άνδρας

From LSJ
Revision as of 08:47, 12 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

και άντρας, ο (Α ἀνήρ)
1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα)
2. ομόκλινος, σύζυγος
3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι
4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος
5. στρατιώτης, οπλίτης
6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας -ένας με τη σειρά
αρχ.
1. άνθρωπος θνητός (σ’ αντίθεση με τους θεούς)
2. ο άρχοντας, ο αρχηγός
3. ο ελεύθερος άνθρωπος, ο πολίτης, σε αντίθεση με τον δούλο
4. φρ. «ἀνὴρ ὅδε ἐγὼ»
«νομεὺς ἀνήρ», βοσκός
«εἷς ἀνὴρ οὐδεὶς ἀνήρ», ένας, ίσον κανένας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ΙΕ ρίζα -ner και -aner (-әner). Το θ. του ελλην. τ. ανήρ εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. na (θ. nάr-) «ἄνδρας, ἄνθρωπος», αβ. nā (nar-), ιταλ. ner- (οσκ. γεν. πληθ. ner-um «ανδρών»), λατ. σαβιν. Ner-ō (κύριο όνομα), αλβαν. njer «άνδρας, άνθρωπος» Ως προς το αρχικό α- του ελλην. τ. ανήρ (το οποίο απαντά και στο αρμεν. ayr, γεν. arn «άνδρας, άνθρωπος» καθώς και στο νεοφρυγ. αναρ «άνδρας») δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για προθεματικό φωνήεν ή για μια μεταβολή του φωνήεντος της ρίζας κατά τον σχηματισμό της λέξης. Στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και στον πληθ. το θ. ανερ- μαρτυρείται σπανίως. Συχνότερα απαντά θ. ανδρ-, το οποίο προήλθε από τη μηδενισμένη βαθμίδα του θ. με ανάπτυξη ενός -δ- χάριν ευφωνίας. Τέλος υποστηρίζεται ότι με τον τ. ανήρ (ανδρός) συνδέονται και οι λ. δρώψ (< νρώψ) «άνθρωπος», στον Ησύχιο και άνθρωπος (< άνδρ-ωπος). Η λ. ανήρ έδωσε λαβή στον σχηματισμό πλήθους συνθέτων της Αρχαίας με α' συνθετικό το ανδρο- καί β΄ συνθετικό το -ανδρός, και λιγότερο το -ήνωρ (απ’ όπου και θηλ. -άνειρα). Ιδιαιτέρως παραγωγική υπήρξε η λέξη στον σχηματισμό κυρίων ονομάτων της αρχαίας, πολλά από τα οποία χρησιμοποιούνται και σήμερα].Παράγωγα και σύνθετα του ουσιαστικού άνδρας (ανήρ)
ΠΑΡ. ανδρείος ανδρίζω, ανδρικός
αρχ.
ανδρακάς (Ι), ανδρακάς (II), ανδράριον, ανδρίον, ανδρόμεος, ανδροτής, ανδρώδης, ανδρών, ανδρώος
μσν.
ανδραΐζομαι.
ΣΥΝΘ. Α΄
ΣΥΝΘ. ανδραγαθία, ανδρόγυνο(-ς), ανδρομανής, ανδρόμορφος, ανδρόσαιμον
αρχ.
ανδράγρια, ανδραχθής, ανδρεϊφόντης, ανδρεράστρια, ανδρηλάτης, ανδρόβουλος, ανδρογόνος, ανδροδάικτος, ανδροδάμας, ανδροκοίτης, ανδροκτασία, ανδροκτόνος, ανδρολέτειρα, ανδροληψία, ανδρομήκης, ανδρωνυμικός, ανδροπλήθεια, ανδροποιός, ανδρόπρωρος, ανδρόσπλαγχνος, ανδροσφαγείον, άνδροσφιγξ, ανδροτύχης, ανδροφάγος, ανδροφθόρος, ανδροφόνος
μσν.
ανδρογύναιος, ανδρόλεθρος, ανδρόνους
μσν.- νεοελλ.
ανδραδέλφη, ανδράδελφος, ανδροπρεπής
νεοελλ.
ανδρογυναίκα, ανδροκόρη, ανδροχωρίστρα.
Κύρια ονόματα:
Ανδράγαθος, Ανδραγόρας, Ανδραίμων, Ανδράπομπος, Ανδράρης, Ανδρήρατος, Άνδριππος, Ανδρόβιος, Ανδρόβολος, Ανδρόβουλος, Ανδρογένης, Ανδρογήθης, Ανδροδάμας, Ανδροθάλης, Ανδρόθεμις, Ανδροίτας, Ανδροκάδης, Ανδροκλής, Άνδροκλος, Ανδροκράτης, Ανδρόκριτος, Ανδροκύδης, Ανδρόλοχος, Ανδρόμαχος, Ανδρομένης, Ανδρομήδης, Ανδρόνικος, Ανδροπείθης, Ανδροσθένης, Ανδρόσκυλος, Ανδροτέλης, Ανδρότιμος, Ανδροτίων, Ανδροττίδης, Ανδροφάνης, Ανδρόφιλος, Ανδρόφορβος, Ανδρόχαρις, Ανδρώναξ, Ανδρωφέλης, Ανδρώχος, Ανεροίτας.
ΣΥΝΘ. αρχ. αλέξανδρος, αμύνανδρος, αναρπάξανδρος, άντανδρος, απείρανδρος, αρπάξανδρος, αύτανδρος, γύνανδρος, δαΐξανδρος, δείλανδρος, δέκανδρος, δισμυρίανδρος, εκατόντανδρος, έλανδρος, ένανδρος, έπανδρος, εύανδρος, ημίανδρος, ίσανδρος, κακόανδρος, κάλανδρος, κένανδρος, λείψανδρος, μαίανδρος, μεγάλανδρος, μένανδρος, μισαλέξανδρος, μίσανδρος, μόνανδρος, μυρίανδρος, νέανδρος, ολίγανδρος, πεντεκαιδέκανδρος, πολύανδρος, σάκανδρος, σχιζογύανδρος, τάρανδρος, τρίανδρος, ύπανδρος, φαίδρανδρος, φιλαλέξανδρος, φίλανδρος, χιλίανδρος / αγαπήνωρ, αγήνωρ, ανήνωρ, αντήνωρ, απατήνωρ, δαμασήνωρ, δεισήνωρ, ευήνωρ, λειχήνωρ, λυσήνωρ, μεγαλήνωρ, ολεσήνωρ, ρηξήνωρ, υπερήνωρ, υψήνωρ, φθεισήνωρ, φιλήνωρ / αντιάνειρα, βωτιάνειρα, κυδιάνειρα
νεοελλ.
ασχημάντρας, ομορφάντρας.
Κύρια ονόματα:
Αγάθανδρος, Αγάσανδρος, Αγήσανδρος, Αγόρανδρος, Ακέσανδρος, Αλέξανδρος, Άλκανδρος, Αμύνανδρος, Άμφανδρος, Ανάξανδρος, Άντανδρος, Άξανδρος, Αρέσανδρος, Αρίστανδρος, Άρχανδρος, Άσανδρος, Αύτανδρος, Αψανδρος, Βίανδρος, Δέξανδρος, Δήμανδρος, Δίανδρος, Διώξανδρος, Δόξανδρος, Εθέλανδρος, Είκανδρος, Έπανδρος, Ερμανδρίδας, Έρξανδρος, Ερύμανδρος, ΕτέFανδρος, Εύανδρος, Ευχανδρίδας, Ζόανδρος, Ηγήσανδρος, Ήρανδρος, Ήσανδρος, Θάρρανδρος, Θέανδρος, Θέμανδρος, Θρασύανδρος, Θύμανδρος, Ίσχανδρος, Καφίσανδρος, Κλέανδρος, Κλείνανδρος, Κλείτανδρος, Κτήσανδρος, Λάανδρος, Λαΐανδρος, Λέανδρος, Λύανδρος, Λύσανδρος, Μελήσανδρος, Μένανδρος, Μενέσανδρος, Μυήμανδρος, Μυήσανδρος, Νέανδρος, Νίκανδρος, Νύσσανδρος, Ξένανδρος, Ονάσανδρος, Ονόμανδρος, Οφέλανδρος, Παλάμανδρος, Παντανδρίδας, Πείθανδρος, Πείσανδρος, Περίανδρος, Πίστανδρος, Πλουτάκανδρος, Ποίμανδρος, Πρόανδρος, Πυθανδρίδης, Πύρρανδρος, Σήμανδρος, Σίνανδρος, Σκόπανδρος, Σπεύσανδρος, Σπούδανδρος, Στάσανδρος, Στελλανδρίδης, Στίβανδρος, Σύλανδρος, Σώνδρος, Σώσανδρος, Τείσανδρος, Τελέσανδρος, Τέρπανδρος, Τίμανδρος, Τύχανδρος, Φαίνανδρος, Φάνανδρος, Φίλανδρος, Χαίρανδρος, Χαρίσανδρος, Χάρμανδρος, Αγαθήνωρ, Αλξήνωρ, Αναξήνωρ, Δαμασήνωρ, Εκατήνωρ, Ερξήνωρ, Κυδήνωρ, Μεγήνωρ, Παντήνωρ, Στησήνωρ.