γλαφυρός

English (LSJ)

ά, όν, (γλάφω)
A hollow, hollowed, νῆες Il.2.454, al.; γ. πέτρη, σπέος 2.88, 18.402; ἄντρον Agath.1.10 (Sup.); τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς Id.2.15; γλαφυρὰ φόρμιγξ Od. 17.262; γλαφυρὰ ἅρματα Pi.N.9.12; γλαφυρὸς λιμήν = a deep harbour or cove, Od. 12.305.—In this sense Ep. and Lyr. (not in Trag.); twice in Com., Hermipp.63.11 (mock-Epic); [ποτήρια] ταπεινὰ καὶ γλαφυρά Epigen.4.3; later πόδες arched, Arist.HA538b11 (Comp.).
II polished: hence,
1 hairless, smooth, of spiders, Arist.HA555b11.
2 neat, delicate, ῥύγχος Id.PA662b8; κηρίον Id.HA554b28 (Comp.); of dishes, dainty, δειπνάριον Diph.64.1; ἐμβαμμάτια Anaxipp.1.35.
III metaph., subtle, exact, of persons and things, ὦ σοφώτατ', ὦ γλαφυρώτατε Ar.Av.1272; γ. ἀστεῖός θ' ἅμα Machoap.Ath.13.579b; γλαφυρώτερος τῶν νῦν νομοθετῶν Arist.Pol.1274b8; γλαφυρωτέραν ἔχειν τὴν διάνοιαν Id.PA650b19; εἴ τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γ. οἶσθα Dionys.Com. 3.1, cf. Plot.4.8.6; τὸ γλαφυρόν = subtlety, ποικίλλοντες τῷ γλαφυρῷ γεωμετρίαν Plu. Marc.14, cf. Iamb.in Nic.p.20 P.; γραφικαὶ τέχναι, γραφικὴ θεωρία, Ph.1.270,566: Sup., Id.2.262. Adv., Comp. γλαφυρωτέρως = more subtly, Arist.de An.405a8.
2 skilful, neat, χείρ Theoc.Ep.8.5; (ἀράχνιον) σοφώτατον καὶ γλαφυρώτατον Arist.HA623a8. Adv. γλαφυρῶς, ἧττον γλαφυρῶς ἔχειν = with less finish, Id.Pol.1271b21, cf.Alex.110.20.
3 refined, γλαφυρόν τι καὶ προσαγωγὸν ἐμειδίασεν Luc.DDeor.20.11; γραφικαὶ διατριβαί Plu.Cim.13. Adv. γλαφυρῶς, γλαφυρῶς καὶ περιττῶς διάγειν Id.2.989c; γ. βιώσας CIG2004 (Maced.).
4 of literary style, polished, elegant, γραφικὴ ἁρμονία D.H.Dem. 36; ῥυθμός Id.Comp.13; σύνθεσις, opp. αὐστηρά, ib.21. Adv. γλαφυρῶς, λέγειν Id.Isoc.2; of music, ἐμελῴδει πάνυ γλαφυρὸν καὶ ἐναρμόνιον Luc. DDeor.7.4.

Spanish (DGE)

(γλᾰφῠρός) -ά, -όν
• Morfología: [plu. dat. γλαφυροῖσι Anaxipp.1.35]
I de cosas natural o artificialmente huecas o ahuecadas y pulidas hueco, cóncavo, ahuecado πέτρη Il.2.88, Od.14.533, σπέος Il.18.402, 24.83, Od.2.20, 9.114, 476, 12.210, Hes.Th.297, ἔστι ... αὐτόθι σπήλαιον ὃ καλεῖται γλαφυρόν Arist.Mir.834b32, ἄντρον Agath.1.10.2
esp. de naves νῆες γλαφυραί Il.2.454, 3.119, 8.334, cf. Od.10.23, 12.406, 14.304, A.R.3.316, 4.1609, del caballo de Troya, Triph.65
gener. φόρμιγξ Od.8.257, h.Ap.183, h.Merc.64, φωριαμός A.R.3.844, μέλαθρον Nonn.Par.Eu.Io.11.38, λιμήν γλαφυρός puerto profundo, hondo, Od.12.305, νιπτήρ Nonn.Par.Eu.Io.13.5
subst. τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς las concavidades de la tierra Agath.2.15.9.
II 1cincelado ἅρματα Pi.N.9.12, ποτήρια Epig.4.3
bien trabajado s. cont., Men. en Phot.γ 132.
2 liso de una clase de arañas sin pelo Arist.HA 555b11, 623a8
liso, delicado del pico de un ave pequeña, op. ἰσχυρὸν καὶ σκληρόν (ῥύγχος) Arist.PA 662b8, πόδας γλαφυρωτέρους (ref. a los animales hembra), Arist.HA 538b11, κηρίον Arist.HA 554b28, ἴασπις Orph.L.267.
III fig. de pers. y abstr.
1 ingenioso, agudo, sutil Ar.Au.1272, Arist.Pol.1274b8, Macho 237, γ. διάνοια inteligencia aguda Arist.PA 650b19, τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γλαφυρόν algo fino, inteligente o ingenioso Dionys.Com.3.2, cf. Plot.4.8.5
subst. τὸ γλαφυρόν = sutileza, ingenio Plu.Marc.14, Iambl.in Nic.20.
2 hábil, primoroso χείρ Theoc.Ep.8.5.
3 refinado, elegante διατριβαί Plu.Cim.13, τέχναι Ph.1.270, cf. Corn.ND 20
del estilo pulido, elegante ἁρμονία D.H.Dem.36.5, ῥυθμός D.H.Comp.13.2, cf. Demetr.Eloc.36, σύνθεσις D.H.Comp.21.4, μέλος Sch.S.OC 668P.
neutr. adv. μελῳδεῖ πάνυ γλαφυρὸν ... καὶ ἐναρμόνιον canta con gusto y armoniosamente Luc.DDeor.11.4
de manjares sabroso δειπνάριον Diph.64.1, ἐμβαμμάτια Anaxipp.l.c.
IV adv. γλαφυρῶς = con refinamiento ἧττον γλαφυρῶς (ἔχει) carece de refinamiento la constitución cretense, Arist.Pol.1271b21, σοφῶς ταῦτ' οἰκονομήσω καὶ γ. Alex.115.20, γλαφυρῶς καὶ περιττῶς διάγειν = vivir con refinamiento y abundancia Plu.2.989, cf. CIG 2004 (Macedonia), γλαφυρῶς λέγειν = hablar con elegancia D.H.Isoc.2
compar. γλαφυρωτέρως = con más sutileza Arist.de An.405a8.
• Etimología: Gener. se rel. γλύφω q.u. c. disim. *γλυφυ- > γλαφυ-. Otros ven una disim. de *βλαφυρός > γλαφυρός (cf. γλέπω < βλέπω) de una r. *gl̥bhu-, cf. av. gərəbuš-, gr. δελφύς.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. creusé;
II. travaillé au ciseau ; ciselé, poli ; p. suite :
1 qui travaille finement, habile aux ouvrages délicats;
2 fig. de mœurs polies, élégant, gracieux ; τὸ γλαφυρόν PLUT politesse des mœurs.
Étymologie: R. Γλαφ, gratter ; cf. διαγλάφω, γλύφω.

German (Pape)

(γλάφω, γλύφω), ausgehöhlt, hohl, eigentl. von künstlicher Höhlung, γλαφυρὴ νηῦς Od. 4.356, γλαφυραὶ νέες Il. 2.516, φόρμιγξ Od. 8.257, 17.262, 22.340, die bauchig gewölbte; von natürlichen Höhlungen, ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ Il. 18.402, ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι Od. 9.114, 1.15, πέτρης ἐκ γλαφυρῆς Il. 2.88, πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ Od. 14.533, ἐν λιμένι γλαφυρῷ, ein tiefliegender, von Felsen umgebener Hafen, oder auch nur ein sich ins Land hineinerstreckender, eine hohle Bucht, Od. 12.305. Zenodot las Il. 11.480 ἐν νέμεϊ γλαφυρῷ statt ἐν νέμεϊ σκιερῷ, Scholl. Aristonic. ἐν νέμεϊ σκιερῷ: ἡ διπλῆ, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει γλαφυρῷ. τοῦτο δὲ σπηλαίῳ ἢ ἄντρῳ οἰκεῖον, νομὰς δὲ ἔχοντι συνδένδρῳ τόπῳ ἀνάρμοστον, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 13. – Hes. Th. 297 σπῆϊ ἔνι γλαφυρῷ; ἅρματα Pind. N. 9.28; sp.D., z.B. χθών Agath. (VII.578). Übh. behauen, dah. geglättet, poliert, sein; κηρίον Arist. H.A. 4.11, und öfter; übertragen, ὦ γλαφυρώτατε Ar. Av. 1272 neben σοφώτατε; so bes. von Arist. an häufig; Plut. vrbdt βίος γλ. καὶ ἀστεῖος Mar. 3; vgl. εἴ τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γλαφυρὸν οἶσθα τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων Dionys. com. Ath. VIII.381c (v. 2); σοφῶς ταῦτ' οἰκονομήσω καὶ γλαφυρῶς καὶ ποικίλως Alex. ib. III.107a (v. 20); βουλόμενος εἶναι γλ. ἀστεῖός θ' ἅμα Macho Ath. XIII.579b; χείρ, kunstgeübte Hand, Theocr. ep. 7 (VI.337); Χαρώνδας Arist. Pol. 2.12; τὸ γλαφυρόν, die Feinheit, Eleganz, Plut. Marc. 14; διατριβαί Cim. 3; γλαφυρὸν μειδιᾶν, μελωδεῖν, Luc. D.D. 20.11, 7.4; δειπνάριον Diphil. Ath. IV.156f; ἐμβαμμάτια Anaxipp. ib. IX.404 (v. 35). Auch adv., z.B. ἔχειν Arist. Pol. 2.10.

Russian (Dvoretsky)

γλᾰφῠρός:
1 выдолбленный, пустотелый, полый (νηῦς, πέτρη, φόρμιγξ Hom.; σπέος Her., Hes.; ἅρμα Pind.): γ. λιμήν Hom. глубокая гавань, укрытая бухта; γλαφυρὰ χθών Anth. яма в земле;
2 досл. обточенный, обтесанный, перен. точеный, изящный, стройный (πόδες Arst.; εὐειδῆ καὶ γλαφυρὰ βρέφη Plut.);
3 утонченный, культурный (διάνοια Arst.; ἀστεῖος καὶ γ. βίος Plut.);
4 искусный, тщательно отделанный, тонкий (ἀράχνιον, ἀνθρηνῶν κηρίον Arst.; διατριβαί Plut.);
5 искусный, умелый (νομοθέτης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰφῠρός: -ά, -όν, (γλάφω) κοῖλος, «βαθουλός», κοινὸν ἐπίθετον τῶν πλοίων παρ’ Ὁμήρῳ· γλ. πέτρη, σπέος Ὅμ. · γλ. φόρμιγξ, πεποιημένη κοίλη χάριν τοῦ ἤχου, Ὀδ. Ρ. 262· γλ. ἅρμα Πίνδ. Ν. 9. 28· γλ. λιμήν, βαθὺς λιμὴν ἢ ὅρμος, Ὀδ. Μ. 305. ‒ Ἐπὶ τοιαύτης σημασίας τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπ. καὶ Πινδ.· οὐδέποτε παρὰ Τραγ.· σπανίως παρὰ κωμ. ὡς Ἐπιγεν. Ἡρω. 1 (τὸ δὲ παρ’ Ἑρμίπ. Φορμ. 1 εἶνε ἐπικὴ παρῳδίακοῖλος δὲ εἶναι ἡ Ἀττ. λέξις. ΙΙ. λεῖος, στιλπνός, τέλειος· ἐντεῦθεν, 1) ἐπὶ προσώπων, λεπτός, ἀκριβής, τὰ πάντα ἐξετάζων καὶ ἐπικρίνων, ὦ σοφώτατ’, ὦ γλαφυρώτατε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1272· γλαφυρώτερος τῶν νῦν νομοθετῶν Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 11· γλαφυρωτέραν ἔχειν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4, 2·‒ ἐντεῦθεν, ἐπιτήδειος, ἔμπειρος, ἱκανός, χεὶρ Θεόκρ. Ἐπ. 7. 5· ἐπὶ ἀραχνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 4., 9. 38, 1.‒ Ἐπίρρ. -ρῶς, ἐπιτηδείως, κομψῶς, Ἄλεξ. Κρατ. 1. 20· γλ. βιώσας Συλλ. Ἐπιγρ. 2004· γλ. ἔχειν Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 1· ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., γλαφυρὸν μειδιᾶν, μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διαλ. 20. 11., 7. 4· συγκρ., γλαφυρωτέρως εἴρηκε ν…, λεπτοτέρως, μετὰ πλείονος ἐπιτηδειότητος καὶ ἀκριβείας, Ἀριστ. π.

English (Autenrieth)

hollow; often of ships; of the φόρμιγξ, Od. 8.257; a grotto, Il. 18.402, Od. 2.20; a harbor, Od. 12.305.

English (Slater)

γλᾰφῠρός
1 hollowed i. e. chiselled ἅρμασί τε γλαφυροῖς (N. 9.12)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γλαφυρός, -ά, -όν)
(για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση
αρχ.
1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ.
β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς»)
2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος
3. νόστιμος, γευστικός
4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής («γλαφυρώτερος τῶν νομοθετῶν», Αριστοτ.)
5. επιδέξιος, ικανός
6. εκλεπτυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις γλάφυ, γλάφω και γλαφυρός ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα gelebh- «ξύνω, βαθουλώνω ξύνοντας, πλανίζω». Ο τ. γλαφυρός πιθ. < γλαφύς (κατά το πρότυπο του λιγυρός < λιγύς). Τα γλάφυ και γλαφυρός συνδέονται πιθανώς με το ρ. γλύφω (γλυφυ- < γλαφυ- με ανομοίωση), που χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος. Τέλος, το γλάφω ως λ. «άπαξ ειρημένη» με την έννοια «κοιλώνω» είναι πολύ πιθανό να είναι υστερογενής σχηματισμός έναντι του γλαφυρός. Κατ' άλλους, το γλάφω, με τη σημασία «εγχαράσσω», οφείλεται πιθανώς σε συμφυρμό τών γλύφω και γράφω.

Greek Monotonic

γλᾰφῠρός: -ά, -όν (γλάφω),
I. κοίλος, βαθουλός, λέγεται για τα πλοία, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται και για τις σπηλιές, στον ίδ.· επίσης για τη λύρα, σε Ομήρ. Οδ.· γλαφυρὸς λιμήν, βαθύ λιμάνι ή όρμος, στο ίδ.
II. λείος, στιλπνός, τέλειος· λέγεται για πρόσωπα, λεπτός, ακριβής, απαιτητικός, σε Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς και ουδ. ως επίρρ., σε Λουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: hollow(ed) (Il.), polished, smooth, refined, elegant (Ar.).
Derivatives: γλαφυρότης neatness, elegance (Ph.) and γλαφυρία id. (Plu.). - Rare γλάφυ n. hollow, cavern (Hes. Op. 533) and γλάφω hollow (Hes. Sc. 431), also διαγλάψασα, late engrave (ClassRev. 12, 282; Koptos IIp).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Dissimilated from -υλός (?) acc. to Leumann (Glotta 32, 223 A. 2), from an u-stem (λιγυρός: λιγύς)?. Perhaps γλάφυ is old and represents this u-stem; γλάφω, a ἅπ. λεγ. hollow, can be secondary. Later the verb means (though not quite certainly) engrave. It looks as a cross between γλύφω and γράφω. The development to smooth etc. is rather surprising. - Compare Slavic words for hollow, gnaw, e.g. Sloven. glóbati . (But Russ. globá cross-beam does not fit in, Vasmer Russ. et. Wb. s. v.). DELG thinks that υ stands for α (Lejeune, Phonétique 1969, 180, 315f.) or a dissimilation of *γλυφυ-. Doubtful.

Middle Liddell

γλάφω
I. hollow, hollowed, of ships, Hom.; of caves, Hom.; of the lyre, Od.; γλ. λιμήν a deep harbour or cove, Od.
II. polished, finished: of persons, subtle, critical, nice, exact, Ar.:—adv. -ρῶς, and neut. as adv., Luc.

Frisk Etymology German

γλαφυρός: {glaphurós}
Meaning: ausgehöhlt, hohl (ep. lyr. seit Il.), geglättet, fein, zierlich (Kom., Arist. usw.).
Derivative: Davon γλαφυρότης Glätte, Eleganz (Ph., J., Luk. u. a.) und γλαφυρία ib. (Plu., Iamb.). — Vereinzelt γλάφυ n. Höhle, Grotte (Hes. Op. 533) und γλάφω aushöhlen (Hes. Sc. 431), einritzen (ClassRev. 12, 282; Koptos IIp; richtig?).
Etymology: Die Bildung von γλαφυρός (wohl aus -υλός dissimiliert, Leumann Glotta 32, 223 A. 2) scheint auf einen u-Stamm *γλαφύς hinzudeuten (λιγυρός: λιγύς usw.). Ob das einmalige γλάφυ eine Altertümlichkeit darstellt, bleibt immerhin etwas fragwürdig; ebenso kann γλάφω als ἅπ. λεγ. im Sinn von aushöhlen gegenüber γλαφυρός sehr wohl sekundär sein. Wenn es viel später in der Bedeutung einritzen wieder erscheint, macht es (falls überhaupt richtig gelesen bzw. geschrieben) den Eindruck einer Kreuzung von γλύφω und γράφω. Der Gebrauch von γλαφυρός im Sinn von geglättet, der sich auch stilistisch gegen die früher belegte Bedeutung ausgehöhlt abhebt, setzt eine Grundbedeutung wie schaben voraus, oder aber es liegt eine Verschiebung der Assoziationen vor. — Eine ansprechende Anknüpfung bieten einige slavische Wörter für aushöhlen, nagen, z. B. bulg. glob m. Augenhöhle, sloven. glóbati aushöhlen, nagen. Dagegen ist russ. globá Querbalken, lange Stange keine Stütze für die Ansetzung einer ursprünglichen Bedeutung schaben, glätten, da es wahrscheinlich nicht zu glob usw. gehört (Vasmer Russ. et. Wb. s. v.).
Page 1,311