νόος
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
νόου, ὁ, Att. contr. νοῦς, gen. νοῦ: Hom. uses the contr. form once, in nom., Od.10.240, cf. Hes.Fr.205 (Hdt. never): Trag. use contr. form, exc. in A.Ch.742 (iamb.), S.Ph.1209 (lyr.): Aeol. gen.
A νῶ Alc.Supp.9.1; acc.νῶν Sapph.ib.25.2; νόον Ead.70 (s.v.l.): heterocl. forms are found in NT and later writers, gen. νοός Ep.Rom.7.23, LXX 4 Ma.1.35; dat. νοΐ 1 Ep.Cor.1.10, [Aristid.] Or.35(9).26; nom. pl. νόες Ph.1.86, Plot.6.7.17, Dam.Pr.96; acc. pl. νόας Plu. Fr.7.27, Iamb.Myst.1.15, Ammon.in Int.243.3 (v.l.), Dam.Pr.103: Att. pl. νοῖ, acc. νοῦς, gen. νόων ib.122, dat. νοῖς ibid., is rare in early writers, as Ar.Fr.471, but freq. in later philosophy: 1 mind, as employed in perceiving and thinking, sense, wit, οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν ν. Il.15.461; ν. πολυκερδέα Od.13.255; ν. ὁρῇ καὶ ν. ἀκούει, τἄλλα κωφὰ καὶ τυφλά Epich.249, cf. S.OT371; νόῳ prudently, Od.6.320; παρὲκ νόον senselessly, Il.20.133; σὺν νόῳ wisely, Hdt.8.86, 138; ξὺν νῷ with play on ξυνῷ, Heraclit.114 (νόῳ codd. Stob.); ξὺν νῷ ἑλομένῳ Pl. R.619b; οὐδενὶ ξὺν νῷ Id.Cri.48c; μηδενὶ ξὺν νῷ Ar.Nu.580; τοῦ νοῦ χωρίς S.OT550; τοῦ ν. κενός Id.OC931; νόῳ λαβεῖν τι to apprehend it, Hdt.3.51; νόῳ σχεῖν, ἔχειν, recall, remember, Id.5.92.ή, Pl.R.490a; κοινὸς ν. Phld.Rh.1.37 S., Arr.Epict.3.6.8; ἀγαθὸς ν., σπουδαῖος ν., Phld.Rh.2.61, 1.252 S. 2 νοῦν ἔχειν in two senses, a to have sense, be sensible, S.Tr.553, El.1013, 1465, Ar.Ra.535, etc.; ὁ νοῦς ὅδ' αὐτὸς ν. ἔχων οὐ τυγχάνει E.IA1139; so ν. ὀλίγον κεκτημένος Ar.Ec.747; σμικρὸν νοῦ κεκτῆσθαι Pl.Lg.887e; impers., τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει ν. οὐδένα S.Ant.68, cf. Pl.Ti.68b; cf. νουνεχόντως. b νοῦν or τὸν ν. ἔχειν to have one's mind directed to something, ἄλλοσ' ὄμμα, θητέρᾳ δὲ ν. ἔχειν S.Tr.272, cf. Sapph.Supp.25.2; τὸν ν. πρὸς αὑτὸν οὐκ ἔχων, ἐκεῖσε δέ E.Ph.1418; δεῦρο ν. ἔχε Id.Or. 1181; οἴκοι τὸν ν. ἔχειν Id.Ion 251; ποῦ τὸν ν. ἔχεις; Ar.Ec.156; τὸν ν. ἔχειν πρός τινα or τι (like προσέχειν τὸν ν.) Th.7.19, Pl.Grg.504d; πρός τινι Id.Prt.324a, etc.; περί τινος Id.R.534b; ἐν πέρδιξιν AP7.206 (Damoch.): conversely, ἐπὶ νοῦν ἐλθεῖν τινι to occur to one, D.H.3.15, Arr.An.7.24.3. 3 mind, more widely, as employed in feeling, deciding, etc., heart, χαῖρε νόῳ Od.8.78; κεῦθε νόῳ Il.1.363; [χόλος] οἰδάνει νόον 9.554; ἐνὶ στήθεσσιν ἀτάρβητος ν. ἐστί 3.63; ν. ἔμπεδος, ἀκήλητος, ἀπηνής, 11.813, Od.10.329, 18.381; ν. εὐμενής, ἄγναμπτος, etc., Pi.P.8.18, A.Pr.164 (lyr.), etc.; πολλῶν ἀνθρώπων νόον ἔγνω Od.1.3; ἐκ παντὸς νόου with all his heart and soul, Hdt.8.97; τῷ νῷ . . κἀπὸ τῆς γλώσσης in heart as well as tongue, S.OC 936: freq. in phrase κατὰ νόον according to one's mind, Hdt.1.117, 7.104; εἰ τάδ' ἔχει κατὰ νοῦν κείνῳ S.OC1768 (anap.); πράξειας κατὰ ν. τὸν ἐμόν Id.Fr.469 (anap.); κατὰ ν. πράξας Ar.Eq.549; χωρεῖ κατὰ ν. Id.Pax940, cf. Pl.Euthphr.3e. 4 mind, resolve, purpose, ἀγαθῷ νόῳ, i.e. kindly, Hdt.1.60; τί σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιέειν; what do you intend to do? ib.109; ἡμῖν ἐν ν. ἐγένετο εἰπεῖν Id.9.46; ἐν ν. ἔχειν c. fut. inf., to intend... Id.1.10 (v.l.): c. pres. inf., ib. 27, Pl.R.344d; ποιέειν τι ἐπὶ νόον τινί to put into his mind to do... Hdt.1.27; ἐπὶ νόον τρέπειν τινί . . Id.3.21; ταύτῃ <ὁ> ν. ἔφερε Id.9.120. 5 reason, intellect, νόου φρενί Xenoph.25, cf. Parm.16.2, etc.; θεῖος ν. Democr.112, cf. Id. ap. Arist. de An.404a28; opp. δόξα, Pl.Ti.51d, cf. Arist. de An.428a5. b Mind as the active principle of the Universe, Anaxag. 12, etc.; Θαλῆς νοῦν τοῦ κόσμου τὸν θεόν Placit.1.7.11; ἡ τοῦ κόσμου γένεσις ἐξ ἀνάγκης καὶ νοῦ συστάσεως Pl. Ti.48a, cf. Sph.249a, Phlb.30c, Arist.Metaph.1072b20, de An.430a17, Zeno Stoic.1.28, Plot.5.1.4. II act of mind, thought, ἡμῖν δ' οὔ τις τοῦδε νόος καὶ μῆτις ἀμείνων Il.15.509; οὐ γάρ τις νόον ἄλλος ἀμείνονα τοῦδε νοήσει 9.104; οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή Od.5.23. 2 purpose, design, νόον τελεῖν τινι Il.23.149; σάφα οἶσθ' οἷος ν. Ἀτρεΐωνος 2.192. III sense, meaning of a word, etc., οὗτος ὁ νόος τοῦ ῥήματος Hdt.7.162, cf. Ar.Ra.1439, Plb.5.83.4, Phld.Rh. 1.106 S., etc.; ὁ νόος τῆς θυσίης cj. for νόμος in Hdt.1.216; meaning of a work of art, Philostr.VA4.28; πολὺς ν. ἐν ὀλίγῃ λέξει συνέσταλται Plu.2.510e; πρὸς τὸν αὐτὸν νοῦν to the same effect, Str.15.3.7; πρὸς νοῦν οὐδὲν λέγοντες to the point, Phld.Mus.p.96K.; οὐδὲ νοῦν ἔχον senseless, Id.Po.5.29. IV Pythag. name for μονάς, Theol.Ar.6. (Etym. dub.; the pr.n. Πολυνόϝα IG9(1).870 hardly proves νόϝος.)
German (Pape)
[Seite 262] ὁ, zsgz. νοῦς, so immer im Att., bei Hom. nur einmal, Od. 10, 240; Hes. frg. 48, 2; bei Her. nie zusammengezogen; bei späteren Schriftstellern, bes. im N. T. u. bei K. S. findet sich auch, nach der 3. Declination gebildet, gen. νοός, dat. νοΐ, acc. νόα, plur. νόες, vgl. Lob. Phryn. 453; – eigtl. das geistige Wahrnehmen; – a) Sinn, Gesinnung, S i nnesartin sittlicher Beziehung; Od. 1, 3; εἰπὲ δέ μοι μνηστῆς ἀλόχου βουλήν τε νόον τε 11, 177; ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐναίσιμος, 5, 190; θεουδής, 6, 121 u. öfter; ἐν στήθεσσιν ἀκήλητος νόος, 10, 329, vgl. 20, 388; oft unserm »Herz«, »Seele« entsprechend, χαῖρε νόῳ, er freute sich im Herzen, 8, 78, κεῦθε νόῳ, Il. 1, 366, vgl. 16, 19; χόλος νόον οἰδάνει, Zorn schwellt die Seele, 9, 554; νόος ἔμπεδος, fester, unerschütterlicher Sinn, 11, 813; – εὐμενεῖ νόῳ, Pind. P. 8, 19; θερμαίνει νόον, Ol. 11, 91; νόον ἰαίνει φθονερῶν, P. 2, 89; νοῦν ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον, 3, 5; ἐπικότως ἀεὶ τιθέμενος ἄγναμπτον νόον, Aesch. Prom. 103; εὐφρανεῖ νόον, Ch. 731; οὐκ ἂν γένοιτο νοῦς κακὸς καλῶς φρονῶν, Soph. O. R. 600; εἰ τάδ' ἔχει κατὰ νοὖν κείνῳ, wenn es ihm nach seinem Sinne ist, O. C. 1768; κατὰ νοῦν πράττειν, Ar. Pax 746; χωρεῖ κατὰ νοῦν, es geht nach Wunsch, 906; ἐὰν κατὰ νόον μου γένηται, Her. 7, 150, öfter; πᾶσι κατὰ νόον ποιέειν, 6, 130; ἐκ παντὸς νόου παρεσκεύασται μένειν, 8, 97, sehr gern, wie wir sagen »von ganzem Herzen«; εἰ τεθήσεται κατὰ νοῦν τὰ πράγματα, Thuc. 4, 120; κατὰ νοῦν ἐμαυτῷ, Plat. Phaed. 97 d; Polit. 290 c u. öfter; νοῦν ἔχειν ἐκεῖσε, δεῦρο, wie wir sagen »seinen Sinn auf Etwas richten«, Eur. Or. 1181 Phoen. 363. – b) Verstand, Klugheit, Ueberlegung; οὐ γάρ πως ἂν θνητὸς ἀνὴρ τάδε μηχανόῳτο ᾡ αὐτοῦ γε νόῳ, Od. 16, 197; ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε, ib. 374; ἐμὲ παρὲκ νόον ἤγαγε, Il. 16, 391; ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον, 14, 160; ἥτ' ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονεόντων, ib. 217; ὃς περὶ μὲν νόον ἐστὶ βροτῶν, Od. 1, 66; auch πέπνυσαι νόῳ, Il. 24, 377; νόῳ καὶ ἐπίφρονι βουλῇ φραζόμεθα, Od. 3, 128; νόῳ, mit Ueberlegung, vernünftig, 6, 320. Vgl. noch τῇς ἐν μὲν νόος ἐστὶ μετὰ φρεσίν, Il. 18, 419. – Νόος ὀρθός, richtige Einsicht, Pind. P. 10, 68; σὲ χρόνος γέρονθ' ὁμοῦ τίθησι καὶ τοῦ νοῦ κενόν, Soph. O. C. 935; νοῦς ἐξίσταται, Ant. 560; τὸν νοῦν διδάσκαλον ἔχειν, Eur. Troad. 647; νοῦν ἔχων καὶ φρένας, Ar. Ran. 535; – σὺν νόῳ ποιεῖν, verständig, Her. 8, 86; – νοῦν ἔχων, Plat. Phaedr. 241 b. – c) der einzelne Gedanke, auch Absicht, Beschluß, Rathschluß; von den Göttern, ἀνήρ δέ κεν οὔτι Διὸς νόον εἰρύσσαιτο, Il. 8, 143, οὐ γάρ τ' αἶψα θεῶν τρέπεται νόος, Od. 3, 147; ὄφρα κέ τι γνῶμεν Τρώων νόον ὅντιν' ἔχουσιν, Il. 22, 382; νόον ἐβούλευσας, Od. 5, 23; αἰεὶ ἐν στήθεσσι νόον πολυκερδέα νωμῶν, 13, 255; oft verbunden ἐμῇ βουλῇ τε νόῳ τε, wie Od. 13, 305; καὶ μῆτις, Il. 15, 509, vgl. 23, 590; – Διὸς νόος μέγας κυβερνᾷ, Pind. P. 5, 122; νόον ὑπέθηκε φροντίσιν, Ol. 1, 19; τοῦ στρατηγοῦ ταύτῃ ὁ νόος ἔφερε, Her. 9, 120; – νοῦν ἔχειν πρός τι, seine Gedanken, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richten, Ar. Thesm. 291; oft νοῦν προσέχειν, absolut u. τινί; πρόσεχε τὸν νοῦν ἐμοί, neben ἄκουε, schenke mir deine Aufmerksamkeit, Equ. 1009; πρός τινι, 997; oft Plat. πρός τινα, Conv. 192 b, auch absolut; – νόῳ λαβεῖν, ὡς, erwägen, Her. 3, 41. 5, 91 u. öfter; νόῳ ἴσχων ὡς, sich erinnernd, im Geiste festhaltend, 5, 92, 2; τί σοι ἐν νῷ ἐστι ποιέειν, was beabsichtigst du zu thun? 1, 109; oft ἐν νῷ ἔχειν, vorhaben, beabsichtigen (wie auch Plat. Polit. 311 c Phaed. 63 c, u. öfter, u. A.); ἐπὶ νόον ποιέειν τινί, Einem Etwas in den Sinn bringen, ihm einen Gedanken eingeben, 1, 27; ἐπὶ νόον τρέπειν τινί, mit folgdm acc. c. int., 3, 21; – Sinn, Bedeutung, Begriff eines Wortes, Satzes, einer Rede, νοῦν ἔχει τίνα; Ar. Ran. 1439; νόος ῥήματος, der Sinn eines Ausspruchs, Her. 7, 162 u. Sp.; ὁ νοῦς τῶν παρακαλουμένων, Pol. 5, 83, 4; οὗτος ὁ νοῦς ἦν τῷ λελεγμένῳ, Luc. Prom. 3; Plut. u. bes. Gramm. oft. – Anaxagoras nannte den die Materie bewegenden u. belebenden göttlichen Geist νοὖς, u. die Philosophen von Arist. an bestimmten den Begriff desselben verschieden.
Greek (Liddell-Scott)
νόος: νόου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. νοῦς, γεν. νοῦ· ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν συνῃρ. τύπον ἅπαξ, κατ’ ὀνομαστ., αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος ὡς τὸ πάρος περ Ὀδ. Κ. 240· οὕτως ὁ Ἡσ. ἐν Ἀποσπ. 48. 2, ὁ Πίνδ. ἐν Π. 3. 9, κατ’ αἰτ.· ὁ Ἡρόδ. οὐδαμοῦ: ὁ δὲ ἀσυναίρετος τύπος εἶναι ἐξ ἴσου σπάνιος παρ’ Ἀττ., ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλ. (Χο. 742, ἰαμβ.), ἅπαξ παρὰ Σοφ. (Φιλ. 1209, λυρ.): ― ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον παρὰ Πλωτίν., Πορφυρ., εὕρηνται πτώσεις τινὲς κατὰ τὴν τρίτην κλίσ., γεν. νοός, δοτ. νοΐ, αἰτ. νόα, νόες, νόας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 453. ― οἱ Ἀττ. πληθ. τύποι νοῖ, αἰτ. νοῦς, εἶναι σπάνιοι παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν, οἷον ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 397, ἀλλὰ συνήθεις παρὰ μεταγενεστ. φιλοσόφοις. Ἴδε Κόντου Σποράδ. Ὑπομήματα ἐν Σωκράτους τόμ. β΄ ἐν τῇ ἀρχῇ κἑξ. (Ἡ √ΝΟ φαίνεται συγγενὴς τῇ √ΓΝΟ, γιγνώσκω). 1) ὁ νοῦς, ὡς ἀντιλαμβανόμενος καὶ κρίνων, ἀντίληψις, προσοχή, κρίσις, οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον Ἰλ. Ο. 461· πολυκερδὴς ν. Ὀδ. Ν. 255· νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει, τἆλλα τυφλὰ καὶ κωφὰ Ἐπίχ. παρὰ Πλουτ. 2. 961Α, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 371· νόῳ, μὲ νοῦν, φρονίμως, Ὀδ. Ζ. 320· παρέκ. νόον, ἀνοήτως, ἀκρίτως, Ἰλ. Υ. 133· σὺν νόῳ, φρονίμως, σοφῶς, Ἡρόδ. 8. 86, 138· οὐδενὶ ξὺν νῷ Πλάτ. Κρίτων 48C· τοῦ νοῦ χωρὶς Σοφ. Ο. Τ. 550· τοῦ νοῦ κενὸς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 931· νόῳ λαβεῖν τι, καταλαβεῖν, νοῆσαι, Ἡρόδ. 3. 51· νοῷ ἔχω, ἔχω ἐν νῷ, σκέπτομαι, ὁ αὐτ. 5. 92, 7, Πλάτ. Πολ. 490Α (ἴδε κατωτ. 3). 3) ἡ φράσις νοῦν ἔχειν εἶναι ἐν χρήσει κατὰ πολλὰς σημασίας, α) ἔχω νοῦν, εἶμαι σώφρων, φρόνιμος, Σοφ. Τρ. 553, Ἀριστοφ. Βάτρ. 535, κτλ.· ὁ νοῦς ὅδ’ αὐτὸς νοῦν ἔχων οὐ τυγχάνει Εὐρ. Ι. Α. 1139· οὕτω, νοῦν ὀλίγον κεκτημένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 747· σμικρὸν νοῦ κεκτῆσθαι Πλάτ. Νόμ. 887Ε. β) νοῦν ἢ τὸν νοῦν ἔχω, ὡς καὶ νῦν, ἔχω τὸν νοῦν μου εἴς τι, προσέχω, ἄλλοσ’ ὄμμα, θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Σοφ. Τρ. 272· τὸν νοῦν πρὸς αὐτὸν οὐκ ἔχων, ἐκεῖσε δὲ Εὐρ. Φοίν. 1418· δεῦρο νοῦν ἔχε ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1181· τὸν νοῦν ἔχειν οἴκοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 251· ποῦ τὸν ν. ἔχεις Ἀριστ. Ἐκκλ. 156· τὸν νοῦν ἔχειν πρός τινα ἤ τι (ἀπροσ. προσέχειν τὸν νοῦν) Θουκ. 7. 19, Πλάτ. Γοργ. 504D· πρός τινι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 324Α, κτλ.· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 534Β· ἔν τινι Ἀνθ. Π. 7. 206· πρβλ. προσέχω Ι. 3. γ) ἀπροσ., περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα Σοφ. Ἀντ. 68. 3) ὁ νοῦς ἐν αἰσθήμασι καὶ τοῖς ὁμοίοις, ἡ καρδία, χαῖρε νόῳ Ὀδ. Θ. 78· κεῦθε νόῳ Ἰλ. Α. 363· χόλος νόον οἰδάνει Ι. 554· ἐν στήθεσσιν ἀτάρβητος νόος ἐστὶ Γ. 63· οὕτω, νόος ἔμπεδος, ἀκήλητος, ἀπηνὴς Ὅμ.· (οὕτω, ν. εὐμενής, ἄγναμπτος, κτλ., Πινδ. Π. 8. 25, Αἰσχύλ. Πρ. 163, κτλ.)· ἀνθρώπων νόος, ἡ τῶν ἀνθρώπων διάθεσις, Ὀδ. Α. 3· ἐκ παντὸς νόου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, Ἡρόδ. 8. 97· καὶ ταῦτά σοι τῷ νῷ θ’ ὁμοίως κἀπὸ τῆς γλώσσης λέγω, καὶ ἐν τῷ νῷ διανοοῦμαι αὐτὰ καὶ διὰ τῆς γλώσσης σοὶ τὰ λέγω, Σοφ. Ο. Κ. 936· ― συχνάκις, κατὰ νόον, συμφώνως πρὸς τὸν νοῦν καὶ τὰς διαθέσεις τινός, Λατ. ex sententia, Ἡρόδ. 1. 117., 7. 104· εἰ τάδ’ ἔχει κατὰ νοῦν κείνῳ Σοφ. Ο. Κ. 1768· πράξειας κατὰ ν. τὸν ἐμὸν ὁ αὐτ. (Ἀποσπ. 415b) παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 498· κατὰ ν. πράξας αὐτόθι 549· χωρεῖ κατὰ ν. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 940, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Ε. 4) ὁ νοῦς ὡς ἀποφασίζων καὶ σχεδιάζων, ἀγαθῷ νόῳ, δηλ. εὐμενῶς, Ἡρόδ. 1. 60· τι σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιεῖν; τὶ ἔχεις κατὰ νοῦν νὰ κάμῃς, τὶ σκοπὸν ἔχεις; ὁ αὐτ. 1. 109· ἡμῖν ἐν νόῳ ἐγένετο εἶπαι ὁ αὐτ. 9. 46· ἐν νόῳ ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., ἔχω κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι νά…, ὁ αὐτ. 1. 10, 27, Πλάτ., κτλ.: οὕτω, νοῦν ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἠλ. 1013, πρβλ. 1465, αἵ γὰρ τοῦτο θεοί ποιήσειαν ἐπὶ νόον νησιώτῃσιν, εἴθε οἱ θεοὶ νὰ ἔβαλλον τοῦτο εἰς τὸν νοῦν τῶν νησιωτῶν Ἡρόδ. 1. 27· οὕτω, θεοῖσι εἰδέναι χάριν, οἳ οὐκ ἐπὶ νόον τρέπουσι Αἰθιόπων παισὶ γῆν ἄλλην προσκτᾶσθαι τῇ ἑωυτῶν ὁ αὐτ. 3. 21. ΙΙ. ἐνέργεια τοῦ νοῦ, σκέψις, διανόημα, ἡμῖν δ’ οὔτις νόος καὶ μῆτις ἀμείνων Ἰλ. Ο. 509· οὐ γάρ τις νόον ἄλλος ἀμείνονα τοῦδε νοήσει Ι. 104· οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτὴ Ὀδ. Ε. 23. 2) σκέψις, σκοπός, σχέδιον, νόον τελεῖν τινι Ἰλ. Ψ. 149· σάφ’ οἶσθ’ οἷος ν. Ἀτρεΐωνος Β. 192. ΙΙΙ. ἡ ἔννοια ἢ σημασία λέξεώς τινος, προτάσεως ἢ λόγου, οὗτος ὁ νόος τοῦ ῥημάτος Ἡρόδ. 7. 162, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1439, Πολύβ., κτλ.· συχνὸν παρὰ τοῖς γραμματικοῖς. IV. ἐν τῇ Ἀττ. φιλοσοφία, νοῦς ἦν ἡ δύναμις τοῦ ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ διανοεῖσθαι, διάνοια, λόγος. V. Ὁ Ἀναξαγόρας νοῦν ὠνόμασε τὴν δύναμιν ἥτις ἐνήργησεν ἐπὶ τῶν πρώτων στοιχειωδῶν μορίων τῆς ὕλης (τὰ ὁμοιομερῆ), Ἀναξαγόρ. Ἀποσπ. 8, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 97Β, C, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3· ἴδε Grote εἰς Πλάτ. 1. 56 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
νοῦς, νόου-νοῦ (ὁ) :
I. faculté de penser :
1 intelligence, esprit, pensée : τὸν νοῦν ἔχειν πρός τινα ou τι ATT diriger sa pensée, son attention sur qqn ou qch ; ἐν νῷ ἔχειν PLAT avoir dans l’esprit, dans la mémoire;
2 intelligence, sagacité, sagesse : νόῳ OD, σὺν νόῳ HDT avec bon sens, avec intelligence, avec réflexion ; οὐδενὶ ξὺν νῷ PLAT sans aucune intelligence ; παρὲκ νόον IL sans motif raisonnable ; νοῦ κενός SOPH sans esprit, inintelligent, déraisonnable ; νοῦν ἔχειν SOPH avoir de l’esprit, être intelligent, avisé, raisonnable ; νοῦν ἔχειν avec l’inf. SOPH avoir l’intelligence de, apprendre à ; • impers. νοῦν οὐκ ἔχει avec l’inf. SOPH cela n’a pas le sens commun, cela est absurde, déraisonnable;
3 pensée, projet, intention, manière de voir : νόον νοεῖν IL, βουλεύειν OD avoir une intention, un dessein ; τρέπειν τινὶ ἐπὶ νόον HDT déterminer qqn à ; ποιεῖν τινι ἐπὶ νόον HDT mettre à qqn qch dans l’esprit, lui suggérer une idée ou une résolution ; ἐν νόῳ ἔχειν avoir dans l’esprit, avoir l’intention de, projeter de, avec l’inf. ; τί ἐν νῷ ἔχεις ; XÉN qu’as-tu l’intention de faire ?;
II. 1 âme, cœur : χαῖρε νόῳ OD il se réjouit dans son cœur ; κεῦθε νόῳ IL cache dans ton cœur ; χόλος νόον οἰδάνει IL la colère gonfle l’âme;
2 disposition de l’âme, sentiment, manière de penser : ἀνθρώπων νόος OD l’esprit des hommes, leur façon de penser ; νοῦν ἔχω τὸν αὐτόν AR je pense encore de même;
3 volonté, désir : νόον τελεῖν τινι IL accomplir le vœu de qqn ; ταύτῃ ὁ νόος φέρει HDT c’est là que va sa pensée, c’est là l’objet de ses désirs ; κατὰ νοῦν selon l’esprit, le vœu, le désir, la volonté de qqn, à souhait.
Étymologie: R. Γνω connaître ; cf. γιγνώσκω.
English (Autenrieth)
mind, understanding, thought; οὐ γάρ τις νόον ἄλλον ἀμείνονα τοῦδε νοήσει, | οἷον ἐγὼ νοέω, a better ‘view’ than mine,’ Il. 9.104. The word is somewhat flexible in its application, but needs no special illustration. Cf. νοέω.
English (Slater)
νόος (νόος, -ῳ, -ον, νόον.)
a purpose, will ; mind (of men, gods) χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (O. 1.19) ὥστ' ἔμφρονι δεῖξαι μαθεῖν Πατρόκλου βιατὰν νόον (O. 9.75) μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (O. 10.87) ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν (P. 1.40) τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν (P. 1.95) ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν (P. 2.89) Χίρωνα νόον ἔχοντ ἀνδρῶν φίλον (P. 3.5) πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός (P. 10.68) “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων” fr. 43. 2. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213.4. esp. dat. c. adj., pro adv., ἀλαθεῖ νόῳ O.2.92. ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι (P. 5.44) τίν τ, Ἐλέλιχθον, μάλα ἁδόντι νόῳ, Ποσειδάν, προσέχεται (P. 6.51) εὐμενεῖ νόῳ (P. 8.18) ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ (P. 8.67) μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται (N. 3.42) γείτον' νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι (N. 7.88) εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ (Pae. 5.45) νηλεεῖ νόῳ δ fr. 177e.
b wits ; wisdom κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ (sc. Ἀπόλλων) (P. 3.29) εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε (P. 5.110) Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων (P. 5.122) νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει (sc. Ἀρκεσίλας) (P. 6.47) ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις (N. 6.5) ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει (I. 1.40) αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον (I. 5.61)
c fragg. ]ἔσφαλ' ὅλῳ νόῳ (ὀλοῷ coni. van Groningen) fr. 1a. 6. μ]έμηλεν πατρὸς νόῳ Δ. 4. 35.