τελευτή

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελευτή Medium diacritics: τελευτή Low diacritics: τελευτή Capitals: ΤΕΛΕΥΤΗ
Transliteration A: teleutḗ Transliteration B: teleutē Transliteration C: telefti Beta Code: teleuth/

English (LSJ)

ἡ, (τελέω)
A completion, accomplishment, τελευτὴν ποιῆσαι [γάμου] = accomplish, Od.1.249, 16.126; κραίνειν τελευτὰν γάμου Pi.P.9.66; τελευτὴ νόστου ib.1.35; οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τ. τῇδέ γ' ὁδῷ κρανέεσθαι Il.9.625.
2 event, issue, δεῖξεν πᾶσαν τ. πράγματος Pi.O.13.75, cf. Thgn.1075; γάμου πικραὶ τ. A.Ag.745 (lyr.); τ. πρευμενεῖς κτίσαι Id.Supp.138 (lyr.); θεσφάτων Id.Pers. 740 (troch.); κακοῦ θυμοῦ τ. . . κακὴ προσγίγνεται S.OC1198.
3 termination, end, οὐδέ τις ἦν ἔριδος λύσις οὐδὲ τ. Hes.Th.637; μή μ' ἀποσβεσθὲν λάθῃ πρὸς τῇ τ. τῆς ὁδοῦ Ar.Lys.294 (lyr.); ἡ τ. τοῦ πολέμου Th.1.13; καλλίστην τελευτὴν ἐπιτιθέντες κινδύνοις Lys.2.47; τελευτὴν ἔχειν Pl.Lg.782a.
4 esp. βιότοιο τελευτή Il.7.104, 16.787; βίου Hdt.1.30, 31, cf. And.4.24; τ. τοῦ βίου τελεῖν S.Tr.79; ἐπὶ τελευτῇ τοῦ βίου Pl.Grg.516a.
b freq. without βίου, the end of life, death, Pi.O.5.22, Pl.Phd.118, etc.; τ. ὑστάτη S.Tr.1256; τελευτῆς λαχεῖν, τελευτῆς τυχεῖν, Th.2.44, X.HG4.4.6; τ. δοῦναι Id.Cyr.8.7.3; periphrasis, θανάτοιο τελευτή the end that is death, Hes.Sc.357, cf. τέλος 1.4; τῆς γηραιοῦ τελευτής προαποθνῄσκειν Antipho 4.1.2.
5 with Preps., in adv. sense, ἐς τελευτήν = at the end, at last, h.Hom.7.29, Hes.Op.333, Thgn.201, S.OC1223 (lyr.); ἐπὶ τελευτῆς Pl.Phdr.267d, etc.; ἐν τελευτᾷ Pi.O.7.26, A.Th.936 (lyr.).
II end, extremity of anything, as of limbs, Arist.PA654b24, cf. 685a1, GA720b18, Pl.Ti. 33b, Men.75e.
2 end, close of a sentence, Arist.Rh.1420b2, etc.; of a play, Id.Po.1450b29, cf. Demetr.Eloc.257; of a word, J.AJ 1.6.1.

German (Pape)

[Seite 1087] ἡ, wie τελετή, Vollendung; τελευτὴν ποιῆσαι, vollenden, vollziehen, Odyss. 1, 249. 16, 126; Vollziehung, γάμου, Pind. P. 9, 66; πᾶσαν τελευτὰν πράγματος δεῖξεν, Ol. 13, 75; ἐπέκρανεν δὲ γάμου πικρὰς τελευτάς, Aesch. Ag. 725; vgl. Eur. Med. 1388; das Ende, der Schluß, Hes. Th. 637; μύθοιο, Il. 9, 625; θανάτοιο, das Ziel des Todes, Hes. Sc. 357, wie Eur. Med. 152; und bes. βιότοιο, Lebensende, Tod, Il. 7, 104. 16, 787; Her. 1, 30. 31; auch ohne βίου, der Tod, Pind. Ol. 5, 22; ἐς τελευτήν, am Ende, zuletzt, H. h. 6, 29; Hes. O. 335; εἰς δὲ παῖδ' ἐμὸν Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων, die Erfüllung, Aesch. Pers. 726; ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν, 774; τελευτὴν τοῦ βίου μέλλει τελεῖν, Soph. Trach. 79; Eur.; u. in Prosa: τελευτὴ καὶ ἀρχὴ πέρας ἑκάστου, Plat. Parm. 137 d, u. öfter in diesem Ggstz; τελευτὴν ἤδη κεφαλήν τε ἐπιθεῖναι τοῖς πρόσθεν, Tim. 69 a; τελευτὴν ἔχειν, ein Ende haben, Legg. VI, 782 a; Folgde.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 accomplissement, réalisation : τελευτὴν ποιῆσαι OD accomplir ; τελευτὴ θεσφάτων ESCHL accomplissement d'un oracle;
2 achèvement, fin : μύθου IL d'un discours ; πολέμου THC d'une guerre ; particul. βιότοιο τελευτή IL, τελευτὴ βίου HDT ou simpl. τελευτή fin de la vie, mort ; ἐς τελευτήν, ἐν τελευτῇ ESCHL à la fin, enfin ; αἱ τελευταί extrémités d'un pays;
3 dénouement, résultat.
Étymologie: τελέω.

Russian (Dvoretsky)

τελευτή: дор. τελευτά (τᾱ) ἡ
1 окончание, завершение, конец (μύθου Hom.; νόστου Pind.): τελευτὴν ποιῆσαι Hom. положить конец, прекратить; τελευτὴν ἔχειν Plat. иметь конец, кончаться; ἐπὶ τελευτῇ τοῦ βίου Plat. на исходе жизни; ἐς τελευτήν HH, Hes., Soph., ἐπὶ τελευτῆς Plat. и ἐν τελευτῇ Pind., Aesch. на исходе, в конце;
2 исполнение, осуществление (θεσφάτων Aesch.);
3 развязка, результат, последствия (πράγματος Pind.; γάμου Aesch.);
4 окраина, край, оконечность: τελευταὶ τῆς Λιβύης Her. окраины Ливии; ἐκ μέσου πρὸς τὰς τελευτάς Plat. от центра к периферии;
5 конец, кончина, смерть, Pind., Soph., Thuc., Plat., Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

τελευτή: ἡ, (τελέω) ἐκτέλεσις, τελευτὴν ποιῆσαι, τελέσαι, Ὀδ. Α. 249., Π. 126· κραίνειν τελευτὰν γάμου Πινδ. Π. 9. 18· τ. νόστου αὐτόθι 1. 68. 2) τέλος, ἀντίθετον τῷ ἀρχή, μύθοιο Ἰλ. Ι. 625, κλπ.· οὐδέ τις ἦν ἔριδος λύσις οὐδὲ τ. Ἡσ. Θεογ. 637· πρὸς τῇ τ. τῆς ὁδοῦ Ἀριστοφ. Λυσ. 294· ἡ τ. τοῦ πολέμου Θουκ. 1. 13· τελευτὴν κινδύνοις ἐπιθεῖναι Λυσί. 195 8· τελευτὴν ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 782Α. 3) ἰδίως, βιότοιο τ. Ἰλ. Η. 104., Π. 787· βίου Ἡρόδ. 1. 30, 31, κλπ.· τ. βίου ποιεῖσθαι Ἀνδοκ. 32. 22· ἐπὶ τελευτῇ τοῦ βίου Πλάτ. Γοργ. 516Α. β) συχν. καὶ ἄνευ τῆς γεν. βίου, τὸ τέλος τῆς ζωῆς, θάνατος, Πινδ. Ο. 5. 52, Θουκ., Πλάτ., κλπ.· τ. ὑστάτη Σοφ. Τρ. 1256· τελευτὴν τελεῖν αὐτόθι 79· τελευτῆς λαχεῖν, τυχεῖν Θουκ. 2. 44, Ξεν.· τ. δοῦναι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 7, 3· ὡσαύτως ἐν περιφράσει, θανάτοιο τ., τὸ τέλος ὃ ὁ θάνατος ἐπιφέρει, Λατ. mortis, exitus, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 357, πρβλ. τέλος Ι. 2· τῆς γηραιοῦ τελευτῆς προαποθανεῖν Ἀντιφῶν 125. 25. 4) τὸ τέλος, ἀποτέλεσμα, πᾶσαν τελ. πράγματος δεῖξεν Πινδ. Ο. 13. 104, πρβλ. Θέογν. 1075· γάμου πικραὶ τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 745· τ. πρευμενεῖς κτίσειεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 138 θεσφάτων ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 740· κακοῦ θυμοῦ τ. κακὴ Σοφ. Ο. Κ. 1198. 5) μετὰ προθέσεων, ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, ἐς τελευτήν, κατὰ τὸ τέλος, ἐπὶ τέλους, Ὕμν. Ὁμηρ. 6. 29, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 331, Θέογν. 201, Σοφ. Ο. Κ. 1224· ἐπὶ τελευτῆς Πλάτ. Φαῖδρ. 267D, κλπ.· ἐν τελευτῇ Πινδ. Ο. 7. 47, Αἰσχύλ. Θήβ. 937. ΙΙ. τὸ τέλος, ἄκρον παντὸς πράγματος, οἷον ἐπὶ τῶν μελῶν ἢ κώλων τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 6, πρβλ. 4. 9, 7, π. Ζ. Γενέσ. 1. 15, 1· ― ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, τελευταὶ Λιβύης = ἐσχατιαὶ Wess. εἰς Ἡρόδ. 2. 23, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 33Β. 2) τὸ τέλος περιόδου ῥητορικῆς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 19, 6, κλπ.· ἐπὶ δράματος, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 7. 5.

English (Autenrieth)

end, accomplishment, purpose, Il. 9.625, Od. 1.249.

English (Strong)

from τελευτάω; decease: death.

English (Thayer)

τελευτῆς, ἡ (τελέω), end (see τέλος, 1a. at the beginning); the end of life, decease, death: Pindar and Thucydides down; the Sept. for מות; with βιοτοιο added, Homer, Iliad 7,104; τοῦ βίου, Herodotus 1,30, and often in Attic writings).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. τέλος, έσχατο σημείο, τέρμα, άκρο
2. (με ή χωρίς γεν. του βίου ή της ζωής)
το τέλος του βίου, ο θάνατος, ιδίως ο φυσικός (α. «η τελευτή του βίου του» β. «παρὰ τοῦ ὑπηρετοῦν τος μοναχοῦ ἔμαθε τὴν τελευτὴν αὐτοῦ», Μηναί.
γ. «τελευτὴν δοῦν αι», Θουκ.)
αρχ.
1. εκτέλεση, τέλεση ενέργειας («κραίνην τελευτὰν γάμου», Ηρόδ.)
2. έκβαση, αποτέλεσμα («πᾶσαν τελευτὰν πράγματος δεῖξεν», Πίνδ.)
3. άκρο μέλους του σώματος («ἐκ μέσου πάντη πρὸς τὰς τελευτὰς ἴσον ἀπέχον», Πλάτ.)
4. (για ρητορική περίοδο, δράμα ή λέξη) κατάληξη
5. φρ. «ἐς τελευτήν» — κατά το τέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τέλος, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. ρ. τελεύω (πρβλ. κράτος: κρατευταί)].

Greek Monotonic

τελευτή: ἡ (τελέω
I. 1. τελείωμα, συμπλήρωση, εκπλήρωση, σε Ομήρ. Οδ.
2. τέλος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· τῆςὁδοῦ, σε Αριστοφ.· ἡ τελευτὴ τοῦ πολέμου, σε Θουκ.
3. ιδίως, το τέλος της ζωής, βιότοιο τελευτή, σε Ομήρ. Ιλ.· βίου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, περιφραστ. θανάτοιο τελευτή, το τέλος που ο θάνατος φέρνει, Λατ. mortis exitus, σε Ησίοδ.
4. τέλος, έκβαση, αποτέλεσμα, σε Πίνδ., Αισχύλ.
5. με προθ., χρησιμ. με επιρρ. σημασία, ἐς τελευτήν, στο τέλος, επί τέλους, σε Ησίοδ., Σοφ.· ἐπὶτελευτῆς, σε Πλάτ.· ἐν τελευτῇ, σε Αισχύλ.
II. 1. τέλος, άκρη οποιουδήποτε πράγματος, τελευταὶ Λιβύης, τα άκρα της Λιβύης, σε Ηρόδ.
2. τέλος πρότασης, σε Αριστ.

Middle Liddell

τελέω
I. a finishing, completion, accomplishment, Od.
2. a termination, end, Il., Attic; τῆς ὁδοῦ Ar.; ἡ τ. τοῦ πολέμου Thuc.
3. esp. an end of life, βιότοιο τ. Il.; βίου Hdt., etc:—also periphrasis, θανάτοιο τ. the end that death brings, Lat. mortis exitus, Hes.
4. the end, event, issue, Pind., Aesch.
5. with Preps., in adv. sense, ἐς τελευτήν, at the end, at last, Hes., Soph.; ἐπὶ τελευτῆς Plat.; ἐν τελευτῇ Aesch.
II. the end, extremity of any thing, τελευταὶ Λιβύης the extremities of Libya, Hdt.
2. the end of a sentence, Arist.

Frisk Etymology German

τελευτή: {teleutḗ}
Grammar: f.
Meaning: Ende, Lebensende, Vollendung, Schluß, Ausgang (seit Il.).
Composita: Einige Kompp., z.B. ἀτέλευτος endlos (A. in lyr.); auch προτελευτή f. früher Tod (Vett. Val.), Rückbildung von προτελευτάω.
Derivative: Davon τελευταῖος am Ende befindlich, äußerster, letzter (ion. att., auch Pi. [ergänzt]); -άω, auch m. ἀπο-, ἐκ-, προ- u.a., enden, das Leben enden, vollenden, zu Ende gehen, endigen mit ἀποτελεύτησις f. Schluß, Ergebnis (Pl. u.a.).
Etymology: Isoliertes Verbalnomen, anscheinend von *τελεύω (wie κελεύω); vgl. noch τελευτή: τέλος wie κρατευταί (s. d.): κράτος. In *τελεύω will Fraenkel Mél. Boisacq 1, 368 ein Denominativum von τέληος (aus *τέλεσϝος?) sehen; wenig überzeugend. — Eine auffallende Ähnlichkeit zeigen toch. B klautk-’umkehren, wenden’, klutk- ‘sich (um)drehen’ (A lotk-, lutk- m. Dissimilation), die sich auf idg. *qʷlout-, *qʷlut- zurückführen lassen (v. Windekens Orbis 11, 195 f.; zur Bed. s. τέλομαι, τέλος). Zum Vergleich eignen sich auch die armenischen Nomina auf -oyt‘, z.B. erew-oyt‘ Erscheinung (neben erewim, s. πρέπω), die einen eu- (ou-) Diphthong voraussetzen, s. Frisk Suff. -th- im Idg. 28 m. Lit. — Weiteres s. τέλομαι, τέλος.
Page 2,869

Chinese

原文音譯:teleut» 帖留帖
詞類次數:名詞(1)
原文字根:完成
字義溯源:死亡,死了,終結;源自(τελευτάω)=命終)而 (τελευτάω)出自(τελέω)=完畢), (τελέω)出自(τέλος)=界限,結局), (τέλος)又出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 死了(1) 太2:15

English (Woodhouse)

conclusion, death, end

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

finis, exitus, end, outcome, 1.13.3,
item likewise 1.18.1. 5.86.1, 5.91.1, 7.6.1, 7.75.6,
mors, death, 2.44.1.

Translations

completion

Bulgarian: завършване, завършек; Dutch: vervollediging, afronding, afwerking, voltooiing; Esperanto: plenumo; Finnish: loppu, päätös; French: achèvement; German: Fertigstellung, Vervollständigung, Vollendung; Gothic: 𐌿𐍃𐍄𐌰𐌿𐌷𐍄𐍃; Irish: slánú; Italian: completamento; Japanese: 完了, 完成; Ladino: escapación, escapadijo, escapadura; Latin: completio; Maori: whakahemonga, otinga, whakaotinga, porotutukitanga; Norwegian Bokmål: fullførelse, fullføring; Nynorsk: fullføring; Polish: zakończenie, ukończenie, zrealizowanie; Portuguese: completamento, completação, conclusão; completude; Romanian: final; Russian: завершение; Scottish Gaelic: iomlanachd, lìonadh, ullamhachd, buil; Spanish: conclusión, compleción, completación; Turkish: tamamlama

end

Arabic: نِهَايَة‎, غَايَة‎; Egyptian Arabic: نهاية‎; Moroccan Arabic: خر‎; Armenian: վերջ, ծայր; Assamese: ওৰ, শেষ; Asturian: fin; Azerbaijani: son, axır, baş; Bashkir: аҙаҡ; Basque: amai; Belarusian: канец, край; Breton: diwezh; Bulgarian: край; Burmese: အဆုံး; Catalan: fi; Chinese Mandarin: 結束, 结束, 末尾, 端; Chuvash: вӗҫ; Czech: konec; Dalmatian: fain; Danish: ende, afslutning; Dutch: einde, uiteinde; Esperanto: fino; Estonian: lõpp; Even: мудан; Evenki: мудан; Ewe: nuwuwu; Finnish: pää, pääty; loppu; French: fin, bout, extrémité; Friulian: fin; Galician: fin; Georgian: დასასრული, ბოლო, მიწურული; German: Ende, Schluss; Alemannic German: Endi; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌴𐌹𐍃; Greek: τέλος, πέρας, τέρμα, λήξη, άκρο, άκρη; Ancient Greek: τελευτή; Hebrew: סוֹף‎, קצה‎; Hebrew: פין‎; Latin: fin; Hindi: अंत; Hungarian: vég; Icelandic: endir; Ido: fino; Indonesian: akhir, ujung; Istriot: feîn; Italian: fine; Japanese: 終了, 終わり, 終い, 端, 最後, エンド; Kapampangan: danggut, sepu; Khmer: ចុង; Korean: 끝; Kurdish Northern Kurdish: dawî, talî, dûmahî, xilasî, kutahî; Ladino Hebrew: פ׳ין‎, קאב׳ו‎; Latin: fin, kavo; Lao: ຈົບ; Latgalian: beigys, gols, pabeigys; Latin: finis, terminus, termen, exitus, extremum, extremus, peractio, finalitas; Latvian: gals, beigas; Lithuanian: pabaiga, galas; Luxembourgish: Enn; Macedonian: крај; Malay: akhir, hujung, هوجوڠ‎; Maltese: tmiem, għeluq; Manchu: ᡩᡠᠪᡝ; Manx: arbyl; Maori: hikutau, mutunga, paunga; Mongolian: төгсгөл; Nanai: дуэ, модан; Neapolitan: scompetura; Norwegian Bokmål: ende, slutt; Occitan: fin; Oromo: dhuma; Persian: انتها‎, پایان‎, آخر‎; Polish: koniec; Portuguese: fim, cabo, término; Romanian: sfârșit, terminație, capăt; Romansch: fin, fegn; Russian: конец, край; Sanskrit: अन्त, समाप्ति; Sardinian: fine, fini, finis; Scottish Gaelic: eàrr; Serbo-Croatian Cyrillic: крај; Roman: kraj; Sicilian: fini; Slovak: koniec; Slovene: konec; Somali: dhammaad; Sorbian Lower Sorbian: kóńc; Spanish: fin; Swahili: mwisho, ncha, tamati; Swedish: slut, ände; Tagalog: katapusan, dulo; Tajik: охир; Thai: จบ; Tibetan: མཇུག; Turkish: son; Ukrainian: кінець, край; Urdu: انت‎; Venetian: fin, tèrmine; Vietnamese: chóp, mút; Walloon: fén, dibout, coron; Welsh: diwedd; West Frisian: ein; Westrobothnian: lykkt, lökt; Yagnobi: охир; Yiddish: סוף‎

death

Abkhaz: псра; Adyghe: лӏэныгъ; Afar: raba; Afrikaans: dood; Ainu: ライ, ラヤㇺペ; Albanian: vdekje, mort; Amharic: ሞት; Arabic: مَوْت‎, وَفَاة‎; Egyptian Arabic: موت‎; Gulf Arabic: موت‎, وفاة‎; South Levantine Arabic: موت‎; Aramaic Classical Syriac: ܡܘܬܐ‎; Jewish Aramaic: מוֹתָא‎; Armenian: մահ, վախճան; Old Armenian: մահ; Aromanian: moarte; Assamese: মৃত্যু, মৰণ; Asturian: muerte; Atong: thyiwami; Avar: хвел, хвей; Azerbaijani: ölüm, vəfat; Bashkir: үлем, әжәл; Basque: heriotza; Belarusian: смерць, сьмерць; Bengali: ইন্তেকাল, ওফাত, মৃত্যু, মরণ; Berber Tashelhit: tamttant; Bole: moto; Breton: marv; Bulgarian: смърт; Burmese: မရဏ, အသေ, သေခြင်း; Buryat: үхэл; Catalan: mort; Cebuano: kamatayon; Central Sierra Miwok: ĉam-ŝy-; Chagatai: اولوم‎, اولم‎; Chechen: валар, ӏожалла; Cherokee: ᎠᏲᎱᎯᏍᏗ; Chichewa: imfa; Chinese Cantonese: 死亡; Hakka: 死亡; Mandarin: 死亡; Min Nan: 死亡; Wu: 死亡; Chuvash: вилӗм; Coptic: ⲙⲟⲩ; Cornish: mernans; Crimean Tatar: ölüm, ecel; Czech: smrt; Dalmatian: muart; Danish: død; Dargwa: бебкӀа; Dhivehi: މަރު‎, ޥަފާތް‎; Dolgan: өлүү; Dutch: dood, overlijden; Eastern Mari: колымаш; Erzya: кулома; Esperanto: morto; Estonian: surm; Evenki: буни; Faroese: deyði; Finnish: kuolema; French: mort, décès; Friulian: muart; Gagauz: ölüm; Galician: morte, falecemento, pasamento; Georgian: სიკვდილი, გარდაცვალება, მიცვალება; German: Tod, Exitus; Gothic: 𐌳𐌰𐌿𐌸𐌿𐍃; Greek: θάνατος; Ancient Greek: ᾄδης, ᾍδης, Ἀΐδας, Ἀΐδης, Ἅιδης, αἷμα, αἶσα, ἅλωσις, ἀναίρεσις, ἀνάλυσις, ἀναχώρησις, ἀπαλλαγή, ἀπαλλαγὴ τοῦ βίου, ἀπέδευσις, ἀποβίωσις, ἀπογενεσία, ἀπογένεσις, ἄποδος, ἀπόλειψις, ἀποχώρησις, ἀπώλεια, Ἄρης, ἄφοδος, δάνος, διάκρισις, διάλυσις, διαφθορά, ἐκδημία, ἐξαγωγή, ἐξαίρεσις, ἡ τοῦ βίου ἐναλλαγή, θάνατος, μοῖρα, μόρος, ὄλεθρος, πότμος, τελευτή, τὸ θνήσκειν; Guaraní: mano, e'õ, ñemano; Gujarati: મૃત્યુ, મરણ; Haitian Creole: lanmò; Hausa: mutuwa; Hawaiian: make; Hebrew: מוות \ מָוֶת‎, מִיתָה‎; Hindi: मृत्यु, मरण, मौत, मर्ग, मरना, विनाश, मुर्दनी, मुर्दन, अंत, इंतक़ाल, फ़ना, कदन, देहांत, शरीरांत, विदा, कूच, परलोकयात्रा, प्रस्थान, अजल, कजा, वफात; Hittite: 𒄭𒅔𒃷, 𒀝𒂵𒀀𒋻; Hungarian: halál, halálozás, elhalálozás, holta, elhunyta; Hunsrik: Dod; Icelandic: dauði, andlát, fráfall; Ido: morto; Indonesian: mati; Interlingua: morte; Irish: éag, bás; Istriot: muorto; Italian: morte, dipartita, decesso, morire; Japanese: 死, 死亡; Javanese: pati, kepatèn; Kabardian: лӏэныгъэ; Kalmyk: үкл; Kannada: ಮರಣ; Karachay-Balkar: ёлюм, ажал, аджал; Karakalpak: o'lim; Karelian: kuolema, kuolenda, kuolenta, šurma; Kashubian: smierc; Kazakh: өлім, ажал, қаза, опат; Khakas: ӧлім; Khmer: សេចក្ដីស្លាប់, កាលកិរិយា, អនិច្ចកម្ម, ការតាយ; Korean: 죽음, 사망(死亡); Kumyk: оьлюм; Kurdish Central Kurdish: مەرگ‎, وەفات‎; Northern Kurdish: mirin, merg, wefat, mewt, emrê Xwedê; Kyrgyz: өлүм, ажал; Ladin: mort; Lao: ຄວາມຕາຍ, ການຕາຍ, ມໍລະນະ; Latgalian: nuove; Latin: mors, nex, exitium, quietus, letum, finis, obitus, funus; Latvian: nāve, miršana; Laz: ღურა; Lithuanian: mirtis; Lombard: mort; Low German Dutch Low Saxon: dood; German Low German: Dood; Loxicha Luxembourgish: Doud; Macedonian: смрт; Malay: kematian; Malayalam: മരണം; Maltese: mewt; Manx: baase; Maori: mate, mate kiatu, mate tara-ā-whare, mate whawhati tata, mate koeo, hautapu; Marathi: मृत्यु; Mingrelian: ღურა; Mirandese: muorte; Moksha: кулома; Mongolian Cyrillic: үхэл; Nahuatl: miquiztli; Inuktitut: ᐋᔪᐃᓕᖅᑐᖅ, ᑐᖁᓂᖅ; Navajo: aniné, anoonééł; Neapolitan: morte; Nepali: मृत्यु, मरण; Ngazidja Comorian: wafati, hufa, mauti, mfo 3, mfariki; Nogai: оьлим; Norman: mort, décès; Northern Sami: jápmin; Northern Yukaghir: йабал; Norwegian Bokmål: død, dødsfall, ende; Nynorsk: død, dødsfall; Occitan: mort, mòrt; Old Church Slavonic Cyrillic: съмрьть; Old East Slavic: съмьрть; Old English: dēaþ; Old French: mort; Old Norse: dauði; Old Prussian: gals; Oriya: ମରଣ, ମୃତ୍ୟୁ; Oromo: du'a; Ossetian: мӕлӕт; Ottoman Turkish: اولوم‎, موت‎, مرگ‎; Pali: maraṇa; Pashto: مرګ‎; Persian: موت‎, مرگ‎, وفات‎, درگذشت‎; Phoenician: 𐤌𐤅𐤕‎; Polish: śmierć, zgon; Portuguese: morte, falecimento, óbito; Bislama: ded; Punjabi: ਮੌਤ, ਜਮ; Purepecha: uarhikua; Quechua: wañu; Romanian: moarte; Russian: смерть, гибель, погибель, кончина; Rusyn: смерть; Saho: raba; Sanskrit: मृत्यु, मरण, निर्वाण, मार, मोक्ष, अन्त, काल, मृत, अभाव; Santali: ᱢᱳᱨᱳᱱ; Sardinian: molte, morte, morti; Scots: daith; Scottish Gaelic: bàs, caochladh, eug; Serbo-Croatian Cyrillic: смр̏т, погибија; Roman: smȑt, pogíbija; Shor: ӧлӱш; Sicilian: morti; Silesian: śmiyrć; Sindhi: وَفاتِ‎; Sinhalese: මරණය; Skolt Sami: jäämmʼmõš; Slovak: smrť; Slovene: smrt; Somali: dhimasho; Sorbian Lower Sorbian: smjerś; Upper Sorbian: smjerć; Southern Altai: ӧлӱм; Yucatec Maya: kíimili'; Spanish: muerte; Svan: დაგარ; Swahili: kifo; Swedish: död; Tabasaran: аьжал; Tagalog: kamatayan; Tajik: марг, вафот; Tamil: மரணம்; Tatar: үлем, әҗәл; Telugu: మరణము, చావు; Thai: ความตาย, มรณะ; Tibetan: འཆི་བ; Tigrinya: ሞት; Tocharian B: srukelle; Tongan: mate; Tupinambá: eõ; Turkish: ölüm, mevt, memat, vefat, irtihal; Turkmen: ölüm, ajal; Tuvan: өлүм; Udmurt: кулон, кулэм; Ukrainian: смерть; Umbundu: kalunga; Urdu: موت‎, مرگ‎, مرت‎; Uyghur: ئۆلۈم‎; Uzbek: oʻlim, ajal, vafot, mamot; Venetian: morte; Vietnamese: chết, tử vong; Volapük: deadam; Walloon: moirt; Welsh: marwolaeth, angau, tranc; West Frisian: dea; Wolof: dee; Xhosa: ukufa; Yakut: өлүү; Yiddish: טויט‎, מוות‎, מיתה‎; Yoruba: ikú; Zhuang: daindangdumz, daindangndaek; Zulu: ukufa