μῆκος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆκος Medium diacritics: μῆκος Low diacritics: μήκος Capitals: ΜΗΚΟΣ
Transliteration A: mē̂kos Transliteration B: mēkos Transliteration C: mikos Beta Code: mh=kos

English (LSJ)

Dor. μᾶκος Archyt.1: εος, τό:—

   A length, of a club, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος so large was it in length, so large in thickness, Od. 9.324; φιλότης ἴση μ. τε πλάτος τε Emp.17.20, cf. Hdt.1.181, etc.; ἐς μῆκος Id.2.155; εἰς τὸ μῆκος LXX Ge.12.6; ἐν μήκει καὶ πλάτει καὶ βάθει Pl.Sph.235d, cf. Gorg.3, Arist.Ph.209a5; ἐπὶ μῆκος lengthwise, ἐπὶ μ. ἔκτασις Id.HA504a15, al.; κατὰ μῆκος Id.Mete.387a2; μ. ὁδοῦ A.Fr. 378, Hdt.1.72, etc.; πλοῦ Th.6.34; μᾶκος ἔδικε threw a long distance, Pi.O.10(11).72: pl., μήκη καὶ βάθη καὶ πλάτη Pl.Plt.284e, cf. Iamb.Comm.Math.26; τὰ μεγάλα μ. great lengths, Pl.Prt.356d.    b height, of a wall, Ar.Av.1130; of persons, stature, Od.20.71; μῆκος in height, 11.312; εἰς μ. αὐξάνεσθαι X.Lac.2.6.    c generally, μήκει in linear measurement, Pl.Tht.147d, cf. 148a; linearity, one-dimensional magnitude, opp. ἐπίπεδον, βάθος, Id.Lg.817e: in Arith., in the first power, Theol.Ar.3,4.    2 of Time, μ. χρόνου A.Pr.1020; ἐν μ. χρόνου S.Tr.69; ἐν χρόνου τινὸς μήκεσιν ἀπλέτοις Pl.Lg.683a; μ. λόγου, μ. τῶν λόγων, a long speech, A.Eu.201, S.OC1139; ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Th.4.62; μῆκος at length, εἰπέ μοι μὴ μ., ἀλλὰ σύντομα S. Ant.446.    3 of Size or Degree, greatness, magnitude, ὄλβου Emp. 119; μῆκος in greatness, ἔοικεν ἄλλῃ μ. οὐδὲν ἡδονῇ S.Ant.393.    4 longitude, Str.1.4.5, Cleom.2.1, Ptol.Alm.2.12, Vett.Val.260.5, etc.    5 in Prosody, length, opp. βραχύτης, Arist.Po.1456b32, D.H.Comp.15: pl., μήκη καὶ βραχύτητας προσῆπτε Pl.R.400b.    6 first line of phalanx, Ascl.Tact.2.5. (From same Root as μακρός. Hence μήκιστος, Sup. of μακρός.)

German (Pape)

[Seite 172] τό, dor. μᾶκος, die Länge; ῥόπαλον – τόσσον ἔην μῆκος, so groß an Länge, so lang, Od. 9, 324; μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι, 11, 312; schlanker Wuchs, 20, 71; πάχει μάκει τε verbindet Pind. P. 4, 254; von der Zeit oft, Aesch. auch τοσοῦτο μῆκος ἔκτεινον λόγου, Eum. 192; ἐν μήκει χρόνου, Soph. Trach. 69 (vgl. ἐν μήκει λόγων διελθεῖν, Thuc. 4, 62); adverbial, εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα, Ant. 422; überh. Größe, von der Freude, 389; μακρὸν μῆκος χρόνου, Eur. Or. 72. – Her. 4, 42 u. sonst; πλοῦ, Thuc. 6, 34; Plat. Theaet. 148 b; χρόνου, Legg. III, 676 a; λόγου, I, 645 c; neben βάθος u. πλάτος, Soph. 235 d; auch im plur., Folgde überall.

Greek (Liddell-Scott)

μῆκος: Δωρ. μᾶκος, -εος, τό, «μάκρος», ἐπὶ ῥοπάλου, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος, τόσον ἦτο κατὰ τὸ «μάκρος», καὶ τόσον κατὰ τὸ πάχος, Ὀδ. Ι. 324, ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἐν μήκει καὶ πλάτει καὶ βάθει Πλάτ. Σοφιστ. 235D, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 8· μ. ὁδοῦ Ἡρόδ. 1. 72, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 334, κτλ.· πλοῦ Θουκ. 6. 34· μᾶκος ἔδικε, ἔρριψεν εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, Πινδ. Ο. 10 (11). 86· ἐπὶ μῆκος, κατὰ μῆκος, ἔκτασις ἐπὶ μ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 5, κ. ἀλλ.· κατὰ μ. αὐτόθι 4. 9, 20· ― ἐν τῷ πληθ., μήκη καὶ βάθη καὶ πλάτη Πλάτ. Πολιτικ. 284Ε· τὰ μεγάλα μ., αἱ μεγάλαι ἀποστάσεις, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 356D. β) ἐπὶ προσώπων, ὕψος, μέγεθος, ἀνάστημα, Ὀδ. Υ. 71, Ξεν. Λακ. 2, 5, κτλ. γ) καθόλου, ἐν μήκει, κατὰ μῆκος μετρούμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 147D, πρβλ. 148Α. 2) ἐπὶ χρόνου, μ. χρόνου Αἰσχύλ. Πρ. 1020 (πρβλ. μῆχος)· ἐν μ. χρόνου Σοφ. Τρ. 69· ἐν χρόνου τινὸς μήκεσιν ἀπλέτοις Πλάτ. Νόμ. 683Α· ― μ. λόγου, μ. τῶν λόγων, μακρὰ ὁμιλία, Αἰσχύλ. Εὐμ. 201, Σοφ. Ο. Κ. 1139· ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Θουκ. 4. 62. 3) ἐπὶ μεγέθους, ὄγκου ἢ βαθμοῦ, μέγεθος, ὄλβου Ἐμπεδ. 15, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 393. ΙΙ. τὸ μῆκοςμῆκος ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ μῆκος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς εὖρος ἢ ὕψος, Ἡρόδ. 1. 181, κτλ.· ἐς μῆκος 2. 155· ― κατὰ πλάτος, διεξοδικῶς, ἐν ἐκτάσει, σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλά συντόμως Σοφ. Ἀντ. 446. β) μῆκος, κατὰ τὸ ὕψος, Ὀδ. Λ. 312. γ) κατὰ τὸ μέγεθος, Σοφ. Ἀντ. 393. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ μακρός. Ἐντεῦθεν σχηματίζεται τὸ μήκιστος, ὑπερθετ. τοῦ μακρός· πρβλ. μέγας ἐν τέλ.).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 longueur ; particul. haute taille ; longueur d’un discours ou d’un livre, prolixité ; adv. • μῆκος, longuement;
2 p. ext. grandeur.
Étymologie: R. Μακ, être long ; cf. μακρός.

English (Autenrieth)

length, lofty stature, Od. 20.71.

English (Strong)

probably akin to μέγας; length (literally or figuratively) length.

English (Thayer)

μηκεος (μήκους), τό, from Homer down; the Sept. very often for אֹרֶך; length: τό πλάτος καί μῆκος καί βάθος καί ὕψος, language used in shadowing forth the greatness, extent, and number of the blessings received from Christ, Ephesians 3:18.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος)
1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του ώς το άλλο, το μάκρος (α. «ο δρόμος έχει μήκος 10 χλμ.» β. «χαλεπὸν δὲ διὰ πλοῡ μῆκος ἐν τάξει μεῑναι», Θουκ.)
2. η μεγαλύτερη διάσταση σώματος ή επίπεδης ορθογώνιας επιφάνειας (α. «το μήκος της διώρυγας» β. «τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος καὶ τὸ ὕψος αὐτῆς ἴσα ἐστί», ΚΔ)
3. χρονική διάρκεια («μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου», Αισχύλ.)
4. (σχετικά με λόγο, αγόρευση κ.λπ.) εκτενής ανάπτυξη, διεξοδικότητα («τοσοῡτο μῆκος ἔκτεινον λόγου», Αισχύλ.)
5. (με πρόθ. ή με απλή αιτ. ως επίρρ.) εν εκτάσει, διεξοδικά («εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα», Σοφ.)
6. φρ. «γεωγραφικό μήκος» ή, απλώς, «μήκος» — η απόσταση ενός τόπου από τον Πρώτο Μεσημβρινό, που σήμερα θεωρείται ως ο Μεσημβρινός του Γκρήνουιτς, ανατολικά ή δυτικά από αυτόν
νεοελλ.
1. αστρον. η δίεδρη γωνία που σχηματίζεται για έναν δεδομένο τόπο ή ένα ουράνιο σώμα από το επίπεδο του μεσημβρινού αυτού του τόπου ή του ουράνιου σώματος και από το επίπεδο ενός άλλου μεσημβρινού αναφοράς
2. φρ. α) «γραφείο μηκών»
αστρον. οργανισμός ο οποίος εδρεύει στο Παρίσι και έχει ως αποστολή την ανάπτυξη διαφόρων κλάδων της αστρονομίας ως προς τις εφαρμογές της στη γεωγραφία, στη ναυσιπλοΐα και στη γεωφυσική
β) «μήκος κύματος»
φυσ. η απόσταση μεταξύ δύο σημείων τα οποία πάλλονται με την ίδια φάση σε δύο διαδοχικούς παλμούς της ίδιας κίνησης
γ) «κατά μήκος και κατά πλάτος» — εξ ολοκλήρου, πολύ λεπτομερώς
μσν.
φρ. «φθάνω εἰς μῆκος ἀνδρός» — ανδρώνομαι
μσν.-αρχ.
1. (για πρόσ.) υψηλό ανάστημα, μπόι
2. μέγεθος
αρχ.
1. (για τείχος) ύψος («τὸ δὲ μῆκος ἐστι,... ἑκατοντορόγυιον», Αριστοφ.)
2. το κατά μία διάσταση μέγεθος
3. μεγαλείο, μέγεθος («ἐξ οἵης τιμῆς τε καὶ ὅσσου μήκεος ὄλβου ὧδε πεσών», Εμπ.)
4. γραμμ. το να αποτελείται μια συλλαβή από μακρά φωνήεντα, σε αντιδιαστολή προς τη βραχύτητα
5. η πρώτη γραμμή της στρατιωτικής φάλαγγας
6. (η δοτ. ως επίρρ.) μήκει
(αριθμ. τ.) στην πρώτη δύναμη
7. (με πρόθ. ή σε απλή αιτ. ή απλή δοτ. εν. ως επίρρ.) α) κατά μέτρηση γραμμική, κατά μήκος
β) κατά τον βαθμό της έντασης, κατά το μέγεθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μῆκος ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της μακρόφωνης ΙΕ ρίζας māk- «μακρός, λεπτός», στην οποία ανάγεται και η λ. μακρός. Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -μήκης.
ΠΑΡ. μηκύνω
αρχ.
μηκεδανός, μηκότης
αρχ.-μσν.
μηκικός, μηκόθεν
μσν.
μηκίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. μηκοποιώ. (Β' συνθετικό) ανισομήκης, επιμήκης, ετερομήκης, ευμήκης, ισομήκης, ουρανομήκης, προμήκης
αρχ.
αμφιμήκης, ανδρομήκης, απομήκης, αυτομήκης, επταμήκης, ηερομήκης, θαμνομήκης, ιδιομήκης, κεφαλιτοπαραμήκης, ορεομήκης, παλιμμήκης, παμμήκης, παραμήκης, περιμήκης, πολυμήκης, στενοεπιμήκης, στενομήκης, ταυτομήκης, τανυμήκης, υπερμήκης, υπομήκης
νεοελλ.
διαμήκης.