ἐκκλίνω

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκλίνω Medium diacritics: ἐκκλίνω Low diacritics: εκκλίνω Capitals: ΕΚΚΛΙΝΩ
Transliteration A: ekklínō Transliteration B: ekklinō Transliteration C: ekklino Beta Code: e)kkli/nw

English (LSJ)

[ῑ],
A bend out of the regular line, bend outwards or bend away, opp. ἐγκλίνω, Hp.Art.38 (s.v.l.); change the form of a word, Pl.Cra.404d.
2 dislocate, Hp.Art.7 (Pass.).
3 embezzle, Dionys.Com.3.10.
4 pervert, δικαιώματα LXX 1 Ki.8.3.
II intr., turn away, ἀπό τινος Th.5.73, LXX Nu.22.32(33); ἐκ τῆς ὁδοῦ ib.23; ἐκ νόμου θεοῦ ib.Jb.34.27: abs., give ground, retire, X.Cyr.1.4.23; give way, fall from its place, Id.Cyn.6.10.
2 c. acc., avoid, shun, ἐ. τι καὶ μὴ πράττειν Pl.Lg.746c; ἐπερχόμενον ἐ. νέφος Demad.15; τὴν τῶν θηρίων ἔφοδον Plb.1.34.4; στρατείαν Id.5.42.4,etc.:—Pass., Epict.Ench.2.
3 with Prep., turn away or turn aside towards, κατά τι X.Cyr.7.1.30; ἐπὶ τὰς ἔξω οἰκίας BGU1215.9 (iii B.C.); ἐ. εἰς δῆμον, εἰς ὀλιγαρχίαν, decline into a democracy or oligarchy, Arist.Pol.1273a5; πρός τινα visit a person on one's journey, LXX Ge.19.3.

Spanish (DGE)

I tr.
1 descolocar, cambiar la disposición u orientación ἐὰν δὲ ἐκκλίνῃ τὸν στοῖχον ἡ ἄρκυς si la red descoloca la disposición en línea X.Cyn.6.10 (text. dud.)
medic. dislocar en v. pas. χρὴ ... τὸ ... ἐκκεκλιμένον ὠθεῖν ἐς τὴν φύσιν hay que presionar la parte dislocada hacia su posición natural Hp.Art.38
desencajar, desplazar un bloque de piedra defectuoso de un muro μισθω[τοῖς τὸμ] πῶρον ἐκκλίσασιν ἐκ τῆς Μινοΐας SEG 36.731.1A.33 (Delos III a.C.).
2 cambiar la forma, alterar ἐκκλίνουσι τὸ ὄνομα Pl.Cra.404d
sent. moral pervertir ἐλάμβανον δῶρα καὶ ἐξέκλινον δικαιώματα de unos jueces corruptos, LXX 1Re.8.3, οὐκ ἐκκλινοῦσιν κρίσιν LXX De.16.19.
3 c. ac. de animados o abstr. hacer de lado, apartar de uno, evitar frec. en la fil. estoica οὐδέποτε παρόντας μὲν αὐτοὺς (ξένους) ἐκκλινεῖς Diog.Ep.37.7, εἰ ἡ ἀρετὴ τὰ μὲν διωθεῖ καὶ ἐκκλίνει τῶν ἀδιαφόρων ..., τὰ δὲ αἱρεῖται καὶ ἐκλέγεται Chrysipp.Stoic.3.57, γάμον Diog.Ep.47, cf. Simp.in Epict.39.12, 17, (τοὺς σπουδαίους) ἐκκλίνειν γὰρ τὸ πράττειν τι παρὰ τὸ καθῆκον que (los virtuosos) declinan toda acción que sea contraria al deber Chrysipp.Stoic.3.163, τὴν ... αἴσθησιν ἐκκλίνοντες ὡς οὖσαν οὐκ ἀκριβῆ Aristox.Harm.41.20, cf. D.P.Au.1.7, τὰς ὁρμὰς ἐκκλίνομεν Aesop.239, τὸν λέοντα δ' ἐκκλίνων Babr.91.5, τὰ κακὰ ἐκκλίνομεν Plot.1.4.6, τοῦ βίου τὴν ἅλμην Hsch.H.Hom.7.8
c. ac. concr., fig. cóm. hurtar, escamotear κἂν τέμαχος ἐκκλίνῃς τι, καὶ τοῦτ' ἐστὶ σόν Dionys.Com.3.10.
rehuir, retroceder ante, dejar de afrontar frec. en decr. honoríf. οὐθένα δὲ οὔτε πόνον οὔτε κίνδυνον ἐκκεκλικὼς ἕνεκεν τοῦ κοινοῦ συμφέροντος Ath.Decr.261.10 (II a.C.), οὔτε κίνδυνον οὔτε κακοπαθίαν οὐδεμίαν ἐκκέκ[λ] ικεν ID 1517.12 (II a.C.), cf. IGR 4.134.14 (Cízico II a.C.), CRIA 167.7 (Apolonia II a.C.), IPr.121.28 (I a.C.), κακοῦ ἔχθραν οὐδεμίαν ἐκκλείνων TAM 3.7.14 (Termeso I a.C.?)
abs. rehusar, negarse <δ>ιὰ τὸ πάντας ἐκκλίνειν χάριν τῆς <δ>απάνης SB 8267.18 (I a.C.).
II intr., gener. c. constr. de lugar real o fig.
1 apartarse, desviarse παρῆλθε καὶ ἐξέκλινεν ἀπὸ σφῶν τὸ στράτευμα Th.5.73, ἐξέκλινεν ἡ ὄνος ἐκ τῆς ὁδοῦ LXX Nu.22.23, cf. Ib.34.27, c. direcc. ‘hacia’ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτόν LXX Ge.19.3
en sent. moral desviarse ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ LXX Ps.33.15, cf. 1Ep.Petr.3.11, Ep.Rom.16.17
tb. en sent. moral neg. desviarse del buen camino πάντες ἐξέκλιναν ἅμα ἠχρεώθησαν todos se desviaron del buen camino y se echaron a perder, Ep.Rom.3.12, ταύτης (τῆς ὁδοῦ) πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐκκλίνοντες Gr.Nyss.Ar.et Sab.71.12.
2 táct., de tropas retirarse, replegarse ἐκκλίνουσι καὶ φεύγουσιν X.Cyr.1.4.23, cf. Plb.3.96.4
gener. alejarse, marcharse de un lugar PTor.Choachiti 11.33 (II a.C.).
3 c. εἰς y ac. tender a τῆς πολιτείας τὰ μὲν εἰς δῆμον ἐκκλίνει μᾶλλον, τὰ δ' εἰς ὀλιγαρχίαν Arist.Pol.1273a5.

German (Pape)

[Seite 763] (s. κλίνω), ausbeugen; ὄνομα, ein Wort abändern, Plat. Crat. 404 d. – Gew. intr., ausweichen, sich zurückziehen; καὶ φεύγειν Xen. Cyr. 1, 4, 23; öfter, bes. Pol.; ἀπό τινος, Thuc. 5, 73; τὴν ἔφοδον, vor dem Angriff, Pol. 1, 34, 4; οὐ σέ, τὸν λέοντα δ' ἐκκλίνω Babr. 91, 5; τὶ καὶ μὴ πράττειν, vermeiden, Plat. Legg. V, 746 c; Gegensatz περιπίπτειν Epict. enchir. 2; – sich hinneigen, εἰς δῆμον Arist. pol. 2, 11.

French (Bailly abrégé)

se détourner.
Étymologie: ἐκ, κλίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκλίνω: (ῑ)
1 отклоняться, подаваться в сторону или назад, отступать (ἐξέκλινεν ἀπὸ σφῶν τὸ στράτευμα Thuc.; ἐκκλῖναι καὶ φυγεῖν Xen., Polyb.);
2 уклоняться, избегать (τι Plat., Polyb., Plut., Babr.);
3 уклоняться, переходить (εἰς ὀλιγαρχίαν Arst.): ἐ. εἰς μελανίαν Arst. приобретать черный оттенок;
4 грам. склонять или спрягать (ὄνομα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκλίνω: μέλλ. -ῐνῶ, κλίνω ἔξω τῆς συνήθους γραμμῆς, κλίνω πρὸς τὰ ἔξω ἢ μακράν, ἀντίθετον τῷ ἐγκλίνῳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803· κλίνω λέξιν τινά, Πλάτ. Κρατ. 404D. 2) ἐξαρθρώνω, ἐν τῷ παθ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. 3) σφετερίζομαι, Διονύσιος ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 10. ΙΙ. ἀπομακρύνομαι, ἀπό τινος Θουκ. 5. 73· ἀπολύτως, ὑποχωρῶ, ἀποχωρῶ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· πίπτω ἐκ τῆς θέσεώς μου, ὁ αὐτ. Κυν. 6. 10. 2) ὡσαύτως καὶ μετὰ αἰτιατ. τοῦ ἀντικειμένου, ἀποκλίνω, ἀποφεύγω, τι Πλάτ. Νόμ. 746C, Δημάδ. 180. 16, Πολύβ. 1. 34, 4. 3) μετὰ προθέσεως, στρέφομαι πρός τι μέρος, ἐξέκλιναν κατὰ τὰ φεύγοντα ἅρματα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30· ἐκκλ. εἰς ὀλιγαρχίαν, ἀποκλίνω πρὸς ὀλιγαρχίαν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 5· εἰς μελανίαν ὁ αὐτ. π. Φυτ. 1. 5, 10.

English (Strong)

from ἐκ and κλίνω; to deviate, i.e. (absolutely) to shun (literally or figuratively), or (relatively) to decline (from piety): avoid, eschew, go out of the way.

English (Thayer)

(T Tr WH); 1st aorist ἐξέκλινα; in Greek writings from Thucydides down; the Sept. chiefly for סוּר and נָטָה; intransitive, to turn aside, deviate (from the right way and course, to turn (oneself) away (Buttmann, 144 f (126f); Winer's Grammar, 251 (236)), either from the path of rectitude, a malis declinare, Cicero, Tusc. 4,6): ἀπό κακοῦ, ἀπό with the genitive of person to turn away from, keep aloof from, one's society; to shun one: οὕς, Ignatius ad Ephesians 7,1 [ET]).

Greek Monolingual

(AM ἐκκλίνω)
1. γέρνω προς τα έξω
2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι
νεοελλ.
μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος
μσν.
1. παρασύρω
2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω
3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» — γερνώ
αρχ.
1. λυγίζω προς τα έξω
2. αλλάζω τον τύπο μιας λέξης
3. εξαρθρώνω, εκτοπίζω
4. σφετερίζομαι, καταχρώμαι
5. αποχωρώ, αποσύρομαι
6. χάνω τη θέση μου
7. ξεφεύγω, αποφεύγω
8. στρέφω κάτι προς μια μεριά
9. διαφθείρω, παραβιάζω
10. επισκέπτομαι κατά την περιοδεία.

Greek Monotonic

ἐκκλίνω: μέλ. -ῐνῶ·
1. παρεκκλίνω, βγαίνω εκτός της συνηθισμένης γραμμής, παρεκτρέπομαι· αμτβ., (ενν. ἑαυτόν), απομακρύνομαι, υποχωρώ, αποχωρώ, παραμερίζω, σε Θουκ., Ξεν.· επίσης με αιτ., αποφεύγω, τι, σε Πλάτ.
2. στρέφομαι προς κάποιο μέρος, κατά τι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ῐνῶ
1. to bend out of the regular line: intr. (sub. ἑαυτόν) to turn away, give ground, retire, Thuc., Xen.:—also c. acc. to avoid, shun, τι Plat.
2. to turn aside towards, κατά τι Xen.

Chinese

原文音譯:™kkl⋯nw 誒克-克利挪
詞類次數:動詞(3)
原文字根:出去-斜 相當於: (סוּר‎ / סָר‎ / שׂוּר‎)
字義溯源:偏離,轉離出去,偏離正路,轉向,躲避,躲,離;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(κλίνω)*=傾斜)組成。參讀 (ἀποφεύγω)同義字
出現次數:總共(3);羅(2);彼前(1)
譯字彙編
1) 他當脫(1) 彼前3:11;
2) 躲(1) 羅16:17;
3) 偏離正路(1) 羅3:12

Lexicon Thucydideum

declinare, to turn aside, avoid, 5.73.3.

Translations

dislocate

Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: ontwrichten; French: disloquer, luxer, déboîter; Galician: dislocar; German: auskugeln, ausrenken, verrenken, dislozieren; Greek: εξαρθρώνω; Ancient Greek: ἀπεξαρθρέω, ἀποστρέφω, διαρθρέω, ἐκβάλλω, ἐκγομφόω, ἐκκλίνω, ἐκκοκκίζω, ἐκμοχλεύω, ἐκστρέφω, ἐξαρθρέω, ἐξαρθρόω, ἐξαρθρῶ, παραρθρέω, στρέφω; Hungarian: kificamít; Italian: slogare, lussare; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: luxo; Polish: zwichnąć; Portuguese: deslocar; Romanian: disloca; Russian: вывихивать, вывихнуть; Slovene: izpahniti; Spanish: dislocar; Tagalog: malinsad