ἐπισκοπή
English (LSJ)
ἡ,
A watching over, visitation, of God, LXX Nu.16.29, Ev.Luc.19.44.
II. office of ἐπίσκοπος, 1 Ep. Ti.3.1, Cod.Just.1.3.35Intr., etc.: generally, office, LXX Ps.108(109).8.
2. = ἐπίσκεψις 3, ib.Nu.14.29, al.
German (Pape)
[Seite 979] ἡ, die Beaufsichtigung, Amt eines Bischoss, N.T.; die Heimsuchung, zu strafen u. zu helfen, ibd.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 visite (de Dieu, de l'esprit divin) NT ; châtiment de Dieu;
2 recensement ou énumération des membres d'une communauté religieuse;
3 fonction ou dignité de chef ecclésiastique ; postér. fonction ou dignité épiscopale ; en gén. charge, fonction.
Étymologie: ἐπισκοπέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκοπή: ἡ
1 посещение (ἐν ἡμέρᾳ ἐπισκοπῆς NT);
2 достоинство, звание (τὴν ἐπισκοπήν τινος λαβεῖν NT);
3 звание или должность епископа, епископство NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκοπή: ἡ, ἐπίσκεψις, ἐπὶ τοῦ θεοῦ, ἐπισκοπῇ ἐπισκέψεται ὁ θεὸς ὑμᾶς Ἑβδ. (Γεν. Ν΄, 24, 25, Ἔξοδ. Γ΄, 16, ΙΓ΄, 19, Λευϊτ. ΙΘ΄, 20)· τιμωρία, Ἀριθμ. ΙϚ΄, 29, Ἰὼβ Ι΄, 12, Σοφ. Σολ. Β΄, 20, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 44· ἀπογραφή, ἀπαρίθμησις, Ἔξοδ. Λ΄, 12, Ἀριθμ. Ζ΄, 2. ΙΙ. τὸ ὑπούργημα τοῦ ἐπισκόπου, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. γ΄, 2, Κλήμης Ρώμης Ι. 44, σ. 296C, Εἰρην. 849Α, Ἱππόλυτ. Αἱρ. 450. 67, κλ.: ― καθόλου, ὑπούργημα, ἀξίωμα, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΗ΄, 8), πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. α΄, 20. 2) ἡ τοῦ ἐπισκόπου κατοικία, Ἄννα Κομν. 14. 425. 3) μετωνυμικ. τὸ σύνολον τῶν ἐπισκόπων, Ἀποστ. Διαταγ. 8. 10, 13.
English (Strong)
from ἐπισκέπτομαι; inspection (for relief); by implication, superintendence; specially, the Christian "episcopate": the office of a "bishop", bishoprick, visitation.
English (Thayer)
ἐπισκοπῆς, ἡ (ἐπισκοπέω), inspection, visitation (German Besichtigung);
a. properly: εἰς ἐπισκοπήν τοῦ παιδός, to visit the boy, Lucian, dial. deor. 20,6; with this exception no example of the word in secular writings has yet been noted.
b. In biblical Greek, after the Hebrew פְּקֻדָּה, that act by which God looks into and searches out the ways, deeds, character, of men, in order to adjudge them their lot accordingly, whether joyous or sad; inspection, investigation, visitation (Vulg. usually visitatio): so universally, ἐν ἐπισκοπή ψυχῶν, when he shall search the souls of men, i. e. in the time of divine judgment, ἐν ὥρα ἐπισκοπῆς, ἐν ἡμέρα ἐπισκοπῆς, God's gracious care: τόν καιρόν τῆς ἐπισκοπῆς σου, i. e. τόν καιρόν ἐν ᾧ ἐπεσκέψατο σε ὁ Θεός, in which God showed himself gracious toward thee and offered thee salvation through Christ (see ἐπισκέπτομαι, b.), ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς, in the time of divine reward, divine punishment: Sophocles Lexicon, under the word).
c. after the analogy of the Hebrew פְּקֻדָּה (Sept. ἐπίσκεψις), etc.), oversight i. e. overseership, office, charge; Vulg. episcopatus: 1 Timothy 3:1, and in ecclesiastical writings
Greek Monolingual
η (AM ἐπισκοπή)
περιφέρεια που υπάγεται στον επίσκοπο
μσν.- νεοελλ.
κατοικία επισκόπου
αρχ.-μσν.
1. (για τον θεό) επίσκεψη, πρόνοια («ἐν τῇ ἐπισκοπῇ ᾗ ἐπισκέψηται ὁ Θεὸς ὑμᾱς», ΠΔ)
2. το σύνολο τών επισκόπων
μσν.
το αξίωμα του επισκόπου
αρχ.
1. εκδίκηση, τιμωρία
2. απογραφή του πληθυσμού μιας χώρας
3. αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «κατοικία του επισκόπου» η λ. προέρχεται από το επίσκοπος, ενώ με τη σημασία «θεϊκή επίσκεψη» προέρχεται από το ρ. επισκέπτομαι].
Greek Monotonic
ἐπισκοπή: ἡ,
I. επίσκεψη, σε Καινή Διαθήκη
II. αξίωμα του ἐπισκόπου, στο ίδ.· γενικά, αξίωμα, στο ίδ.
Middle Liddell
ἐπισκοπή, ἡ,
I. a watching over, visitation, NTest.
II. the office of ἐπίσκοπος, NTest.: generally, an office, NTest.
Chinese
原文音譯:™piskop» 誒披-士可胚
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在上-注意(著) (פְּקֻדָּה)
字義溯源:監視,鑒察,監督的職分,眷顧,職分;源自(ἐπισκέπτομαι)=檢查,看顧);由(ἐπί)*=在⋯上)與(σκοπός)=注視)組成,而 (σκοπός)出自(σκέπασμα)X*=窺視)。這字的本意是:主的日子;主自己也說到眷顧的時候( 路19:44);彼得說到鑒察的日子( 彼前2:12)
出現次數:總共(4);路(1);徒(1);提前(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 鑒察的(1) 彼前2:12;
2) 監督的職分(1) 提前3:1;
3) 職分(1) 徒1:20;
4) 眷顧(1) 路19:44
Translations
punishment
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza