἐν θεῷ γε μὰν τέλος Pind. Ol. 13, 104; vgl. μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσιν Aesch. Spt. 666; τὰ κέδν' ἐν ὑμῖν ἐστί μοι βουλεύματα Pers. 168; ἐν σοὶ γάρ ἐσμεν Soph. O. R. 313, wie ἐν ὑμῖν ὡς θεῷ κείμεθα, hangen von euch ab, O. C. 247; u. ähnl. ἐν σοὶ πᾶσ' ἔγωγε σώζομαι, meine Rettung beruht auf dir, Ai. 515, vgl. Tr. 618; ἐν τῷ ἕκαστον δικαίως ἄρχειν ἡ πολιτεία σώζεται Lys. 26, 9; ὁπόταν ἐν χρήμασιν ᾖ σωθῆναι τῇ πόλει 27, 3; ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο, die Macht beruhte auf den Schiffen, Thuc. 1, 74; ἐν σοὶ νῦν ἐστι καταδουλῶσαι Ἀθήνας Her. 6, 109; mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 1, 39; τὰ λοιπὰ ἐν αὐτοῖς ἡμῖν ἐστιν, ὅσον ἐστὶν ἐν ὑμῖν, Dem. 4, 50. 23, 4; ἐν τῷ θεῷ τὸ τούτου τέλος ἦν, οὐκ ἐν ἐμοί, das Gelingen stand in Gottes Hand, 18, 193; ähnl. ἐν τοῖς νόμοις ἐξέσται 20, 158; εἰ γὰρ ἐν τούτῳ εἴη Plat. Prot. 310 d 313 a, wie auch Xen. An. 6, 2, 22 zu nehmen, ob Etwas daran läge; Thuc. vrbdt sogar μὴ ἐν ὑμῖν κωλυθῇ, an euch, sofern es bei euch steht, 2, 64, wie Dem. 10, 73 δόξα, ἣν αἰσχρόν ἐστιν ἐν σοὶ καταλῦσαι. Auch ἐν τῷ γὰρ φρονεῖν ἥδιστος βίος Soph. Ai. 440 ist ähnlich, wie ἐλπίς, πίστις ἐν τοῖς δρωμένοις, Soph. Tr. 585. 722; – ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι, zu sich kommen; ἐν ἑαυτῷ εἶναι, bei sich sein, bei Sinnen sein, oft bei Attikern. – 7) Bezeichnung dessen, wobei oder woran sich eine Thätigkeit zeigt; ἐν τοῖς σοῖς πόνοις χλίουσι μέγα Aesch. Ch. 135; ἐν κακοῖς γελᾶν, ἐν πράγματι φωνεῖν, 220 Eum. 268; ἁμαρτάνειν ἐν λόγοις Soph. Ai. 1075; ἐν ὑμῖν ἐψεύσθημεν Her. 9, 48; ἐπιδείκνυσθαι ἔν τινι Plat. Men. 82 a; πεῖραν λαβεῖν ἔν τινι Xen. An. 5, 8, 15, wie πειρᾶσθαι Plat. Phileb. 21 a; σκέπτεσθαι ἔν τινι, δηλοῦν, Soph. 239 b Thuc. 1, 10. Spätere sogar ἐν τῇ πίστει ὠνείδισε, Arr. An. 3, 30, 2. Vgl. εἰς. – Auch bei adj., ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμων Il. 23, 671; χρηστὸς ἐν τοῖς οἰκείοις Soph. Ant. 657; ὑβριστής, θρασύς, ἐν ὅρκῳ μέγας, 1071 1294 O. R. 651; κρείσσων ἐν κυναγίαις Eur. Bacch. 339; ἐν γυναιξὶν ἄλκιμος Or. 754; φθονερός Her. 7, 46; ἡ ἐν ὅπλοις μάθησις, das Studium der Fechtkunst, Plat. Lach. 190 d; ἄριστοι ἐν τοῖς πολεμίοις Thuc. 4, 80; vgl. διαφέρειν ἔν τινι, in einer Sache, Isocr. 8, 122; so noch Sp., wie D. Sic. 14, 37 ἐν εὐγενείᾳ καὶ πλούτῳ πρῶτος. – Aber ἐν σφετέρῳ καλῷ τὸν πόλεμον ἀναβάλλεσθαι, Thuc. 5, 46, ist = zu eurem Besten. – Bei Sp., wie Pol. Exc. Leg. 82, bezeichnet es das Prädicat: λαβεῖν ἐν φερνῇ, als Mitgift empfangen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐν: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ τῆς εἰς· ἴδε πρόθ. εἰς ἐν ἀρχῇ.
French (Bailly abrégé)
poét. ἐνί, épq. εἰν;
adv. et prép.
dedans, dans, en;
• Adv. dedans :
I. avec un verbe s.-e. : ἐν δὲ ἴα ψυχή IL dedans (càd en lui) il n’y a qu’une âme ; ἐν μὲν γὰρ λειμῶνες…, ἐν δ’ ἄροσις λείη OD dedans (càd dans cette terre) il y a des prairies, (dans cette terre) aussi le labour serait facile ; πολέες δ’ ἔνι μῦθοι παντοῖοι IL et il y a dedans (càd en elle) bien des paroles de toute sorte ; avec un verbe s.-e. et un dat. avant ἐν : ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι φρένες IL car dedans (càd en lui) il n’(y) a point de cœur;
II. avec un verbe sans rég., au sens de;
1 dedans : ἐν δ’ ἄνδρες ναίουσι IL dedans (dans ces villes) habitent des hommes (riches en troupeaux, etc.) ; ἐν δὲ θρόνοι ἐρηρέδατο OD dedans (dans la cour) étaient fixés des trônes ; ἐν δ’ αἶγες γεγάασιν OD dedans (dans ce pays) naissent des chèvres ; ἐν δ’ ἄλοχοι ἐπιστενάχουσιν SOPH et dedans (dans les temples), de jeunes épouses gémissent (sur ces malheurs);
2 parmi : ἐν δ’ αὐτὸς ἀριστεύεσκε IL et parmi (eux) il était le plus brave;
3 avec idée de temps en ce temps, cependant, d’ord. avec δέ (ἐν δέ);
III. avec un verbe accompagné d’un dat. de lieu ou de personne, au sens de;
1 dans : ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄτρομός ἐστι IL et en (lui) dans sa poitrine est un cœur qui ne tremble pas ; ἐν δέ τε οἶνον κρητῆρσιν κερόωντο OD et dedans, au fond des cratères, ils mélangeaient le vin;
2 parmi : ἐν δὲ γέλως ὦρτο θεοῖσιν OD et parmi (les dieux) un rire s’éleva;
IV. avec un verbe accompagné d’un dat. d’attribution : ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε OD et dedans (càd dans le navire) elle plaça pour lui une outre;
V. avec un verbe accompagné d’un double dat. de lieu et d’attribution : ἐν δέ μοι ἄλφιτα χεῦον δοροῖσιν OD verse-moi aussi de la farine dans des outres;
• Prép. avec le dat. dans :
A. avec idée de lieu :
I. 1 avec un dat. de lieu sans mouv. : τίς ἔνδον ἐν δόμοις ; ESCHL y a-t-il quelqu’un dans le palais ? ἐν Ἀθήναις IL dans Athènes, à Athènes ; ἐν Τροίῃ IL dans la Troade ; par ellipse, avec un gén. (s.e. οἴκῳ, δόμοις, etc.) : ἐν Ἀλκίνοιο OD dans (le palais) d’Alkinoos ; ἐνὶ Κίρκης OD dans (le palais) de Circé ; εἰν Ἀΐδαο IL, ἐν ᾋδου ATT (v. ᾋδης), dans (le séjour) d’Hadès ; ἐν Πυθίου THC dans (le sanctuaire) d’Apollon Pythien ; ἐν ἀφνειοῦ πατρός IL dans (le palais) de mon père riche en biens;
2 avec un dat. de lieu, après un verbe ou un subst. de mouv., mais impliquant une idée de permanence dans le lieu indiqué par ἐν : πίπτειν ἐν κονίῃσι IL tomber (et rester étendu) dans la poussière ; ἐμπεσεῖν ἐν ὕλῃ IL s’abattre sur une forêt (et s’y propager), en parl. d’un incendie ; λεὼν ἐν βουσὶ θορών IL un lion s’étant élancé au milieu d’un troupeau de bœufs ; ἂν δ’ ἔβαν ἐν δίφροισι IL ils montèrent (et se tinrent) dans le char ; ἡ ἐν τῷ Πειραιῷ τῶν νεῶν καταφυγή THC la retraite des navires réfugiés au Pirée;
II. avec l’idée d’un lieu déterminé et des environs immédiats;
1 dans la région de : ἐν Κύπρῳ ναυμαχέειν HDT livrer un combat naval dans (les eaux de) Chypre ; τότε τὴν ἐν Νοτίῳ ἐνίκησε ναυμαχίαν XÉN (Lysandre) fut vainqueur alors à la bataille de Notion;
2 auprès de, au bord de : ἐν ποταμῷ IL au bord du fleuve;
III. avec l’idée d’un lieu qui entoure au milieu de : οὐρανὸς ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι IL le ciel au milieu de l’éther et des nuages ; p. anal.
1 en parl. d’armures, de vêtements, etc. ἐν ὅπλοις εἶναι HDT être sous les armes ; ἐν μεγάλοις φορτίοις τρέχειν XÉN courir chargé de grands fardeaux ; ἐν πώγωνι βαθεῖ LUC avec (litt. dans) une barbe épaisse;
2 en parl. d’un instrument proprement dit ἐν δεσμῷ δῆσαι IL enfermer (litt. lier) dans un lien ; ἐν πέδαις δεδέσθαι XÉN être lié dans des entraves;
3 en parl. des mains ou des bras ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθείς SOPH ce sont des mains étrangères qui t’ont rendu les derniers devoirs ; κοὔτ’ ἐν φίλαισι χερσὶν ἐκόσμησα SOPH je ne t’ai pas, de mes mains, rendu les derniers devoirs ; γενομένης δ’ ἐν χερσ’ τῆς μάχης THC comme on en était venu aux mains ; ἦν ἡ μάχη κρατερὰ καὶ ἐν χερσὶ πᾶσα THC le combat était fortement engagé et d’homme à homme sur toute la ligne;
4 p. ext. en parl. d’autres organes : ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, φάους δίχα ESCHL (le devin aveugle Tirésias, ce pâtre des oiseaux), qui observe (les augures) avec les oreilles et l’intelligence, sans la lumière des yeux ; ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶσθαι IL, ἐν ὀφθαλμοῖσι ἰδέσθαι OD voir avec ses yeux;
5 en parl. d’un instrument ou d’un moyen qcque ; fig. ἐν λιταῖς SOPH par des prières ; ἐν δόλῳ SOPH par ruse, ἐν λόγοις SOPH par des paroles (persuader, etc.);
6 fig. en parl. des conditions, matérielles ou morales, au milieu desquelles on se trouve ἐνὶ πολέμῳ IL dans la guerre ; οἱ ἐν τοῖς πράγμασι THC ceux qui sont aux affaires ; οἱ ἐν τέλει THC ceux qui sont en charge, les magistrats, ἐν ὀργῇ ἔχειν τινά THC être irrité ou indigné contre qqn ; ἐν αἰτίᾳ ἔχειν τινά HDT accuser qqn, litt. avoir qqn en état d’accusation ; ἐν αἰτίᾳ εἶναι XÉN être exposé à des reproches ; de même en un grand nombre de locut. adv. ἐν βραχεῖ = βραχέως SOPH brièvement ; ἐν τάχει = ταχέως SOPH promptement ; ἐν ἀσφαλεῖ = ἀσφαλῶς EUR en sûreté ; ἐν ὁμοίῳ = ὁμοίως THC semblablement, également ; ἐν αργοῖς = ἀργῶς SOPH laisser qch dans l’inaction, càd sans le faire ; ἐν κενοῖς = κενῶς SOPH à vide, vainement ; avec un subst. ἐν δίκῃ = δικαίως SOPH justement;
7 dans les limites de ; en se restreignant dans, en se réglant sur, en se conformant à ; selon, d’après : ἐν τοῖς ὀμοίοις νόμοις ποιεῖν τὰς κρίσεις THC instituer des jugements d’après des lois régissant également les deux parties en cause ; σημαίνειν ἐν οἰωνοῖς XÉN donner des avis par des augures en parl. des dieux;
8 dans les attributions de, au pouvoir de : δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν OD car vous en avez le pouvoir ; ταῦτα δ’ ἐν τῷ δαίμονι SOPH ces choses sont au pouvoir de la divinité ; ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων πράγματα ἐγένετο THC le salut des Grecs reposait sur leurs vaisseaux;
9 en ce qui regarde, eu égard à (avec un rég. de chose) : ἐν πάντεσσ’ ἔργοισι δαήμων IL habile en toute sorte de travaux ; ἐν ἐμοὶ θρασύς SOPH hardi envers moi;
10 avec un plur. au milieu de, parmi : οἴη ἐν ἀθανάτοισιν IL seule parmi les immortels ; ταῦτα νόμιμα ἦν ἐν Μήδοις XÉN c’étaient là choses en usage parmi les Mèdes ; particul. dans la loc. ἐν τοῖς avec πρῶτοι ou avec un Sp. ἐν τοῖς πρῶτοι Ἀθηναῖοι τὸν σίδηρον κατέθεντο THC les Athéniens furent les premiers à déposer le fer ; τοῦτό μοι ἐν τοῖσι θειότατον φαίνεται γενέσθαι HDT c’est ce qui rend évident pour moi qu’il y a dans cet événement une des preuves les plus certaines de la volonté divine ; ἐν τοῖς πλεῖσται δὴ νῆες THC l’une des flottes les plus nombreuses ; ἐν τοῖς μάλιστα, litt. parmi ceux qui le sont le plus (v. μάλιστα) ; devant : ἐν ὑμῖν ἐρέω IL je dirai au milieu de vous, càd devant vous ; λέγειν ἐν ὑμῖν XÉN parler devant vous ; p. anal. ἐν ἐμοί SOPH devant moi (faisant fonction de juge), càd si l’on s’en rapporte à moi ; ἐν θεοῖς SOPH devant les dieux, aux yeux des dieux ; τἀν ποσίν SOPH les choses qui sont entre les pieds ou devant les pieds, qui entravent la marche, les obstacles;
IV. avec idée d’une surface, dans, au sens du franç. sur : ἐν θρόνοισι OD sur des trônes ; ἥμενοι ἐν ῥινοῖσι OD assis sur des peaux (de bœufs) ; οὔρεος ἐν κορυφῇσ’ IL sur les sommets d’une montagne ; χιὼν κατατήκετ’ ἐν ὄρεσσιν OD la neige fond sur les montagnes ; ἐν θαλλοῖς συγκατῄθομεν SOPH nous brûlions (les restes du corps) sur un amas de rameaux (verts) ; ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων SOPH faisant jaillir (la flamme) en frottant des cailloux l’un contre l’autre ; θεῶν ἐν γούνασι κεῖται IL (cela) est sur les genoux des dieux, càd dépend de la volonté des dieux;
B. avec idée de temps;
I. dans, en, au temps de, au moment de : ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ XÉN ou simpl. ἐν τούτῳ HDT en ce temps-là ; ἐν ᾧ (χρόνῳ) HDT dans le temps que ; ἐν ᾧ…, ἐν τούτῳ XÉN pendant que…, pendant ce temps ; ἐν ταῖς σπονδαῖς XÉN au moment du traité ; ἐν τῇ ἑορτῇ THC au moment de la fête;
II. pendant la durée de, pendant, durant : ἐν ἔτεσι πεντήκοντα THC en cinquante ans ; ἐν τρισὶ μησί XÉN en trois mois;
En compos. ἐν signifie;
1 dans (ἐνοράω, ἐνδέω, etc.);
2 devant (ἐνδείκνυμι, ἐγγελάω, etc.);
3 qqf, avec un adj., en un sens d’atténuation : quelque peu (ἐνάερος, etc.);
4 dans les limites de, dans la mesure de, conformément à (ἔννομος).
Étymologie: Sur l’identité d’origine de ἐν et de εἰς, v. εἰς in fine.