ζημιόω

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημιόω Medium diacritics: ζημιόω Low diacritics: ζημιόω Capitals: ΖΗΜΙΟΩ
Transliteration A: zēmióō Transliteration B: zēmioō Transliteration C: zimioo Beta Code: zhmio/w

English (LSJ)

fut.

   A -ώσω Lys.1.48: aor. 1 ἐζημίωσα E.Or.578, Th.2.65, etc.: pf. ἐζημίωκα D.21.49:—Pass., fut. ζημιωθήσομαι Lys.29.4, Is.10.16, X.Mem.3.9.12; more freq. Med. ζημιώσομαι in pass. sense, Hdt. 7.39, And.1.72, Th.3.40, Isoc.18.37, D.1.27, Arist.Pol.1320a10: aor. ἐζημιώθην Pl.Lg.855b, Isoc.15.160: pf. ἐζημίωμαι Din.3.16, Arist.Rh. 1372b8:—cause loss or do damage to, penalize, πόλιν Lys.30.25; τοσαύτας ἡμέρας ζημιοῦν τινα to cause one the loss of... Ael.VH3.23: c. Adj. neut., μηδὲν μηδένα Pl.Lg.846a; οὐδὲν ζ. τὸ κοινόν Isoc.6.5; πλείω ζ. σαυτὸν ἤ . . X.Cyr.3.1.30:—Pass., μεγάλα ζημιώσεται will suffer great losses, Th.3.40; πολλά Pl.Lg.916e: abs., Id.Grg. 490c.    II fine, mulct in a sum of money, c. dat. rei, ζ. τινὰ χιλίῃσι δραχμῇσι Hdt.6.21, cf. 136; χρήμασιν Th.2.65; μναῖς τρισί Pl.Lg. 936a; also ζ. τινὰ ἕως τριάκοντα μνᾶς Lycurg.Fr.40 (dub. l.); τινά τινος deprive of... Lyd.Mag.2.19:—Pass., to be fined or amerced in a thing, c. dat. rei, χρήμασι Antipho 2.4.7; δραχμῇ τῆς ἡμέρας Pl.Lg. 766d; μέχρι τοσούτου ib.855b: also, c.acc.rei, ταῦτα ib.774b; ζ. τριάκοντα λίτρας Arist.Fr.476; suffer financial loss, PFlor. 142.8 (iii A.D.): hence metaph., τοῦ ἑνὸς τοῦ περιέχεαι μάλιστα τῇ ψυχῇ ζημιώς εαι wilt lose, Hdt.7.39; τὴν ψυχὴν αὐτοῦ Ev.Matt.16.26; ἑαυτόν Ev.Luc. 9.25; τὰ κέρατα Ael.NA10.1.    2 generally, punish, τὴν θάλασσαν Hdt.7.35; σφέας Id.9.77; τινὰ θανάτῳ Id.3.27; τινὰ φυγῇ, πληγαῖς, Th.4.65, 8.74:—Pass., ζημιοῦσθαι ζημίαις ἐσχάταις Lys.31.26; θανάτῳ Antipho 3.3.9, PTeb.5.92 (ii B.C.); θανάτῳ καὶ πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις Pl.Plt.297e; χρήμασιν καὶ ἀτιμία Id.Lg.721b.

German (Pape)

[Seite 1139] 1) Verlust, Schaden zufügen, = βλάπτω, Xen. Cyr. 3, 1, 39; μηδὲν μηδένα Plat. Legg. VIII, 846 a; pass., gew. mit tut. med. (s. Her. 6, 136 Dem. 1, 27 Andoc. 1, 72), seltner ζημιωθήσομαι (Xen. Mem. 3, 9, 12 Is. 2, 23), Verlust erleiden, Schaden haben, Ggstz von κερδαίνω, Plat. Gorg. 490 c; Isocr. 1, 39 u. A.; so Dem. 34, 2 οὐκ ἄπειρος τοῦ ζημιοῦσθαι, vom Schiffbruch; μεγάλα, großen Schaden haben, Thuc. 3, 40; τὴν ψυχήν N. T. – 2) strafen, Her. 5, 87. 9, 77; bes. von Geldstrafen, τινὰ πεντήκοντα τάλαντα Her. 6, 136, richtiger ταλάντοις, vgl. 7, 39; μέχρι μνᾶς Plat. Legg. VI, 764 c; χρήμασι IV, 721 b; μναῖς τρισί XI, 936 a; auch φυγαῖς, Isocr. 4, 116; Thuc. 4, 65; θανάτῳ Aesch. 1, 184 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ζημιόω: μέλλ. -ώσω, Εὐρ., ἀόρ. ἐζημίωσα, Εὐρ., Θουκ., κλ., πρκμ. ἐζημίωκα Δημ. 530. 12. - Παθ., μέλλ. ζημιωθήσομαι Λυσ. 181. 37, Ἰσαῖ. 81. 24, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 12˙ ἀλλὰ συνηθέστ. μέσ., ζημιώσομαι, ἐπὶ παθ. σημασ., Ἡρόδ. 7. 39, Ἀνδοκ. 10. 11, Θουκ. 3. 40, Ἰσοκρ. 378C, Δημ. 17. 3, Ἀριστ. Πολ. 6. 5, 3· ἀόρ. ἐζημιώθην Πλάτ. Νόμ. 855Β, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 171 (160)· πρκμ. ἐζημίωμαι Δείναρχ. 110. 19, Ἀριστ. Προξενῶ ἀπώλειαν ἢ ἐπιφέρω ζημίαν εἴς τινα, τινὰ Πλάτ. Νόμ. 846Α· πόλιν Λυσ. 185. 37· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., οὐδὲν ζ. τινὰ Ἰσοκρ. 117Β· πλείω ζ. τινὰ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30· οὕτως ἐν τῷ παθ., μεγάλα ζημιώσεται, θὰ πάθῃ μεγάλας ἀπωλείας, Θουκ. 3. 40· πολλὰ Πλάτ. Νόμ. 916Ε· ἀπολ., ἀντίθ. τῷ κερδαίνειν, ὁ αὐτ. Γοργ. 490C, κτλ.· - ὡσαύτως, τοσαύτας ἡμέρας ζημιοῦν τινα, προξενεῖν εἴς τινα ἀπώλειαν…, Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 23. ΙΙ. ἐπιβάλλω πρόστιμον, τιμωρῶ χρηματικῶς, μετὰ δοτ. πράγμ., ζ. τινὰ χιλίῃσι δραχμῇσι Ἡρόδ. 6. 21, πρβλ. 6. 136· χρήμασιν Θουκ. 2. 65· μναῖς τρισὶ Πλάτ. Νόμ. 936Α· ὡσαύτως ζ. τινὰ ἕως τριάκοντα μνᾶς Λυκοῦργ. Ἀποσπ.· εἰς χρήματα Πλάτ. Νόμ. 774Β. - Παθ., ὑποβάλλομαι εἰς πρόστιμον, τιμωροῦμαι χρηματικῶς διά τι πρᾶγμα, μετὰ δοτ. πράγμ., χρήμασι Ἀντιφῶν 120. 2· δραχμῇ τῆς ἡμέρας Πλάτ. Νόμ. 766C· μέχρι τοσούτου αὐτόθι 855Β· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ζ. πεντήκοντα λίτρας Ἀριστ. Ἀποσπ. 436· μεταφ., τοῦ ἑνός, τοῦ περιέχεαι μάλιστα, τὴν ψυχὴν ζημιώσεαι, θὰ χάσῃς, Ἡρόδ. 7. 39· τὴν ψυχὴν αὑτοῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϛ΄, 26· ἑαυτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 25· τὰ κέρατα Αἰλ. π. Ζ. 10. 1. 2) καθόλου, τιμωρῶ, Ἡρόδ. 7. 35., 9. 77· τινὰ θανάτῳ ὁ αὐτ. 3. 27· τινα φυγῇ, πληγαῖς Θουκ. 4. 65., 8. 74. - Παθ., ζημιοῦσθαι ζημίαις ἐσχάταις Λυσ. 189. 16· θανάτῳ Ἀντιφῶν 123. 24· θανάτῳ καὶ πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις Πλάτ. Πολιτ. 297Ε· χρήμασι καὶ ἀτιμίᾳ ὁ αὐτ. Νόμ. 721Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ζημιώσω, ao. ἐζημίωσα;
1 causer du dommage à, léser : τινα qqn ; Pass. être lésé, éprouver un dommage, une perte;
2 infliger une amende : ζημ. τινα πεντήκοντα τάλαντα HDT, χιλίῃσι δραχμῇσι HDT punir qqn d’une amende de 50 talents, de 1000 drachmes;
3 p. ext. punir en gén. : ζ. τινα θανάτῳ HDT, φυγῇ THC punir qqn de mort, de l’exil ; Pass. ζημιοῦσθαι ζημίαις ἐσχάταις LYS être puni des derniers châtiments.
Étymologie: ζημία.

English (Strong)

from ζημία; to injure, i.e. (reflexively or passively) to experience detriment: be cast away, receive damage, lose, suffer loss.

English (Thayer)

ζημιω: (ζημία), to affect with damage, do damage to: τινα (Thucydides), Xenophon, Plato); in the N. T. only in the passive, future ζημιωθήσομαι (Xenophon, mem. 3,9, 12, others; but as often) in secular authors (future middle) ζημιώσομαι in passive sense; cf. Krüger, § 39,11Anm.; Kühner, on Xenophon, mem. as above; (Liddell and Scott, under the word; Veitch, under the word)); 1st aorist ἐζημιώθην; absolutely, to sustain damage, to receive injury, suffer loss: ἐν τίνι ἐκ τίνος, in a thing from one, τήν ψυχήν τίνος ζημιουσθαι, Herodotus 7,39), τήν ψυχήν αὐτοῦ, to forfeit his life, i. e. according to the context, eternal life, Luke , in ἑαυτόν i. e. himself, by being shut out from the everlasting kingdom of God. πάντα ἐζημιώθην, reflexive (yet see Meyer), I forfeited, gave up all things, I decided to suffer the loss of all these (?)) things, Philippians 3:8.

Greek Monotonic

ζημιόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἐζημίωσα, παρακ. ἐζημίωκα· Παθ., μέλ. ζημιωθήσομαι, συχνότερα όμως στον Μέσ. τύπο ζημιώσομαι, αόρ. αʹ ἐζημιώθην, παρακ. ἐζημίωμαι·
I. προκαλώ απώλεια ή επιφέρω βλάβη σε κάποιον· ζημιόω τινά, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., μεγάλα ζημιώσεται, θα υποστεί μεγάλες, τρομερές απώλειες, σε Θουκ.
II. 1. επιβάλλω πρόστιμο, τιμωρώ με χρηματική ποινή· με δοτ. πράγμ., ζημιόω τινὰ χιλίῃσι δραχμῇσι, σε Ηρόδ.· χρήμασιν, σε Θουκ. — Παθ., μου επιβάλλεται πρόστιμο ή τιμωρούμαι με χρηματική ποινή· με δοτ. πράγμ., σε Πλάτ.· με αιτ., τὴν ψυχὴν ζημιώσεαι, θα χάσεις τη ζωή σου, σε Ηρόδ.
2. γενικά, τιμωρώ, επιβάλλω ποινή, στον ίδ., σε Θουκ.