ἀριστερός

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓ριστερός Medium diacritics: ἀριστερός Low diacritics: αριστερός Capitals: ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: aristerós Transliteration B: aristeros Transliteration C: aristeros Beta Code: a)ristero/s

English (LSJ)

[ᾰ], ἀριστερά, ἀριστερόν,
A left, on the left, ἐπ' ἀριστερά = towards the left, i.e. on the left, Il.2.526, al.; ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277; ἐπ' ἀριστερὰ χειρῶν A.R. 2.1266; ἐξἀριστερῶν Hp.Epid.2.4.1; ἐν τοῖσι ἀριστεροῖσι ibid.
2 ἀριστερά (with or without χείρ), ἡ, left hand, ἐξ ἀριστερῆς χειρός = on the left hand, Hdt.2.30; simply ἀριστερῆς χειρός Id.4.34; ἐξ ἀριστερᾶς S.Ph.20, Pl.Ti.72c, etc.; οὑξ ἀριστερᾶς.. ναός S.El.7; ἐς ἀριστερὴν χεῖρα ἤιε, ἐν ἀριστερῇ ἔχειν, Hdt.7.42.
3 metaph., boding ill, ominous, because to a Greek, looking northward, unlucky signs came from the left, ἀ. ἤλυθεν ὄρνις Od.20.242.
4 awkward, erring, φρενόθεν ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας turnedst to the leftward of thy mind, S.Aj. 182 (lyr.); ἐπ' ἀριστερὰ εἴληφας τὸ πρᾶγμα in a sinister sense, Com.Adesp.22.67 D.; τῷ ἀριστερῷ δέχεσθαι [λόγους] Plu.2.378b. (Prop. 'better', cf. ἄριστος; euphemism (cf. εὐώνυμος) to avoid ill-luck.)

Spanish (DGE)

-ά, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ép. gen.-dat. plu. ἀριστερόφιν Il.13.309]
1 izquierdo ὦμος Il.5.16, 16.106, Hdt.1.171, E.IT 1381, μαζός Il.11.321, Q.S.6.635, χείρ Hdt.2.106, 4.71
de donde ἡ ἀριστερά la mano izquierda op. ἡ δεξιά: τῇ ἀριστερᾷ κρατεῖν τὸν ἄρτον, τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τὸν ὄψον Plu.2.99d
πούς Th.3.22, ἵππος Il.23.338, Nonn.D.37.208, κέρας Th.8.104, ὅπλα armas manejadas c. la mano izquierda, e.d., defensivas 2Ep.Cor.6.7
en usos adv. a la izquierda = ἐπ' ἀριστερά Hdt.1.51, 2.93, 7.39, a veces c. gen. ἐπ' ἀ. Βοιωτῶν Il.2.526, ἐπ' ἀ. χειρός Od.5.277, ἐπ' ἀριστερόφιν Il.13.309, ἐν τοῖσιν ἀριστεροῖσι Hp.Epid.2.4.1, ἐν ἀριστερᾷ Th.2.81, 98, ἐσιόντι ἀριστερῆς χειρός según se entra a mano izquierda Hdt.2.169, ἐπὶ τοῦ δρόμου ἀριστερᾶς χερός PCair.Zen.653.8 (III a.C.)
tb. hacia la izquierda ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν Il.7.238
ἐξ ἀριστερᾶς desde la izquierda S.Ph.20, E.Hec.1151, c. gen. ἐξ ἀριστερᾶς τῆς ὁδοῦ X.Cyr.8.3.10, tb. ἐξ ἀριστερῆς χειρός Hdt.2.30, 4.34, 5.77, ἐξ ἀριστερῶν Hp.Epid.2.4.1.
2 izquierdo c. la connotación de infausto ἀριστερὰ σήματα φαίνων Hes.Fr.141.25, ὄρνις Od.20.242, αἰετὸς ... οἴμησεν ἀριστερός Q.S.1.200
de donde ἐπ' ἀριστερὰ ... ἔβας te equivocaste S.Ai.182, ἐπ' ἀρίστερ' εἴληφας τὸ πρᾶγμα has tomado la cosa en mal sentido Men.Fab.incert.7.155, ἀριστερὸν τοῦ οὐρανοῦ (= κακόν) Pythag.B 30, τοὺς λόγους ... τῇ ἀριστερᾷ δέχεσθαι Plu.2.378b, γνῶναι δεξιὰν καὶ ἀριστεράν distinguir el bien y el mal, Didache 12.1, PMasp.2.1.12 (VI d.C.)
neutr. plu. como adv. ἀριστερὰ κεκλήγοντες dando graznidos de mal agüero Q.S.9.307.

German (Pape)

[Seite 351] ά, όν, links, eigentl. compar. zu ἄριστος, wobei ἄριστος nicht in der Bed. des superl. zu fassen, sondern als positiv., »gut«, so daß also ἀριστερός eigentl. »besser« heißt; im Gebrauch erscheint aber ἀριστερός nur als euphemistische Bezeichnung der linken Seite, welche nämlich dem Griechen als die unglückliche galt; ähnlich εὐώνυμος. Die Beschränkung des Gebrauchs von ἀριστερός auf diesen einen Fall wird angedeutet durch die Versetzg des Accents; denn ursprüngl. muß das Wort Proparoxytonon gewesen sein. Hom. öfters ἐπ'ἀριστερά, außerdem ἀριστερός Iliad. 23, 338 Od. 20, 242, ἀριστερόν masc. Iliad. 5, 16. 660. 11, 321. 16, 106. 478, ἀριστερόφιν Iliad. 13, 309; ἀρ. μαζόν Iliad. 11, 321, μηρόν 5, 660, ὦμον 5, 16; ἵππος ἀρ. Iliad. 23, 338; αὐτὴν ἐπ' ἀριστέρ' ἔχοντες, zur Linken, Od. 3, 171; τὴν ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα 5, 277; Βοιωτῶν ἐπ' ἀριστερά, links von den Böotern, Iliad. 2, 526; μάχης ἐπ' ἀριστερά, auf der linken Seite des Schlachtfeldes, 11, 498; νηῶν ἐπ' ἀριστερά 12, 118; νῶιν δ' ὧδ' ἐπ' ἀριστέρ' ἔχε στρατοῦ 13, 326; ἦ ἐπὶ δεξιόφιν στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ' ἀριστερόφιν 13, 309; οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7, 238; αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις, αἰετὸς ὑψιπέτης, ein Unglück bedeutender Vogel, Od. 20, 242; αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων Iliad. 12, 201. 219; οἰωνοῖσι κελεύεις πείθεσθαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ' οὐδ' ἀλεγίζω, εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Iliad. 12, 240, vgl. Lehrs Aristarch. p. 177; – ἐξ ἀριστερᾶς Soph. Phil. 20 El. 7; Plat. Tim. 72 c; ἐν τῇ ἀριστερᾷ Phaedr. 228 d u. sonst, zur Linken; τὸ ἐπ' ἀριστερὰ μέρος Plat. Phaedr. 266 a; ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιά Plat. Tim. 77 e; φρενόθεν ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας Soph. Ai. 183, du wichest links hin, vom Rechten ab; dah. linkisch, ungeschickt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. situé à gauche : ἐπ' ἀριστερὰ χειρός OD, ἐπ' ἀριστερά IL, ATT à gauche, du côté gauche ; ἡ ἀριστερά (χείρ) la main gauche, le côté gauche ; ἐξ ἀριστερᾶς SOPH, ἐν ἀριστερῇ HDT vers la gauche;
II. p. suite :
1 qui est hors du droit chemin : ἐπ' ἀριστερά SOPH hors du droit chemin, de la droite raison;
2 sinistre, de mauvais augure.
Étymologie: ἄριστος, par euphém.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστερός: (ᾰ)
1 левый (ὦμος, ἵππος Hom.; τὸ ἀριστερὸν τοῦ οὐρανοῦ Arst.);
2 роковой, зловещий (ὄρνις Hom.). - см. тж. ἀριστερά I и II.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστερός: -ά, -όν, ἀριστερός, εἰς τὰ ἀριστερά, Λατ. sinister, ἐπ’ ἀριστερά, πρὸς τὰ ἀριστερά, Ἰλ. Β. 526. κ. ἀλλ.· ἐπ’ ἀριστερὰ χειρὸς Ὀδ. Ε. 277· ἐπ’ ἀρ. χειρῶν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1266· παρ’ ἀριστερὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17, 151, 3156. 2) ἀριστερὰ (μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ χείρ), ἡ, ἡ ἀριστερὰ χείρ, ἐξ ἀριστερῆς χειρός, «ἀπὸ τὸ ἀριστερὸν χέρι», Ἡρόδ. 2. 30· ἢ ἀπλῶς, ἀριστερῆς χ. ὁ αὐτ. 4. 34: οὕτως, ἐξ ἀριστερᾶς Σοφ. Φ. 20, Πλάτ., κλ.· οὑξ ἁριστερᾶς .. ναὸς Σοφ. Ἠλ. 7· ἐς ἀριστερήν, ἐν ἀριστερῇ Ἡρόδ. 7. 42. 3) μεταφορ., προμηνύων κακόν, δυσοίωνος, διότι εἰς ἀρχαῖον Ἕλληνα οἰωνοσκόπον βλέποντα πρὸς βορρᾶν οἱ δυσμικοὶ ἢ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις Ὀδ. Υ. 242, κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ διαγωγῆς ἀτόπου, πεπλανημένης, ἄφρονος, παρεκτρεπομένης τοῦ ὀρθοῦ, φρενόθεν ἐπ’ ἀριστερὰ .. ἔβας, ἐξέκλινες πρὸς τὰ ἀριστερὰ τῶν φρενῶν σου, Σοφ. Αἴ. 183. -Πρβλ. ἐπὶ πᾶσι τὸ ἐπαρίστερος. (Ὁ Λήψιος παρὰ Δοναλδσῶνι ἐν Νέῳ Κρατύλῳ 203 σχετίζει τὸ ἀριστερὸς πρὸς τὸ Λατ. si-nist-er.)

English (Autenrieth)

left (opp. δεξιός), hence sinister, ill-boding (ὄρνῖς, Od. 20.242); ἐπ' ἀριστερά, ‘on the left,’ Il. 12.240 ; ἐπ' ἀριστερόφιν, Il. 13.309.

English (Strong)

apparently a comparative of the same as ἄριστον; the left hand (as second-best): left (hand).

English (Thayer)

ἀριστερά, ἀριστερόν, left: T Tr WH, on the plural cf. Winer's Grammar, § 27,3); ὅπλα ἀριστερά i. e. carried in the left hand, defensive weapons, Homer down.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀριστερός, -ά, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός)
2. αυτός που βρίσκεται ή εκτείνεται προς την αριστερή πλευρά του παρατηρητή, σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται προς τη δεξιά
3. το θηλ. ως ουσ. η αριστερά
το αριστερό χέρι
νεοελλ.
1. ο αριστερόχειρας
2. (το αρσ. ως ουσ. μτφ.) ο αριστερός
αυτός που πρεσβεύει ριζοσπαστικές πολιτικές ή κοινωνιολογικές θεωρίες
3. το θηλ. ως ουσ. η αριστερά
σύνολο προοδευτικών πολιτικών παρατάξεων
4. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) αριστερά
προς το αριστερό χέρι, προς την αριστερή κατεύθυνση
5. φρ. α) «η αριστερή πτέρυγα της βουλής» — η πτέρυγα της κοινοβουλευτικής αίθουσας όπου κάθεται η αντιπολίτευση και ιδίως τα ριζοσπαστικά κόμματα
6. «άκρα αριστερά» — οι επαναστατικότερες αριστερές παρατάξεις, οι εξτρεμιστές
7. «αριστερός γάμος» — ο μοργανατικός γάμος, κατά τον οποίο παντρεύονται ένας άντρας αριστοκρατικής καταγωγής και μια γυναίκα από ταπεινότερα κοινωνικά στρώματα
αρχ.
1. αυτός που προμηνύει κακό ή συμφορά, ο δυσοίωνος, ο απειλητικός
2. φρ. «ἐπ' ἀριστερά» ή (απλώς η δοτ. ως επίρρ.) τῷ ἀριστερῷ
λανθασμένα, όχι σωστά
3. (το ουδ. του πληθ. με τις προθέσεις από, εις, επί ως επίρρ.) προς την αριστερή κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε κατ' ευφημισμό (πρβλ. ευώνυμος < ευ + όνομα) με την προσαρμογή του επιθήματος -τερο- (πρβλ. δεξιτερός) στον υπερθ. άριστος και κατ' αντιδιαστολή προς το δεξιός. Οι όροι αριστερός-δεξιός, γνωστοί ήδη από τον Όμηρο, συνδέθηκαν σημασιολογικά με την οιωνοσκοπία, στην οποία επικρατούσε η αντίληψη ότι το πέταμα των πουλιών προς τη δεξιά πλευρά ήταν αίσιος οιωνός, προμήνυμα ευτυχίας, εν αντιθέσει με το πέταμα προς τα αριστερά, που θεωρούνταν δυσοίωνο και προάγγελος συμφοράς. Ο όρος αριστερός απαντά κατ' ευφημισμό και σε άλλες γλώσσες
πρβλ. σανσκρ. sanīyān «χρησιμότερος, αριστερός», λατ. sinister (πιθ. ευφημ.), αρχ. άνω γερμ. winister, ιταλ. sinistro, αβεστ. vairyastar (< vairya- «ο άριστος»).
ΠΑΡ. νεοελλ. αριστερίζω, αριστερότης.
ΣΥΝΘ.' συν θετικό) αριστεροστάτης, αριστερόχειρ
νεοελλ.
αριστερήνεμος, αριστερόστροφος
' συνθετικό) επαρίστερος
αρχ.
αμφαρίστερος, εναρίστερος].

Greek Monotonic

ἀριστερός: -ά, -όν,
1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, Λατ. sinister, προς, ἐπ' ἀριστερά, δηλ. προς τα αριστερά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ' ἀριστερὰ χειρός, στο αριστερό χέρι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐξ ἀριστερῆς χειρός, από το αριστερό χέρι, σε Ομήρ. Οδ.· ή απλά, ἐξἀριστερᾶς, σε Σοφ.· ἐς ἀριστερήν, ἐν ἀριστερῇ, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., αυτός που προμηνύει κακό, δυσοίωνος, γιατί στον αρχαίο Έλληνα οιωνοσκόπο, που κοιτούσε προς το βορρά, οι κακοί οιωνοί έρχονταν από αριστερά, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: left (Il.).
Derivatives: a plant ἀριστερεών (Plin.) = περιστερεών (reshaped after this form?); s. Strömberg Pflanzennamen 153.251f.; not related to left?
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: With the contrast marking suffix -τερο-. One mostly assumes connection with ἄρισ-τος . - There are different opinions as to the question which side was favorable and which not; cf. Lat. sinister, OHG winister, aw. vairyastāra- left (old euphemism?). Chantr. Gedenkschr. Kretschmer 1, 61-9. J. Cuillandre La droite et la gauche dans les poèmes homériques. Paris 1944. - Differently, Georgacas Glotta 36 (1958) 114f.; to Av. vairyastara-).

Middle Liddell

1. left, on the left, Lat. sinister, ἐπ' ἀριστερά towards, i. e. on, the left, Il.; ἐπ' ἀριστερὰ χειρός on the left hand, Od.; ἐξ ἀριστερῆς χειρός on the left hand, Hdt.; or simply, ἐξ ἀριστερᾶς Soph.; ἐς ἀριστερήν, ἐν ἀριστερῆι Hdt.
2. metaph. boding ill, ominous, because to a Greek augur, looking northward, the unlucky signs came from the left, Od. [deriv. uncertain].]

Frisk Etymology German

ἀριστερός: {aristerós}
Meaning: der linke, links (seit Il.),
Etymology: mit dem kontrastbildenden (differenzierenden; vgl. Benveniste Noms d'agent 115ff.) Suffix -τερο- zum selben Grundwort wie ἄριστος. Davon der Pflanzenname ἀριστερεών (Plin., Ael.) = περιστερεών und Umbildung nach diesem; s. Strömberg Pflanzennamen 153.251f. — Die linke Seite wurde ursprünglich als glückverheißend aufgefaßt; so auch in lat. sinister, ahd. winister, aw. vairyastāra- links (sofern nicht ein uralter Euphemismus vorliegt). Für die Griechen waren die linksseitigen Omina ungünstig. Zum Problem im allg. s. J. Cuillandre La droite et la gauche dans les poèmes homériques. Paris 1944. — Anders über ἀριστερός, wenig überzeugend, Ribezzo RIGI 9,
Page 1,139-140

Chinese

原文音譯:¢risterÒj 阿里士帖羅士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:次好 (左手) 相當於: (שְׂמֹאל‎)
字義溯源:左手,左邊;源自(ἄριστον)=最佳的);而 (ἄριστον)出自(ἄρρην / ἄρσην)*=男人)。這字是隱喻不祥的惡兆,因為對希臘人來說,面朝北,不吉利象徵來自左邊。當人子再來時,把綿羊(蒙賜福的)安置在右邊,山羊(被咒詛的)在左邊( 太25:33)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(1);林後(1)
譯字彙編
1) 左邊(2) 可10:37; 路23:33;
2) 左手(2) 太6:3; 林後6:7

Mantoulidis Etymological

Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Δέν ἔχει σχέση μέ τό ἄριστος.

Lexicon Thucydideum

sinister, left, unlucky, 3.22.2, 8.104.3,
a sinistra, on the left side, 2.81.3, 2.98.2. 2.100.4, 3.106.1, 6.62.2, 7.1.1. 8.101.1.

Translations

left (adjective)

Acehnese: wie; Afrikaans: links; Aklanon: waea; Albanian: majtë; Amharic: ግራ; Arabic: يَسَار, شِمَال; Egyptian Arabic: شمال; Hijazi Arabic: يسار, شُمال; Armenian: ձախ; Aromanian: stãngu; Assamese: বাওঁ; Asturian: izquierdu, esquierdu; Azerbaijani: sol; Balinese: kebot; Bashkir: һул, һулаҡай; Basque: ezker; Belarusian: левы; Bengali: বাঁ; Bhojpuri: बायाँ; Bikol Central: wala; Buginese: abeo; Bulgarian: ляв; Burmese: ဘယ်, ဝဲ; Buryat: зүүн; Catalan: esquerre; Cebuano: wala; Central Dusun: gibang; Chechen: аьрру; Chinese Cantonese: ; Dungan: зуә; Mandarin: ; Cornish: kledh; Czech: levý, levá, levé; Danish: venstre; Dutch: links, linker; Erzya: керш; Esperanto: maldekstra, liva; Estonian: vasak, pahem; Even: дьэгэнгэг; Evenki: дегинңу; Faroese: vinstra; Fijian: i mawī, mawi; Finnish: vasen; French: gauche; Galician: esquerda, xiquerda, seestra, saestra, seistra; Georgian: მარცხენა; German: link; Old High German: winstero, winistro, winstro; Gilbertese: máing; Gothic: 𐌷𐌻𐌴𐌹𐌳𐌿𐌼𐌰; Greek: αριστερός; Ancient Greek: ἀριστερός, λαιός, εὐώνυμος; Hawaiian: hema; Hebrew: שְׂמֹאל; Hiligaynon: wala; Hindi: बायाँ, बाएँ; Hungarian: bal; Icelandic: vinstri; Ido: sinistra; Ilocano: kanigid; Indonesian: kiri; Ingrian: kura; Ingush: аьрда; Interlingua: sinistre, leve; Irish: clé; Italian: sinistro; Japanese: 左; Javanese: kiwa, kering; Kalmyk: зүн; Kashubian: lewi; Kazakh: сол; Khmer: ឆ្វេង; Korean: 왼, 왼쪽; Kurdish Northern Kurdish: çep; Kyrgyz: сол; Ladin: man ciancia; Ladino: siedra; Lakota: catkayata; Lao: ຊ້າຍ; Latgalian: kairuo; Latin: laevus, scaevus, sinister; Latvian: kreiss; Lithuanian: kairioji; Luxembourgish: lénks; Macedonian: лев; Madurese: kacer; Makasar: kairi; Malay: kiri; Malayalam: ഇടത്; Maltese: xellug; Manchu: ᡥᠠᠰᡥᡡ; Maori: mauī; Mi'kmaq: inaganeq; Minangkabau: kida; Moksha: кержи; Mongolian: зүүн; Nanai: деги; Naxi: wai; Neapolitan: sinisto; Nias: kabera; Norwegian: venstre; Occitan: esquèr; Odia: ବାମ; Ojibwe: namanjinik, namanjinikan; Old Church Slavonic Cyrillic: лѣвъ; Old East Slavic: лѣвъ; Old English: winestra; Old Frisian: winstera; Old Javanese: kiwa, keriṅ; Ottoman Turkish: صول; Pangasinan: kawigi; Pashto: يسار; Persian: چپ; Polish: lewy; Portuguese: esquerdo; Quechua: lluq'i; Romani Vlax Romani: stïngo; Romanian: stâng; Romansch: seniester; Russian: левый; Samoan: tau-aŋavale; Sanskrit: सव्य, वाम; Scottish Gaelic: ceàrr, clì; Serbo-Croatian Cyrillic: ле̑вӣ, лије̑вӣ; Roman: lȇvī, lijȇvī; Shor: сол; Slovak: ľаvý; Slovene: levi; Somali: bidix; Sorbian Lower Sorbian: lěwy; Upper Sorbian: lěwy; Southern Altai: сол; Spanish: izquierdo; Sundanese: kiwa; Swahili: kushoto; Swedish: vänster; Tagalog: kaliwa; Tahitian: ʻaui; Tajik: чап; Tamil: இடது; Tarantino: mmanghe; Tarifit: aẓermaḍ; Tatar: сул; Telugu: ఎడమ; Tetum: karuk; Thai: ซ้าย; Tibetan: གཡོན, གཡོན་པ; Tocharian B: saiwai; Tongan: hema; Turkish: sol; Turkmen: çep; Tuvan: солагай; Udi: дзах; Ugaritic: 𐎌𐎎𐎀𐎍; Ukrainian: лі́вий; Urdu: بایاں; Uyghur: سول, چەپ; Uzbek: soʻl, chap; Vietnamese: trái; Vilamovian: lewo; Waray-Waray: wala; Welsh: chwith; Yagnobi: чап; Yakut: хаҥас; Yiddish: לינק; Zande: gare; Zazaki: çep; Zealandic: lienks; Zhuang: swix