μακράν
English (LSJ)
Ion. μακρήν, acc. fem. of μακρός used as Adv.,
A far, μ. ἀνωτέρω θακῶν A.Pr.314; μ. λελειμμένος left far behind, ib.857; οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σθένοντες S.OT16; ἀπελθεῖν Ar.Ra.438 (lyr.); ἱέναι X.An.3.4.17; ἔστ' οὐ μ. ἄπωθεν Ar.Av.1184; τοὔργον οὐ μ. λέγεις the business you speak of is not far to seek, S.Ph.26: c. gen., far from, βαρβάρου χθονός E.IT629; κἂν ᾖ τοῦ γένους μ. Pl.Com.192; τῶν πολεμίων Plb.3.50.8; οὐ μ. ἀπό τινος Id.3.45.2: in Comp., ἀποσκίδνασθαι μακροτέραν to a greater distance, Th.6.98; πορεύεσθαι μ. X. An.2.2.11: Sup., ὅτι μακροτάτην as far as possible, c. gen. loci, ib.7.8.20. 2 μακρὰν λέγειν speak at length, A.Th.713, S.El.1259; μ. τείνειν A.Ag.1296, S.Aj.1040; ἐκτείνειν A.Ag.916. II of Time, long, μ. ζῆν, ἀναμένειν, S.El.323, 1389 (lyr.); οὐ μ. shortly, E.Or.850, etc.; so οὐκ ἐς μακρήν Hdt.5.108, cf. A.Supp.925, Ar.V.454, etc.; εὐθύς, οὐκ εἰς μὰκράν D.18.36 (but, not at length, Phld. Piet. 25).
Greek (Liddell-Scott)
μακράν: Ἰων. μακρήν, αἰτ. θηλ. τοῦ μακρὸς ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. μακρὰν ὁδόν, «μακρυά», μακρὰν ἀνωτέρω θακῶν Αἰσχύλ. Πρ. 312· μακρὰν λελειμμένος, ἀπολειφθεὶς πολὺ ὀπίσω, αὐτόθι 857· οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σθένοντες Σοφ. Ο. Τ. 16· ἀπελθεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 434· ἰέναι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 17· ἔστ’ οὐ μ. ἄπωθεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1184· τοὖργον οὐ μ. λέγεις, τὸ ἔργον ὃ λέγεις οὐ μακράν ἐστι, δηλ. αὐτὸ τὸ ὁποῖον λέγεις δὲν εἶναι δύσκολον πρᾶγμα, Σοφ. Φιλ. 26· - μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, βαρβάρου χθονὸς Εὐρ. Ι. Τ. 629· τῶν πολεμίων Πολύβ. 3. 50, 8· οὐ μ. ἀπό τινος ὁ αὐτ. ἐν 3. 45, 2· - οὕτως ἐν τῷ συγκρ., ἀποσκίδνασθαι μακροτέραν, εἰς μεγαλειτέραν ἀπόστασιν, Θουκ. 6. 98· πορεύεσθαι μ. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11· καὶ ἐν τῷ ὑπερθ., ὅτι μακροτάτην, μετὰ γεν. τόπου, αὐτόθι 7. 8, 20. 2) οὐδὲ χρὴ μακρὰν (ἐξυπ. λέγειν), «οὐδὲ χρειάζονται πολλὰ λόγια», Αἰσχύλ. Θήβ. 713, Σοφ. Ἠλ. 1259· μ. τείνειν ἢ ἐκτείνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 916, 1296, Σοφ. Αἴ. 1040, ἴδε Blomf. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, μακρός, μ. ζῆν, ἀναμένειν Σοφ. Ἠλ. 323, 1389· οὐ μ. Λατ. brevi, Εὐρ. Ὀρ. 850, κτλ.· οὕτω, οὐκ ἐς μακρὴν Ἡρόδ. 5. 108, πρβλ. Αἰσχ. Ἱκέτ. 925, Ἀριστοφ. Σφ. 454, κτλ.· εὐθύς, οὐκ εἰς μακρὰν Δημ. 237. 19.
French (Bailly abrégé)
s.e. ὁδόν;
adv.
1 longuement;
2 loin, avec un gén. loin de;
3 avec idée de temps longtemps : οὐκ εἰς μακράν, pour peu de temps, bientôt après.
Étymologie: fém. de μακρός.
English (Strong)
feminine accusative case singular of μακρός (ὁδός being implied); at a distance (literally or figuratively): (a-)far (off), good (great) way off.
English (Thayer)
(properly, feminine accusative of the adjective μακρός, namely, ὁδόν, a long way (Winer s Grammar, 230 (216); Buttmann, § 131,12)), adverb, the Sept. for רָחוק) (from Aeschylus down); far, a great way: absolutely, ἀπέχειν, far hence, ἐξαποστελῶ σε, ἀπό τίνος added, T omits ἀπό); τόν Θεόν ... οὐ μακράν ἀπό ἑνός ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα, i. e. who is near everyone of us by his power and influence (so that we have no need to seek the knowledge of him from without), οἱ εἰς μακράν (cf. Winer's Grammar, 415 (387)) those that are afar off, the inhabitants of remote regions, i. e. the Gentiles, οὐ μακράν εἰ ἀπό τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, but little is lacking for thy reception into the kingdom of God, or thou art almost fit to be a citizen in the divine kingdom, οἱ πότε ὄντες μακράν (opposed to οἱ ἐγγύς), of heathen (on the sense, see ἐγγύς, 1b.), οἱ μακράν, Ephesians 2:17.
Greek Monolingual
(AM μακράν, Α ιων. τ. μακρήν, Μ και μακρά)
επίρρ. σε μεγάλη τοπική ή χρονική απόσταση, μακριά (α. «μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός», Ευρ.
β. «ἐπεὶ τἄν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ», Σοφ.)
νεοελλ.
έξω, εκτός
μσν.
φρ. «πάγω μακρά» — αργώ, καθυστερώ
(αρχ. φρ. α) «μακρὰν λέγω» ή «μακρὰν (ἐκ)τείνω» — λέγω πολλά λόγια («οὐδὲ χρὴ μακράν [λέγειν]», Αισχύλ.)
β) «ἐς μακράν»
i) σε μεγάλη χρονική απόσταση, σε παρωχημένο χρόνοii) επί πολύ χρόνο («Ἴωνες οὐκ ἐς μακρὴν βουλευσάμενοι ἡκον» — οι Ίωνες ήλθαν, αφού συσκέφθηκαν όχι επί πολύ χρονικό διάστημα, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρμ. χρήση της αιτ. του θηλ. (μακρά) του επιθ. μακρός.
Greek Monotonic
μακράν: Ιων. μακρήν, αιτ. θηλ. του μακρός χρησιμ. ως επίρρ.,
I. 1. μακριά, σε μεγάλη απόσταση, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· τοὖργον οὐ μακρὰν λέγεις, το ζήτημα που αναφέρεις δεν απέχει πολύ να το ερευνήσουμε, σε Σοφ.· με γεν., μακριά από, σε Ευρ.· συγκρ. μακροτέραν, σε μεγαλύτερη απόσταση, σε Θουκ., Ξεν.· υπερθ. ὅτιμακροτάτην, όσο το δυνατόν πιο μακριά· με γεν. τοπική (loci), σε Ξεν.
2. μακρὰν λέγειν, μακρολογία, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. λέγεται για χρόνο, εκτενής, μακρὰν ζῆν, ἀναμένειν, σε Σοφ.· οὐ μακράν, Λατ. brevi, σε Ευρ.· ομοίως, οὐκ ἐς μακρήν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μακράν: I ион. μακρήν adv.
1) (sc. ὁδόν) далеко (πτέσθαι Soph.; ἰέναι Xen.; μ. ἀπό τινος NT): οἱ εἰς μ. или οἱ μ. ὄντες NT дальние народы или далекие потомки;
2) долго, продолжительно (ζῆν Soph.; λέγειν Soph.; τείνειν Aesch.): οὐ μ. Eur. в короткое время, немедленно; οὐκ ἐς μ. Aesch. вскоре.
II praep. cum gen. далеко (вдали) от … (βαρβάρου χθονός Eur.; πολεμίων Polyb.).