ναός
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
Dor. and Att. poet. gen. from ναῦς. Νᾶος,
A v. Νάϊος.
νᾱός, ὁ, Dor., Thess., etc. form, Leg.Gort.1.42, IG9(2).517.45 (Larissa, iii B.C.), etc., used also in Trag. (even dialogue) to the exclusion of νεώς, S.El.8, E.Hipp.31, al., exc. A.Pers.810, rare in Att. Prose and Com., Pl.R.394a, Lg.738c, 814b, Arist.EN1174a24, Posidipp. 29.1, more freq. in X., HG2.3.20, An.5.3.9, al., found in Att. Inscrr.from iii B.C., IG22.1314.18, 1315.28, etc., and in Hellenistic and later Gr. (along with νεώς), SIG277 (Priene, iv B.C.), 214 (Phanagoria, iv B.C.), 494.3 (Delph., iii B.C.), LXX 1 Ki.1.9, al. (νεώς only in
A 2 Ma.), UPZ6.22 (ii B.C.), Plb.9.30.2 (νεώς Plb. 10.4.4), etc.; Ion.νηός, always in Hom. and Hdt. (v. infr.), but gen. νε[ώ] IG12(7).1.4 (Amorgos, v B.C.); dat. νειῴ Michel832.38 (Samos, iv B.C.); Att. νεώς (Attic Inscrr. of v-iii B.C. (v. infr.), once in Trag. (v. supr.), freq. in Prose authors and found in Com. (v. infr.)); declension, nom. νεώς X.HG 1.6.1; gen. νεώ IG12.4.9,80.6, Ar.Pl.733, IG22.1524.45, SIG1219.32 (Gambreum, iii B.C.); dat. νεῴ IG12.6.122, 256.4, Antipho6.39, Alex.40.3, IG22.1504.7; acc. νεών ib.12.24.13, al., X.HG6.5.9, Ar. Nu.401, Pl.741, Philem.139, f.l. in E.HF340, later νεώ IG22.212.35 (iv B.C.), al., LXX 2 Ma.6.2, al., D.S.16.58 (v.l. νεών), SIG877A10 (ii/ iii A.D.), v.l. in D.H.4.26, but νεών Aristid.Or.27(16).19 (v.l. νεώ), Ach.Tat.3.6 (v.l. νεώ Bast Epist.Crit.p.176), etc.: pl. nom. νεῴ X. HG6.4.7; acc. νεώς A.Pers.810, Isoc.5.117, Plb.10.4.4; dat. νεῴς IG12.384; on the accent v. Hdn.Gr.1.8: Aeol. ναῦος Alc.9, IG12 (2).60.27 (Mytil.); Spartan ναϝός ib.5(1).1564 (pl., found at Delos, v/iv B.C.):—temple, Il.1.39, al., Pi.O.13.21 (pl.), etc. II inmost part of a temple, shrine containing the image of the god, Hdt.1.183, 6.19, X.Ap.15, UPZl.c.; ἐν παντὶ ἱερῷ ὅπου ναός ἐστι PGnom.79 (ii A.D.). III portable shrine carried in processions, Hdt.2.63, D.S.1.15, etc. IV metaph., of Christians, ν. θεοῦ ἐστε 1 Ep.Cor. 3.16; of the body of Christ, Ev.Jo.2.19,21. [νᾰόν and νᾰῶ Orph.Fr. 32biv (Phaestus, ii B.C.); elsewh. ᾱ.] (Perh. fr. νᾰσ-ϝός, cf. ναίω.)
German (Pape)
[Seite 228] ὁ, ion. νηός, att. νεώς (ναίω, also eigtl. jede Wohnung), die Wohnung eines Gottes auf der Erde, der Temp el; εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, Il. 1, 39; ἑῷ ἐνὶ πίονι νηῷ, 2, 549; ὅθι οἱ νηός γ' ἐτέτυκτο, 5, 446, öfter; Πύθιον ναὸν καταβάντα, Pind. P. 4, 55; θεῶν ναοῖσιν, Ol. 13, 21, öfter; ναοὺς ἱκέσθαι δαιμόνων, Soph. O. R. 912; ἀμφικίονες, Ant. 286, öfter, wie bei Eur.; auch Plat. hat βωμοὺς καὶ ναούς, Legg. V, 738 c, ναῶν, Rep. III, 394 a; Xen. An. 5, 3, 9 u. sonst einzeln in att. Prosa für νεώς, w. m. vgl. – Insbesondere auch der innere Tempelraum, das Schiff, Her. 1, 183; u. der Ort, in welchem das Bild des Gottes steht, sonst σηκός, Valck. Her. 6, 19, also ein Theil des ἱερόν, mit dem es fast gleichbedeutend gebraucht wird.
Greek (Liddell-Scott)
νᾱός: Ἰων. νηός, Ἀττ. νεώς, ἀλλ ὁ τύπος οὗτος εἶναι σπάνιος παρὰ τοῖς Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 810, Εὐρ.· (ναίω): τὸ κατοικητήριον θεοῦ, «παρὰ τὸ ἐνναίειν ἐν αὐτῷ τὸν θεὸν» (Γλωσσ.), ναός, Ὅμηρ. (ὅστις, ὡς ὁ Ἡρόδ., μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰων. τύπον), Ἰλ. Α. 39, κ. ἀλλ., Πίνδ. κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνδότατον μέρος ναοῦ, ὁ σηκός, Ἡρόδ. 1. 183: τὸ μέρος ἔνθα τὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ ἦτο τεθειμένον, σηκός, ἄδυτον, Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19, Ξεν. Ἀπολ. 15, - ἡ λέξ. ἱερὸν ἔχει γενικωτέραν σημασ., ἴδε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - (Ὁ Αἰλο. τύπος ναῦος (δηλ. νᾶFος), ἀπαντῶν ἐν Λεσβίᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2166. 38, καὶ ἔν τινι Κυμαίᾳ ἐπιγραφ. αὐτόθι 3524. 6 καὶ 16, φαίνεται δικαιολογῶν τὸ ᾱ).
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
1 temple;
2 partie intérieure du temple où était placée la statue du dieu, chapelle, sanctuaire;
3 sorte de niche portative où était déposée la statuette d’un dieu, en Égypte.
Étymologie: ναίω.
2gén. dor. de ναῦς.
English (Slater)
νᾱός (-οῦ, -όν, -οῖσιν.)
1 temple τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (O. 13.21) κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον) σχέθοι (sc. Ἡρακλέης, in Libya) (I. 4.54) ]ναὸν ο[ (Pae. 3.7) ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαιτὰν στεφάνοις ἐκόσμηθεν (ἀ[μφ' εὐκλέ]α supp. G-H: ναοτ Π, corr. G-H: the temple of Athene Itonia at Koronea) Παρθ. 2. 47. esp. the temple of Apollo at Delphi, ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας (P. 3.27) “Πύθιον ναὸν καταβάντα” (sc. Βάττον) (P. 4.55) [ναὸν (contra metr. codd.: νάιον Hermann) (P. 6.4) ] τὺ δ' Ἑκαταβόλε, πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων (P. 8.62) ]ναόν (Pae. 8.63)
Spanish
English (Strong)
from a primary naio (to dwell); a fane, shrine, temple : shrine, temple. Compare ἱερόν.
English (Thayer)
ναοῦ, ὁ (ναίω to dwell), the Sept. for הֵיכָל, used of the temple at Jerusalem, but only of the sacred edifice (or sanctuary) itself, consisting of the Holy place and the Holy of holies (in classical Greek used of the sanctuary or cell of a temple, where the image of the god was placed, called also δόμος, σηκός, which is to be distinguished from τό ἱερόν, the whole temple, the entire consecrated enclosure; this distinction is observed also in the Bible; see ἱερόν, p. 299{a}): εἰς (others, ἐν) of T Tr WH)). with Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ, added: καταπέτασμα), ὁ Θεός ναός αὐτῆς ἐστιν, takes the place of a temple in it, ὁ ναός τοῦ σώματος αὐτοῦ (epexegetical genitive (Winer's Grammar, 531 (494))), Homer on.))
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ναός, Α ναιός και ιων. τ. νηός και αιολ. τ. ναῡος και σπαρτιατ. τ. ναFός και αττ. τ. νεώς)
αρχιτεκτόνημα που ήταν αφιερωμένο στη λατρεία θεού ή ήρωα, ιδιαίτερα δε το εσωτερικό του μέρος που ήταν ειδικά προορισμένο για τη λατρεία, όπου υπήρχε και το άγαλμα του θεού (α. «εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηόν ἔρεψα», Ομ. Ιλ.
θ. «ναὸς δίπτερος, περίπτερος, ἐν παραστάσι» γ. «ὅ δὲ Ἥρας ὁ κλεινὸς ναός», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (στη χριστ. λατρεία) τόπος λατρείας του Θεού, η εκκλησία («ο ναός του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης»)
2. μτφ. τόπος ή κτήριο όπου ασκείται μια υψηλή λειτουργία ή θεραπεύεται σημαντική πνευματική αποστολή (α. «ναός της τέχνης» β. «ναός της Θέμιδος» — το δικαστήριο
γ. «ναός της επιστήμης» — το πανεπιστήμιο)
3. (κατ' επέκτ.) η φύση ως κατοικητήριο του Θεού («η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει», Σολωμ.)
4. (ειδικά) αίθουσα συνεδριάσεων τών τεκτόνων, αλλ. εργαστήριο
(νεοελλ.-μσν.) (γενικά) τόπος προσευχής και λατρείας τών οπαδών οποιασδήποτε θρησκείας (α. «ναός του Απόλλωνος» β. «ναός του Βούδα» γ. «ναός του Σολομώντος»)
μσν.
μτφ. η κατοικία του Θεού στον ουρανό
αρχ.
1. μικρό φορητό ομοίωμα ναού («τὸ δὲ ἄγαλμα ἐὰν ἐν νηῷ μικρῷ ξυλίνω», Ηρόδ.)
2. μτφ. α) το σώμα του Χριστού («λύσατε τὸν ναόν τοῡτον καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αυτόν», ΚΔ)
β) το σώμα τῶν χριστιανῶν ως σκήνωμα τῆς ψυχής που λατρεύει τον Θεό («οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῡ ἐστε», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < vaσ-Foς < θ. νασ- του ναίω (< νάσ-yω) «κατοικῶ» + επίθημα Fo-ς. Ο ναός είναι επομένως η «κατοικία» του θεού. Η ετυμολογία αυτή είναι πράγματι πειστική, ενώ η σημιτική προέλευση της λ. ή η προταθείσα σύνδεσή της με τον αρχ. ινδ. τ. nasas «μεγάλο σπίτι» δεν γίνονται σήμερα αποδεκτές. Ο αττ. τ. νεώς έχει προέλθει από τον ιων. τ. νηός με αντιμεταχώρηση, ήτοι: νᾱός > νηός > νεώς (πρβλ. και λᾱός > ληός > λεώς). Η λ. εμφανίζεται πιθ. στο μυκηναϊκό nawijo «ο προερχόμενος από ναό», ενώ κατ' άλλους ο τ. συνδέεται με το ναϋς.
ΠΑΡ. ναϊδιο(ν), ναΐσκος
αρχ.
ναεύω, ναϊκός, ναώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό ναο-) αρχ. ναοδόμος, ναοειδής, ναοθέσιον, ναοπόλος, ναουργός, ναοφόρος, ναοφύλαξ. (Α' συνθετικό νεω-) νεωκόρος
αρχ.
νεωποιός. (Β' συνθετικό) πρόναος
αρχ.
καλλίναος, ομόναος, πολύναος, σύνναος, χαλκίναος.
Greek Monotonic
νᾱός: Ιων. νηός, Αττ. νεώς, ὁ (ναίω)·
I. κατοικία θεού, ιερό, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. το εσώτατο μέρος ναού, ο σηκός, όπου ήταν τοποθετημένη η εικόνα, το άγαλμα του θεού, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
νᾱός: I атт. тж. νεώς, эп.-ион. νηός, эол. ναῦος ὁ ναίω I]
1) жилище (богов), храм (θεῶν Pind.; δαιμόνων Plat.);
2) (= σηκός) святилище храма (τοῦ ἱροῦ νηός Her.);
3) ящик в виде храма для изображений богов (τὸ ἄγαλμα ἐν νηῷ μικρῷ Her.).
II дор. gen. к ναῦς.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: temple, house of god, sanctuary (Dor., Thess., young Att., hell.).
Other forms: ναϜός (Lac.), ναῦος (Lesb.), νηός (Hom., Hdt.), νεώς (Att.).
Compounds: Compp., e.g. ναο-κόρος (Delph.), να-κόρος (Dor.), νεω-(νεο-)κό-ρος (IA., hell.) m. temple-warden with derivv. (s. κορέω); να(ο)-, νεω-ποιός, second. (Schwyzer 451) -πο(ί)ας, -πο(ί)ης name of an office in charge of the building of a temple, with -ποιέω, -ποιία, -ποιεῖον, -ποϊκός a.o. (inscr. since Va); πρό-ναος (A.), Att. -νεως, also -νάϊος, Ion. -νήϊς (Ἀθηνᾶ Προναΐα, -νηΐα), in front of the temple, substant. πρό-ναος, Ion. -νηος m., -ναον, -νάϊον, -νήϊον n. front hall (details in Schwyzer-Debrunner 508 n. 1).
Derivatives: 1. Diminutiva: ναΐδιον (Plb., Str.), ναΐσκος m. (Str., J.) with -ίσκιον, -ισκάριον (Pap., Sch.). -- 2. Adj.: ναϊκός belonging to a temple (Dodona). -- 3. Denomin.: ναεύω take sanctuary in a temple (Gortyn); ναόω lead into a temple (Crete); cf. ναύειν ἱκετεύειν, παρά τὸ ἐπὶ την ἑστίαν καταφεύγειν τοὺς ἱκέτας H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As common basis of the different dialectforms (s. Schwyzer 224 w. n. 4, 282, Björck Alpha impurum 326 ff.) we get *νασϜος. Therefore the word is mostly analysed as *νασ-Ϝο-ς and as habitation, house (of the god) derived from νάσ-σαι, ναίω (s.v.), which is quite possibke; on the Ϝο- suffix Chantraine Form. 123 f., Schwyzer 472. The etymology however has often been doubted: by Hermann Silbenbildung 50, by Chantraine l.c. and Étrennes Benveniste 4 (perh. Mediterranean word), by Lewy KZ 55, 31 f. (Semit. etym.; not convincing). Hrozný Die älteste Völkerwanderung und die protoind. Zivilisation (Praha 1939) 14f. compares Protoind. (Mohendjo-Daro) nasas great House, palace, magazine. Fur. 338 w. n. 13 adduces the variants ναιός (Clinias ap. sch. A.R. 2, 1085, H.) and νειός (inscr. Samos 4 c. B.C,).
Middle Liddell
[ναίω1]
I. the dwelling of a god, a temple, Hom., Hdt., etc.
II. the inmost part of a temple, the cell, in which the image of the god was placed, Hdt., Xen.