χάλαζα

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰ́λαζα Medium diacritics: χάλαζα Low diacritics: χάλαζα Capitals: ΧΑΛΑΖΑ
Transliteration A: chálaza Transliteration B: chalaza Transliteration C: chalaza Beta Code: xa/laza

English (LSJ)

[χᾰ], ης, ἡ,
A hail (cf. Pl.Ti.59e, Arist.Mu.394b1), ὄμβρον . . ἠὲ χάλαζαν ἢ νιφετόν Il.10.6, cf. 15.170, Apoc.8.7, etc.: pl., X. Oec.5.18, Pl.Smp.188b, R.397a; χ. στρογγύλαι hailstones, Ar.Nu. 1127(troch.); ἀπὸ τῶν χαλαζῶν . . ἄπαγε σεαυτόν Id.Ra.852: metaph., any pelting shower, ὀμβρία χ. S.OC1503; χ. αἵματος Pi.I.7(6).27.
II any small knot like a hailstone,
1 pimple or tubercle in the flesh of swine, Arist.HA603b18, Pr.963b34, Androsth. ap. Ath.3.93c.
2 small cyst, such as grows on the eyelid, Gal. 19.437, Poll.4.198, etc.
3 a knot or hard lump; in an egg, Arist.HA560a28; in coal, Thphr.Sign.25; in ivory, Philostr.VA 2.13; λίθοι χαλάζης crystals, 1 Enoch14.9,10. (Cf. Sloven. žled, Little Russian oželeda 'sleet, ice'.)

German (Pape)

[Seite 1326] ἡ (χαλάω, eigtl. das Losgelassene), – 1) Hagel; Ζεὺς τεύχων ἢ πολὺν ὄμβρον, ἠὲ χάλαζαν, ἢ νιφετόν Il. 10, 6, vgl. 15, 170. 22, 151; ἤ τις ὀμβρία χάλαζ' ἐπιῤῥάξασα Soph. O. C. 1499; Ζεὺς χάλαζαν ἄσπετον πέμψει Eur. Troad. 78; vgl. Plat. Tim. 59 e; πάχναι καὶ χάλαζαι Conv. 188 b; Sp., wie Luc. Tim. 3. – Übertr., alles hageldicht Fliegende oder Fallende, z. B. in der Schlacht ein Hagel von Steinen od. Pfeilen, Sp.; auch αἵματος, Pind. I. 6, 27, wie μέλας ὄμβρος χαλάζης αἱματοῦς ἐτέγγετο Soph. O. C. 1499. – 2) Finnen im Schweinefleisch, Arist. probl. 34, 4; vgl. Androsthen. bei Ath. III, 93 c; – das Gerstenkorn am Augenlide, Hippocr.; – der harte Kern im Elfenbeine, Philostrat. Apoll. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
grêle, grain de grêle ; orage de grêle.
Étymologie: cf. lat. grando.

Russian (Dvoretsky)

χάλαζα: (χᾰ) ἡ
1 градина (χάλαζαι στρογγύλαι Arph.);
2 тж. pl. град Hom., Arph., Plat., Arst., Luc.: ὀμβρία χ. Soph. проливной дождь с градом; χ. αἵματος Pind. обильное кровотечение;
3 затвердение, бугорок: τοῦ ὠχροῦ χάλαζαι Arst. узелки в желтке;
4 (у свиней), финна или эхинококк Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χάλαζα: -ης, -ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «χαλάζι» (πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 59Ε, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4, 8), ὄμβρον... ἠὲ χάλαζαν ἢ νιφετὸν Ἰλ. Κ. 6, πρβλ. Ο. 170, κλπ.· πληθ., χάλαζα πολλὴ, θύελλα μετὰ χαλάζης, Ξεν. Οἰκ. 5, 18, Πλάτ. Συμπ. 188Β, Πολ. 397Α· χ. στρογγύλαι, «κόκκοι χαλάζης», Ἀριστοφ. Νεφ. 1127· ἐκ τῶν χαλαζῶν... ἄπαγε σεαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 852· μεταφορ., πᾶσα ῥαγδαία βροχὴ, ὀμβρία χ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1503· χ. αἵματος Πινδ. Ι. 7 (6). 39· ἴδε ὄμβρος ΙΙ. ΙΙ. πᾶς μικρὸς κόμβοςὄγκωμα ὅμοιον πρὸς κόκκον χαλάζης, 1) ἴονθοςοἴδημα ἐντὸς τῆς σαρκὸς τῶν χοίρων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱσ. 8. 21, 4, Προβλ. 34. 4, 2, Ἀνδροσθ. παρ’ Ἀθην. 93C· πρβλ. χαλαζάω ΙΙ. 2) μικρὸν οἴδημα ἐπὶ τῶν βλεφάρων ἢ ἐξάνθημα καὶ σκλήρωσις, Γαλην., κτλ., πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 197. 3) οἱονεὶ κόμβος ἢ σκληρὸς ὄγκος· ἐν ᾠῷ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 17· ἐν τῷ ἄνθρακι, «ῥόζος», Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 25· ἐν τῷ ἐλεφαντίνῳ ὀστῷ (δηλ. τῷ ὀδόντι), Φιλόστρ. 63· πρβλ. χαλάζιος, χαλαζώδης. (Πρὸς τὸ χάλαζα, δηλ. χάλαδ-ya, πρβλ. Σανσκρ. hrád-unl) (θύελλα)· Λατ. grando, inis· Σλαυ. grad-u).

English (Slater)

χᾰλαζα hailstorm met. ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (I. 7.27)

English (Strong)

probably from χαλάω; hail: hail.

English (Thayer)

χαλάζης, ἡ (χαλάω, which see (so Etym. Magn. 805,1; but Curtius (sec. 181) says certainly has nothing to do with it)), from Homer down, the Sept. for בָּרָד, hail: Revelation 16:21.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
το χαλάζι
νεοελλ.
1. βοτ. η περιοχή της βάσης της σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης του σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες της σπερματικής βλάστης
2. ζωολ. δύο περιελιγμένες χορδές ινώδους αλβουμίνης που συνδέουν τον κρόκο του αβγού τών πτηνών με το λεύκωμα
3. (κτην.) παλαιότερη ονομασία νόσου τών κατοικίδιων ζώων, ιδίως του χοίρου, η κυστικέρκωση
αρχ.
1. ραγδαία βροχή
2. μικρό οίδημα ή εξάνθημα στα βλέφαρα, χαλάζιο
3. ρόζος στα φυτά
4. μικρός κόμβος ή όγκωμα, όμοιος με χαλάζι, στη σάρκα τών χοίρων
5. φρ. «λίθοι χαλάζης» — κρύσταλλοι (Ενώχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χάλαζα (< χαλαδ-) έχει σχηματιστεί με επίθημα -ja (πρβλ. ῥίζα) από μια μορφή της ΙΕ ρίζας ghelәd- «πάγος», όπου το φωνήεν της β' συλλαβής παραμένει απαθές, ενώ το φωνήεν της α' εμφανίζεται συνεσταλμένο ή τρέπεται αφομοιωτικά σε α (πρβλ. φάλαγγα). Σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ίδιας ρίζας, αλλά με διαφορές ως προς τον χαρακτήρα του θ., ανάγονται επίσης τα πολων, žlod «παγετός, χιονόνερο, χαλάζι» με οδοντικόληκτο θ., αρχ. σλαβ. žlědica «πάγος» και ρωσ. oželedica «παγετός, κρούστα πάγου πάνω σε χιόνι» με ουρανικόληκτο θ., καθώς και το περσ. žāla «χαλάζι»].

Greek Monotonic

χάλαζα: [χᾰ], -ης, ἡ, χαλάζι, Λατ. grando, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., βροχή από χαλάζι, θύελλα από χαλάζι, σε Ξεν., Πλάτ.· χάλαζαι στρογγύλαι, κόκκοι από χαλάζι, σε Αριστοφ.· μεταφ., κάθε ραγδαία βροχή, ὀμβρία χάλαζα, σε Σοφ.· χάλαζα αἵματος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χάλαζα, ης, ἡ,
hail, Lat. grando, Il.; pl. a hailshower, hailstorm, Xen., Plat.; χ. στρογγύλαι hailstones, Ar.:—metaph. any pelting shower, ὀμβρία χ. Soph.; χ. αἵματος Pind.

Frisk Etymology German

χάλαζα: {khálaza}
Grammar: f.
Meaning: Hagel (seit Il.); auch ‘(hagelähnliche) Pustel, Tuber- kel, Korn, Knoten, Knorren’ (Arist., Thphr., Gal. usw.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in χαλαζεπής dessen Worte wie Hagel fallen, "Worthagler" (AP, von Hipponax).
Derivative: Davon 1. Demin. χαλάζιον n. Körnchen (Mediz.). 2. -ήεις, dor. -άεις hagelähnlich (Pi., AP, Nonn.), auch von σκορπίος (Nik.), -ιος Bein. des Zeus, des Apollon (Kyzikos u.a.), knotig (Hp.-Komm. VIIp), N. eines hagelähnlichen Steins (Orph.; -ίας Plin., -ίτης sp.; Redard 63), -αῖος hagelähnlich, mit Hagel gemischt (νιφετός, Nonn.), knotig, knorrig (φηγός, Opp.), -ώδης hagelähnlich, voll Hagel, voll Pusteln, körnig (Hp., Arist. usw.). 3. -άω, auch m. ἐπι-, κατα-, hageln, behageln (Kom.Adesp., Luk.), an Pusteln leiden (Ar. Eq. 381, Arist.), -ιάω ib. (sp. Mediz.); -ωσις f. ‘Pustel-, Körnchenbildung’ (Gal.: *-όομαι).
Etymology: Bildung mit ι̯α-Suffix wie zahlreiche Ding-, Tier- und Pflanzenbez. (ῥίζα, γλῶσσα, νῆσσα, κόνυζα usw. usw.; vgl. Havers Sprache 4, 27) von einem Dentalstamm, der auch auf slav. Gebiet vorliegt in polab. zlod Hagel, poln. žɫód Glatteis, Eisregen u.a. aus urslav. *želd-; oft mit Gutturalsuffix, z.B. aksl. žlědica ‘Eis-, Schneeregen’, russ. oželédica Glatteis, Eisrinde auf dem Schnee; dazu aus dem Iran. npers. žāla Hagel, Reif (uriran. *žarda-), wie die slav. Wörter aus idg. *ghelədmit regelmäßigem Schwund des Reduktionsvokals. Daneben mit tiefstufigem α der Anfangssilbe (oder mit Vokalassimilation?) χάλαζα wie z.B. χέραδος: χαράδρα, τελαμών: τάλαντον u.a. Vgl. Specht Ursprung 17 und 228 (mit unbeweisbarer weiterer Zerlegung). — Abzulehnen Vey BSL 51, 85 f.
Page 2,1065-1066

Chinese

原文音譯:c£laza 哈拉撒
詞類次數:名詞(4)
原文字根:落下 相當於: (בָּרָד‎)
字義溯源:雹^,冰雹,雹,雹子;或源自(χαλάω)=放低,落下),而 (χαλάω)出自(χάσμα)=深坑), (χάσμα)又出自(χάσμα)X=裂開*)
出現次數:總共(4);啓(4)
譯字彙編
1) 雹子(3) 啓8:7; 啓16:21; 啓16:21;
2) 雹(1) 啓11:19

Mantoulidis Etymological

(=τό χαλάζι, κάθε ἐξόγκωμα ὅμοιο μέ χαλάζι). Χαλαδ+jα = χάλαζα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χαλαζάω (=ρίχνω χαλάζι, ἔχω ἐξανθήματα), χαλαζηδόν, χαλαζήεις, χαλάζιο, χαλάζιος (=γεμάτος ρόζους), χαλαζώδης.

Translations

hail

Afrikaans: hael; Ainu: コンル; Albanian: breshëri; Arabic: بَرَد; Egyptian Arabic: مطر تلج; South Levantine Arabic: برد; Aramaic Classical Syriac: ܒܪܕܐ; Armenian: կարկուտ; Aromanian: grãndini, grindinã; Ashkun: ašĩ; Asturian: pedrisca, granizu; Avar: горо, цӏер; Azerbaijani: dolu; Bashkir: боҙ, борсаҡ, боҙборсаҡ; Basque: kazkabar, txingor; Bats: სეტყო; Belarusian: град; Bengali: শিলাবৃষ্টি; Bulgarian: градушка; Burmese: မိုးသီး; Catalan: calamarsa, calabruix; Cherokee: ᎦᏁᏐᏍᎬ; Chinese Cantonese: , 冰雹, 雪珠; Dungan: лынзы; Gan: 雹子; Hakka: 冰雹; Hokkien: 雹; Jin: 冷彈子, 冷弹子; Mandarin: 冰雹, 雹子, ; Northern Min: 龍雹, 龙雹; Wu: 冰雹; Xiang: 冰雹; Cornish: keser; Czech: kroupy, krupobití; Danish: hagl; Dongxiang: mandëu, mensun; Dutch: hagel; Esperanto: hajlo; Estonian: rahe; Even: бот; Evenki: бокта; Faroese: hagl, heglingur; Finnish: rakeet, raesade; French: grêle, grêlons; Friulian: tampieste; Galician: sarabia, saraiba, pedrazo, saragana, escarabán, gresillo, garaullo; Georgian: სეტყვა, ხოშკაკალი; German: Hagel, Graupel; Greek: χαλάζι; Ancient Greek: χάλαζα; Guaraní: amandáu; Hebrew: בָּרָד; Hindi: ओला, शिलावृष्टि; Hungarian: jégverés, jégeső; Icelandic: hagl; Ido: greluno; Indonesian: hujan es, hujan batu; Ingrian: rae; Interlingua: grandine; Irish: cloichshneachta; Italian: grandine; Japanese: 霰, 雹; Kalmyk: мөндр; Kamkata-vari Kata-vari: aši; Kazakh: бұршақ; Khmer: ព្រិលគ្រាប់; Korean: 우박(雨雹); Kumyk: бурчакъ; Kurdish Central Kurdish: تەرزە; Northern Kurdish: terg, gijlok; Kyrgyz: мөндүр, доол, добул; Lao: ໝາກເຫັບ, ເຫັບ; Latgalian: krusa; Latin: grando; Latvian: krusa; Laz: დოლუ, ხოშაკალი; Lithuanian: kruša; Low German: Hagel; Macedonian: град; Malagasy: havandra; Malay: hujan es, hujan batu; Manchu: ᠪᠣᠨᠣ; Maori: hukākapu, uawhatu, hukātara, hukāwhatu, uaāwhatu, ua-ā-whatu, nganga, ua nganga; Mingrelian: კირცხი; Miyako: 霰; Mongolian Cyrillic: мөндөр; Mongolian: ᠮᠥ᠋ᠨᠳ᠋ᠦᠷ; Nahuatl: tecihuitl; Navajo: ńló; Norman: grile; North Frisian: haiel; Norwegian Bokmål: hagl; Nynorsk: hagl; Occitan: granissa, grèla; Old East Slavic: градъ; Old English: hæġl; Old High German: hagal; Old Saxon: hagal; Pashto: ږلۍ, ږړۍ, ګلۍ; Persian: تَگَرگ, ژاله; Plautdietsch: Hoagel; Polish: grad; Portuguese: granizo, saraiva; Prasuni: išĩ; Quechua: chikchi; Romanian: grindină; Romansch: granella, garniala, garnela, garneala, garnela; Russian: град; Saanich: SḰEL, ḰOLX̱; Sardinian: gràndhile, gràndhine, gràndili; Scottish Gaelic: clach-mheallain; Serbo-Croatian Cyrillic: ту̏ча, гра̑д; Roman: tȕča, grȃd; Sicilian: rannula; Slovak: krúpa; Slovene: toča; Sorbian Lower Sorbian: kšupy; Upper Sorbian: krupy; Southern Altai: бурчак, мӧндӱр; Spanish: granizo, pedrisco; Svan: თხარსკ, სკარხალ; Swahili: mvua ya mawe; Swedish: hagel; Tagalog: graniso; Tajik: жола, тагарг, дӯл; Taos: į̀ękǫ́ne; Tatar: боз; Thai: เห็บ; Tibetan: སེ་ར; Turkish: dolu; Turkmen: doly; Ukrainian: град; Urdu: ژالَہ; Uyghur: تۇلا, مۆلدۈر; Uzbek: doʻl; Venetian: tenpesta; Vietnamese: mưa đá; Vilamovian: graojp; Volapük: gräl; Waigali: ašẽ; Welsh: cesair, cenllysg; West Frisian: hagel; Yaeyama: 霰; Yakut: тобурах; Yiddish: האָגל; Zazaki: torg du or; Zhuang: lwgbag; ǃXóõ: ǁgáã