ἄμμος
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
(A), or ἅμμος (cf. ὕφαμμος), ἡ,
A sand, Pl.Phd.110a, etc.
II sandy ground, racecourse, X.Mem. 3.3.6. (Related to ἄμαθος as ψάμμος to ψάμαθος.)
(B), Aeol.
A = ἁμός (A), q.v.
Spanish (DGE)
v. ἁμός, -ά,-όν.
-ου, ἡ
• Morfología: [τὸ ἄ. Ep.Rom.4.18 (ap. crít.)]
1 arena Pl.Phd.110a, Arist.HA 543b18, MA 698b16, Aen.Tact.18.3, 4, Lyc.247, BGU 1506.2 (III a.C.), Hero Aut.2.9, Plu.Fab.6, LXX Ex.2.12, Aq.De.33.19, Sm.De.33.19, D.C.Epit.9.23.2
•frec. en comparaciones y como símbolo de una magnitud incontable τοὺς ἀστέρας ὁπόσοι εἰσί, καὶ τὴν ἄμμον; Pl.Euthd.294b, ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς LXX Ge.28.14, λαὸς ὡς ἡ ἄ. ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν τῷ πλήθει LXX 1Re.13.5, cf. Ge.22.17, 28.14, Aq.3Re.4.20, Sm.3Re.4.20, Thd.Ie.33.22, Ep.Hebr.11.12
•en otras comparaciones τὸ δὲ σοφίας γένος ἄμμῳ γῆς ἐξομοιοῦται Ph.1.647.
2 arenal ἐπάγειν τοὺς πολεμίους ἐπὶ τὴν ἄμμον κελεύσεις, ἔνθαπερ εἰώθατε ἱππεύειν X.Mem.3.3.6, cf. SB 9792.4 (II a.C.), PRyl.153.5 (II a.C.).
3 gravilla, arena de construcción, mortero Mitteis Chr.1.273.12 (II/III a.C.), PMich.620.135 (III a.C.).
• Etimología: Cf. ἄμαθος.
German (Pape)
[Seite 126] ἡ, wie ψάμμος, Sand, obgleich Moeris letztere Form für attisch erklärt, Plat. Phaed. 110 a; Sandplatz zum Reiten, Xen. Mem. 3, 3, 6; Mörtel, Theophr.; Puzzolanerde, Strab. V, 245.
French (Bailly abrégé)
1ου (ἡ) :
1 sable;
2 arène sablée.
Étymologie: DELG v. ἄμαθος.
2éol. c. ἁμός.
Russian (Dvoretsky)
ἄμμος: ἡ
1 песок Plat., Arst., Plut.;
2 песчаная почва, песчаное место Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμος: ἢ ἅμμος, (πρβλ. ὕφαμμος) ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Φαίδων 110Α, κτλ. ΙΙ. ἀμμῶδες ἔδαφος, κατάλληλον δηλονότι πρὸς ἱπποδρομίαν, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6. (συγγεν. τῷ ἄμαθος ὡς τὸ ψάμμος πρὸς τὸ ψάμμαθος).
English (Strong)
perhaps from ἅμα; sand (as heaped on the beach): sand.
English (Thayer)
ἡ, sand; see. to a Hebrew comparison ἄμμος τῆς θαλάσσης and ἄμμος ἡ παρά τό χεῖλος τῆς θαλάσσης are used for an innumerable multitude, sandy ground, Xenophon, Plato, Theophrastus often, Plutarch, the Sept. often.)
Greek Monolingual
η (AM ἄμμος, η
Μ και ἄμμος, ο
Α και ἅμμος, η)
σωροί κόκκων ή λεπτών θραυσμάτων ορυκτών ή βράχων, που απαντώνται στους γιαλούς, στον βυθό θάλασσας ή λίμνης, στην κοίτη ή στις εκβολές ποταμού ή που καλύπτουν εκτάσεις ξηράς στις ερήμους
μσν.- νεοελλ.
φρ. νεοελλ. «σαν την άμμο», μσν. «σὰν (τον) ἄμμον» ή «ὑπὲρ τὸν ἄμμον», για δήλωση αναρίθμητου πλήθους
νεοελλ.
1. αμμώδης έκταση, αμμουδιά
2. φρ. «χτίζω στην άμμο», δημιουργώ κάτι επάνω σε ασταθή θεμέλια, σε αμφίβολη βάση
αρχ.
1. ομαλό αμμώδες έδαφος κατάλληλο για ιπποδρομίες
2. αμμοκονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως προς τη χρήση της λ. ἄμμος αξίζει να σημειωθεί ότι πρωτοεμφανίζεται στον Πλάτωνα. Παλαιότερα, στον Όμηρο, με τη σημασία της ἄμμου χρησιμοποιείται κυρίως η λ. ψάμαθος, σπάνια δε τα ἄμαθος και ψάμμος. Η λ. ἄμμος πλάστηκε πιθ. από το ἄμαθος με αναλογική επίδραση του ψάμμος (ή, αλλιώς, με συμφυρμό τών ἄμαθος + ψάμμος). Πρβλ. αντιστρόφως και ετυμολ. του ψάμαθος από αναλογική επίδραση του ἄμαθος. Το γένος της λ. μεταπλάστηκε αργότερα σε αρσενικό (ο ἄμμος), γιατί η κατάλ. -ος θεωρήθηκε χαρακτηριστική τών αρσενικών ουσιαστικών (πρβλ. και ἡ πλάτανος > ὁ πλάτανος, ἡ θόλος > ὁ θόλος κ.τ.ό.). Διαλεκτικώς σχηματίστηκε και περιττοσύλλαβος πληθ. σε -ουδες (ἄμμουδες
πρβλ. ἆθος-ἄθουδες).
ΠΑΡ. ἀμμώδης
αρχ.
ἄμμινος, ἄμμιον
νεοελλ.
άμμουδα.
ΣΥΝΘ. αμμόγειος, αμμόδρομος, αμμοδύτης, αμμοκονία, αμμοσκοπία
αρχ.
ἀμμοβάτης, ἀμμόνιτρον, ἀμμόχρυσος
μσν.- νεοελλ.
ἀμμόχωστος
μσν.
ἀμμοπλύνω
νεοελλ.
αμμοαργιλλώδης, αμμόγη, αμμοδίαιτος, αμμοδιυλιστήριο, αμμοδοχείο, αμμοδόχη, αμμοειδής, αμμοθεραπεία, αμμοθήκη, αμμοθύελλα, αμμοκάικο, αμμοκονίαμα, αμμόλιθος, αμμόλουτρο, αμμόλοφος, αμμομαντεία, αμμοσκέπαστος, αμμοσκεπής, αμμότοπος, αμμόφιλος, αμμοχάλικο, αμμόχορτο, αμμωρολόγιον].
Greek Monotonic
ἄμμος: ή ἅμμος, ἡ, άμμος (βλ. ἄμαθος), σε Πλάτ. κ.λπ.
II. αμμώδες έδαφος, έδαφος κατάλληλο για αγώνες δρόμου, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: sand (Pl.).
Derivatives: ἀμμίτης m. (sc. λίθος), also ἀμμῖτις f. sandstone (Plin.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Considered to be contamination of ἄμαθος and ψάμμος, but this assumed starting point fails to appreciate that this is a non-IE word that may not have followed the sound laws of IE words. S. s.vv. - On Ἀμμίτης as river name Redard Les noms grecs en -της 130 etc.
Middle Liddell
I. sand (v. ἄμαθος), Plat., etc.
II. sandy ground, a race-course, Xen.
Frisk Etymology German
ἄμμος: {ámmos}
Grammar: f.
Meaning: Sand (Pl., X. usw.).
Derivative: Ableitungen: ἀμμώδης (Hp.. Arist.), ἄμμινος (Peripl. M. Rubr.), ἀμμίτης m. (sc. λίθος), auch ἀμμῖτις f. Sandstein (Plin., Isid.). Über Ἀμμίτης als Flußnamen Redard Les noms grecs en -της 130 usw.
Etymology: Kontamination von ἄμαθος und ψάμμος, s. dd.
Page 1,93
Chinese
原文音譯:¥mmoj 暗摩士
詞類次數:{名詞} 5
原文字根:沙
字義溯源:沙^,沙土。比較 (ἅμα)=同時的*
出現次數:總共(5);太(1);羅(1);來(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 沙(4) 羅9:27; 來11:12; 啓12:17; 啓20:8;
2) 沙土(1) 太7:26
Léxico de magia
ἡ arena utilizada en una práctica de inmortalidad στρώσας καθαρείως ἄμμον ἱεράν extiende con pureza arena sagrada P IV 760 ὁρκίζω σε τὸν περιθέντα ὄρη τῇ θαλάσσῃ <ἢ> τεῖχος ἔξ ἄμμου te conjuro por el que puso montes alrededor del mar o un muro de arena (en una invocación a varias divinidades) P IV 3063
Translations
sand
Abkhaz: аҧслымӡ; Adyghe: пшахъо; Afrikaans: sand; Ahom: 𑜏𑜩, 𑜏𑜩𑜤; Ainu: オタ; Albanian: rërë; Amharic: አሸዋ; Arabic: رَمْل; Egyptian Arabic: رمل; Gulf Arabic: رمل, تراب; Hijazi Arabic: رَمِل; Aragonese: arena; Aramaic Hebrew: חלא; Syriac: ܚܠܐ; Armenian: ավազ; Aromanian: arinã; Assamese: বালি; Asturian: sable, arena, areña; Atong: han•cheng, hanʼcheng; Aymara: aqu; Azerbaijani: qum; Bahnar: chuơh; Bashkir: ҡом; Basque: harea, hondar; Belarusian: пясок; Bengali: বালু; Bikol Central: basud; Breton: traezh; Brunei Malay: pasir; Bulgarian: пясък; Burmese: သဲ; Buryat: элһэн; Catalan: sorra, arena; Cebuano: balas; Cham Eastern Cham: ꨌꨶꩍ; Western Chamicuro: mas̈hkojpe; Chechen: гӏум; Cherokee: ᏃᏯ; Chewong: pasir; Chichewa: mchenga; Chichonyi-Chidzihana-Chikauma: mitsanga; Chinese Cantonese: 沙, 沙子; Dungan: сазы; Mandarin: 沙, 沙子; Min Nan: 沙; Wu: 沙; Choctaw: shinuk; Chuvash: хӑйӑр; Cornish: tewes, treth; Crimean Tatar: qum; Czech: písek; Dalmatian: sablaun; Danish: sand; Dolgan: кумак; Drung: cvwaq; Dutch: zand, zavel; Eastern Bontoc: lakian; Elfdalian: sand; Erzya: човар; Esperanto: sablo; Estonian: liiv; Etruscan: 𐌚𐌀𐌑𐌄𐌍𐌀 class inanimate; Evenki: иңа, сируги; Extremaduran: arena; Faroese: sandur; Fijian: nuku; Finnish: hiekka; French: sable; Friulian: savalon, rene; Gagauz: kum; Galician: xabre, area; Garo: han·cheng, an·cheng; Georgian: ქვიშა, სილა; German: Sand; Old High German: sand; Gothic: 𐌼𐌰𐌻𐌼𐌰; Greek: άμμος; Ancient Greek: ψάμμος, ἄμμος, ἄμαθος, ψάμαθος; Greenlandic: sioqqat, sioraaqqat; Gujarati: રેતી; Haitian Creole: sab; Halkomelem: syíts'em; Hawaiian: one; Hebrew: חוֹל; Higaonon: balas; Hiligaynon: balas; Hindi: रेत, बालू; Hopi: tuuwa; Hungarian: homok; Icelandic: sandur; Ilocano: darat; Indonesian: pasir; Ingush: гӏум; Inuktitut: ᓯᐅᕋᖅ; Irish: gaineamh; Italian: sabbia, rena; Japanese: 砂; Javanese: ꦮꦼꦝꦶ; Kabardian: пшахъуэ; Kabuverdianu: areia; Kalmyk: элсн; Kannada: ಮರಳು; Kapampangan: balas; Karachay-Balkar: къум, юзмез; Karakalpak: qum; Karelian: liede, čuuru; Kashubian: piôsk; Kazakh: құм; Khakas: хум; Khmer: ខ្សាច់, ដីខ្សាច់; Khün: ᨪᩣ᩠ᨿ; Korean: 모래; Kumyk: хум; Kuna: ukub; Kurdish Central Kurdish: خۆڵ; Northern Kurdish: xîz, qûm; Kyrgyz: кум; Ladin: sablon; Lao: ດິນຊາຍ, ຊາຍ; Latgalian: smiļkts; Latin: arena, harena, ramentum; Latvian: smiltis; Ligurian: ænn-a; Limburgish: zandj; Lingala: zɛ́lɔ; Lithuanian: smėlis; Livonian: jõugõ; Lolopo: sa; Low German: Sand; Lubuagan Kalinga: legen; Luxembourgish: Sand; Lü: ᦌᦻ; Macedonian: песок; Maguindanao: petad; Malagasy: fasika; Malay: pasir, ramal; Malayalam: മണൽ; Maltese: ramel; Manchu: ᠶᠣᠩᡤᠠᠨ; Manx: geinnagh; Maori: one; Mapudungun: kuyem; Maranao: peted; Marathi: वाळू; Mari Eastern Mari: ошма; Western Marshallese: bok; Mazanderani: وازیک; Moksha: шувар; Mon: ဗ္တဳ; Mongolian Cyrillic: элс; Mongolian: ᠡᠯᠡᠰᠦ; Mwani: nsanga; Nahuatl: xalli; Nanai: сиян; Navajo: séí; Nepali: बालुवा; Newar: फि; Ngarrindjeri: tune; Nogai: кум; Nong Zhuang: saiz; Norman: sablion, sablloun, sabllaon, sabyõ; North Frisian: sun; Northern Northern Sami: sáttu; Northern Thai: ᨪᩣ᩠ᨿ; Norwegian Bokmål: sand; Nynorsk: sand; Occitan: sabla, arena; Old Church Slavonic Cyrillic: пѣсъкъ; Old East Slavic: пѣсъкъ; Old English: sand; Old Javanese: hĕni; Old Norse: sandr; Old Portuguese: arẽa; Oriya: ବାଲୁକା; Oromo: cir'achaa; Ossetian: змис; Ottoman Turkish: قوم; Pacoh: choah, pal, xoang, xông; Pashto: شګه, رېګ; Persian: شن, ماسه, ریگ; Pitjantjatjara: tali, paki; Plautdietsch: Saunt; Polabian: ṕosăk; Polish: piasek; Portuguese: areia; Punjabi: ਰੇਤ; Quechua: aqu; Rohingya: balu, 𐴁𐴝𐴓𐴟; Romagnol: sàbia, sabiôn; Romani: kishaj; Romanian: nisip, arină; Romansch: sablun, sablùn, sablung; Russian: песок; S'gaw Karen: မဲး; Saanich: PЌEĆEN; Saho: cinde, tsiixil, xootsa; Samoan: oneone; Samogitian: smėltės; Sanskrit: सिकता, वालुका, शीतला, वालक, रेणु; Sardinian: arena; Saterland Frisian: Sound; Scottish Gaelic: gainmheach; Serbo-Croatian Cyrillic: песак, пијесак; Roman: pésak, pijésak; Shan: သၢႆး; Shona: jecha; Shor: қум, қумақ; Sichuan Sicilian: rina; Sinhalese: වැලි; Slovak: piesok; Slovene: pesek; Sorbian Lower Sorbian: pěsk; Upper Sorbian: pěsk; Southern Altai: кумак, кум; Southern Kalinga: kallis; Southern Spanish: arena; Sranan Tongo: santi; Sumerian: 𒅖; Sundanese: keusik; Swahili: mchanga; Swedish: sand; Tagabawa: baklayan; Tagalog: buhangin; Tahitian: one; Tai Tai Nüa: ᥔᥣᥭᥰ; Tajik: рег; Tamil: மணல்; Tatar: ком; Tausug: buhangin; Telugu: ఇసుక; Ternate: dowongi; Thai: ทราย; Tibetan: བྱེ་མ; Tigrinya: ሑጻ; Tongan: one'one; Turkish: kum; Turkmen: gum, çäge; Tuvan: элезин, кум; Tuwali Ifugao: dalat; Udi: къум; Udmurt: луо; Ukrainian: пісок; Unami: lekaw; Urdu: ریت; Uyghur: قۇم; Uzbek: qum; Venetian: sabia; Vietnamese: cát; Vilamovian: zaond; Walloon: såvlon, såbe; Welsh: tywod; West Frisian: sân; White Hmong: suab puam; Wolof: suuf; Yakan: umus; Yakut: кумах; Yiddish: זאַמד; Yonaguni: 砂; Yoron: 砂; Yámana: asola; Zazaki: qum, sên; Zealandic: zand; Zhuang: sa, saiz; Zulu: isihlabathi