δικαίωμα

From LSJ
Revision as of 21:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαίωμα Medium diacritics: δικαίωμα Low diacritics: δικαίωμα Capitals: ΔΙΚΑΙΩΜΑ
Transliteration A: dikaíōma Transliteration B: dikaiōma Transliteration C: dikaioma Beta Code: dikai/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of right, opp. ἀδίκημα, Arist.Rh.1359a25; duty, τὰ πρὸς ἀνθρώπους δ. Ph.2.199; prop. amendment of a wrong, opp. δικαιοπράγημα, Arist.EN1135a13: hence,    a judgement, penalty, Pl.Lg.864e.    b justification, plea of right, Th.1.41, Isoc. 6.25, Arist.Cael.279b9, LXX 2 Ki.19.28(29), PLond.2.360.8 (ii A. D.), etc.; δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων, compiled by Arist. for Philip, Harp. s.v. Δρύμος.    c pl., pleadings, documents in a suit, OGI13.13 (Samos), PLille 29.25 (iii B. C.), etc.; also, credentials, BGU113.10 (ii A. D.), al.    d act of δικαίὠσις 1.3, Ep.Rom.5.16.    II ordinance, decree, LXX Ge.26.5, Ex.15.26 (pl.), al., Ep.Rom.1.32, 2.26 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 627] τό, das Recht oder Gerechtgemachte, – a) die gerechte Handlung; Arist. rhet. 1, 13; Ggstz ἀδίκημα Eth. Nic. 5, 7; von δικαιοπράγημα unterschieden, ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος; dah. = Strafe, Plat. Legg. IX, 864 e. – b) Rechtsgründe, Ansprüche; im plur., Thuc. 1, 41; Isocr 6, 25. – c) Uebh. das Recht, was das Gesetz fordert, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαίωμα: τό, πρᾶξις δικαιοσύνης, ἀντίθ. ἀδίκημα, Ἀριστ. Ρητ. 1.13,1· -ἀλλά, κυρίως, ἐπανόρθωσις ἀδικήματος (τὸ δὲ ἄλλο εἶνε δικαιοπράγημα), ὁ αὐτ. Ἡθ.Ν. 5.7, 7· -ἐντεῦθεν, α) κρίσις, τιμωρία, ποινή, ζημία, Πλάτ. Νόμ. 864Ε. β) δικαίωσις, ἀξίωσις, ἀπαίτησις, Θουκ. 1.41, Ἰσοκρ. 121Α, Ἀριστ. Οὐρ. 1.10,1· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων Ἀποσπ. 569, 571· ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ καὶ ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. Ἐπ. α΄,16. ΙΙ. διαταγή, ἀπόφασις, Ἑβδ. (Γεν. κς΄, 5, Ἐξόδ. ιε΄,26 κ. ἀλλ), Ἐπ. π. Ρωμ. α.32, δ.26, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action juste, acte de justice;
2 réclamation d’un droit, prétention juste;
3 décision de justice, jugement, peine.
Étymologie: δικαιόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): tes. δικαίουμα Ἀρχ.Δελτ. 18.1963.138 (III a.C.)
I 1acción justa, acto de justicia, ἀδίκημα ἢ δ. Arist.Rh.1359a25, δ. δὲ τὸ ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος Arist.EN 1135a13, δικαιώματα δὲ τὰ ἀπὸ δικαιοσύνης Chrysipp.Stoic.3.136, τὰ πρὸς ἀνθρώπους δικαιώματα Ph.2.199, τὰ ἀδελφικὰ δικαιώματα las acciones justas propias de un hermano, Const.App.3.12.2.
2 castigo, pena τῶν δὲ ἄλλων δικαιωμάτων ἀφείσθω Pl.Lg.864e.
3 derecho, reclamación de un derecho δικαιώματα μὲν οὖν τάδε πρός ὑμᾶς ἔχομεν Th.1.41, cf. Isoc.6.25, τῷ δικαιώματι εἶναι ser de derecho op. ‘ser de hecho’, Th.6.80, τί ἐστίν μοι ἔτι δ. καὶ τοῦ κεκραγέναι ...; ¿qué derecho puedo aún tener para reclamar ...? LXX 2Re.19.29, cf. Dor.Ab.Doct.58, c. gen. τὰ τῆς φύσεως δικαιώματα las justas exigencias de la naturaleza I.AI 17.108, τῶν πόλεων δικαιώματα D.H.3.12, τοῦ Πομπηίου δικαιώματα D.C.41.32.4, cf. PLond.360.8 (II d.C.)
τὰ Δικαιώματα tít. de una obra de Aristóteles, Harp.s.u. Δρυμός.
4 justificación, alegato τὰ τῶν ἀμφισβητούντων λόγων δικαιώματα Arist.Cael.279b9, ἀπορίᾳ τῶν ἀλλαχόθεν δικαιωμάτων I.AI 17.130, φιλίας πρὸς τοὺς ξένους δικαιώματα razones que justifican la amistad con los extranjeros Hld.8.3.7, cf. Ep.Rom.5.16
concr. documento acreditativo, justificativo aducido como prueba en juicios o conflictos legales αἷς ἂν ἡμέραις οἱ διαλλακταὶ ... μαρτυρίας καὶ δικαιώματα [λα] μβάνωσιν SEG 17.415.4 (Tasos IV a.C.), cf. OGI 13.13 (Samos III a.C.), Ἀρχ.Δελτ. l.c., τὰ δὲ δικαιώ[μα] τα τῆ<ς> δίκης PHal.1.38, cf. PLille 29.25 (ambos III a.C.), PTor.Choachiti 12.5.25 (II a.C.), ἔχοντας πάντα τὰ δικαιώμαθ' ὅπως ... ἐνθήδ' (sic) ἡμῖν κριθῶσιν PCair.Zen.368.6 (III a.C.), cf. PPetr.3.25.52 (III a.C.), BGU 1248.5 (II a.C.), ἀντίγραφα τῶν δικαιωμάτων SB 13256.6 (III a.C.), προκτητικ(ὰ) δικαιώμ(ατα) documentos acreditativos del anterior propietario, POxy.1648.66 (II d.C.), cf. PTor.Choachiti 12.3.21 (II a.C.), BGU 113.10 (II d.C.), Artem.5.10.
5 plu. pertenencias χρηστήρι[α] ἤτοι δικαιώματα τὰ ἀνήκοντα τῷ αὐτῷ κλιβανίῳ POxy.1890.9, cf. 20 (VI d.C.).
II en la Biblia orden, decreto Αβρααμ ... ἐφύλαξεν ... τὰ δικαιώματά μου καὶ τὰ νόμιμά μου LXX Ge.26.5, τὰ δικαιώματα αὐτοῦ καὶ τὰς κρίσεις LXX De.30.10, cf. Ex.15.26, Eu.Luc.1.6, τὸ δ. τοῦ θεοῦ ἐπιγνόντες Ep.Rom.1.32, τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου Ep.Rom.2.26.

English (Strong)

from δικαιόω; an equitable deed; by implication, a statute or decision: judgment, justification, ordinance, righteousness.

English (Thayer)

δικαιώματος, τό (from δικαιόω; ὁ δεδικαίωται or τό δεδικαιωμενον), the Sept. very often for חֹק, חֻקָה, and מִשְׁפָּט; for מִצְוָה, פִּקּוּדִים;
1. that which has been deemed right so as to have the force of law;
a. what has been established and ordained by law, an ordinance: universally, of an appointment of God having the force of law, τοῦ κυρίου, τοῦ νόμου, τό δικαίωμα τοῦ νόμου, collectively, of the (moral) precepts of the same law, δικαιώματα λατρείας, precepts concerning the public worship of God, δικαιώματα σαρκός, laws respecting bodily purity (?) cf. a judicial decision, sentence; of God — either the favorable judgment by which he acquits men and declares them acceptable to him, sentence of condemnation, punishment, Plato, legg. 9,864e.).
2. a righteous act or deed: τά δικαιώματα τῶν ἁγίων, τῶν πατέρων, ἑνός δικαίωμα, the righteous act of one (Christ) in his giving himself up to death, opposed to the first sin of Adam, Aristotle, eth. Nic. 5,7, 7, p. 1135{a}, 12 f καλεῖται δέ μᾶλλον δικαιοπράγημα τό κοινόν, δικαίωμα δέ τό ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικηματος (cf. rhet. 1,13, 1and Cope's note on 1,3, 9)). (Cf. references in δικαιόω.)

Greek Monolingual

το (AM δικαίωμα) δικαιώ
απαίτηση, αξίωση που στηρίζεται στον νόμο, ό,τι δικαιούται κανείςδικαίωμα ζωής, ελευθερίας»)
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) η εξουσία που παρέχει στο άτομο το εξ αντικειμένου δίκαιο για την ικανοποίηση βιοτικού του συμφέροντος και η οποία είναι εξαναγκαστική για όλους («δικαίωμα νομής ή κυριότητας»)
2. νόμιμη απολαβή μισθού, αμοιβής κ.λπ. («συγγραφικά, ιατρικά, συμβολαιογραφικά κ.λπ. δικαιώματα»)
3. άδεια, ελευθερία, εξουσιοδότηση
(αρχ. -μσν.)
1. στον πληθ. α) τα προνόμια που περιέχονται σε επίσημα έγγραφα
β) τα επίσημα έγγραφα που καθορίζουν αυτά τα προνόμια («χαρτῶα, σεπτά δικαιώματα» — αυτοκρατορικά έγγραφα που αναγνωρίζουν προνόμια)
2. διαταγή, εντολή, απόφαση
αρχ.
1. διόρθωση αδικήματος
2. κρίση, τιμωρία, ζημία, ποινή
3. αξίωση, απαίτηση
4. πιστοποιητικό
5. δικαίωση
6. απόδειξη, επιχείρημα
7. θεσμός, νόμος, διάταξη
8. χρηστότητα, δικαιοσύνη.

Greek Monotonic

δῐκαίωμα: -ατος, τό,
1. ενέργεια μέσω της οποίας επανορθώνεται το άδικο, κρίση, τιμωρία, ποινή, ζημία, σε Πλάτ.
2. αξίωση, απαίτηση, σε Θουκ.· δικαίωση, σε Καινή Διαθήκη
3. διαταγή, απόφαση, διάταγμα, θέσπισμα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαίωμα: ατος τό1) (законное) требование, притязание, претензия, тж. жалоба Thuc., Isocr., Arst.;
2) наказание, кара (τῶν ἄλλων δικαιωμάτων ἀφιέναι Plat.);
3) справедливый поступок (δ. τὸ ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος Arst.);
4) предписание, заповедь (τοῦ θεοῦ NT);
5) оправдание (ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων NT).

Middle Liddell

n [from δῐκαιόω]
1. an act by which wrong is set right: —a judgment, punishment, penalty, Plat.
2. a plea of right, Thuc.: justification, NTest.: and
3. an ordinance, decree, NTest.