τύφω
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
[ῡ], Hdt.4.196, etc.: aor.inf.
A θῦψαι Hsch., Suid. s.v. ἀτυφία: pf. τέθῠφα dub. cj.in Crobyl.4 (τέθαιφε cod.A Ath.), Plb.5.42.3 (ὑπο-): —Pass., Arist.Mete.362a7, Call.Del.141, etc.: fut. τῠφήσομαι (ἐκ-) Men.505: aor. ἐτύφην (ἐπ-) Ar.Lys.221: pf. τέθυμμαι (ἐπι-) Pl.Phdr. 230a:—raise a smoke, D.37.36: c. acc. cogn., τύφειν καπνόν Hdt.l.c.: abs., smoke, ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο κἄτυφε κἀνέπτυε S.Ant.1009.
II trans., smoke, τῦφε πολλῷ τῷ καπνῷ (sc. τοὺς σφῆκας) Ar.V.457 (troch.), cf. 1079 (troch.):—Pass., [μέλισσαι] καπνῷ τυφόμεναι A.R.2.134; τυφόμεθα (v.l. τυφούμεθα) ὑπὸ τοῦ καπνοῦ Jul.Caes.310d.
2 consume in smoke, burn slowly, τυφέτω, καιέτω τὸν Αἴτνας μηλονόμον E.Cyc.659 (lyr.); τ. τὸν χόρτον D.S.3.29 (as v.l. for πυροῦσι): metaph., Crobyl. l.c.:—Pass., smoke, smoulder, τύφεται Ἴλιον E.Tr.145 (lyr.), cf. Ba.8; [χθὼν] καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Id.Hec.478 (lyr.); τυφέσθω Κύκλωψ Id.Cyc. 655; λίνον τυφόμενον smouldering flax, Ev.Matt.12.20 (= λ. καπνιζόμενον LXX Is.42.3): metaph., τυφόμενος πόλεμος = smouldering, but not yet broken out, Plu.Sull.6; also of the fire of love, πόθοις τυφόμενον γλυκὺ πῦρ AP12.63 (Mel.), cf. 92 (Id.), 5.123 (Phld.), 130 (Id.), 11.41 (Id.).
German (Pape)
[Seite 1166] fut. θύψω, aor. ἔθυψα, perf. τέθυμμαι, aor. ἐτύφην, Rauch, Dampf machen, κηκὶς μηρίων ἐτήκετο κἄτυφε κἀνέπτυε, Soph. Ant. 996; rauchern, καπνὸν τύφειν, Rauch machen, Her. 4, 196; καπνῷ τύφειν μελίσσας, die Bienen mit Rauch vertreiben; auch καπνῷ τύφειν τὴν πόλιν, die Stadt mit Rauch und Qualm erfüllen, Ar. Vesp. 457. 1059. – In Rauch aufgehen lassen, bes. in langsamem Feuer verbrennen, versengen, pass. rauchen, schweelen, glimmen, τύφεται Ἴλιον, Eur. Troad. 146; δόμων ἐρείπια τυφόμενα, Bacch. 8; u. übertr., sich in langsamer Gluth verzehren, bes. von der Liebe, πόθοις τυφόμενον γλυκὺ πῦρ, Mel. 13 (XII, 63); τύφεσθε ὑποκαιόμενοι, 4 (XII, 92); τύφεται πῦρ ἐγκρύφιον, Philodem. 15 (V, 124), u. öfter in Anth.; τύφεσθαι καὶ θυμιᾶσθαι, Arist. meteor. 2, 5; τυφόμενος πόλεμος, ein glimmender, noch nicht völlig ausgebrochener Krieg, Plut. Sulla 6, u. a. Sp. – Verwandt mit θύω, fumus. – [Υ im aor. pass. ist kurz.]
French (Bailly abrégé)
f. et ao. inus., pf. τέτυφα, Pass. pf. τέθυμμαι;
I. faire fumer : τ. καπνόν HDT faire naître de la fumée ; Pass. être allumé de manière à produire de la fumée ; fig. couver comme un feu qui s'allume, s'allumer lentement;
II. abs. 1 faire de la fumée;
2 remplir de fumée, enfumer : καπνῷ τύφειν (σφῆκας) AR enfumer des guêpes, les chasser (de la ruche) au moyen de la fumée ; fig. envelopper de fumée, aveugler ; stupéfier, hébéter;
3 consumer dans la fumée ; incendier, brûler, acc..
Étymologie: R. Τυφ, p. allong. de la R. Θυ, fumer ; v. θύω, cf. lat. fumus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύφω [~ θύω] in compos. perf. med. -τέθυμμαι, fut. -θύψω intrans. rook afgeven, roken:. κηκὶς μηρίων... ἔτυφε het schenkelvet rookte Soph. Ant. 1009. met acc. uitroken, onder de rook zetten:; τῦφε πολλῷ τῷ καπνῷ rook ze (de wespen) uit met veel rook Aristoph. Ve. 457; in rook doen opgaan:; τύφετε... τὸν Αἴτνας μηλονόμον doe de herder van de Etna in rook opgaan Eur. Cycl. 659; pass.:; τύφεται Ἴλιον Troje gaat in rook op Eur. Tr. 145; overdr.: ποθοῖς τυφόμενον γλυκὺ πῦρ een zoet vuur dat smeult van verlangen AP 12.63.6; πόλεμος πάλαι τυφόμενος een oorlog die al lang aan het smeulen is Plut. Sull. 6.2.
Russian (Dvoretsky)
τύφω: (ῡ) (pf. pass. τέθυμμαι)
1 дымить: κηκὶς κἄτυφε (= καὶ ἔτυφε) κἀνέπτυε Soph. жир (сжигаемых жертв) чадил и шипел; τ. καπνόν Her. разводить (сигнальный) дым;
2 выкуривать (τοὺς σφῆκας τῷ καπνῷ Arph.): τῷ καπνῷ τ. ἅπασαν τὴν πόλιν Arph. наполнять весь город дымом;
3 зажигать, воспламенять или сжигать на медленном огне (τινα Eur. и τι Diod.): ἐρείπια τυφόμενα Eur. тлеющие развалины; τεθυμμένος (v.l. τεθειμένος и τεθηγμένος) ὠμῇ ξὺν ὀργῇ Aesch. пылая яростным гневом; πόλεμος τυφόμενος Plut. тлеющая, т. е. еще не разгоревшаяся война.
Greek (Liddell-Scott)
τύφω: [ῡ], ἀόρ. ἔθυψα. Ἡσύχ., Σουΐδ.· πρκμ. τέθῠφα, Κρώβυλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1, (κατὰ Meineke ἀντὶ τέθαφε). - Παθ. μέλλ. τῠφήσομαι (ἐκ-) Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 4· ἀόρ. ἐτύφην (ἐπ-) Ἀριστοφ. Λυσ. 221· πρκμ. τέθυμμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 186, (ἐπι-) Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α. [Ἐκ τῆς √ΤΥΦ ἢ ΘΥΦ (ἥτις φαίνεται οὖσα ἐκτεταμένος τύπος τῆς √ΘΥ, θύω) παράγονται αἱ λέξεις τῦφος, τυφῶν, τυφώς, τυφεδών, τυφεδανός, ἴσως δὲ καὶ τὸ τυφλός· πρβλ. Σανσκρ. dhûp, dhûp-ayâmi (fumigo), dhûp-as (thus)· Μέσ. Γερμ. dimpf-en (dampfen, καπνίζω).] Ἐγείρω καπνόν, μετὰ συστοίχ. αἰτ., καπνὸν τύφειν Ἡρόδ. 4. 196· - ἀπολ., καπνίζω, κηκίς... ἔτυφε κἀνέπτυε Σοφ. Ἀντ. 1009. ΙΙ. μεταβ., καπνίζω τι, διὰ καπνοῦ περιβάλλω, τῦφε πολλῷ τῷ καπνῷ (ἐξυπακ. τοὺς σφῆκας), «καίων δίωκε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 457. - Παθητ., [μέλισσαι] καπνῷ τυφόμεναι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 134. 2) μεταφορ., καπνῷ τύφω πόλιν, γεμίζω τὴν πόλιν μὲ καπνόν, «ζαίω» μωραίνω τοὺς κατοίκους, Ἀριστοφ. Σφ. 1079· πρβλ. ὑφάπτω παρὰ Δημ. 977. 7, ἔνθα φαίνεται ὅτι τὸ ὑφάπτειν ἐν μεταλλείῳ ἐτιμωρεῖτο ὡς ἀδίκημα, 3) καταστρέφω ἐν καπνῷ, καίω δι’ ἡσύχου καὶ καπνίζοντος πυρός, βραδέως καὶ κατ’ ὀλίγον καίω, τύφετ’ ὦ. καίετ’ ὦ τὸν Αἴτνας μηλονόμον Εὐρ. Κύκλ. 659, τ. τὸν χόρτον Διόδ. 3. 29· μεταφ., Κρώβυλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., καπνίζω, καίομαι διὰ βραδέος πυρός, «κρυφοκαίομαι», τύφεται Ἴλιον Εὐρ. Τρῳ. 146, πρβλ. Βάκχ. 8· [χθὼν] καπνῷ κατερείπεται τυφομένα ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 478· τυφέσθω Κύκλωψ ὁ αὐτ. ἐν Κύκλωπ. 655· - μεταφ., τυφόμενος πόλεμος, ὑποκαιόμενος, ἀλλὰ μήπω ἀρξάμενος, Πλουτ. Σύλλ. 6· τεθυμμένος ὠμῇ ξὺν ὀργῇ Αἰσχύλ. Ἱκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως ἐπὶ ὑποκρυπτομένου ἔρωτος, πόθοις τυφόμενον γλυκὺ πῦρ Ἀνθ. Π. 12. 63, πρβλ. 92 πῦρ τύφεται ἐγκρύφιον 5. 124· δύσμορε, τυφομένη 131· καὶ πῦρ ἀπλήστῳ τύφετ’ ἑνὶ κραδίῃ 11. 41· - πρβλ. ἐπιτύφομαι.
English (Strong)
apparently a primary verb; to make a smoke, i.e. slowly consume without flame: smoke.
English (Thayer)
(τῦφος, smoke); from Herodotus down; to cause or emit smoke (Plautus fumifico), raise a smoke; passive (present participle τυφόμενος) to smoke (Vulg. fumigo): Matthew 12:20.
Greek Monolingual
Α
1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῖα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.)
2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω
3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.)
β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ πυρπολῶν», Αριστοφ.)
γ) καταστρέφω κάτι καίγοντάς το, μεταβάλλω κάτι σε καπνό
δ) μτφ. i) ζαλίζω, μωραίνω
ii) υποκινώ, υποδαυλίζω («ὁ συμμαχικὸς πόλεμος πάλαι τυφόμενος», Πλούτ.)
4. παθ. τύφομαι
καίγομαι σιγά σιγά, κρυφοκαίω («τυφέσθω Κύκλωψ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τύφω (< θύφω, με ανομοίωση τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα dhubh- που αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή της ρίζας dheu- «διασκορπίζω, στροβιλίζω» (βλ. λ. θύω [Ι]). Το θ. του ρήματος συνδέεται με τα: αρχ. ιρλδ. dub «μαύρος», γοτθ. daufs «πωρωμένος, ασυνείδητος», αρχ. άνω γερμ. toub «ανόητος» και tūrar, tūbar «τρελός». Το ρ. τύφω διατηρεί την αρχική σημ. της ρίζας dhubh- «καπνός». Τα παράγωγα ωστόσο του ρήματος τύφος και τυφλός χρησιμοποιήθηκαν με την εξελιγμένη σημ. της ρίζας: «σκοτάδι, σκοταδισμός του πνεύματος, ανοησία, μωρία, μεγαλομανία, καυχησιολογία, ματαιοδοξία, αλαζονεία». Το επίθ. τυφλός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που δεν βλέπει, που βρίσκεται στο σκοτάδι, ενώ το ουσ. τύφος, εκτός από «ανοησία, αλαζονεία», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει στην ιατρική ορολογία τη νάρκη και τον λήθαργο που προκαλείται από υψηλό πυρετό].
Greek Monotonic
τύφω: [ῡ], αόρ. ἔθυψα· παρακ. τέθῠφα — Παθ., μέλ. τῠφήσομαι, αόρ. βʹ ἐτύφην [ῠ], παρακ. τέθυμμαι·
I. εγείρω, σηκώνω καπνό, καπνὸν τύφω, σε Ηρόδ.· απόλ., καπνίζω, σε Σοφ.
II. 1. μτβ., καπνίζω κάτι, περιβάλλω κάτι με καπνό, τοὺς σφῆκας, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., καπνῷ τύφω πόλιν, γεμίζω την πόλη με καπνό, στον ίδ.
3. καταστρέφω μέσα στον καπνό, καίω αργά-αργά, σε Ευρ. — Παθ., σιγοκαίομαι, κρυφοκαίομαι, στον ίδ.· μεταφ., τυφόμενος πόλεμος, που κρυφοκαίει αλλά δεν έχει ξεσπάσει ακόμα, σε Πλούτ.· ομοίως, λέγεται για κρυφό έρωτα, σε Ανθ.
Middle Liddell
I. to raise a smoke, καπνὸν τ. Hdt.:—absol. to smoke, Soph.
II. trans. to smoke out, τοὺς σφῆκας Ar.
2. metaph., καπνῶι τ. πόλιν to fill the town with smoke, Ar.
3. to consume in smoke, to burn slowly, Eur.:—Pass. to smoulder, Eur.:—metaph., τυφόμενος πόλεμος smouldering, but not yet broken out, Plut.; so of concealed love, Anth.
Chinese
原文音譯:tufè 替賀
詞類次數:動詞(1)
原文字根:冒煙
字義溯源:冒煙*,無火焰而慢慢燃燒,將殘的
同源字:1) (τυφλός)像在煙中的迷糊 2) (τυφλόω)弄瞎 3) (τυφόομαι)陷在煙霧中 4) (τύφω)冒煙 5) (τυφωνικός)暴風雨
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 將殘的(1) 太12:20
Mantoulidis Etymological
(=καπνίζω, ζαλίζω, σκοτίζω). Ἀρχικά ἦταν θύφω (=τύφω). Ἀπό ρίζα τυφ- πού ἴσως εἶναι ἐκτεταμένος τύπος τῆς θυ- (θύω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τυφεδών, ἡ (=φλόγωση), τυφεδανός, τυφλός, τυφλόω -ῶ, τύφλωσις, (ἀπο, ἐκ) τύφλωσις, τυφλωτικός, ἐκτυφλωτικός, τῦφος, τυφόω -ῶ, τυφώδης, Τυφωεύς, Τυφῶν, τυφωνῶνος (=θύελλα), Τυφώς.