λείος

Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λεῖος, λεία, λεῖον)
1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.)
2. στιλπνός, γυαλιστερός
3. (για τη θάλασσα) ατάραχος, ακύμαντος, ήρεμος, γαλήνιος («εὐαέϊ τε πνεύματι χρησάμενος καὶ θαλάσσῃ λείῃ», Ηρόδ.)
4. το ουδ. ως ουσ. το λείο(ν)
η λειότητα
νεοελλ.
1. (για άνεμο) αυτός που έχει σταθερή διεύθυνση και ένταση χωρίς αυξομειώσεις και ριπές, στρωτός, σε αντιδιαστολή με τον ριπαίο
2. φρ. ανατ. α) «λείες μυϊκές ίνες» — μυϊκές ίνες που αποτελούνται από επιμήκη ατρακτοειδή κύτταρα με ραβδοειδή πυρήνα στο μέσον τους
β) «λείοι μύες» — μύες που αποτελούνται από λείες ίνες, σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα του σώματος και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες
αρχ.
1. (για ύφασμα) αυτό που είναι ομαλό, που δεν έχει κεντήματα («λεῖον καὶ τὸ λεγόμενον εὐήτριον ὕφασμα», Πλάτ.)
2. (για αγγείο) αυτό που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς ανάγλυφες παραστάσεις
3. (για τόπο) α) πεδινός
β) αυτός που δεν έχει πέτρες, ομαλός, επίπεδος
γ) αυτός που δεν έχει λόφους, βουνά («λεία χώρα καὶ ἄξυλος», Ξεν.)
4. (για το πέλμα τών ποδιών) πλατύς
5. αυτός που έχει επιδερμίδα χωρίς τρίχες, άτριχος («λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος», Αριστοτ.)
6. αυτός που δεν έχει γένια, αμούστακος
7. (για ψάρι) αυτό που δεν έχει λέπια («ἀλλ' οἱ μὲν πλεῖστοι αὐτῶν λεπιδωτοί εἰσιν... ἐλάχιστον δ' ἐστὶ πλῆθος αὐτῶν τὸ λεῖον», Αριστοτ.)
8. ελαφρός
9. μτφ. ήπιος, μαλακός, γλυκύς, ευχάριστοςλέγω δὲ καὶ τῶν φωνῶν τὰς λείας καὶ λαμπράς», Πλάτ.)
10. αυτός που με την τριβή έχει κονιοποιηθεί
11. το αρσ. ως ουσ. ὁ λεῖος
το ψάρι γαλέος
12. το ουδ. ως ουσ. ψιλή άμμος
13. φρ. «λεία κίνησις»
(φράση της Κυρηναϊκής Σχολής) ηδονή.
επίρρ...
λείως (Α)
1. ήσυχα, ήρεμα, ομαλά («ὁ δὲ οὕτω λείως... ἔρχεται ἐπὶ τὰς μαθήσεις... οἷον ἐλαίου ρεῡμα ἀψοφητὶ ῥέοντος», Πλάτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τελείως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεῖος < λειFος αντιστοιχεί στο λατ. levis < θ. levi-, που προήλθε είτε από θ. σε -u- (leu-) είτε σε -ο- (leo-). Η διαφορά αυτή λειF- ελληνικό αλλά lev- λατινικό δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί με βεβαιότητα η αναγωγή και τών δύο σε ορισμένη ΙΕ ρίζα (βλ. και λίς, λιτός).
ΠΑΡ. λειαίνω, λειότητα(-ης), λειώνω
αρχ.
λεία, λείαξ, λειώδης, λείως
νεοελλ.
λ(ε)ιανός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λειοποιώ, λειοτριβής, λειόφλοιος, λειόφυλλος
αρχ.
λειόβατος, λειογένειος, λειόγλωσσος, λειοκάρηνος, λειόκαυλος, λειοκόνιτος, λειοκύμων, λειόμερος, λειόμιτος, λειόστρακος, λειοσώματος, λειοτριχιώ, λειουργός, λείουρος, λειόχρως
μσν.
λειοκυμαίνω, λειόπελμος, λειοπώγων
νεοελλ.
λειόθριξ, λειόσπερμος.