δίφρος
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
English (LSJ)
ὁ, heterocl. pl. δίφρα, τά, Call.Dian.135, Nonn.D.27.238: (perh. for διφόρος):—
A chariot-board, on which two could stand, the driver (ἡνίοχος) and the combatant (παραιβάτης), Il.5.160, 11.748, Hes.Sc.61: metaph., ἕστηκεν ἐν τῷ δ. τῆς πόλεως Pl.R.566d. 2 chariot, Il.10.305, al., Pi.P.2.10, al., Arr.Tact.19.3, etc.; ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ Il.23.335; μεταμείβοντος δίφρον ἐκ δίφρου Jul.Or.3.122b; of the Sun's chariot, E.Ph.2, Call.Dian.111; Μοισᾶν δ. Pi.O.9.81; travelling-car, Od.3.324; litter, δ. κατάστεγος D.C.60.2. II seat, couch, stool, Il.3.424, 6.354, Od.19.97, Ar.Eq.1164, Pl.R.328c, etc.; δ. Θετταλικός Eup.58; = Lat. sella curulis, Plb.6.53.9, etc.; judge's seat of office, LXX 1 Ki.1.9, al.; royal throne, OGI199.38 (i A. D.); night-stool, Aristid.Or.49(25).19.
German (Pape)
[Seite 645] ὁ (wohl entst. aus διφόρος, Zwei tragend), der Wagensitz, auf welchem der Wagenlenker, ἡνίοχος, u. der Kämpfer, παραβάτης, saßen od. standen, ἑσταότ' ἐν δίφρῳ Hes. Sc. 61; ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Iliad. 23, 132; υἷας Πριάμοιο δύω λάβε, εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας Il. 5, 160; der obere Theil des Wagens u. der Wagen übh.; in der Il. Streitwagen, Od. 3, 324 ein Reisewagen; δώσω γὰρ δίφρον τε δύω τ' ἐριαύχενας ἵππους Il. 10, 305; er heißt εὐεργής, 5, 585; εὔξεστος, 16, 402; ἐύξοος, Od. 4, 590; ξεστός, Iliad. 24, 322 σπερχόμενος δ' ὁ γέρων ξεστοῦ ἐπεβήσετο δίφρου, var. lect. γεραιὸς ἑοῦ, s. Scholl.; κολλητός, Iliad. 19, 395; ἐύπλεκτος u. ἐυπλεκής, 23, 335. 436; ποικίλος, 10, 501; ἱερός, 17, 464, s. s. v. Ἱερός; der Wagensitz war rund, an der hinteren Seite zum Einsteigen offen u. hing in Riemen, 5, 727; ἁρμάτειος δίφρος Xen. Cyr. 6, 4, 9, ἁρματόεις Critia. Ath. I, 28 c; Tragg. u. in Prosa oft = der Wagen selbst; ξυνωρὶς χωρὶς δίφρου Plat. Critia. 119 b. – Uebh. = der Sitz, Sessel, Stuhl, Il. 3, 424. 6, 354 Odyss. 4, 717. 17, 330; δίφρον ἀεικέλιον Odyss. 20, 259, περικαλλέα δίφρον 387; Theocr. 15, 2; ἔκειντο δίφροι Plat. Rep. I, 328 c, u. bes. Sp.; ἡγεμονικός, u. auch allein, für sella curulis, Plut., Pol. u. A.; ἀργυρόπους Dem. 24, 129. – Auch = der Nachtstuhl, Aristid. – Vgl. ὀκλαδίας.
Greek (Liddell-Scott)
δίφρος: ὁ, Καλλ. εἰς Ἀρ. 135 μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. δίφρα, τά, (κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ δίφορος)· ― τοῦ ἅρματος ὁ τόπος, ἐφ’ οὗ ἦσαν ὁ ὁδηγῶν (ἡνίοχος) καὶ ὁ πολεμιστὴς (παραιβάτης), ἴδε Ἰλ. Ε. 160, Λ. 748, Ἡσ. Ἀσπ. 61· μεταφ., ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 566D. 2) αὐτὸ τὸ πολεμικὸν ἅρμα, Ἰλ. Κ. 305, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἀσπ. 61· Πίνδ., κλπ.· ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ Ἰλ. Ψ. 335· ― ἐν Ὀδ. Γ. 328, ὁδοιπορικὸν ἅρμα· βραδύτερον φορεῖον, κράββατος, Δίων Κ. 60. 2. ΙΙ. ἕδρα οὔτε τῶν νώτων οὔτε τῶν χειρῶν ἔχουσα ἔρεισμα, «σκαμνί», εὐτελεστέρα τοῦ κλισμοῦ καὶ τοῦ θρόνου, Ἰλ. Γ. 424, Ζ. 354, καὶ συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ.· οὕτως Ἀριστοφ. Ἱππ. 1164, Πλάτ., κτλ., δίφρος Θετταλικός Εὔπολ. Αὐτολ. 6, πρβλ. ὀκλαδίας καὶ περίακτος. ― Πολύβ. 6. 53, 9, κτλ., τὸ παρὰ Ρωμαίοις sella curulis· ― 2) = λάσανον, σκωραμίς, «καθίκι», Ἀριστείδ. 1. 314.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 partie du char qui portait le conducteur (ἡνίοχος) et le combattant (παραιβάτης) ; le char lui-même, d’ord. char de guerre, qqf char de voyage;
2 p. ext. siège, chaise curule à Rome.
Étymologie: p. *δίφορος, de δίς, φέρω.
English (Autenrieth)
(1) chariot-box, chariot; usually war-chariot, but for travelling, Od. 3.324. (See cut No. 10).—(2) stool, low seat without back or arms.
English (Slater)
δίφρος (-ῳ, -ον; -ους)
a cockpit, body of chariot. ξεστὸν ὅταν δᾰφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον (P. 2.10)
b chariot ἔδωκεν δᾰφρον τε χρύσεον (O. 1.87) ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφ ρους τε νωμάσοισιν ἀελλόποδας (P. 4.18) ὅλον δίφρον κομίξαις (P. 5.51) ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφ' ρῳ (P. 9.6) οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφ' ρον (I. 4.29)
c met., of the chariot of song εἴην εὐρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ (O. 9.81) ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι (I. 2.2)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. y tard. δρίφος [-ῐ-] Sophr.18, Theoc.15.2, Polybius 284.5, lat. driphum, Gloss.5.497, drifum, Gloss.5.521
• Morfología: [plu. δίφρα, τά Call.Dian.135, Nonn.D.27.238; ép. sg. gen. -οιο Call.Dian.150, dór. δίφρω Call.Lau.Pall.65; plu. ac. cret. δίφρονς ICr.4.160B.3 (IV/III a.C.)]
I 1caja del carro, Il.5.727, 8.403, 22.398, X.Cyr.6.4.9, Q.S.6.563.
2 carro
a) de guerra υἷας Πριάμοιο δύω λάβε ... εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας Il.5.160, cf. 10.305, 11.748, Q.S.4.540, 9.154;
b) de transporte o viaje, usado por Príamo Il.3.262, por Iris Il.5.364, Od.3.324, por Ares, Hes.Sc.61, 109, 321, del Sol, E.Ph.2, Call.Dian.182, AP 1.10.41, Nonn.D.1.211, 38.85, de Apolo, Pi.P.9.6a, de Ártemis χρύσεον δ' ἐζεύξαο δίφρον Call.Dian.111, de Atenea, Hes.Sc.338, Call.Lau.Pall.65, de Hera, Call.Dian.150, Μοισᾶν δ. Pi.O.9.81;
c) del cortejo nupcial Κυδῶνια μᾶλα ποτερρίπτουν ποτὶ δίφρον ἄνακτι Stesich.10.1;
d) de competición en los juegos, Pi.P.5.51, I.3/4.47, S.El.50, 710, AP 15.46, Nonn.D.37.247;
e) gener. ἔντη δίφρου los arneses del carro A.Pers.194, ἡ τοῦ δίφρου ἕδρα X.Eq.7.5, τετρώριστος δ. cuadriga S.Fr.958, πέσημ' ἐκ δίφρου E.Or.1548, συνωρὶς χωρὶς δίφρου una biga sin carro Pl.Criti.119b, ἀμείβοντος δίφρον ἐκ δίφρου cambiando un carro por otro Iul.Or.2.122b, cf. A.R.3.1235, 4.219, Luc.Asin.55, Par.8, PLond.191.7 (II d.C.), Arr.Tact.19.3, εὔξεστος Il.16.402, cf. Pi.P.2.10, εὔπλεκτος Il.23.335, cf. 436, Hes.Sc.306, 370, καλός Il.5.193, περικαλλής Od.3.481, χρύσεος Pi.O.1.87, ἵππειος E.Heracl.845, ἁρματόεις Critias Eleg.1.10, ἐλεφάντινος Theoc.24.101, ἐπαξόνιος Theoc.25.249, ἀαγεῖς δίφροι Theoc.24.124, a veces en plu. poét. πάγχρυσοι δίφροι S.El.510, ὠρθοῦθ' ... ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων de Orestes, S.El.742, cf. 750, E.Hel.724, 1040, AP 16.377;
f) fig. ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως se mantiene en el carro de la ciudad, e.e. se mantiene en el poder Pl.R.566d.
II sólo como ‘asiento’:
a) asiento del carro τῷ δ' ἡνίοχος ... Ἰόλαος δίφρου ἐπεμβεβαὼς ἰθύνετο κάμπυλον ἅρμα Hes.Sc.324;
b) c. verb. que significan ‘sentarse’, gener. asiento, Il.3.424, 6.354, Od.17.602, 19.97, 101, 20.259, h.Cer.198, Hp.Mul.1.75, 2.203, Nat.Mul.34, X.An.7.3.29, Pl.R.328c, Men.Fr.694, Plu.Lyc.9, D.C.59.12.2, Philostr.VA 3.16
•en otros cont. ῥιγῶσα δίφρον ἆσσον ἕλκεται πυρός Semon.8.26, ἐγώ σοι πρότερος ἐκφέρω δίφρον Ar.Eq.1164, τὸν δίφρον γε διφροφόρει Ar.Au.1552, cf. IG 13.421.208 (V a.C.), Sophr.18, Hp.Art.7, Medic.2, Steril.230, Ar.Fr.362, Thphr.HP 5.3.2, Call.Dian.135, Theoc.15.2, AP 12.208 (Strat.), Herod.1.37, 77, 6.1;
c) usos específicos, c. adj. que se refieren a: su origen o al usuario δ. Μιλησιουργής Critias B 35, Θετταλικός τετράπους Eup.66
•al material u otras características: δίφροι στρογγυλόποδες Γ, ἀργυρόπος εἷς IG 22.1394.13 (IV a.C.), χρυσοῦς Dino 26, ἐπίχρυσος D.C.58.4.4, ἐβένινος CIG 3071.9 (Teos II a.C.), δίφρους ... εὐσυΐνους στρογγύλους IG 5(1).1390.22 (Andania I a.C.), τετράπους POxy.646 descr. (II d.C.)
•silla plegable δ. ὀκλαδίας Paus.1.27.1, en plu., Heraclid.Pont.55, Ael.VH 4.22, δ. κατάστεγος silla de manos con dosel, silla gestatoria D.C.60.2.3, 47.23.3
•como retrete Aristid.Or.49.19, λασανίτης δ. sillico, BGU 1116.25 (I a.C.)
•usada en obstetricia δ. γυναικεῖος POxy.3491.8 (II d.C.), δ. μαιωτικός silla de parto Sor.53.16, δ. τῆς κυούσης Cyran.2.6.15, δίφροι λοχεῖοι Artem.5.73
•por el rango: de un dios o rey trono κάρτος ὃ καὶ πέλας εἵσαο δίφρου Call.Iou.67, cf. D.S.2.9, IAxoum.277.42 (Adulis I d.C.?), SEG 34.1642.7 (Meroe IV/V d.C.), δ. βασιλικός D.C.51.6.5
•sitial de diversas magistraturas y cargos ICr.l.c., LXX 1Re.1.9, οἱ ἐφορικοὶ δίφροι en Esparta, X.Lac.15.6
•en Roma silla curul Plb.6.53.9, D.H.5.29, Plu.Caes.66, tribunal eburneum in quo consules sedent, Gloss.5.567, cf. I.BI 7.126.
• Etimología: Comp. de δισ(σ) y de la r. de φέρω en grado ø.
Greek Monolingual
ο (AM δίφρος, ο και δίφρον, το)
κάθισμα, έδρα χωρίς ράχη και υποστήριγμα για τα χέρια
αρχ.
1. το μέρος του άρματος όπου στεκόταν ο ηνίοχος και ο πολεμιστής
2. άρμα
3. επιβατική άμαξα
4. φορείο, κρεβάτι
5. το έδρανο τών ρωμαίων αρχόντων (stella curulis)
6. ουροδοχείο
7. έδρα δικαστή
8. βασιλικός θρόνος
9. «λασανίτης δίφρος» — τρίποδο τραπέζι κοντά σε πηγή για να ακουμπούν τα δοχεία του νερού
10. φρ. α) «δίφρος τῆς πόλεως» — τα ανώτατα διοικητικά αξιώματα
β) «δίφρος τοῡ ἡλίου» — άρμα του ήλιου (Ευριπ. Φοίν.)
γ) «ἐσθίειν ἐπὶ δίφρου» — πυθαγορικό πρόσταγμα που συμβουλεύει λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίφρος είναι σύνθετη από το επίρρ. δις και τη μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας του ρ. φέρω, η οποία εμφανίζεται μόνο σε αυτόν τον τ., πράγμα που οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για αρχαϊκή λέξη. Το επίρρ. δις δεν δηλώνει την ύπαρξη δύο πολεμιστών στο ομηρικό άρμα, αλλά είτε τις δύο λαβές στο κάθισμα του άρματος είτε ότι το φορητό κάθισμα μεταφερόταν και από τις δύο μεριές για να τοποθετηθεί στο άρμα.
ΠΑΡ. αρχ. διφρεύω, δίφρια.
ΣΥΝΘ. διφρηλάτης
αρχ.
διφρήλατος, διφροπηγός, διφρουλκώ, διφρουργία, διφροφόρος
μσν.
διφρουλκία].
Greek Monotonic
δίφρος: ὁ (συγκεκ. αντί διφόρος),·
I. 1. χώρος του άρματος, πάνω στον οποίο μπορούσαν να σταθούν δύο, ο οδηγός (ἡνίοχος) και ο πολεμιστής (παραιβάτης), σε Όμηρ.
2. το πολεμικό άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Ομήρ. Οδ., ταξιδιωτικό άρμα.
II. κάθισμα, εδώλιο, σκαμνί, σε Όμηρ., Αττ.