ἐννοέω

From LSJ
Revision as of 18:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννοέω Medium diacritics: ἐννοέω Low diacritics: εννοέω Capitals: ΕΝΝΟΕΩ
Transliteration A: ennoéō Transliteration B: ennoeō Transliteration C: ennoeo Beta Code: e)nnoe/w

English (LSJ)

Ion. aor. 1 part. A ἐννώσας Hdt.1.68,86: pf. ἐννένωκα Id.3.6:—Att. also Dep. ἐννοοῦμαι, with aor. 1 Pass. ἐνενοήθην:—have in one's thoughts, consider, reflect, ἐ. ὅτι . . Id.1.86, etc.; ἐ. ὡς . . Pl.Ap. 40c; εἴτε . . Id.Phd.74a; ἐ. μή . . take thought, be anxious lest... X. An.4.2.13, etc.; ἐννοούμενοι μὴ οὐκ ἔχοιεν ib.3.5.3; ἐννοούμενοι (v.l. -οῦντες) οἷα πεπονθὼς ἦ Lys.9.7: abs., ὧδε γὰρ ἐννόησον Pl.Prt.324d; also τέκνων ἐννοουμένη πέρι E.Med.925. 2 c. acc., reflect upon, consider, τὰ λεγόμενα Hdt.1.68, cf. 3.6; τοῦτ' ἐννοοῦμαί πως ἐγώ Eup. 11.6 D.; ἐ. τὸ γιγνόμενον, ὅτι . . Pl.Tht.161b, cf. S.Ant.61; τοῦτ' ἐννοεῖσθ', ὅταν πορθῆτε γαῖαν, εὐσεβεῖν Id.Ph.1440; ταῦτ' ἐννοήσασ' (v.l. ἐννοηθεῖσ') E.Med.882, cf. 900; γένος ἐπιεικὲς ἀθλίως διατιθέμενον Pl.Criti.121b. 3 c. gen., take thought for, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι κακῶν E.Med.47; ἐνενόησεν αὐτῶν καὶ ὡς . . he took note of them that... X.Cyr.5.2.18; notice, ἐννενόηκας τῶν λεγομένων πονηρῶν, σοφῶν δέ, ὡς . . Pl.R.519a; ἐννενόηκά σου λέγοντος ὅτι . . Id.Hp.Mi. 369e, cf. Tht.168c; ἔκ τινος ἐννοεῖσθαι draw conclusions from... Id.Hp.Ma.295c. II understand, εἰ σὺ μὴ τόδ' ἐννοεῖς, ἐγὼ λέγω σοι A.Ag.1088 (lyr.); οὐ γὰρ ἐννοῶ S.OT559, Ph.28: c. part., ἐννοοῦμαι φαῡλος οὖσα E Hipp.435. III intend to do, c. inf., ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι S.OT330, cf. LXX Ju.9.5, Aristeas 133: c. acc. rei, S.Aj. 115. IV think of, invent, Id.Tr.578; ὁδόν X.An.2.2.10; μηχανήν Pl.Lg.798b. V form a notion of, τι Id.Phd.73c sq.; suppose, ὃ δ' ὑμεῖς ἐννοεῖτε, ὅτι . . X.An.6.1.29. VI of words, mean, signify, τί σοι ἄλλο ἐννοεῖ . . τὸ ῥῆμα; Pl.Euthd.287c codd. ἐννό-ημα, ατος, τό, notion, concept, Arist.Metaph.981a6, Epicur.Ep.1p.5U., LXXSi.21.11, Aristeas 189, D.H.Comp.25, Plot.6.6.12, etc.; object of thought, Zeno Stoic.1.19, etc.

German (Pape)

[Seite 847] im Sinne haben, gedenken, erwägen; ἐννοεῖν χρὴ γυναῖχ' ὅτι ἔφυμεν Soph. Ant. 61; Trach. 575; vorhaben, ὅστις τοὐπιτάσσειν τοῖς κρατοῦσιν ἐννοεῖ Ant. 660; ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι O. R. 330. Eben so im med. mit aor. pass.; ἐννοεῖσθε εὐσεβεῖν Phil. 1426; Eur. ἐννοοῦμαί τι τῶν κεκρυμμένων, Med. 900; ταῦτ' ἐννοηθεῖσα ib. 882; περί τινος, 925; οὐκ ἐννοῶ νῦν γε οὕτως, ich erinnere mich, Plat. Polit. 296 a; τὸ γιγνόμενον οὐκ ἐννοεῖς ὅτι, du erwägst nicht, daß, Theaet. 161 b; ἐννόει, überlege, ὧδε γὰρ ἐννόησον Prot. 324 d; – mit folgdm μή, besorgen, Theag. 122 c; Xen. An. 3, 5, 3. 4, 2, 13. 5, 9, 28. – Aussinnen, ausdenken; μηχανὴν δεῖ τὸν νομοθέτην ἐννοεῖν ἁμόθεν γέ ποθεν Plat. Legg. VII, 798 b; ὁδόν Xen. An. 2, 2, 10. Auch im med., Plat. Hipp. mai. 295 c; τὰς ποίας διαφορὰς ἡμῶν ἐννοηθεὶς λέγεις; Legg. IX, 859 d; – einsehen, verstehen; εἰ σὺ μὴ τόδ' ἐννοεῖς, ἐγὼ λέγω σοι Aesch. Ag. 1008; οὐ γὰρ ἐννοῶ Soph. O. R. 559; οὐδὲν χαλεπὸν ἐννοῆσαι ὃ λέγω Plat. Phaed. 72 b; τὴν ἐπιστήμην ἐννενόηκας καὶ εἴληφας ibid. 74 c; c. partic., ἐννοοῦμαι φαῦλος οὖσα Eur. Hipp. 435; Plat. ἐννοήσας γένος ἐπιεικὲς ἀθλίως διατιθέμενον, daß es in unglücklicher Lage wäre, Critia. 121 b; ἐνενόησεν αὐτῶν, ὡς ἐπηρώτων ἀλλήλους, er bemerkte an ihnen, daß, Xen. Cyr. 5, 2, 18; – ἐννενόηκα σοῦ λέγοντος ὅτι, ich hörte dich sagen, Hipp. min. 369 e. – Von Wörtern, = bedeuten, τί ἄλλο ἐννοεῖ τοῦτο τὸ ῥῆμα Plat. Euthyd. 287 c. – Bei Her. ἐννώσας = ἐννοήσας, z. B. τὰ λεγόμενα 1, 68; ἐννενώκασι, = ἐννενοήκασι, 1, 86. 3, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννοέω: μέλλ. -ήσω, Ἰων. μετοχ. ἀορ. ἐννώσας, Ἡρόδ. 1. 68, 86· πρκμ. ἐννένωκα 3. 6· - παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ὡς ἀποθ. ἐννοοῦμαι, μετὰ παθ. ἀορ. ἐνενοήθην· ὡσαύτως Ἰων. ὑπερσυντ. ἐννένωτο, Ἡρόδ. 1. 77. Ἔχω ἐν νῷ, σκέπτομαι, διανοοῦμαι, μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα ὅτι καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος ἐὼν ὁ αὐτ. 1. 86, κτλ.· ἐννοεῖν εἴτε τι ἐλλείπει τοῦτο κατὰ τὴν ὁμοιότητα εἴτε μὴ Πλάτ. Φαίδων 74Α· ἐννοήσας δὲ ὁ Ξενοφῶν, μή, εἰ ἔρημον καταλίποι τὸν ἡλωκότα λόφον, καὶ πάλιν λαβόντες οἱ πολέμιοι ἐπίθοιντο τοῖς ὑποζυγίοις..., καταλείπει κτλ., σκεφθείς, φοβηθεὶς μήπως..., Ξεν. Ἀν. 4. 2, 13, κτλ.· ἐννούμενοι μή... οὐκ ἔχοιεν, φοβούμενοι μήπως δὲν ἤθελον ἔχει, αὐτόθι 3. 5, 3. 2) μετ’ αἰτ., συλλογίζομαι, ἐξετάζω τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, ὁ δὲ ἐννώσας τὰ λεγόμενα Ἡρόδ. 1. 68, πρβλ. 3. 6· ἐνν. τὸ γιγνόμενον, ὅτι... Πλάτ. Θεαίτ. 161Β, πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ. 61· ἐννοεῖν περί τινος Πλάτ. Πολ. 591Α· τέκνων ἐννοουμένη πέρι Εὐρ. Μήδ. 925· τοῦτ’ ἐννοεῖσθ’, ὅταν πορθῆτε γαῖαν, εὐσεβεῖν Σοφ. Φιλ. 1440· ταῦτ’ ἐννοηθεῖσ’ (διαφ. γραφ. ἐννοήσασ’) Εὐρ. Μήδ. 882, πρβλ. 900. 3) μετὰ γεν., ἔχω ἰδέαν περί τινος. μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενος κακῶν αὐτόθι 47· ἐνενόησε δὲ αὐτῶν καὶ ὡς..., παρετήρησε δέ..., Ξεν. Κύρ. 5. 2, 18· ἐννενόηκά σου λέγοντος ὅτι..., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάτ. 369Ε· πρβλ. Θεαίτ. 168C: - ἔκ τινος ἐννοεῖσθαι, ἐξάγειν συμπεράσματα ἔκ τινος, ὁ αὐτ. Ἱππ. Μείζ. 295C. ΙΙ. ἐννοῶ, καταλαμβάνω, εἰ σὺ μὴ τόδ’ ἐννοεῖς, ἐγὼ λέγω σοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1088· οὐ γὰρ ἐννοῶ, δὲν εἰμπορῶ νὰ καταλάβω, Σοφ. Ο. Τ. 559, Φιλ. 28· μετὰ μετοχ. ἐννοοῦμαι φαῦλος οὖσα Εὐρ. Ἱππ. 435, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121Β. ΙΙΙ. ἔχω κατὰ νοῦν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ἐννένωτο στρατεύειν Ἡρόδ. 1. 77· ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι...; ἐννοεῖς νὰ μᾶς προδώσῃς...; Σοφ. 330· μετ’ αἰτ. πράγμ., ὁ αὐτ. Αἴ. 115, Ἀντ. 664. IV. ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι, τοῦτ’ ἐννοήσασ’, ὦ φίλαι,... χιτῶνα τὸν δ’ ἔβαψα Σοφ. Τρ. 578· σκέπτομαι, ἐπινοῶ, εὑρίσκω, πότερον ἄπιμεν ἥνπερ ἤλθομεν ἢ ἄλλην τινὰ ἐννενοηκέναι δοκεῖς ὁδὸν κρείττω Ξεν. Ἀν. 2. 2, 10· μηχανὴν δὴ δεῖ τὸν νομοθέτην ἐννοεῖν ἁμόθεν γέ ποθεν Πλάτ. Νόμοι 798Β. V. ἐννοῶ, σχηματίζω ἰδέαν περί τινος, τι Πλάτ. Φαίδων 73C. κἑξ.: ὑποθέτω, ὃ δι’ ὑμᾶς ἐννοεῖτε Ξεν. Ἀν. 6. 1. 29. VI. ἐπὶ λέξεων, σημαίνω, δηλῶ, ἐννοῶ, τί σοι ἄλλο ἐννοεῖ... τὸ ῥῆμα; Πλάτ. Εὐθύδ. 287C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. avoir dans l’esprit :
1 songer, réfléchir : τι, περί τινος à qch ; avec l’inf. songer à faire qch ; avec μή, songer ou veiller à ce que… ne, craindre que;
2 imaginer, inventer : τι qch;
II. se mettre dans l’esprit, comprendre, se représenter : τινος ὡς remarquer au sujet de qqn, remarquer que qqn;
Moy. ἐννοέομαι, ἐννοοῦμαι (ao. Pass. ἐνενοήθην);
1 songer, réfléchir : τι à qch;
2 comprendre, s’apercevoir ; avec un part. : ἐννοοῦμαι φαῦλος οὖσα EUR je vois que j’avais tort.
Étymologie: ἐν, νοέω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. aor. -νωσ- Hdt.1.68, 86; perf. ind. ἐννένωκα Hdt.3.6]
1 tener en mente, pensar en, considerar, reflexionar sobre c. ac. de abstr. ὁ δὲ ἐννώσας τὰ λεγόμενα Hdt.1.68, τὸ δὲ ... ἐννενώκασι, τοῦτο ἔρχομαι φράσων Hdt.3.6, cf. S.Tr.578, τὸ τοιόνδε σχῆμα Hp.Art.10, φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς S.Ai.115, τοὐνθένδε ... αὐτὸς ἐννόει E.El.639, ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο μὲν γυναῖχ' ὅτι ἔφυμεν S.Ant.61, τοῦτο δ' ἐννοεῖθ' ... εὐσεβεῖν τὰ πρὸς θεούς pero tened presente esto ... el observar la piedad para con los dioses S.Ph.1440, ἐὰν ... μὴ μόνον ἐκεῖνο γνῷ, ἀλλὰ καὶ ἕτερον ἐννοήσῃ Pl.Phd.73c, ἄλλην τινὰ ἐννενοηκέναι δοκεῖς ὁδὸν κρείττω X.An.2.2.10, μηχανὴν δὴ δεῖ τὸν νομοθέτην ἐννοεῖν Pl.Lg.798b, οὐδὲν εὐσταθὲς ἐννοοῦντες Vett.Val.389.22, ἐννοεῖ τὰς ἀγγελικὰς δυνάμεις καὶ οὐρανίους Gr.Naz.M.36.629A
en v. med.-pas. mismo sent. ἐννοούμενον ἃ πάσχουσι Democr.B 191.10, τοῦτ' ἐννοοῦμαί πως ἐγώ Eup.99.83, ταῦτ' ἐννοηθεῖσα E.Med.882, κακῶν ὡς ἐννοοῦμαι δή τι τῶν κεκρυμμένων cómo vienen a mi mente desgracias ocultas E.Med.900, ἐπειδὰν ἡ ψυχὴ ... ἐννοηθῇ τι τῶν ἀτόπων Ph.1.77
c. or. complet. Κῦρος ... ἐννώσας ὅτι ... Hdt.1.86, ἐπεὶ καὶ νῦν ἐννενόηκα σοῦ λέγοντος ὅτι ... Pl.Hp.Mi.369e, cf. X.An.6.1.29, Arist.Mem.451a6, ἐννοήσωμεν ... ὡς πολλὴ ἐλπίς ἐστιν ἀγαθὸν αὐτὸ εἶναι Pl.Ap.40c, cf. Aristid.Quint.72.18, c. or. interr. indir. ἐννοεῖν εἴτε τι ἐλλείπει τοῦτο ...; Pl.Phd.74a, ἐννοεῖτε ὅσας μὲν πόλεις ... οἰκιῶ Luc.Nau.38
en v. med.-pas. mismo sent. ἐὰν ἐννοηθῇ τις ὅτι αὐτῷ περιέπεσεν LXX 4Ma.1.24, cf. 1Ma.2.61
c. μή pensar con temor o preocupación, temer que ἐννοήσας δ' ὁ Ξενοφῶν μή ... X.An.4.2.13, cf. 3.5.3
abs. pensar, reflexionar ὧδε γὰρ ἐννόησον Pl.Prt.324d
en v. med.-pas. mismo sent. ἐννοήθητι γάρ Hp.Ep.18, εἴ τις βούλεται ἐννοεῖσθαι Diog.Apoll.B 3.4, cf. Str.2.1.29, τὰς ποίας δὲ δὴ διαφορὰς ἡμῶν ἐννοηθεὶς λέγεις; Pl.Lg.859d, ἐπιστήμη ... τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτική ref. a la danza, Luc.Salt.36, c. rég. prep. τέκνων τῶνδ' ἐννοουμένη πέρι estoy pensando en mis hijos E.Med.925.
2 como resultado de la acción de pensar advertir, darse cuenta, comprender c. ac. sólo o acompañado de part. pred. εἰ σὺ μὴ τόδ' ἐννοεῖς, ἐγὼ λέγω σοι A.A.1088, τὸ δὲ γιγνόμενον οὐκ ἐννοεῖς pero no te das cuenta de lo que pasa Pl.Tht.161b, cf. Lg.966b, ἐννοήσας γένος ἐπιεικὲς ἀθλίως διατιθέμενον Pl.Criti.121b, εἰ ἐννοίης τὸν πυρετὸν ἐπιλαμβάνοντα Hp.VC 19, ὁπόταν τις ὀστέον κατεηγὸς ἢ ἐρρωγός ... ἐννοήσας Hp.VC 19, πρὸς ἐμαυτόν γε ἐννοῶ ὅ τι ... me doy cuenta de lo que ... Luc.Cont.18, c. or. complet. ἐνενόησε δὲ αὐτῶν καὶ ὡς ... X.Cyr.5.2.18, ἢ οὔπω ἐννενόηκας, τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ, ὡς ... Pl.R.519a, cf. Tht.168c, abs. οὐ γὰρ ἐννοῶ S.OT 559, Ph.28
en v. med. mismo sent. ἐννοούμενοι οἷα πεπονθὼς ἦ dándose cuenta de cómo había sido tratado yo Lys.9.7, c. part. pred. del suj. ἐννοοῦμαι φαῦλος οὖσα E.Hipp.435, c. gen. μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι κακῶν sin darse cuenta de los males de su madre E.Med.47
c. ἐκ y gen. sacar conclusiones de εἶπον δὲ ἐκ τῶνδε ἐννοούμενος Pl.Hp.Ma.295c.
3 tener intención de, planear c. inf. ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι S.OT 330, τοὐπιτάσσειν τοῖς κρατοῦσιν ἐννοεῖ S.Ant.664
en v. med.-pas. mismo sent. κἂν ἐννοηθῇ τις κακίαν ἐπιτελεῖν Aristeas 133, ἐπειδὴ ἐννοηθέντα τὸν θεὸν διὰ Λόγου τὸν κόσμον ποιῆσαι ἔγνωσαν una vez que reconocieron que Dios había concebido por medio del Logos crear el mundo Iust.Phil.1Apol.64.5, c. ac. abstr. ἐγενήθησαν ἃ ἐνενοήθης sucedieron las cosas que planeaste LXX Iu.9.5.

Greek Monotonic

ἐννοέω: μέλ. -ήσω· Ιων. μτχ. αορ. αʹ ἐννώσας, παρακ. ἐννένωκα· σε Αττ. επίσης ως αποθ. ἐννοοῦμαι, με Παθ. αόρ. ἐνενοήθην· Ιων. γʹ ενικ. υπερσ. ἐννένωτο·
I. 1. έχω στις σκέψεις μου, κατά νου, στο μυαλό μου, σκέφτομαι, μελετώ, εξετάζω, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἐνν. μή..., φοβούμενοι μήπως..., σε Ξεν.
2. με αιτ., σκέφτομαι ή στοχάζομαι πάνω σε ένα ζήτημα, μελετώ, εξετάζω, σε Ηρόδ., Σοφ.· ἐννοεῖν περί τινος, σε Ευρ.
3. με γεν., σκέφτομαι, συλλογίζομαι κάτι, στον ίδ., σε Ξεν.
II. καταλαβαίνω, εννοώ, κατανοώ, σε Τραγ.
III. σκοπεύω, μελετώ, έχω κατά νου να κάνω κάτι, με απαρ., σε Ηρόδ., Σοφ.
IV. σκέφτομαι, επινοώ, εφευρίσκω, Λατ. excogitare, στον ίδ., Ξεν.
V. έχω στο μυαλό μου, συλλαμβάνω, σχηματίζω γνώμη, ιδέα, αντίληψη για κάτι, τι, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐννοέω: (тж. med.; aor. med.-pass. ἐνενοήθην)
1) принимать во внимание, соображать, замечать (τὸ δὲ ὀλίγοι ἐννενώκασι Her.): ἐννενόηκα σοῦ λέγοντος Plat. я обратил внимание на твои слова; ἀλλ᾽ ἐ. χρὴ τοῦτο μέν … Soph. но нужно же иметь в виду …;
2) (тж. ἐ. πρὸς ἑαυτόν Plut.) размышлять, обдумывать (τὰ λεγόμενα Her.; περί τινος Plat.);
3) думать, полагать (ὅτι … и ὥς … Her., Xen., Plat.): ἐννοήσας μή … Xen. боясь, что (как бы не) …;
4) замышлять, задумывать, намереваться (τι и ποιεῖν τι Soph., Her.);
5) придумывать (ὁδὸν κρείττω Xen.; μηχανήν τινα Plat.);
6) замечать, распознавать: ἄνωθενκάτωθεν; Οὐ γὰρ ἐννοῶ Soph. вверху или внизу? - Я не вижу (ср. 7);
7) понимать, постигать: δέδρακε ποῖον ἔργον; Οὐ γὰρ ἐννοῶ Soph. что именно он сделал? - Я не понимаю (ср. 6); νῦν δ᾽ ἐννοοῦμαι φαῦλος οὖσα Eur. теперь я понимаю, что (была) безрассудна;
8) med. приходить к выводу, умозаключать (ἔκ τινος Plat.);
9) вспоминать: οἶσθ᾽ ἐπὶ τῷ τοιούτῳ τὸν λόγον …; - Οὐκ ἐννοῶ νῦν γ᾽ οὕτως Plat. знаешь ли ты поговорку об этом? В данную минуту не припоминаю;
10) подразумевать, значить, означать: τί σοι ἐννοεῖ (v.l. νοεῖ) τοῦτο τὸ ῥῆμα; Plat. что же означают твои слова?;
11) стремиться мыслью, желать: οὐκ ἔσθ᾽ ὁμονοεῖν τὸ αὑτῷ - v.l. αὐτό - ἑκάτερον ἐ. Arst. это не единомыслие, когда каждый из обоих желает одного и того же.

Middle Liddell

fut. ήσω ionic aor1 part. ἐννώσας perf. ἐννένωκα attic Dep. ἐννοοῦμαι with aor. pass. ἐνενοήθην ionic 3rd sg. plup. ἐννένωτο
I. to have in one's thoughts, to think, consider, reflect, Hdt., Plat.; ἐνν. μή . ., to be anxious lest . ., Xen.
2. c. acc. to think or reflect upon, consider, Hdt., Soph.; ἐννοεῖν περί τινος Eur.
3. c. gen. to have thought of a thing, Eur., Xen.
II. to understand, Trag.
III. to intend to do, c. inf., Hdt., Soph.
IV. to think of, invent, Lat. excogitare, Soph., Xen.
V. to have in one's mind, to conceive, form a notion of, τι Plat., Xen.