συγγενής
English (LSJ)
ές,
A congenital, inborn, ἦθος Pi.O.13.13; εὐδοξία Id.N.3.40; σ. εἶδος,= φύσις, character, Hp.Hum.1; νόσημα σ. ἐστί τινι Id.Prorrh.2.2; φόβος A.Eu.691; παύροις . . ἐστι συγγενὲς τόδε natural to them, Id.Ag.832; ἡ τύχη προσγίγνεθ' ἡμῖν σ. τῷ σώματι Philem.10; πότμος σ. Pi.N.5.40; προϊδεῖν σ. οἷς ἕπεται who have the natural gift to foresee, ib.1.28; συγγενεῖς μῆνες my connate months, the months of my natural life, S.OT1082; σ. τρίχες the hair born with one, i.e. the hair of the head as opp. to the beard, Arist.HA518a18, 584a24; σημεῖα σ. birth-marks, ib.585b31; δυνάμεις αἱ σ., opp. αἱ ἔθει and αἱ μαθήσει, Id.Metaph.1047b31; αὔξει τὸ σ. increases its natural force, Id.EN1119b9. Adv., -νῶς δύστηνος miserable from his birth, E.HF1293; v. σύμφυτος. II of the same kin, descent, or family, akin to, τινι Hdt.1.109, 3.2, E.Heracl.229: abs., akin, cognate, θεός A.Pr.14; γυνή E.Andr.887; χείρ S.OC1387; συγγενέστατον φύσει πάντων most nearly akin, Is.11.17; σ. γάμος ἀνεψιῶν A.Pr.855; of animals, Arist.HA539a23, GA747a31, al.: hence, b Subst., kinsman, relative, οὖσα σ. ἐκείνου Ar.Pax618 (troch.); τῆς ἐμῆς γυναικὸς ξυγγενεῖ (dual) Id.Av.368 (troch.); πρὸς σ. τε καὶ οἰκείους αὐτῶν Pl.R.378c; ἔργον εὑρεῖν συγγενῆ πένητός ἐστιν Men.4; γάμει τὴν συγγενῆ Id.929: freq. in pl., οἱ σ. kinsfolk, kinsmen, Pi.P.4.133, Hdt.2.91, etc.; not properly applied to children (ἔκγονοι) in relation to their parents, and so opp. ἔκγονοι in Is.8.30, v. συγγένεια 1 (but cf. And.1.17); τοῖς συγγενέσι τὰ τοῦ συγγενοῦς ψηφίζεσθαι Is.4.23. c τὸ σ.,= συγγένεια, kindred, relationship, A.Pr.291 (anap.), S.El.1469, Th.3.82, etc.; also, the spirit of one's race, Pi.P.10.12, N.6.8; εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι σ. if he had any connexion with him, S.OT814; of tribes, κατὰ τὸ ξ. Th.1.95. 2 metaph., akin, cognate, of like kind, τοὺς τρόπους οὐ συγγενής Ar.Eq.1280 (troch.), cf. Th.574; ξυγγενὴς ὁ κύσθος αὐτῆς θητέρᾳ (for τῷ τῆς ἑτέρας) Id.Ach.789; freq. in Pl., [ἡ ψυχὴ] σ. οὖσα τῷ θείῳ R.611e; τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Lg.814d; τοῖς . . λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Arist.GA788b9, cf. Rh.1398a21 (Comp.): rarely c. gen., νοῦς αἰτίας σ. Pl.Phlb.31a, cf. Phd.79d, R.403a, 487a: abs., σ. τιμωρίαι fitting, proper punishments, Lycurg.122 (but prob. f.l. for εὐγ-) ; συγγενῆ things of the same kind, homogeneous, Arist. APo.76a1; τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ Id.Rh.1405a35; σ. τέχναι Stoic.2.30; ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ σ. its congener, IG9(1).882.7 (Corc<*>ra). Adv., συγγενῶς ἔρχεσθαι Pl.Lg.897c; σ. τρέχων Πλάτωνι Alex.1 (codd. D.L.); τὰ σ. εἰρημένα to similar effect, Phld.Mus. p.92K. III συγγενής represented a title bestowed at the Persian court by the king as a mark of honour, 'cousin', X.Cyr.1.4.27, 2.2.31, D.S.16.50; also at the Ptolemaic and Seleucid courts, OGI104.2 (Delos, ii B.C.), al., BGU1741.12 (i B.C.), LXX 1 Ma.10.89; οἱ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων prob. a category of nobles among the κάτοικοι, PTeb.61 (b). 79 (ii B.C.); συγγενεῖς κάτοικοι UPZ14.8 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 961] ές, mitgeboren, angeboren, ὀφθαλμός, Pind. P. 5, 16; πότμος, N. 5, 40 I. 1, 40, ἦθος, Ol. 13, 13; τὸ συγγενές, N. 6, 8 P. 10, 12, παυροῖς γὰρ ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς τόδε, Aesch. Ag. 806; Eum. 661. – Gew. verwandt von demselben Geschlechte; συγγενέσιν παρεκοινᾶτο, Pind. P. 4, 133; Aesch. Ch. 197; φεύγουσα συγγενῆ γάμον άνεψιῶν, Prom. 857; Soph. O. R. 551. 1159; öfter het Eur., bei Thuc. u. sonst in Prosa; τσ συγγενές, die Verwandtschaft, Aesch. Prom. 39. 289, wie Soph. El. 1461 u. Eur. Heracl. 6; auch adv. συγγενῶς, Herc. Eur. 1293; übertr., ähnlich, ἔστιν οὖν ἀδελφὸς αὐτῷ το ὺς τρόπους οὐ συγγενής, Ar. Equ. 1277; u. mit der bei ὅμοιος bemerkten Kürze, ὡς ξυγγενὴς ὁ κύσθ ος αὐτῆς θατέρᾳ für τῷ τῆς ἑτέρας κ ύσθῳ, Ach. 754; τούτῳ συγγενέστερον καὶ ὁμοιότερον, Plat. Phil. 22 d; Phaed. 79 b; Folgde. – Am persischen, ewse war συγγενής ein Ehrentitel, den der König anagezeichneten Mäinern ertheilte, Xen. Cyl. 1, 4, 27.
Greek (Liddell-Scott)
συγγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ὁμοῦ γεγεννημένος, συμπεφυκώς, συνυπάρχων ἐκ γενετῆς μετά τινος, φυσικός, ἔμφυτος, σύμφυτος, ἦθος Πινδ. Ο. 13. 16· εὐδοξία Ν. 3. 69· νόσημα σ. ἐστί τινι Ἱππ. Προρρ. 83· φόβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 691 παύροις. ἐστι συγγενὲς τόδε, ἔμφυτον, φυσικὸν εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 832· ἡ τύχη προσγίγνεθ’ ἡμῖν σ. τῷ σώματι Φιλήμων ἐν «Ἀποκαρτεροῦντι» 1· ἐσσόμενον προϊδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται Πινδ. Ν. 1. 41· συγγενεῖς μῆνες, οἱ ὁμογέννητοι μῆνες τοῦ φυσικοῦ μου βίου, Σοφ. Ο. Τ. 1082· σ. τρίχες, ἡ κόμη ἣν γεννᾶταί τις ἔχων, δηλ. αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γενειάδα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 7., 7. 4, 7· σημεῖα σ. τὰ σημεῖα ἃ γεννᾶταί τις ἔχων, αὐτόθι 7. 6, 5· δυνάμεις αἱ σ., ἀντίθ. τῷ αἱ ἔθει καὶ αἱ μαθήσει, ὁ αὐτ. μετὰ τὰ Φυσ. 5. 5, 1· τὸ συγγενὲς αὔξει, αὐξάνει τὴν φυσικήν του δύναμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικομ. 3. 12, 7· - οὕτω ἐν τῷ ἐπιρρ., συγγενῶς δύστηνος, ἐκ γενετῆς μου δυστυχής, ἄθλιος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1293 ἴδε ἐν λ. σύμφυτος. ΙΙ. ὁ τῆς αὐτῆς καταγωγῆς ἢ οἰκογενείας, συγγενής, τινι Ἡρόδ. 1. 109., 3. 2, Ἀττ.· - ἀπολ. συγγενής, ἐσχετισμένος διὰ συγγενείας, 4. 236· θεὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14· γυνὴ Εὐρ. Ἀνδρ. 887· χεὶρ Σοφ. Ο. Κ. 1387 συγγενέστατος, πλησιέστατος συγγενής, Ἰσαῖ 85. 25 σ. γάμος, γάμος μετὰ συγγενοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 885· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 8. 2, κ. ἀλλ.· - ἐντεῦθεν β) ὡς οὐσιαστ. συγγενής, οὖσα σ. ἐκείνου Ἀριστοφάν. Εἰρήν. 618· τῆς ἐμῆς γυναικὸς ὄντε ξυγγενῆ καὶ φυλέτα (δυϊκ., πρβλ. περικαλλῆ ἐν Θεσμ. 282) ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 368· φίλος καὶ ξ. τινος Πλάτ. 487Α, πρβλ. 378C· ἔργον εὑρεῖν συγγενῆ πένητός ἐστιν Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 7· γάμει τὴν συγγενῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 224· συχν. ἐν τῷ πληθ. οἱ συγγενεῖς, οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν αὐτὴ οἰκογένεια, Πινδ. Π. 4. 236, Ἡρόδ. 2. 91, κ. ἀλλαχ.· καταχρηστικῶς λέγεται ἐπὶ τῶν τέκνων (ἔκγονοι) ἐν σχέσει πρὸς τοὺς γονεῖς αὐτῶν, Ἰσαῖ. 72. 12, ἴδε ἐν λέξει συγγένεια Ι, ἀλλ’ ὅμως πρβλ. Ἀνδοκ. 3. 31· παροιμ., τοῖς συγγενέσι τὰ τῶν συγγενῶν ὁ αὐτ. 48. 40. γ) τὸ συγγενές, = συγγένεια, συγγενικὴ σχέσις, Αἰσχύλ. Προμ. 289, Σοφ. Ἠλ. 1469, Θουκ. 3. 82, κτλ.· τὸ πνεῦμα τῆς γενεᾶς τινος, Πιν. Π. 10. 20, Ν. 6. 15· εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι σ., ἂν ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 814· ἐπὶ φυλῶν, κατὰ τὸ ξ. Θουκ. 1. 95. 2) μεταφορ., συγγενής, ὁμοειδής, ὅμοιος, τοὺς τρόπους οὐ συγγενὴς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1280, πρβλ. Θεσμ. 574· συγγενὴς ὁ κύθος αὐτῆς θἀτέρᾳ (ἀντὶ τῷ τῆς ἑτέρας) ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 789, πρβλ. ὅμοιος Β. 2· συχν. παρὰ Πλάτ., ἡ ψυχὴ σ. οὖσα τῷ σώματι Πολ. 611. 8· τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Νόμ. 814D· τοῖς ... λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 1, πρβλ. Ρητ. 2. 23, 8· - σπανίως μετὰ γεν., νοῦς αἰτίας ξ. Πλάτ. Φίληβ. 31Α, πρβλ. Φαίδωνα 79D, Πολ. 403Α· ἀπολ., σ. τιμωρία, ἁρμόζουσα, προσήκουσα τιμωρία, Λυκοῦργ. 165. 10· συγγενῆ, πράγματα τοῦ αὐτοῦ γένους ἢ εἴδους, ὁμογενῆ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕμν. 1. 9, 1· τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 2, 12· ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ συγγενές, τὸ ὁμογενές, ὁμοειδές, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 261. 7. - Ἐπίρρ., ξυγγενῶς ἔρχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 897C· ξ. τρέχων Πλάτωνι Ἄλεξις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 1. ΙΙΙ. ἐν τῇ Περσικῇ αὐλῆ, συγγενής, ἦτο προσωνυμία ἣν ὁ βασιλεὺς ἀπένεμεν ὡς σημεῖον τιμῆς (οἷον τὸ παρ’ Ἄγγλοις Cousin, παρὰ Γερμ. Vetter, ἴδε ὅμοιος ΙΙ), Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27, αὐτόθι 2. 2, 31, Διόδ. 16. 50· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, π. χ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2285, 2622 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. né avec :
1 qui vient de naissance, inné, naturel ; συγγενεῖς μῆνες SOPH les mois nés avec moi, càd avec lesquels a commencé ma vie;
2 de même origine, de même famille, parent : συγγενής τινι, τινος parent de qqn ; ὁ, ἡ συγγενής parent, parente ; οἱ συγγενεῖς les parents, mais non en parl. des enfants à l’égard du père et de la mère ; τὸ συγγενές la parenté ; p. anal. en parl. de peuples, de tribus τὸ ξυγγενές THC la parenté (entre populations de même origine) ; qui concerne des parents, de parent : συγγενὴς χείρ SOPH main d’un parent ; συγγενὴς γάμος ESCHL mariage entre parents ; p. ext., à la cour du roi de Perse parent (titre d’honneur conféré par le roi);
II. qui a de l’affinité avec, semblable, analogue.
Étymologie: σύν, γένος.
English (Slater)
συγγενής (-ής, -εῖ, -έσιν; -ές nom., acc.)
a inherited, inborn ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος (O. 13.13) μεγαλᾶν πολίων ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας (H. J. Rose: post πολίων distinx. codd., fort. recte) (P. 5.16) ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται pr. (N. 1.28) συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει (N. 3.40) πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων (N. 5.40) νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας (I. 1.40)
b τὸ συγγενές, one's hereditary nature τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.12) τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν (N. 6.8)
c m. pl., kinsfolk συγγενέσιν παρεκοινᾶθ (P. 4.133)
Spanish
English (Strong)
from σύν and γένος; a relative (by blood); by extension, a fellow countryman: cousin, kin(-sfolk, -sman).
English (Thayer)
(συγγενίς) συγγενιδος, ἡ (see the preceding word), a later Greek word (Plutarch, quaest. Romans 6); like ἐυγενις, cf. Lob. ad Phryn., p. 451 f; cf. Winer s Grammar, 69 (67); Kühner, i., p. 419 Anm. 8), a kinswoman: τίνος, L T WH.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, -ίδος, Α
1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.)
2. αυτός που υπάρχει εκ γενετής, σύμφυτος, εγγενής («συγγενής νόσος»)
3. συνεκδ. αυτός που έχει κοινή προέλευση ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλο, παραπλήσιος, παρόμοιος, όμοιος (α. «συγγενείς επιστήμες» β. «ἡ ψυχὴ συγγενὴς οὖσα τῷ θείῳ», Πλάτ.)
4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι συγγενείς
τα άτομα που συνδέονται με δεσμούς συγγένειας, συγγενολόι
νεοελλ.
1. ιατρ. (για σωματικό ή ψυχικό γνώρισμα, διαμαρτία διαπλάσεως ή νόσο) αυτός που υπάρχει κατά τη γέννηση και μπορεί να οφείλεται σε κληρονομικότητα ή σε επίδραση πάνω στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής («συγγενής διαμαρτία»)
2. φρ. «τον έχω συγγενή σαν της γούνας μου το μανίκι» — δηλώνει την αμφισβήτηση ή ανυπαρξία συγγένειας
αρχ.
1. (στην περσική Αυλή) προσωνυμία την οποία απέδιδε ο βασιλιάς ως ένδειξη τιμής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγγενές
α) η συγγενική σχέση
β) το πνεύμα, η διάθεση, η ροπή μιας οικογένειας ή μιας γενιάς («τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δίς», Πίνδ.)
γ) η φυσική δύναμη («αὔξει τὸ συγγενές», Αριστοτ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συγγενῆ
τα ομοειδή πράγματα
4. φρ. α) «συγγενεῑς τρίχες» — οι τρίχες της κεφαλής, που υπάρχουν εκ γενετής, σε αντιδιαστολή προς τα γένια, που φυτρώνουν αργότερα (Αριστοτ.)
β) «συγγενὴς γάμος» — γάμος μεταξύ συγγενών (Αισχύλ.) γ) «συγγενὴς τιμωρία» — η τιμωρία που αρμόζει στην περίσταση (Λυκούργ.)
δ) «συγγενὲς εἶδος» — χαρακτήρας, φύση (Ιπποκρ.) ε) «συγγενεῑς μῆνες» — οι μήνες του φυσικού βίου (Σοφ.).
επίρρ...
συγγενῶς Α
1. εκ γενετής
2. κατά τον ίδιο τρόπο, όμοια («τὰ συγγενῶς εἰρημένα», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γενής (< γένος), πρβλ. ἐγ-γενής].
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, -ίδος, Α
1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.)
2. αυτός που υπάρχει εκ γενετής, σύμφυτος, εγγενής («συγγενής νόσος»)
3. συνεκδ. αυτός που έχει κοινή προέλευση ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλο, παραπλήσιος, παρόμοιος, όμοιος (α. «συγγενείς επιστήμες» β. «ἡ ψυχὴ συγγενὴς οὖσα τῷ θείῳ», Πλάτ.)
4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι συγγενείς
τα άτομα που συνδέονται με δεσμούς συγγένειας, συγγενολόι
νεοελλ.
1. ιατρ. (για σωματικό ή ψυχικό γνώρισμα, διαμαρτία διαπλάσεως ή νόσο) αυτός που υπάρχει κατά τη γέννηση και μπορεί να οφείλεται σε κληρονομικότητα ή σε επίδραση πάνω στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής («συγγενής διαμαρτία»)
2. φρ. «τον έχω συγγενή σαν της γούνας μου το μανίκι» — δηλώνει την αμφισβήτηση ή ανυπαρξία συγγένειας
αρχ.
1. (στην περσική Αυλή) προσωνυμία την οποία απέδιδε ο βασιλιάς ως ένδειξη τιμής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγγενές
α) η συγγενική σχέση
β) το πνεύμα, η διάθεση, η ροπή μιας οικογένειας ή μιας γενιάς («τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δίς», Πίνδ.)
γ) η φυσική δύναμη («αὔξει τὸ συγγενές», Αριστοτ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συγγενῆ
τα ομοειδή πράγματα
4. φρ. α) «συγγενεῑς τρίχες» — οι τρίχες της κεφαλής, που υπάρχουν εκ γενετής, σε αντιδιαστολή προς τα γένια, που φυτρώνουν αργότερα (Αριστοτ.)
β) «συγγενὴς γάμος» — γάμος μεταξύ συγγενών (Αισχύλ.) γ) «συγγενὴς τιμωρία» — η τιμωρία που αρμόζει στην περίσταση (Λυκούργ.)
δ) «συγγενὲς εἶδος» — χαρακτήρας, φύση (Ιπποκρ.) ε) «συγγενεῑς μῆνες» — οι μήνες του φυσικού βίου (Σοφ.).
επίρρ...
συγγενῶς Α
1. εκ γενετής
2. κατά τον ίδιο τρόπο, όμοια («τὰ συγγενῶς εἰρημένα», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γενής (< γένος), πρβλ. ἐγ-γενής].
Greek Monotonic
συγγενής: -ές (γίγνομαι),
I. αυτός που έχει γεννηθεί από κοινού με, αυτός που εκ γενετής συνυπάρχει με κάποιον, φυσικός, έμφυτος, σύμφυτος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· συγγενεῖς μῆνες, μήνες που μετρά ο φυσικός μου βίος, μήνες που έχουν γεννηθεί μαζί μου όσο ζω, σε Σοφ.· ομοίως, επίρρ., συγγενῶς δύστηνος, δυστυχής από τότε που γεννήθηκα, σε Ευρ.
II. 1. αυτός που έχει το ίδιο γένος, καταγωγή, οικογένεια με κάποιον, εξ αίματος συγγενής με κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., εξ αίματος συγγενής, όμαιμος, σε Τραγ. κ.λπ.· ως ουσ., συγγενής εξ αίματος, όμαιμος, τινος, κάποιου, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., οἱ συγγενεῖς, γενιά, σόι, φύτρα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ συγγενές = συγγένεια, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενεῖ, εάν αυτός ο άντρας έχει οποιαδήποτε συγγενική σχέση με τον Λάιο, σε Σοφ.
2. μεταφ., συγγενικός, ομοειδής, όμοιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
III. στην περσική Αυλή, το συγγενής ήταν τίτλος που απονεμόταν από το βασιλιά ως ένδειξη τιμής (όπως το cousin στην Αγγλία).
Russian (Dvoretsky)
συγγενής: 1) врожденный, прирожденный, свойственный от рождения (ἦθος Pind.; σημεῖα Arst.): παύροις ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς τόδε Aesch. немногим людям свойственно это; οἱ συγγενεῖς μῆνες Soph. месяцы, т. е. время жизни;
2) родственный, родной (τινι Her.): σ. γυνή Eur. родственница; σ. γάμος Aesch. брак между родственниками;
3) сродный, сходный, однородный: σ. τοὐμοῦ τρόπου Arph. близкий мне по характеру; σ. τινι, реже τινος Plat. однородный с кем(чем)-л.
οῦ ὁ и ἡ родственник (τῆς ἐμῆς γυναικός Arph.): οἱ συγγενεῖς Pind., Her. родственники, родня (при дворе персидских царей - почетное звание наиболее заслуженных царедворцев) Xen., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγενής -ές, Att. ook ξυγγενής [συγγίγνομαι] aangeboren, natuurlijk; adv..; συγγενῶς δύστηνος van nature ongelukkig Eur. HF 1293; subst. τὸ συγγενές aangeboren natuur; Pind.; geneesk. van ziektes aangeboren, congenitaal. Hp. van hetzelfde geslacht of dezelfde familie (als), verwant (aan); met dat.; subst. ὁ συγγενής verwant; in Perzië als eretitel van door de koning uitgekozen leden van de hofhouding; subst. n. τὸ συγγενές verwantschap:; κατὰ τὸ ξυγγενές in overeenstemming met de verwantschap Thuc. 1.95.1; concreet (wat) verwant (is) (gezegd van Orestes). Soph. El. 1469. overdr. verwant (aan), d.w.z. van dezelfde soort (als), soortgelijk (aan); met dat., soms met gen.:; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τρόπου verwant aan mijn manier van doen, d.w.z. verwant aan mij in manier van doen Aristoph. Th. 574; met acc. resp..; τοὺς τρόπους οὐ σ. niet verwant in zijn manier van doen Aristoph. Eq. 1280; adv. συγγενῶς op soortgelijke manier. Plat. Lg. 897c.