αὐτοκράτωρ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
[ᾰ], αὐτοκράτορος, ὁ, ἡ, (κρατέω)
A one's own master: hence,
1 of persons or states, free, independent, Th.4.63, IG12 (9).189.44, etc.: of a youth that has come of age, X.Mem.2.1.21.
2 of ambassadors and commissioners, possessing full powers, plenipotentiary, αὐτοκράτορά τινα ἑλέσθαι Ar.Pax 359; αὐ. ἥκομεν Id.Av.1595; πρεσβευτής Lys.13.9; ξυγγραφεῖς Th.8.67; αὐτοκράτωρ βουλή And.1.15; ἀποδεῖξαι ἄνδρας ἀρχὴν αὐτοκράτορας, opp. a reference to the assembly, Th.5.27.
3 of rulers, absolute, στρατηγοί Id.6.72; ἄρχων X. An.6.1.21; ἀνυπεύθυνος καὶ αὐτοκράτωρ ἄρχειν Pl.Lg.875b, cf. Plt.299c; τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι manage all at their pleasure, Th.1.126; ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων αὐτὸς αὐτοκράτωρ, of Philip, D.18.235; μόναρχοι Arist.Pol. 1295a12; στρατηγία ib.1285a8 (dub.); νοῦς αὐτοκράτωρ (cf. αὐτοκρατής) Anaxag. ap.Pl.Cra.413c: hence, = Lat. dictator, Plb.3.86.7, etc.; = imperator, Plu.Pomp.8; of the emperor, Id.Galb.1, etc.
4 αὐτοκράτωρ λογισμός = peremptory reasoning, Th.4.108.
II c. gen., complete master of... πόλις οὐκ αὐτοκράτωρ οὖσα ἑαυτῆς Id.3.62; τῆς τύχης αὐτοκράτωρ Id.4.64; τῆς αὑτοῦ πορείας Pl.Plt.274a; τῆς ἐπιορκίας αὐτοκράτωρ = having full liberty to swear falsely, D.17.12: c. inf., αὐτοκράτωρ κολάσαι having full power to punish, Id.59.80.
Spanish (DGE)
-ορος
I 1dueño de sí mismo, libre, independiente πόλιν ... ἐλευθέραν, ἀφ' ἧς αὐτοκράτορες ὄντες τὸν εὖ καὶ κακῶς δρῶντα ... ἀμυνούμεθα Th.4.63, τοὺς ἀκμὴν αὐτοκράτορας ὄντας τῶν Ἰβήρων cuantos de los iberos eran a la sazón independientes Plb.3.17.5
•ref. a la edad mayor de edad οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι X.Mem.2.1.21
•del νοῦς de Anaxágoras, Pl.Cra.413c, del νοῦς gener., Plu.2.945d
•c. gen. dueño de πόλις οὐκ αὐτοκράτωρ οὖσα ἑαυτῆς Th.3.62, ὥστε αὐτὸς ἡγεῖσθαι τῆς τε οἰκείας γνώμης ... αὐ. εἶναι Th.4.64, τῷ κόσμῳ προσετέτακτο αὐτοκράτορι εἶναι τῆς αὐτοῦ πορείας Pl.Plt.274a
•que tiene control sobre αὐτοκράτωρ ἐστὶν τῶν παθῶν ὁ λογισμός LXX 4Ma.1.7, 13, 30, 16.1, αὐτοκράτωρ τῶν ἀλγηδόνων LXX 4Ma.8.28
•c. inf. libre para τινὰ κολάσαι D.59.80
•de donde en lit. crist. dueño de sus propias acciones αὐτεξούσιος καὶ αὐτοκράτωρ ὁ ἄνθρωπος Meth.Res.1.38, del alma, Eus.PE 6.6.48, ὁ λογισμός Origenes Fr.in Ps.50.14, Meth.Symp.8.13, tb. del νοῦς (cf. supra), Thdt.M.83.560A.
2 en sent. peyor. incontrolado δύναμις Plb.6.14.2, 18.18.14, ἐξουσία Plb.6.12.5
•arbitrario λογισμῷ αὐτοκράτορι διωθεῖσθαι Th.4.108
•de donde en que cada uno se rige como quiere, sin disciplina μάχη Th.4.126.
II que tiene autoridad absoluta στρατηγοί Th.6.72, ἄρχων X.An.6.1.21, μόναρχοι Arist.Pol.1295a12
•de representantes elegidos que tiene plenos poderes ξυγγραφεῖς Th.8.67, πρεσβευτής Lys.13.9, X.HG 2.2.17, τούτων πέρι πάντων αὐτοκράτορες ἥκομεν Ar.Au.1595, τούτους δ' αὐτοκράτορας ἐκπέμπομεν Isoc.8.55, de jueces, Lys.6.13, αὐτοκράτωρ βουλή And.Myst.15, ἀνυπεύθυνός τε καὶ αὐτοκράτωρ ἄρχειν Pl.Lg.875b, αἱρηθεὶς ἄρχειν αὐτοκράτωρ Isoc.19.38, c. ac. de rel. ἀποδεῖξαι ἄνδρας ... ἀρχὴν αὐτοκράτορας Th.5.27, c. gen. τὸν Ἑρμῆν δὲ αὐτοκράτορα ... τῆς κολάσεως κατάπεμψον envía a Hermes con plenos poderes para castigar Luc.Fug.22, στρατηγὸς αὐτοκράτωρ τῆς Θηβαΐδος = general en jefe de la Tebaida, OGI 147.4 (Pafos II a.C.), cf. 156.2 (Chipre II a.C.), ID 1528 (II a.C.)
•pero abs. αὐτοκράτωρ στρατηγός lat. dictator Plb.3.86.7, Longus 3.2.4
•subst. ὁ αὐτοκράτωρ lat. dictator, dictador Plb.3.87.9, 103.4, de Sila y Pompeyo, Plu.Pomp.8
•lat. imperator, emperador Μάρκος Ἀντώνιος Αὐτοκράτωρ SB 4224.1 (I a.C.), de Augusto Καῖσαρ Αὐτοκράτωρ Σεβαστός IPh.140, cf. BGU 543.3 (I a.C.), de Claudio BGU 1660.8 (I d.C.), de Diocleciano y Maximiano SB 7622.2 (III d.C.), de Tito, Plu.2.123d
•gener. emperador ἡ εὐσεβεστάτη μεγάλου θειοτάτου αὐτοκράτορος τύχη Luc.Macr.7, tb. en plu., Plu.Galb.1.
• Etimología: Comp. de αὐτός y una forma αὐτοκράτωρ. Quizá alteración de αὐτοκρατής sobre el modelo de los agentes en -τωρ. v. s.u. κράτος.
German (Pape)
[Seite 398] ορος, ὁ, Selbstherrscher, mit unum schränkter Gewalt versehen, ἀνυπεύθυνος καὶ αὐτ. τῆς πόλεως ἄρχειν Plat. Legg. X, 875 b, u. öfter; τῶν εἰς τὸν πόλεμον Thuc. 3, 62; αὐτ. πάντα διατίθημι, ich ordne alles nach eigenem Ermessen, 1, 126; αὐτ. μάχη, wo jeder thut, was er will, 4, 126; mit dem inf., κολάσαι Dem. 59, 80; unabhängig, Xen. Mem. 2, 1, 21; von Völkern, Pol. 3, 17; πρέσβεις περὶ εἰρήνης, mit unumschränkter Vollmacht, Andoc. 3, 6; Lys. 13, 9 u. öfter; βουλή Andoc. 1, 15; δύναμις Pol. 6, 14; vgl. 18, 1, wo es, von den Pallisaden gesagt, Selbstständigkeit ist; στρατηγός ist der Diktator bei den Römern, 3, 86. Bei Sp. der römische Kaiser.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
voc. αὐτοκράτορ;
qui ne dépend que de soi-même, indépendant ; νέος αὐτοκράτωρ XÉN jeune homme libre de ses actions ; ἄνδρες ἀρχὴν αὐτοκράτορες THC hommes investis de pleins pouvoirs, càd sans obligation de rendre compte à une assemblée ; αὐτοκράτωρ πρεσβεύς ambassadeur muni de pleins pouvoirs, plénipotentiaire ; στρατηγὸς αὐτοκράτωρ général en chef avec pleins pouvoirs ; avec un gén. αὐτοκράτωρ ἑαυτοῦ THC maître absolu de soi-même, càd complètement indépendant ; αὐτοκράτωρ τῆς τύχης THC maître absolu de la fortune ; αὐτοκράτωρ λογισμός THC raisonnement absolu, càd péremptoire.
Étymologie: αὐτός, κρατέω.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκράτωρ:
I ορος adj.
1 самостоятельный, независимый (νέος Xen.): αὐ. μάχη Thuc. бой в рассыпном строю;
2 обладающий неограниченными полномочиями (περὶ τῆς εἰρήνης πρεσβευτής Lys.);
3 неограниченный, полновластный, самодержавный (στρατηγός Thuc., Plut.; μόναρχος Arst.; δύναμις Polyb.);
4 ни от чего (внешнего) не зависящий, суверенный (νοῦς Plat.);
5 неограниченно владеющий, имеющий неограниченное право (τινός Thuc., Plat., Dem. и ποιεῖν τι Dem.);
6 своенравный (λογισμός Theocr.).
ορος ὁ (в Риме)
1 = dictator Polyb.;
2 = imperator Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκράτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (κρᾰτέω) ἑαυτοῦ κύριος, ἑπομένως, 1) ἐπὶ πόλεως ἀνεξαρτήτου ἢ πολιτῶν ἐλευθέρων, αὐτοξούσιος, Λατ. sui juris, πόλιν ἕξοντες ἕκαστος ἐλευθέραν, ἀφ’ ἧς αὐτοκράτορες ὄντες τὸν εὖ καὶ κακῶς δρῶντα ἐξ ἴσου ἀρετῇ ἀμυνούμεθα Θουκ. 4. 63· ἐπὶ παίδων εἰς ἥβην ὁρμωμένων, ἐν ᾗ οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι δηλοῦσιν, εἴτε κτλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21. 2) ἐπὶ πρέσβεων καὶ ἐπιτρόπων ἐχόντων πλήρη ἐξουσίαν, αὐτοκράτορά τινα ἑλέσθαι, πληρεξούσιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 359· πρέσβεις ὁ αὐτ. Ὄρν. 1595, πρβλ. Λυσίαν. 130. 29· ξυγγραφεῖς Θουκ. 8. 67· προσέτι αὐτ. βουλὴ Ἀνδοκ. 3. 13, πρβλ. Ἑρμάνν. Πολιτ. Ἀρχ. § 125. 10· ἀποδεῖξαι δὲ ἄνδρας ὀλίγους ἀρχὴν αὐτοκράτορας καὶ μὴ πρὸς τὸν δῆμον τοὺς λόγους εἶναι, τοῦ μὴ καταφανεῖς γίγνεσθαι τοὺς μὴ πείσαντας τὸ πλῆθος Θουκ. 5. 27. 3) ἐπὶ ἀρχόντων ἀπόλυτος, ἀνεύθυνος, στρατηγοὶ ὁ αὐτ. 6. 72· ἄρχοντες Ξεν. Ἀν 6. 1, 21· ἀνυπεύθυνος καὶ αὐτ. ἄρχειν Πλάτ. Νόμ. 875Β· ἐπιτρέψαντες τοῖς ἐννέα ἄρχουσι τὴν φυλακήν, καὶ τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι, νὰ διαθέσωσι τὰ πάντα κατ’ ἰδίαν βούλησιν, Θουκ. 1. 126, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 299C· ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων αὐτοκράτωρ ὤν, περὶ τοῦ Φιλίππου, Δημ. 305. 26· μόναρχοι Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 2· ὁπόθεν στρατηγία τις αὐτοκράτωρ, πρέπει νὰ γραφῇ (ἀντὶ αὐτοκρατόρων) ἐν 3. 14, 4· νοῦς αὐτ. (πρβλ. αὐτοκρατής) Ἀναξαγ. παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 413C: - ἐντεῦθεν ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Dictator, Πολύβ. 3. 86, 7, κτλ… μετὰ ταῦτα δὲ ἔλαβε τὴν σημερινὴν σημασίαν τοῦ αὐτοκράτορος, Πλουτ. Γάλβ. 1., κτλ. 4) ὁ μὴ δεχόμενος ἀντιλογίαν, εἰωθότες οἱ ἄνθρωποι οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν ἐλπίδι ἀπερισκέπτῳ διδόναι, ὅ δὲ μὴ προσίενται λογισμῷ αὐτοκράτορι διωθεῖσθαι, «ἔθος ὅν τοῦτο ἀνθρώποις ἀρχαῖον, οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν, ἀπερισκέπτως ἐλπίζειν καὶ δέχεσθαι, κἄν ἐπιβλαβὲς ᾖ καὶ σφαλερόν· ᾧ δὲ μὴ ἀρέσκονται, χρῆσθαι λογισμῷ αὐτοκράτορι πρὸς τὸ ἀπωθεῖσθαι τοῦτο κἄν ὠφέλιμον τύχῃ ὄν καὶ σωτήριον (Σχόλ.), Θουκ. 4. 108. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐντελὴς κύριος, ἑαυτοῦ, τῆς τύχης ὁ αὐτ. 3. 62., 4. 69: τῆς αὑτοῦ πορείας Πλάτ. Πολιτικ. 274 Α· τῆς ἐπιορκίας αὐτοκράτωρ, ἐντελῶς ἐλεύθερος νὰ ἐπιορκήσῃ, Δημ. 215. 2: - μετ’ ἀπαρ., αὐτ. κολάσαι, ἔχων πλήρη ἐξουσίαν νὰ τιμωρήσῃ, ὁ αὐτ. 1372. 14. Κλητ.: ὦ αὐτοκράτορ Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν προσαγ. Πταίσμ. 18.
Greek Monolingual
ο, θηλ. αυτοκράτειρα, και αυτοκρατόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η)
1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας
2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά
μσν.
ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός
αρχ.
1. ο κύριος του εαυτού του
2. αυτός που έχει απόλυτη πληρεξουσιότητα να κάνει κάτι
3. (για πρόσωπα ή πόλεις) ελεύθερος, ανεξάρτητος
4. (για νέους) έφηβος
5. «αυτοκρατής» — κυρίαρχος του εαυτού του
6. μτφ. αυτός που δεν δέχεται αντιλογία, κατηγορηματικός
7. ο απόλυτος κύριος μιας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. αυτοκράτωρ είναι αρχαϊκός σχηματισμός, όπου το β' συνθετικό κράτωρ πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του κράτος, ενώ κατ' άλλη υπόθεση η λ. χρησιμοποιείται αντί του αυτοκρατής (< κράτος, κρατώ), αναλογικά προς τα ονόματα σε -τωρ, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. ναυκράτωρ). Ο όρος αυτοκράτωρ απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη σημασία «ανεξάρτητος, κύριος του εαυτού του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η έννοια περιβεβλημένος με πλήρη εξουσία», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως τίτλος υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, απόδοση του ρωμαϊκού dictator (Πολύβ.) και imperator (Πλουτ.).
ΠΑΡ. αυτοκρατορία, αυτοκρατορικός].
Greek Monotonic
αὐτοκράτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (κρᾰτέω)· κύριος του ίδιου του του εαυτού·
I. 1. λέγεται για πρόσωπα ή πόλεις, ελεύθερος και ανεξάρτητος, Λατ. sui juris, σε Θουκ., Ξεν.
2. λέγεται για τους πρέσβεις, αυτός που έχει πλήρη εξουσία, πληρεξούσιος, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
3. λέγεται για άρχοντες, απόλυτος, αυθαίρετος, δεσποτικός, στον ίδ. κ.λπ.
4. λέγεται για συλλογισμό, αυθαίρετος, αυτός που δεν δέχεται αντιλογία, στον ίδ.
II. με γεν., απόλυτος κύριος κάποιου, ἑαυτοῦ, στον ίδ.· τῆς ἐπιορκίας αὐτοκράτωρ, εντελώς ελεύθερος να ορκιστεί ψευδώς, να επιορκήσει, σε Δημ.
Frisk Etymological English
-ορος
Grammatical information: m. f.
Meaning: ones own master, independant; = lat. imperator (Th.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For *αὐτοκρατης after the nouns in -τωρ.
Middle Liddell
κρατέω
I. one's own master:
1. of persons or states, free and independent, Lat. sui juris, Thuc., Xen.
2. of ambassadors, possessing full powers, plenipotentiary, Ar., Thuc., etc.
3. of rulers, absolute, arbitrary, despotic, Thuc., etc.
4. of reasoning, peremptory, Thuc.
II. c. gen. complete master of, ἑαυτοῦ Thuc.; τῆς ἐπιορκίας αὐτ. at liberty to swear falsely, Dem.
Frisk Etymology German
αὐτοκράτωρ: -ορος
{autokrátōr}
Grammar: m. f.
Meaning: Selbstherrscher, mit unumschränkter Gewalt versehen = lat. imperator (att. hell.; vgl. Fraenkel KZ 42, 116ff.).
Derivative: Davon die in der Kaiserzeit gebildeten αὐτοκρατορία, αὐτοκρατορικός, αὐτοκρατορεύω usw., zur Wiedergabe der entsprechenden lat. Begriffe imperium, imperatorius, imperare usw. Fem. αὐτοκράτειρα (Orph.).
Etymology: Statt αὐτοκρατής (zu κράτος, κρατέω) nach den Nomina agentis auf -τωρ umgebildet; Schwyzer 531 A. 11 (mit Lit.).
Page 1,190-191
English (Woodhouse)
absolute, arbitrary, acting on one's own authority, allowed carte-blanche, having full authority, having supreme authority, possessed of full powers, Roman magistrate
Léxico de magia
ὁ que posee en sí mismo el poder, gobernador absoluto de divinidades ὁρκίζω τοὺς αὐτοκράτορας conjuro a los que poseen en sí mismos el poder P III 394 χαῖρε, αὐ., χαῖρε te saludo, gobernador absoluto, te saludo P III 441
Translations
independent
Albanian: pavarur; Arabic: مُسْتَقِل, حُرّ; Armenian: անկախ, ինքնուրույն; Azerbaijani: müstəqil; Bashkir: бойондороҡһоҙ; Belarusian: незалежны, самастойны; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: независим; Burmese: လွတ်လပ်; Catalan: independent; Chinese Mandarin: 獨立, 独立; Crimean Tatar: mustaqil; Czech: nezávislý; Danish: uafhængig, selvstændig; Dutch: onafhankelijk, zelfstandig; Esperanto: memstara, sendependa; Estonian: sõltumatu, iseseisev; Finnish: riippumaton, itsenäinen, vapaa; French: indépendant; Galician: independente; Georgian: დამოუკიდებელი; German: unabhängig, selbständig; Greek: ανεξάρτητος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄδεσμος, ἀκατάτακτος, ἀνεπίτακτος, ἀνυπότακτος, ἀσύζυγος, ἀσύνδετος, ἀσυνδύαστος, αὐθαίρετος, αὐθεντικός, αὐτάρκης, αὐτεξούσιος, αὐτοδέσποτος, αὐτόδικος, αὐτοκράτειρα, αὐτοκρατής, αὐτοκρατορικός, αὐτοκράτωρ, αὐτόνομος, αὐτόστατος, αὐτόστοιχος, αὐτόταγος, αὐτοτελής, ἐλεύθερος; Hindi: स्वतंत्र; Hungarian: független, önálló; Icelandic: sjálfstæður; Irish: neamhspleách; Italian: indipendente; Japanese: 独立した; Kazakh: тәуелсіз, азат; Khmer: ឯករាជ; Korean: 독립의, 독립적인; Kurdish Central Kurdish: سەربەست, سەربەخۆ; Northern Kurdish: serbixwe; Kyrgyz: көз каранды эмес; Lao: ອິສະລະ; Latin: independens; Latvian: neatkarīgs; Lithuanian: nepriklausomas; Macedonian: независен; Malay: merdeka, mandiri; Indonesian: merdeka; Malayalam: സ്വതന്ത്ര; Mongolian: бие даасан; Norwegian Bokmål: uavhengig, selvstendig; Occitan: independent; Persian: مستقل; Polish: niepodległy, niezależny, niezawisły; Portuguese: independente; Romanian: independent, liber; Russian: независимый, самостоятельный, свободный; Sanskrit: स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: neo-eisimeileach; Serbo-Croatian Cyrillic: самосталан, независан, неовисан; Roman: sȁmostālan, nezávisan, nȅovisan; Slovak: nezávislý; Slovene: neodvisen; Sorbian Lower: samostatny; Spanish: independiente; Swedish: självständig, oberoende; Tagalog: malaya; Tajik: мустақил; Thai: อิสระ; Tibetan: རང་བཙན; Turkish: bağımsız; Turkmen: özbaşdak, garaşsyz; Ukrainian: незалежний, самості́йний; Urdu: آزاد; Uzbek: mustaqil, ozod; Vietnamese: độc lập
emperor
Albanian: perandor; Arabic: قَيْصَر, إِمْبْرَاطُور; Hijazi Arabic: إِمْبْراطور; Armenian: կայսր; Old Armenian: կայսր, կեսար; Aromanian: ampirat; Asturian: emperador; Azerbaijani: imperator; Basque: enperadorea; Belarusian: імператар, цар; Bengali: সম্রাট; Breton: impalaer; Bulgarian: император; Burmese: ဧကရာဇ်; Catalan: emperador; Chinese Cantonese: 皇帝; Dungan: хуонди, хуоншон; Mandarin: 皇帝, 帝王, 皇上, 天皇; Coptic: ⲁⲩⲧⲟⲕⲣⲁⲧⲱⲣ; Czech: císař; Danish: kejser; Dutch: keizer; Dzongkha: རྒྱལ་ཆེན; Esperanto: imperiestro; Estonian: keiser, imperaator; Extremaduran: emperaol; Finnish: keisari; French: empereur; Friulian: imperadôr; Galician: emperador; Georgian: იმპერატორი; German: Kaiser, Imperator; Greek: αυτοκράτορας; Ancient Greek: αὐτοκράτωρ, καῖσαρ, αὐτάναξ; Hebrew: קיסר \ קֵיסָר; Hindi: सम्राट, महाराजा, क़ैसर, कैसर; Hungarian: császár; Icelandic: keisari; Ido: cezaro, imperiestro; Indonesian: kaisar, maharaja; Interlingua: imperator; Irish: impire; Italian: imperatore; Japanese: 皇帝, 帝王, 天皇, 帝; Kazakh: император, патша; Khmer: អធិរាជ, រាជាធិរាជ, សម្រាជ; Korean: 황제(皇帝), 천황(天皇), 제왕; Kurdish Northern Kurdish: emperator, qeyser; Kyrgyz: император, падыша; Lao: ຈັກກະພັດ, ຈັກກະວັດ, ນໍຣິນ, ນໍລິນ, ຣາເຊນ; Latin: imperator, autocrator, basileus; Latvian: imperators, ķeizars; Ligurian: imperatô; Lithuanian: imperatorius, ciesorius; Low German German Low German: Kaiser; Luxembourgish: Keeser; Macedonian: император, цар; Malay: kaisar, maharaja, khakan; Malayalam: സാമ്രാട്ട്, ചക്രവർത്തി; Maltese: imperatur; Manchu: ᡥᡡᠸᠠᠩᡩᡳ, ᡥᠠᠨ; Mandinka: mansa; Manx: ard-ree; Maori: emepara, epara; Marathi: सम्राट; Middle English: emperour, kayser; Mongolian: эзэн хаан; Norman: empéreu; North Frisian: keiser; Norwegian Bokmål: keiser; Nynorsk: keisar; Occitan: emperador; Old Occitan: emperador; Old English: cāsere; Pashto: امپراتور, کيسر, قيصر; Persian: امپراطور, قیصر; Polish: imperator, cesarz; Portuguese: imperador; Punjabi: ਸਮਰਾਟ; Quechua: qhapaq; Romanian: împărat; Romansch: imperatur, imperataur, imperatour, caiser; Russian: император, царь; Sanskrit: अधिराज, सम्राज्, राजाधिराज; Saterland Frisian: Kaiser; Scottish Gaelic: ìmpire; Serbo-Croatian Cyrillic: ца̏р, импѐра̄тор, це̏са̄р; Latin: cȁr, impèrator, cȅsar; Sicilian: mpiraturi; Silesian: cysŏrz; Slovak: cisár, cár; Slovene: cêsar, imperátor; Sorbian Lower Sorbian: kejžor; Upper Sorbian: kejžor; Spanish: emperador; Swahili: kaisari; Swedish: kejsare; Tagalog: emperador; Tajik: император; Tatar: патша; Telugu: చక్రవర్తి; Thai: จักรพรรดิ, ฮ่องเต้; Turkish: imparator, ilhan; Turkmen: imperator; Ukrainian: імператор, цар; Urdu: شہنشاہ, سمراٹ, قیصر; Uyghur: ئىمپېراتور; Uzbek: imperator; Venetian: inperadore, inperador; Vietnamese: hoàng đế, thiên hoàng; Vilamovian: kazer; Walloon: impreur; Welsh: ymerawdwr; West Frisian: keizer; Yiddish: קייסער, אימפּעראַטאָר
plenipotentiary
Bulgarian: упълномощен, пълномощен представител; Czech: zplnomocněnec; Danish: befuldmægtiget; Dutch: gevolmachtigde, plenipotentiaris; Esperanto: plenpovulo; Finnish: täysivaltainen edustaja; French: plénipotentiaire; German: Bevollmächtigter, Generalbevollmächtigter; Greek: πληρεξούσιος; Ancient Greek: αὐτοκράτωρ; Icelandic: fulltrúi sem hefur fullt umboð; Indonesian: wali; Italian: plenipotenziario, plenipotenziaria; Macedonian: полномошник, ополномоштеник; Polish: pełnomocnik, ambasador; Portuguese: plenipotenciário; Romanian: plenipotențiar; Russian: уполномоченный, уполномоченная, полномочный представитель, полпред; Spanish: plenipotenciario