μόσχος

English (LSJ)

(A), ὁ,
A young shoot or twig, δίδη μόσχοισι λύγοισι (v. λύγος) Il.11.105, cf. Thphr.CP5.9.1; ὁ μόσχος τῶν φύλλων leaf-stalk, petiole, Dsc. 2.179, cf. 4.15,34.

(B), ὁ, ἡ,
A calf, young bull, which form the god Apis was believed to assume, Hdt.3.28, cf. 2.41, PCair.Zen.78.6 (iii B.C.), Sammelb. 6279.7 (iii B. C.): as fem., heifer, young cow, μόσχους ἀμέλγειν E.Cyc.389, cf. Ba.736; πεζαὶ μ., = ἑταῖραι, Eup.169; ᾄδειν ἐπὶ μόσχῳ = sing for the prize of a calf (nisi leg. ἐπὶ Μόσχῳ), Ar.Ach.13.
2 metaph., boy, E.IA1623: as fem., girl, maid, Id.Hec.526, Andr.711, etc.
3 any young animal, Id.IT163, Ba.1185 (both lyr.); even of birds, μόσχος χελιδόνος Achae.47.
4 μόσχος θαλάσσιος = seal, Edict.Diocl.8.37.

(C), ὁ,
A musk, Aët.1.131, Alex. Trall.12; interpol. in Dsc. Eup.1.145 (om. Wellmann). (Borrowed from Pers. mušk.)

German (Pape)

[Seite 209] ὁ, vgl. ὄσχος, Sprosse einer Pflanze, bes. junger, biegsamer Zweig, Ruthe, μόσχοισι λύγοισιν, Il. 11, 105 (vgl. λύγος); Ableger, Nic. Th. 72; Theophr. – Übertr., von Sprößlingen der Menschen u. Tiere mit dem Nebenbegriffe des Jungen, Zarten; νεαγενής, vom Orest, Eur. I. A. 1623, öfter; ἀγελαῖα βοσκήματα μόσχων, Bacch. 677; auch von Mädchen, σκίρτημα μόσχου σῆς, Hec. 526, vgl. 205; Andr. 712; junger Löwe, Bacch. 1183; junge Kuh, μόσχους ἀμέλξας. Cycl. 388; ἐπὶ μόσχῳ εἰσῆλθ' ᾀσόμενος Βοιώτιον, Ar. Ach. 13, um den Preis eines Kalbes singen; auch in Prosa, Plat. Apol. 20 a, vgl. οὐ πῶλον κλητέον, ἀλλὰ μόσχον, Crat. 393 c; Folgde; auch ein schon ausgewachsener junger Ochse, der aber noch nicht ins Joch gespannt ist, so der ägyptische Apis, Her. 3, 28; χελιδόνος, Ael. N. A. 7, 47 aus Achae. – Bei Sp. auch der stark riechende Moschus.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ, ἡ)
I. rejeton d'une plante, jeune pousse;
II. p. anal.
1 rejeton d'un homme, jeune garçon, jeune fille;
2 petit d'un animal, d'un oiseau ; particul. veau, génisse ; p. ext. en parl. du bœuf Apis.
Étymologie: DELG arm. mozi « veau ».
2ου (ὁ) :
musc.
Étymologie: DELG cf. skr. muská « testicule ».

Russian (Dvoretsky)

μόσχος:
I
1 отпрыск, побег, ветка (μόσχοι λύγοι Hom.);
2 бычок, теленок Her. etc.;
3 молодой лев, львенок Eur.;
4 отрок, юноша Eur.;
5 (о пчелах), молодое поколение, молодь, (μέλι κάλλιον γίνεται ἐκ μόσχου Arst.).
II
1 телка или молодая корова (μόσχους ἀμέλγειν Eur.);
2 девочка, молодая девушка Eur.

Greek (Liddell-Scott)

μόσχος: (Α), ὁ, μικρὸς κλάδοςβλαστός, δίδη μόσχοιο λύγοισι (ἴδε λύγος) Ἰλ. Λ. 105, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 8, π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1. (Εἶναι φανερὰ ἡ σχέσις μεταξὺ τοῦ μόσχος καὶ ὄσχος, ὄζος, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ αὐτῆς, σ. 542).

English (Autenrieth)

as adj. w. λύγοισι, young, tender, pliant, Il. 11.105†.

Spanish

becerro

English (Strong)

probably strengthened for oschos (a shoot); a young bullock: calf.

English (Thayer)

μόσχου, ὁ (cf. Schmidt, chapter 76,12; Curtius, p. 593);
1. a tender, juicy, shoot; a sprout, of a plant or tree.
2. ὁ, ἡ, μόσχος offspring;
a. of men (cf. figurative English scion)), a boy, a girl, especially if fresh and delicate.
b. of animals, a young one.
3. a calf, a bullock, a heifer; so everywhere in the Bible, and always masculine: Sept. chiefly for פַּר, a bull, especially a young bull; then for בָּקָר, cattle; for שׁור, an ox or a cow; also for עֵגֶל, a calf). (Euripides, on.))

Greek Monolingual

(I)
ο και η (ΑΜ μόσχος)
το νεογνό της αγελάδας, μοσχάρι, μοσχαράκι
2. φρ. «μόσχος χρυσοῦς»
εκκλ. ομοίωμα μόσχου το οποίο κατασκευάστηκε προς λατρείαν από τα χρυσά κοσμήματα του λαού τών Εβραίων, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, στην έρημο του Σινά
νεοελλ.
φρ. «θυσιάζω τον μόσχο τον σιτευτό» — στερούμαι ή απαρνούμαι ό,τι καλύτερο διαθέτω για την εξυπηρέτηση ενός σκοπού
μσν.
ομοίωμα μόσχου
αρχ.
1. νεαρός βλαστός, τρυφερό και εύκαμπτο κλωνάρι δένδρου, παραφυάδα
2. (γενικά) το νεογνό οποιουδήποτε ζώου
3. το θηλ.μόσχος
δαμάλι, νεαρή αγελάδα
4. ο νεαρός ταύρος του οποίου τη μορφή πίστευαν ότι έπαιρνε ο θεός Άπις («ὁ δὲ Ἄπις γίνεται μόσχος εκ βοός», Ηρόδ.)
5. μτφ. α) παιδί, αγόρι
β) το θηλ. κορίτσι, κόρη
5. φρ. α) «πεζαὶ μόσχοι» «
εταίρες
β) «μόσχος θαλάσσιος» — ονομασία τὴς φώκιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mozĝho- «μοσχάρι, νεαρό βόδι» και η παράγωγη λ. μοσχίον αντιστοιχεί ακριβώς με το αρμεν. mozi «μοσχάρι». Η σημ. «βλαστός, παραφυάδα» προήλθε πιθ. από μεταφορική εξάπλωση της σημ. «νεογνό του μόσχου» σε όλα τα νεογνά ζώων και, υστερογενώς, στο λεξιλόγιο της βοτανικής. Οι λ. μόσχος και η αρμεν. mozi συνδέονται πιθ. με την ονομ. Μόσχοι («νέοι»), ενός λαού πιθ. αρμενικού. Η λ. μόσχος μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια Μόσχος, Μοσχᾶς, Μοσχίδης, Μοσχίλος, Μοσχῖνος, Μοσχίων και στα θηλυκά Μοσχάριον, Μοσχέινα, Μόσχιον, Μοσχίς.
ΠΑΡ. μοσχάρι(ον), μόσχειος, μοσχεύω
αρχ.
μοσχάς, μοσχή, μοσχηδόν, μοσχίναι, μοσχίνδα, μόσχινος, μοσχίον, μόσχιος, μοσχών αρχ.-μσν. μοσχίας.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μοσχοθύτης, μοσχολόγος, μοσχομάγειρος, μοσχοποιώ, μοσχοσφραγιστής, μοσχόταυρος, μοσχοτόμος, μοσχοτόπιον, μοσχοτρόφος, μοσχοφάγος
μσν.
μοσχολάτραι, μοσχοποιός
νεοελλ.
μοσχόβους. (Β' συνθετικό) αρχ. μονόμοσχος.
(II)
και μόσκος, ο (ΑΜ μόσχος, Μ και μόσκος και μούσκος)
ελαιώδες αρωματικό υγρό που προέρχεται από το αρσενικό του ζώου μόσχος ο μοσχοφόρος και έχει διεισδυτική, ανεξάλειπτη οσμή («κι εσείς που από το μόσχο σας δροσόχορτα, δροσάνθη», Σολωμ.)
νεοελλ.
φρ. «μόσχος και γαρίφαλα» — λέγεται ως ευχή σε νήπιο που ρεύεται μετά τον θηλασμό, αλλά και γενικά σε κάποιον που ρεύεται
νεοελλ.-μσν.
γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας cervidae, με μοναδικό είδος τον μόσχο τον μοσχοφόρο, που έχει θύλακο γεμάτο αρωματικό υγρό
μσν.
1. ευωδιά
2. ο ευωδιαστός καρπός του βαλσαμόδενδρου
3. μτφ. (για πρόσωπο) ωραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από το περσ. mušk «το αρωματικό υγρό μόσχος», το οποίο αποτελεί δάνειο από το αρχ. ινδ. muskah «όρχις», σημ. που οφείλεται στην ομοιότητα του αδένα από τον οποίο εκκρίνεται το υγρό μόσχος με όρχι, πρβλ. μύσχον. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή muscus, απ' όπου διαδόθηκε σε πολλές ευρωπ. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. musk, γαλλ. musc. Ο τ. μόσκος < μόσχος, με τροπή του -χ- σε -κ- (κλειστοποίηση), πρβλ. μασχάλη: μασκάλη, μοσχάρι: μοσκάρι].

Greek Monotonic

μόσχος: (Α), μικρή παραφυάδα, βλαστάρι ή κλαδάκι, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ὄσχος, ὄζος.
μόσχος: (Β), ὁ, ἡ,
1. μοσχάρι, σε Ευρ.· νεαρός ταύρος, τη μορφή του οποίου θεωρείτο ότι προσλάμβανε ο θεός Άπις, σε Ηρόδ.· και ως θηλ., δαμαλίτσα, νεαρή αγελάδα, σε Ευρ.· ένα μοσχάρι ήταν το έπαθλο για τους Λυρικούς ποιητές, ᾄδειν ἐπὶ μόσχῳ, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., αγόρι ή, ως θηλ., κορίτσι, κοπέλα, Λατ. juvenca, σε Ευρ.
3. κάθε νεαρό ζώο, στον ίδ.

Frisk Etymological English

1
Grammatical information: m.
Meaning: offshoot of plants, slip (Λ 105, Thphr.), stalk of a leaf (Dsc.; cf. Strömberg Theophrastea 116); m. a. f. young cow, heifer, calf, also of other young animals and (metaph.) of young men (Hdt., com.. E., pap.).
Compounds: As 1. member almost only = calf, e.g. μοσχο-τρόφος raising calves (pap.), μοσχό-ταυρος m. prop. bull as old as a μόσχος, i.e. bull-calf (Al. Le. 4, 3), hardly (Strömberg Wortstudien 6) with inversion of the elements for μόσχος ταύρειος; as 2. member only in μονό-μοσχος with one stalk (Dsc.).
Derivatives: 1. Diminut.: μοσχ-ίδιον small shoot (Ar., Ael.), -ίον young calf (Ephipp., Theoc.), -άριον id. (LXX, pap.). -- 2. subst.: μοσχ-άς, -άδος f. shoot, slip (Pamphylian; after φυτάς a.o., Chantraine Form. 353), also heifer (gloss.); -ίας -n. young of a animal (Poll.; as νεανίας a.o.); -ών, -ῶνος m. calf-stable (pap.); -ῆ f. calfs skin (Anaxandr.). -- 3. Adj.: μόσχ-(ε)ιος of a calf (E., X., Plb., AP); -ινος of calf-leather (pap.), -ίναι οἱ σκιρτητικοί H. -- 4. Adv.: μοσχ-ηδόν like calves (Nic.). -- 5. Verb: μοσχεύω plant a root-shoot (D., Thphr., D. H.), also raise a calf (Philostr.), with μοσχ-εία f. planting of shoots (Ph. Byz.), -ευσις f. id. (Gp.), -ευμα n. shoot, offspring (Thphr., pap.), -ευματικός = malleolaris (gloss.).
Origin: IE [Indo-European] [750] *mosǵho- young of an animal
Etymology: To μοσχίον agrees exactly Arm. mozi, gen. -voy calf; in both languages there came to Gr.-Arm. *mozǵhos a i̯o-deriv. The old but rare meaning`shoot of a plant' can without difficulty be understood as metaphor (cf. Strömberg Theophrastea 50 f.; not right on μόσχος ibd. 52). The comparison μόσχος shoot of a plant = Lith. mãzgas knob of a tree (Fick 1, 518 u.a.), where μόσχος calf together with Arm. mozi would have to be separated, is unnecessary, as the meaning knob originated from round, hard raising, knob (to mègsti knot). Old combinations in Bq, WP. 2, 308 f., Güntert Reimwortbildungen 147 f. Further Schwyzer 541. -- Here also the PN Μόσχοι ("youngmen") with Brandenstein Sprachgesch. und Wortbed. 82?
2
Grammatical information: m.
Meaning: musk (Aët., Alex. Trall.).
Derivatives: μοσχίτης = ὀσμύλος, name of a sea-octopus, that gives a strong smell (Sch. Opp. H. 1, 307; Redard 83).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: From Pers. mušk id. (from Skt. muṣkáḥ m. testicle, because of the form; cf. μυσχον τὸ ἀνδρεῖον καὶ γυναικεῖον μόριον H., s. also μῦς). Here also (through Greek?) late Lat. muscus id. with muscātus, -um; from there the Europ. forms. W.-Hofmann s.v., Lokotsch Et. Wb. Nr. 1515a.

Middle Liddell

1
a young shoot or twig, Il.: cf. ὄσχος, ὄζος.
2
1. a calf, Eur.: a young bull, which form the god Apis was believed to assume, Hdt.: and as fem. a heifer, young cow, Eur.:—a calf was the prize of Lyric Poets, ᾄδειν ἐπὶ μόσχῳ Ar.
2. metaph. a boy, or as fem. a girl, maid, Lat. juvenca, Eur.
3. any young animal, Eur.

Frisk Etymology German

μόσχος: 1.
{móskhos}
Grammar: m.
Meaning: Pflanzentrieb, Schößling, Steckling (Λ 105, Thphr.), Blattstiel (Dsk.; vgl. Strömberg Theophrastea 116); m. u. f. junges Rind, junge Kuh, Färse, Kalb, auch von anderen Tierjungen und (übertr.) von jungen Menschen (Hdt., Kom.. E., Pap. u.a.).
Composita: Als Vorderglied fast nur = Kalb, z.B. μοσχοτρόφος Kälber aufziehend (Pap.), μοσχόταυρος m. eig.,Stier im μόσχος-Alter", d.h. Stierkalb (Al. Le. 4, 3), kaum (Strömberg Wortstudien 6) mit Umstellung der Glieder für μόσχος ταύρειος; als Hinterglied nur in μονόμοσχος mit einem Stiel (Dsk.).
Derivative: Ableitungen: 1. Deminutiva: μοσχίδιον keiner Schößling (Ar., Ael.), -ίον junges Kalb (Ephipp., Theok. u.a.), -άριον ib. (LXX, Pap. u.a.). — 2. Sonstige Subst.: μοσχάς, -άδος f. Schößling, Steckling (Pamphylien; nach φυτάς u.a., Chantraine Form. 353), auch Färse (Gloss.); -ίας -n. Tierjunges (Poll.; wie νεανίας u.a.); -ών, -ῶνος m. Kälberstall (Pap.); -ῆ f. Kalbfell (Anaxandr.). — 3. Adj.: μόσχ-(ε)ιος vom Kalb, zum Kalb gehörig (E., X., Plb., AP); -ινς aus Kalbleder (Pap.), -ίναι· οἱ’ σκιρτητικοί H. — 4. Adv.: μοσχηδόν nach Kalbsart (Nik.). — 5. Verb: μοσχεύω einen Wurzelschößling pflanzen (D., Thphr., D. H.), auch ein Kalb aufziehen (Philostr.), mit μοσχεία f. das Pflanzen von Schößlingen (Ph. Byz.), -ευσις f. ib. (Gp.), -ευμα n. ‘Schöß-ling, Ableger’ (Thphr., Pap. u.a.), -ευματικός = malleolaris (Gloss.).
Etymology: Zu μοσχίον stimmt genau arm. mozi, Gen. -voy Kalb; in beiden Sprachen ist zu gr.-arm. *mozĝho-s eine i̯o-Ableitung hinzugetreten. Die alte aber seltenere Bed. Pflanzentrieb läßt sich unschwer als Metapher verstehen (vgl. u.a. Strömberg Theophrastea 50 f.; unrichtig über μόσχος ebd. 52). Die Gleichung μόσχος Pflanzentrieb = lit. mãzgas Knospe am Baum (Fick 1, 518 u.a.), bei der μόσχος Kalb mitsamt arm. mozi als ein besonderes Wort davon zu trennen wäre, ist hinfällig, da die Bed. Knospe, Auge am Baum, Blattansatzstelle aus rundliche, harte Erhöhung, Knoten (zu mègsti knoten, knüpfen) hervorgegangen ist. Überholte Kombinationen bei Bq, WP. 2, 308 f., Güntert Reimwortbildungen 147 f. Weitere Lit. bei Schwyzer 541. — Ob hierher auch der VN Μόσχοι ("Jungmannschaft") mit Brandenstein Sprachgesch. und Wortbed. 82?
Page 2,259
2.
{móskhos}
Grammar: m.
Meaning: Moschus (Aët., Alex. Trall.)
Derivative: mit μοσχίτης = ὀσμύλος, Ben. eines Seepolypen, der einen starken Geruch von sich gibt (Sch. Opp. H. 1, 307; Redard 83).
Etymology: Aus pers. mušk ib. (aus aind. muṣkáḥ m. Hode, wegen der Form; vgl. μύσχον· τὸ ἀνδρεῖον καὶ γυναικεῖον μόριον H., s. auch μῦς). Hierher noch (über das Griech.?) splat. muscus ib. mit muscātus, -um; daraus die europ. Formen. W.-Hofmann s.v., Lokotsch Et. Wb. Nr. 1515a.
Page 2,259-260

Chinese

原文音譯:mÒscoj 摩士何士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:牛 相當於: (בָּקָר‎) (עֵגֶל‎)
字義溯源:小公牛,牛犢*;或出自(ὀσφῦς)X=殺死*)
同源字:1) (μοσχοποιέω) 鑄造牛犢 2) (μόσχος)小公牛,牛犢
出現次數:總共(6);路(3);來(2);啓(1)
譯字彙編
1) 牛犢(5) 路15:23; 路15:27; 路15:30; 來9:19; 啓4:7;
2) 牛犢的(1) 來9:12

Mantoulidis Etymological

1 (=βλαστός, κλωνάρι). Ἔχει σχέση μέ τά ὄσχος (=νεαρό κλῆμα), ὄζος (=βλαστάρι).
Παράγωγα: μοσχεύω (=μεταφυτεύω παραφυάδες), μόσχευμα, μεταμόσχευμα, μόσχευσις, μεταμόσχευσις.
2 (=μοσχαράκι).
Παράγωγα: μόσχειος (=μοσχαρίσιος), μοσχάριον (ὑποκορ.), μοσχοποιῶ (=φτιάχνω μοσχάρι), μοσχοποιία, μοσχοποίησις, μοσχοποιός (=πού γεννάει μοσχάρι).

Léxico de magia

ὁ ἡ becerro ἔχε δὲ καὶ φυλακτήριον θηλείας ὄνου ὀδόντα τῶν ἄνωθεν δεξιοῦ σ<ι>αγονίου ἢ μόσχου πυρροῦ ἱεροθύτου ten también como amuleto un diente de los de arriba del lado derecho de la quijada de un asno hembra o de un becerro rojizo ofrecido a los dioses P IV 2898 ref. a la Osa ὄψῃ ... κατερχόμενον θεὸν ὑπερμεγέθη, ... κατέχοντα τῇ δεξιᾷ χειρὶ μόσχου ὦμον χρύσεον, ὅς ἐστιν Ἄρκτος verás que desciende un dios gigantesco sujetando con su mano derecha el aúreo lomo de un becerro, que es la Osa P IV 699

Translations

Afar: ruga; Afrikaans: kalf; Akkadian: 𒀫; Arabic: عِجْل‎; Egyptian Arabic: عجل‎; Aragonese: vetiello, vediello; Aramaic Classical Syriac: ܥܶܓܠܳܐ‎, ܐܰܪܘܳܢܳܐ‎; Armenian: հորթ; Aromanian: yitsãl; Asturian: xatu, xata; Azerbaijani: dana, buzov; Bashkir: быҙау; Basque: zekor; Belarusian: цяля, цялё; Breton: leue; Bulgarian: теле; Burmese: နွားကလေး; Catalan: vedell, vedella; Central Dusun: tananak; Chechen: эса; Cherokee: ᏩᎧᎠᎩᎾ; Chinese Cantonese: 牛仔; Mandarin: 小牛, 犢, 犊; Min Dong: 牛囝; Cimbrian: büssalle; Coptic: ⲙⲁⲥⲉ; Cornish: leugh; Czech: tele; Danish: kalv; Dutch: kalf; Eshtehardi: جینگَ‎, دوگیَه‎; Esperanto: bovido, virbovido, bovidino; Estonian: vasikas; Faroese: kálvur; Finnish: vasikka; French: veau, velle; Friulian: vidiel; Galician: xuvenco, xato, cuxo, cucho, pucho, camoniño, becerro, tenreiro, vitela; Georgian: ხბო; German: Kalb, Bullenkalb, Kuhkalb; Alemannic German: Chalp; Greek: μοσχάρι; Ancient Greek: μόσχος, βουείδιον, βούδιον, βοίδιον, βοιΐδιον, βοΐδιον; Hebrew: עגל / עֵגֶל‎; Hindi: बछिया; Hungarian: borjú; Icelandic: kálfur; Ido: bovyuno, bovyunulo, bovyunino; Ingush: ӏаса; Irish: lao, gamhain; Old Irish: dartaid, lóeg; Isnag: kixaw; Italian: vitello; Japanese: 子牛; Kannada: ಕರು; Kashmiri: وۆژھ‎, وَژھٕر‎; Khmer: កូនគោ; Korean: 송아지; Kurdish Central Kurdish: گوێرەکە‎, گوێلِک‎; Laki: گوەر‎; Northern Kurdish: golik; Southern Kurdish: گوور‎; Latgalian: teļš; Latin: vitulus, vitula, vitellus, vitella; Latvian: teļš, telēns; Ligurian: vitéllo, vitélla; Lithuanian: veršiukas; Low German: Kalf; Luhya: emosi; Luo: nyaroya; Luxembourgish: Kallef; Macedonian: теле; Malay: anak lembu; Maltese: għoġol, erħa; Manx: lheiy; Maori: kāwhe; Mon: ကောန်ဂၠဴ; Mongolian: тугал; Nepali: बाच्छो, बाच्छी; Ngazidja Comorian: mna-mɓe; Norman: vieau; North Frisian: kuulew, kualew; Norwegian Bokmål: kalv; Nynorsk: kalv; Old Church Slavonic: тельць; Old English: ċealf; Old Turkic: 𐰉𐰆𐰕𐰍𐰆‎; Oromo: jaabi; Ottoman Turkish: Ottoman Turkish بوزاغو‎; Pali: vaccha; Pashto: سخی‎; Persian: گوساله‎; Plautdietsch: Kaulf; Polish: cielę; Portuguese: bezerro, terneiro, novilho; Romanian: vițel, vițea; Romansch: vadè; Russian: телёнок, телец; Rusyn: теля; Saho: ruga; Sanskrit: गोवत्स; Scots: cauf; Scottish Gaelic: laogh; Serbo-Croatian Cyrillic: теле; Latin: tele; Seri: noiiyo; Sicilian: jencu, viteddu; Slovak: teľa; Slovene: tele; Somali: weyl; Sorbian Lower Sorbian: śele; Upper Sorbian: ćelo; Spanish: becerro, becerra, ternero, ternera; Sumerian: 𒀫; Swahili: ndama; Swedish: kalv; Tagalog: guya; Tok Pisin: pikinini bulmakau; Tswana: namane; Turkish: dana, buzağı; Ugaritic: 𐎓𐎂𐎍; Ukrainian: теля, телятко; Urdu: بچھیا‎; Venetian: vedèl, vedèƚo, vedeło; Vietnamese: bê; Volapük: bubül, sugabubül; Welsh: llo; West Frisian: keal; Wolof: séll wi; Yiddish: קאַלב‎; Zazaki: nal, gol