σκάζω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
only pres. and impf.,
A limp, halt, Il.19.47; ἐκ πολέμου 11.811, cf. Com.Adesp.610, Plu.2.317e: metaph., ἀκέσασθαι τὸ σκάζον make good the damage, Men.Prot.p.22 D.; ὁρῶ τὰ ἡμέτερα σκάζοντα, of parasites, Alciphr.3.50; σ. ἀμφοτέροις ἡ κρίσις Chor. in Rh.Mus. 49.504; πρὸς τὴν θεραπείαν Luc.Merc.Cond.39. II σκάζων, οντος, ὁ,= χωλίαμβος, the iambic verse of Hipponax, with a spondee in the last place, σκάζοντα μέτρα AP7.405 (Phil.). (Cf. Skt. kháñjati 'limp', Germ. hinken.)
German (Pape)
[Seite 887] 1) hinken, Il. 11, 811. 19, 47 u. Sp., Luc. merc. cond. 39, Plut. u. A. – 2) ὁ σκάζων, auch χωλίαμβος, der bes. von Hipponax gebrauchte jambische Hinkvers, ein vollkommner Trimeter, der aber statt des letzten Jambus einen Spondeus oder Trochäus hat; σκάζοντα μέτρα, Philp. 83 (VII, 405).
Greek (Liddell-Scott)
σκάζω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., χωλαίνω, «κουτσαίνω», Ἰλ. Τ. 47· ἐκ πολέμου Λ. 811, πρβλ. Πλούτ. 2. 317Ε· μεταφορ., δόμος σκάζει, σαλεύεται, Ἀνθ. Π. 1. 2, 3· ὁρῶ τὰ ἡμέτερα σκάζοντα, ἐπὶ παρασίτων, Ἀλκίφρων 3. 50· σ. τῇ πίστει Ὠριγέν.· πρὸς τὴν θεραπείαν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39. ΙΙ. ὁ σκάζων καὶ χωλίαμβος, ὁ ἰαμβικὸς στίχος τοῦ Ἱππώνακτος, ὅστις ἦτο κανονικὸς τρίμετρος ἰαμβικός, ἔχων ὅμως ἐν τῷ τελευταίῳ ποδὶ σπονδεῖον ἢ τροχαῖον, σκάζοντα μέτρα Ἀνθ. Π. 7. 405. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΓ, πρβλ. Σανσκρ. (μετὰ ἐρρίνου) khanǵ khanǵ-âmi· Ἀρχ. Γερμ. hink-en). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάζει· χωλεύει, χωλαίνει».
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
boiter ; fig. chanceler, être peu solide.
Étymologie: R. Σκαγ, boiter.
English (Autenrieth)
part. du. σκάζοντε, mid. inf. σκάζεσθαι: limp. (Il.)
Greek Monolingual
(I)
ΜΑ
(κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.)
αρχ.
1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα
κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ.
β. «εἰρήνη ἀτελὴς καὶ οἶον σκάζουσα», Αγαθ.)
2. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ σκάζων
τρίμετρος κανονικός ιαμβικός στίχος, με τον τελευταίο πόδα του σπονδείο ή τροχαίο, τον οποίο χρησιμοποίησε ο Ιππώναξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάζω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)keng- «κουτσαίνω, λοξός» (πρβλ. αρχ. ινδ. khanjati «κουτσαίνω», δαν. shank «κουτσός», γερμ. hinken «κουτσαίνω») και εμφανίζει φωνηεντισμό -α-, ο οποίος είτε οφείλεται στον λαϊκό χαρακτήρα της λ. είτε προέρχεται από το φωνηεντικό -n- της συνεσταλμένης βαθμίδας (skng-jω). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η ρίζα αυτή προέρχεται από έναν ονοματικό τ. της ΙΕ που δηλώνει κάποιο μέρος του ποδιού (πρβλ. νορβ. skank «μηρός», γερμ. Schenkel «μηρός», Schinken «χοιρομέρι», γαλλ. hanche «γοφός»)].———————— (II)
και σκάω και σκάνω και σκω Ν
1. (μτβ.) προκαλώ ράγισμα σε κάτι, κάνω κάτι να ραγίσει (α. «σκάζω τη φούσκα» β. «έσκασε τα σπυριά»)
2. (αμτβ.) παθαίνω ρήγμα, άνοιγμα (α. «έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου» β. «έσκασαν τα χείλια μου από το κρύο και τον αέρα» γ. «έσκασε ο τοίχος»)
3. διαρρηγνύομαι (α. «έσκασε δίπλα του μια οβίδα» β. «έσκασαν τα ρόδια)
4. αναφαίνομαι, φανερώνομαι (α. «έσκασε το δοντάκι του παιδιού» β. «έσκασε ο ήλιος» γ. «έσκασαν τα μπουμπούκια της τριανταφυλλιάς»)
5. (για φυτά και δένδρα) αρχίζει η ανθοφορία μου, βρίσκομαι στην πρώτη άνθηση, ανοίγω («η λωλή αμυγδαλιά πριν τον Μάρτην ήσκασε, ήσκασε κι απόσκασε και καρπόν δεν έκαμε», δημ. δίστιχο)
6. μτφ. α) προξενώ μεγάλη στενοχώρια, υπερένταση ή αγωνία σε κάποιον (α. «με την επιμονή του σκάει και γάϊδαρο» β. «μ' έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του»)
β) έχω μεγάλη στενοχώρια, βρίσκομαι σε υπερένταση ή αγωνία (α. «σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι
θ. «έσκασε από το κακό του» γ. «πάει να σκάσει από τη ζήλεια της» δ. «μη σκάνεις και όλα θα διορθωθούν» ε. «έσκασε το παιδί από το κλάμα» — στ. «κοντεύω να σκάσω από τη ζέστη»)
7. χτυπώ ισχυρά και ηχηρά (α. «του 'σκασε ένα χαστούκι» β. «θα σού σκάσω έναν μπάτσο»)
8. (το β' πρόσ. της προστ. αορ. ως βάναυση προσταγή) σκάσε και σκάστε
μη μιλάς, μη μιλάτε, βούλωσ' το, βουλώστε το
9. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) σκασμένος, -η, -ο
κακομαθημένος
10. φρ. α) «έσκασε στα γέλια» — ξέσπασε σε ακράτητα γέλια, γέλασε κατά κόρον
β) «της έσκασε ένα φιλί» — τή φίλησε
γ) «έσκασε κανόνι» — δεν πλήρωσε
δ) «το έσκασε από το σχολείο [ή από το σπίτι ή από τη φυλακή]» — έφυγε κρυφά, δραπέτευσε
ε) «του σκασε ένα χιλιάρικο γι' αυτήν τη δουλειά» — του πλήρωσε
στ) «του σκασε το μυστικό» — του φανέρωσε το μυστικό
ζ) «σκάζω από το [πολύ] φαγητό» — τρώγω κατά κόρον
η) «να σκάσεις και να πλαντάξεις» — λέγεται ως ένδειξη αδιαφορίας και περιφρόνησης ή ως κατάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σχάζω «σχίζω, ανοίγω οπή». Για την τροπή του -χ- σε -κ- πρβλ. μασχάλη: μασκάλη, σχίζω: σκίζω. Ο τ. σκάνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έσχασα του σχάζω κατά το σχήμα: αμάρτησα: αμαρτάνω, έφτασα: φτάνω].
Greek Monotonic
σκάζω: μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. κουτσαίνω, χωλαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., σκάζω πρὸς τὴν θεραπείαν, σε Λουκ.
II. ὁ σκάζων, επίσης χωλίαμβος, ο ιαμβικός στίχος του Ιππώνακτος, που είναι ένας κανονικός εξάμετρος με έναν σπονδείο ή τροχαίο στον τελευταίο πόδα, σε Ανθ.