ζευγνύω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
v. ζεύγνυμι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. poét. ἐζεύγνυον;
c. ζεύγνυμι.
English (Autenrieth)
inf. ζευγνύμεν (ζευγνῦμεν, Il. 16.145), aor. ἔζευξα, ζεῦξε, pass. perf. part. ἐζευγμέναι: yoke, yoke up, yoke together, mid., for oneself; ἵππους, βόας, also w. ὑπ' ὄχεσφιν, ὑπ ἀπήνῃ, etc., Il. 20.495, Il. 23.130, Od. 6.73, Od. 15.46, Od. 3.492; abs., Il. 24.281.
Greek Monolingual
(AM ζεύγνυμι και ζευγνύω)
1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα
2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.)
3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ' ὑπ' ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για ίππους) σελλώνω, ετοιμάζω για ιππασία
2. δένω, στερεώνω («ζεύξας τοὺς ἀσκοὺς δεσμοῖς», Ξεν.)
3. παθ. ζεύγνυμαι
μτφ. δένομαι («πότμῳ ζυγείς» — δεμένος με τα δεσμά του πεπρωμένου, Πίνδ.)
4. συνδέω, συνάπτω, συναρμόζω (α. «σανίδες... μακραὶ ἐΰξεστοι ἐζευγμέναι», Ομ. Ιλ.
β. «ζεῡξαι ὀδόντας», Ιπποκρ.)
5. (για γλύπτες) κατασκευάζω άγαλμα με ενωμένα τα πόδια («τῷ πόδε ζευγνύντες», Ηλιόδ.)
6. συνδέω με γάμο, παντρεύω
7. παντρεύομαι («γάμοις ἔζευξ' 'Αδράστου παῖδα» — παντρεύτηκα την κόρη του Αδράστου, Ευρ.)
7. μέσ. ζεύγνυμαι
α) (για άνδρα) νυμφεύομαι
β) συνδέομαι με γέφυρα («ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον», Ηρόδ.)
8. φρ. «ζεύγνυμι γέφυραν» — κατασκευάζω, στήνω γέφυρα
9. τοποθετώ στο πλοίο καθίσματα κωπηλατών («οἳ δή τοι πρῶτον ζεῡξαν νέας ἀμφιελίσσας», Ησίοδ.)
10. καρφώνω με σανίδες παλιά πλοία («ζεύξαντες τὰς παλαιὰς [ναῦς] ὥστε πλωΐμους εἶναι», Θουκ.)
11. παρατάσσω αντιπάλους ξιφομάχους ανά δύο
12. (για δίκες) έχω δεσμό ομοδικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγ-νυ-μι
Πρόκειται για αθέματο ενεστ. (δηλ. ενεστ. σε -μι) με πρόσφυμα -νυ- και απαθή βαθμίδα ρίζας (yeu-g- «ενώνω, συνδέω») που συνδέεται με τους ενεστ. με έρρινο ένθημα
αρχ. ινδ. yunak-ti, λατ. iungo (απ' όπου το γαλλ. joindre κι απ' αυτό [αρχ. γαλλ. joign-] το αγγλ. join), λιθ. iung-iu. Η απαθής βαθμίδα εμφανίζεται υστερογενώς και στα παράγωγα του ρήματος εκτός από τα ζυγός, ζυγόν. Ήδη στην Αρχαία ο ενεστ. ζεύγνυμι μεταπλάστηκε σε -ω (ζευγνύω).
ΠΑΡ. ζεύγλη, ζεύγμα, ζεύγος, ζευκτήρ, ζευκτός, ζεύξη (αρχ. -ις).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αναζεύγνυμι, αντιζεύγνυμι, αποζεύγνυμι, διαζεύγνυμι, εγκαταζεύγνυμι, ενζεύγνυμι, ενιζεύγνυμι, επαναζεύγνυμι, επιζεύγνυμι, επισυζεύγνυμι, καταζεύγνυμι, μεταζεύγνυμι, παραδιαζεύγνυμι, παραζεύγνυμι, παρακαταζεύγνυμι, παρασυζεύγνυμι, προδιαζεύγνυμι, προσζεύγνυμι, προσυζεύγνυμι, συγκαταζεύγνυμι, συζεύγνυμι, συναναζεύγνυμι, συνεπιζεύγνυμι, συνυποζεύγνυμι, υπερδιαζεύγνυμι, υποζεύγνυμι
νεοελλ.
αποζευγνύω), διαζευγνύω, συζευγνύω. Βλ. και λ. ζεύγος].
Russian (Dvoretsky)
ζευγνύω: (impf. ἐζεύγνυον - эп. ζεύγνυον) = ζεύγνυμι.
German (Pape)
= ζεύγνυμι.
Translations
yoke
Armenian: լծել; Aromanian: ngiug; Catalan: junyir, júnyer, enjovar; Dutch: samenspannen; Finnish: olla tekemisissä kanssa, veljeillä kanssa, lähentyä; Galician: xunguir; Gallurese: gjungi; Ancient Greek: ζευγνύω, ζεύγνυμι; Italian: aggiogare; Portuguese: unir, jungir; Romanian: înjuga; Russian: соединять; Sanskrit: युनक्ति; Sardinian Campidanese: giungiri; Logudorese: giúnghere; Sassarese: acciubà; Spanish: uncir; Tagalog: magsama; Walloon: ateler