ήθος

From LSJ
Revision as of 09:27, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source

Greek Monolingual

το (AM ἦθος)
1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος
2. στον πληθ. τα ήθη
ο τρόπος της ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν και διαμορφώνονται βάσει της ψυχικής τους ιδιοσυγκρασίας, ο κοινωνικός τρόπος ζωής (α. «τα ήθη των αρχαίων» β. «τα ήθη τών μελισσών» γ. «βελτίων ἐστί [ο Λεπτίνης] τῆς πόλεως τὸ ἦθος», Δημοσθ.)
3. οι άγραφοι θεσμοί που καθιερώνονται σε κάθε κοινωνία και αναλογούν στις εκάστοτε αντιλήψεις για το τί είναι ορθό και πρέπον (α. «η δημοσίευση άσεμνων εικόνων αποτελεί προσβολή κατά τών ηθών» β. «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί», Μέν.)
4. διάθεση, ψυχική ιδιότητα ή κατάσταση (α. «τὸ ἦθος πρᾷος», Πλάτ.)
β. «με ήθος γλυκύτατον... του απεκρίθη»)
5. α) εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό, φυσιογνωμία («νεράιδας ίδιας ήθη», Πανώρ.)
β) χαρακτηριστικά
γ) η εξωτερική όψη, η έκφραση του ατόμου σε ορισμένη στιγμή (α. «ἱλαρὸν δὲ τὸ ἦθος», Ξεν.
β. «το ήθος της (είχε) αγάπην», Διγεν. Ακρ.)
6. στάση, συμπεριφορά («μην αλλάζεις ήθος»)
νεοελλ.
1. ψυχική δύναμη
2. συνήθεια
3. στον πληθ. τα ήθη
τα καμώματα, τα νάζια
αρχ.
1. (για ζώα
μετά τον Όμ. και για ανθρώπους) τόπος διαμονής, τόπος μόνιμης εγκατάστασης, κατάλυμα, ενδιαίτημα, κατοικία, στέκι
2. (ειδ. για τον ήλιο) ο τόπος από όπου ξεκινά τακτικά, η συνηθισμένη αφετηρία του («ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι» — έλεγαν ότι ο ήλιος ανέτειλε έξω, μακριά από την κανονική του αφετηρία, Ηρόδ.)
3. ο ηθικός χαρακτήρας κάθε ατόμου
4. ο χαρακτήρας του ανθρώπου ως αποτέλεσμα έξεως («ἦθος ανθρώπῳ δαίμων», Ηράκλ.)
5. (ρητ.) η εξωτερίκευση του χαρακτήρα και της ψυχικής διάθεσης ή η μίμηση του χαρακτήρα κάποιου ατόμου με μορφασμούς του προσώπου
6. (για έργα τέχνης) έκφραση, ηθική εντύπωση («ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφή οὐδέν ἔχει ἦθος», Αριστοτ.)
7. (για μουσική) το ύφος, ο ιδιαίτερος αισθητικός χαρακτήρας κλίμακας ή οργάνου
8. πρόσωπο του δράματος
9. (για πράγματα) φύση, είδος
10. ηθικό δίδαγμα
11. στον πληθ. τὰ ἤθη και ἤθεα
α) κατάλυμα ζώων, στάβλος, αχούρι
β) χοιροστάσιο
γ) (για λιοντάρια) σπηλιά, κρησφύγετο
δ) (για πτηνά και ψάρια) φωλιά
ε) (για δέντρα) ο τόπος όπου αυτά ευδοκιμούν
στ) (για την ψυχή ή για την ανθρώπινη υπόσταση) το ιδιαίτερο γνώρισμα, η ενυπάρχουσα ιδιότητα («ἔν τε τῇ ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα», Πλάτ.)
12. φρ. α) (και για ζώα) «ἐμφυὲς ἦθος» — η διάθεση ή η ενέργεια που προέρχονται από το ένστικτο
β) «τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος» — η ψυχική διάθεση, η ροπή
γ) «ὀφθαλμῶν ἤθη» — η έκφραση του βλέμματος
δ) «ἐν ἤθει»
i) με κοσμιότητα, με ευπρέπεια
ii) με έμφαση
iii) συμβολικά, μεταφορικά
iv) επιδεικτικά, με ρητορικό τρόπο
ε) «μετὰ ἤθους»
i) συμβολικά
ii) με έμφαση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα swēdh, από την οποία προέρχονται στις διάφορες ΙΕ γλώσσες πάμπολλες λέξεις με διάφορες σημασίες, όπως «συνήθης τόπος διαμονής», «συνήθεια», «είδος» κ.ά. Η ρίζα ηθ- εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της (-ωθ-) στον παρακμ. είωθα και τη συνεσταλμένη της στο έθος (εθ-). Η λ. ήθος απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -ήθης. Η διαφοροποίηση της σημασίας τών ήθος «χαρακτήρας» και έθος «συνήθεια» έγινε από τους αρχαίους ήδη χρόνους.
ΠΑΡ. ηθικός
αρχ.
ηθαίος, ηθάς, ηθείος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ηθογράφος, ηθοποιός
αρχ.
ηθολόγος
(Β' συνθετικό) αήθης, ασυνήθης, ευήθης, κακοήθης, καλοήθης, συνήθης
αρχ.
ακακοήθης, γυναικοήθης, επισυνήθης, κακήθης, λατινοήθης, μωροκακοήθης, ομήθης, ομοήθης, πολυήθης, συνομήθης, υπερευήθης, υποκακοήθης, φιλοσυνήθης, χειροήθης, χοροήθης, χρηστοήθης.