πῖαρ
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
English (LSJ)
τό, only nom. and acc. (exc. dat.
A πίαρι Suid.): (πίων):—fat, Ep. and Ion. word, βοῶν ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι Il.11.550; of men, Hp.Nat. Puer.21.
b any fatty substance, π. ἐλαίης A.R.4.1133; π. μελιηδές prob. cream, AP9.224 (Crin.), cf. Sol.36.21 (πῦαρ Pap. Arist.Ath.); thick juice from trees, Hp.Nat.Puer.26; of the fig, Id.Mul.2.205, Ulc. 15; richness of soil, ἐπεὶ μάλα π. ὑπ' οὖδας Od.9.135, cf. h.Ap.60; ἐσθλῆς ἀρούρης π. ἔγκληρον χθονός Lyc.1060, cf.AP9.555 (Crin.).
2 metaph., cream, choicest part of a thing, h.Ven.30.
German (Pape)
[Seite 612] τό, nur nom. u. accus., Fett, Talg, Schmalz; βοῶν, Il. 11, 550. 17, 659; auch ἐλαίης, Ap. Rh. 4, 1133; der Milch, Sol. bei Plut. Sol. 16; übh. das Fetteste, Beste, H. h. Ven. 30; auch Fruchtbarkeit, ἀρούρης, Crinag. 23 (IX, 555). – Als adj. neutr. = πῖον, fett, fruchtbar, μάλα πῖαρ ὕπ' οὖδας, Od. 4, 135, h. Apoll. 60, wo Buttmann Lexil. II p. 47 ff. es auch substantivisch erklärt, indem er πῖαρ ὑπ' οὖδας schreibt, Fett, Fruchtbarkeit erstreckt sich unter dem Boden hin, wo man freilich ὑπ' σὔδει erwarten sollte. Vgl. man πίειρα, so ist wahrscheinlich ein altes adj. πῖαρ anzunehmen, dessen neutr. die Bdtg eines subst. annahm.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
graisse.
Étymologie: R. Πι, être gras ; cf. πίων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πῖαρ, τό [~ πίων] alleen nom. en acc. sing., vet:; βοῶν... πῖαρ het vet van runderen Il. 11.550; als adj. vruchtbaar:. μάλα πῖαρ ὑπ’ οὖδας de grond eronder is zeer vruchtbaar Od. 9.135.
Russian (Dvoretsky)
πῖαρ: τό (только nom. и acc. sing.)
1 жир, тук (βοῶν Hom.): π. ἑλοῦσα HH (богиня Гистия), принимающая лучшую часть (жертвоприношений); π. ὕπ᾽ οὖδας Hom. тучная почва;
2 тучность, плодородие (ἀρούρης Anth.);
3 сливки Anth.
English (Autenrieth)
(πῖϝαρ, πιων): fat, Il. 1.550; fig., fatness, of land, Od. 9.135.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.)
1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.)
2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.)
3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων
4. το γάλα της συκιάς
5. οι θρεπτικές ουσίες του εδάφους, το πάχος, το" λίπασμα («ἐσθλῆς ἀρούρης πῑαρ», Λυκόφρ.)
6. (ως επίθ. για το έδαφος) περιεκτικός, πλούσιος σε θρεπτικές λιπαρές ουσίες, παχύς («ἐπεὶ μάλα πῑαρ ὑπ' οὖδας», Ομ. Οδ.)
7. (πιθ. ως επίθ. για το γάλα) το παχύ γάλα, το βούτυρο («πρὶν ἄν ταράξας πῑαρ ἐξέλῃ γάλα», Σόλ.)
8. μτφ. το πιο εκλεκτό μέρος κάθε πράγματος, ο αφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῖαρ και τα παράγωγά της συνδέονται με αρχ. ινδ. pajate «ξεχειλίζω, αφθονώ», το οποίο χρησιμοποιείται για το λίπος ή το γάλα (πρβλ. και τον τ. pīna- «λιπαρός, παχύς»). Το, αρχαϊκού τύπου, ουδ. πῖαρ (< πῖFαρ) με επίθημα -αρ (πρβλ. έχθαρ) αντιστοιχεί προς το αρχ. ινδ. pīvas-, αβεστ. pīvah- «πάχος, λαρδί». Τα επίσης αρχαϊκά επίθ. πίων (< πῑFων) και πῖειρα (< πίFειρα) αντιστοιχούν προς αρχ. ινδ. pīvan-, pīvarī «παχύς, πλούσιος». Αν το επίθ. πιαλέος, που εμφανίζει το συχνό στην Ελληνική επίθημα -αλέος, είναι αρχ., τότε τα παρ. του πῖαρ εμφανίζουν όλες τις μορφές τών επιθημάτων: -wer-, -wes-, -wel-, -wen- (για το -wen-, πρβλ. πιαίνω). Εκτός από τους τ. αυτούς, από το πῖαρ παράγεται και η λ. πιμελή με επίθημα -μελ- (πρβλ. θυ-μέλ-η: θύω). Πιθανολογείται η σύνδεση του τ. πιμελή με το λατ. opimus «παχύς, ευτραφής, πλούσιος», του οποίου, όμως, το αρκτικό ο- παραμένει δυσερμήνευτο. Οι συνδέσεις της οικογένειας αυτής με τα ελλ. πῖδαξ, πίτυς, το αρχ. ινδ. pitu- «τροφή», με τους μυκηναϊκούς τ. piweridi, piwerisi (οι οποίοι μάλλον αντιστοιχούν με το ελλ. Πιερίδες) ή με τη γεν. εν. Πείαλος του ον. μιας φυλής δεν θεωρούνται πιθανές. Η οικογένεια της λ. πῖαρ διακρίνεται από τις οικογένειες τών στέαρ και λίπα, λιπαρός.
Greek Monotonic
πῖαρ: τό, άκλιτο (πίων)·
1. πάχος, σε Ομήρ. Ιλ.· οποιαδήποτε λιπαρή ουσία, κρέμα, σε Ανθ.· μεταφ., πῖαρὕπ' οὖδας, το έδαφος από κάτω είναι πλούσιο, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ. επίσης, όπως το Λατ. uber, αφρόκρεμα πράγματος, άριστη ποιότητα, το καλύτερο μέρος, σε Ομηρ. Ύμν.· πῖαρ χθονός, όπως το οὖθαρ ἀρούρης, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πῖαρ: τό, ἄκλιτ., ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. μνημονεύει δοτικ. πίαρι· (πίων)· ― πάχος, Ἐπικ. καὶ Ἰων. λέξ., βοῶν ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι Ἰλ. Λ. 550, Ρ. 659· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. 241. 47. β) παχεῖα οὐσία, π. ἐλαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1133· π. μελιηδές, πιθ. τὸ τοῦ γάλακος ἄνθος, τὸ ἀφρόγαλα, Ἀνθ. Π. 9. 224 ὁ πηκτὸς ὀπὸς δένδρων τινῶν, Ἱππ. 245. 19., 672. 37. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατιν. uber, τὸ ἄκρον ἄωτον παντὸς πράγματος, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον μέρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 30· πῖαρ χθονός, ὡς τὸ οὖθαρ ἀρούρης, Ἀνθ. Π. 9. 555, Λυκόφρων 1060. ΙΙ. ἐν τῷ ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ’ οὖδας (Ὀδ. Ι. 135, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 60), τὸ πῖαρ κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθετ., τὸ ἔδαφος κάτωθεν εἶναι παχύ· ἀλλ’ ὁ Buttm. προτείνει: πῖαρ ὑπ’ οὖδας, ὑπάρχει πάχος κάτωθεν τοῦ ἐδάφους, καὶ ὁ Nitzsch ἀποδέχεται αὐτὸ· ― ὡσαύτως ἐξελήφθη ὡς ἐπίθετον παρὰ Σόλωνι 35. 21, πρὶν ἂν ταράξας πῖαρ ἐξέλῃ γάλα, ἕως οὗ μετὰ τὸ τάραγμα ἀφαιρέσῃ τὸ παχὺ γάλα, δηλ. τὸ βούτυρον· ἀλλ· ἐνταῦθα δυνατὸν τὸ ὄνομα νὰ εἶναι οὐσιαστ., = λάβῃ τὸ βούτυρον ἐκ τοῦ γάλακτος (ἐπειδὴ τὸ ἐξέλῃ δύναται νὰ συνάπτηται μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ὡς τὸ ἀφαιρέομαι).
Frisk Etymological English
Grammatical information: Nom. acc. n.
Meaning: fat, tallow (ep. Ion. Il).
Derivatives: πίων, n. πῖον, f. πίειρα fat, fertile, rich (Il.), with as innovation πιερός, πιαρός id. (Hp., Arist.); comp. forms πιό-τατος, -τερος (Hom.) with new posit. πῖος (Epich., Nic.; cf. Leumann Mus. Helv. 2,5f. = Kl. Schr. 219); πιότης f. fattness (Hp., Arist.). Poet. enlargement πιήεις id. (AP). Denom. verb πιαίνω, aor. πιᾶναι, also w. δια-, κατα- a.o., to make fat, to tallow, to enrich (Pi., IA.) with πία-σμα n. fattening, tallowing food (A.), ποτι-πίαμμα n. fat that stayed (on the altar) (Cyrene; on the phonetics cf. Schwyzer 524 w. n. 2), -σμός m. fattening (Ael.); -ντήριος (Hp.), -ντικός (Apoll. Lex.) making fat, tallowing. -- With λ-suffix: πιαλέος fat (Ion. poet.; Chantraine Form. 253), rarely πίαλος id. (v.l. for σίαλος [Hp.], prob. reshaped after it; cf. Güntert Reimwortbild. 127 f., where wrong on πιαλέος). -- On itself stands πιμελ-ή f. fat, lard (IA) with -ώδης fatty (Hp., Arist.), -ής id. (Aq., Luc.).
Origin: IE [Indo-European] [793] *piH-u̯er- fat
Etymology: With πίων, πίειρα from *πίϜων, *πίϜειρα agree Skt. pī́van-, pī́varī fat, full; with the r-stem in πῖ[F]αρ agrees in Indo-Iran. an s-stem Skt. pī́vas- = Av. pī́vah- n. fat, bacon. To it, as Ind. innovation, pīvará like πιερός to πίειρα. Here still Myc. PN pi-we-ri-di, -si (Heubeck Praegraeca 42)? An old r-derivation is also supposed in OIr. īriu earths surface, land (phonetically unclear). The l-stem in πιαλέος however is not found outside Greek. An old athemat. byform may be found in Epeirotic gen. sg. Πείαλ-ος (Schwyzer 484 w. lit.). -- Beside this group with the wellknown suffixvariation u̯er: u̯en: u̯es: u̯el (e.g. Benveniste Origines 45 f.; IE *pī-u̯er-, -u̯r̥- etc.) stands with mel-suffix πι-μελ-ή (Frisk Eranos 41, 50ff.). (The m-formation contained in it seems also to be found in Lat. opīmus fat, wellnourished but the anlaut. o- is unexplained.) -- All these formations go back on a verb, which is retained in Skt., e.g. pres. páyate be full, especially of fat or milk, ptc. pīná- obese, thick. On the Skt. words extensively Mayrhofer KEWA 212 a. 297 f. w. lit.; on the group in gen. WP. 2, 73ff., Pok. 793f., also W.-Hofmann s. opīmus and pinguis (cf. also παχύς); also w. lit. -- (Not here πῖδαξ.)
Middle Liddell
πῐαρ, τό, [indecl.] πίων
1. fat, Il.:— any fatty substance, cream, Anth.:—metaph., πῖαρ ὕπ' οὖδας fatness is beneath the ground, Od.
2. metaph., also, like Lat. uber, the cream of a thing, the choicest, best, Hhymn.; π. χθονός, like οὖθαρ ἀρούρης, Anth.
Frisk Etymology German
πῖαρ: {pĩar}
Grammar: Nom. Akk. n.
Meaning: Fett, Talg (ep. ion. seit Il).
Derivative: Daneben πίων, n. πῖον, f. πίειρα fett, fruchtbar, reich (seit Il.), wozu als Neubildung πιερός, πιαρός ib. (Hp., Arist.); Steigerungsformen πιότατος, -τερος (seit Hom.) mit neuem Posit. πῖος (Epich., Nik. u.a.; vgl. Leumann Mus. Helv. 2,5f. = Kl. Schr. 219); davon πιότης f. Fettigkeit (Hp., Arist. usw.) Poet. Erweiterung πιήεις ib. (AP). Denom. Verb πιαίνω, Aor. πιᾶναι, auch m. δια-, κατα- u.a., fett machen, mästen, bereichern (Pi., ion. att.) mit πίασμα n. Mästung, Mast (A.), ποτιπίαμμα n. ‘(auf dem Altar) gebliebenes Fett’ (Kyrene; zum Lautlichen vgl. Schwyzer 524 m. A. 2), -σμός m. Mästung (Ael.); -ντήριος (Hp.), -ντικός (Apoll. Lex.) fett machend, mästend. — Mit entsprechendem λ-Suffix: πιαλέος fett (ion. poet., sp. Prosa; Chantraine Form. 253), vereinzelt πίαλος ib. (v.l. für σίαλος [Hp.], wohl danach umgebildet; vgl. Güntert Reimwortbild. 127 f., wo unrichtig über πιαλέος). — Für sich steht πιμελή f. Fett, Schmalz (ion. att.) mit -ώδης fettartig (Hp., Arist.), -ής ib. (Aq., Luk. u.a.).
Etymology: Zu πίων, πίειρα aus *πίϝων, *πίϝειρα stimmen aind. pī́van-, pī́varī fett, strotzend; dem. r-Stamm in πῖ[ϝ]αρ entspricht im Indoiran. ein s-Stamm aind. pī́vas- = aw. pī́vah- n. Fett, Speck (der übrigens aus einem älteren r-Stamm hervorgegangen sein könnte). Dazu, als ind. Neubildung, pīvaráwie πιερός zu πίειρα. Hierher noch myk. PN pi-we-ri-di, -si (Heubeck Praegraeca 42) ? Eine alte r-Ableitung ist auch in air. īriu Erdboden, Land (lautlich mehrdeutig) vermutet worden. Der l- Stamm in πιαλέος läßt sich dagegen außerhalb des Griechischen nicht belegen. Eine alte athemat. Nebenform kann im. epeirotischen Gen. sg. Πείαλος vorliegen (Schwyzer 484 m. Lit.). — Neben dieser Gruppe mit der wohlbekannten Suffixvariation u̯er: u̯en: u̯es: u̯el (z.B. Benveniste Origines 45 f.; idg. *pī-u̯er-, -u̯r̥- usw.) steht mit mel- Suffix πι-μελή (Frisk Eranos 41, 50ff.). Die darin enthaltene m-Bildung scheint auch in lat. opīmus fett, wohlgenährt vorhanden zu sein; eine überzeugende Erklärung des anlaut. o- steht indessen noch aus. — Alle diese Bildungen gehen auf ein Verb zurück, das im Altind. erhalten ist, z.B. Präs. páyate strotzen, übervoll sein, besonders von Fett oder Milch, Ptz. pīná- feist, dick. Zu den aind. Wörtern ausführ- lich Mayrhofer II 212 u. 297 f. m. Lit.; zur Sippe im allg. WP. 2, 73ff., Pok. 793f., auch W.-Hofmann s. opīmus und pinguis (vgl. auch παχύς); ebenfalls m. Lit. — Vgl. πῖδαξ.
Page 2,532