ἔρημος
English (Thayer)
ἔρημον (in classic Greek also ἔρημος, ἐρήμη, ἔρημον, cf. Winer's Grammar, § 11,1; (Buttmann, 25 (23); on its accent cf. Chandler §§ 393,394; Winer's Grammar, 52 (51))); adjective solitary, lonely, desolate, uninhabited: of places, R G L), ἡ ὁδός, leading through a desert, Sept.), see Γάζα, under the end of persons: "deserted by others; deprived of the aid and protection of others, especially of friends, acquaintances, kindred; bereft"; (so often by Greek writers of every age, as Aeschylus Ag. 862; Pers. 734; Aristophanes pax 112; ἔρημος τέ καί ὑπό πάντων καταλειφθείς, Herodian, 2,12, 12 (7 edition, Bekker); of a flock deserted by the shepherd, Homer, Iliad 5,140): γυνή, a woman neglected by her husband, from whom the husband withholds himself, L and WH texts omit); cf. Bleek, Erklär. d. drei ersten Evv. ii., p. 206 (cf. ἡ ἔρημος, namely, χώρα; the Sept. often for מִדְבַּר; a desert, wilderness (Herodotus 3,102): αἱ ἔρημοι, desert places, lonely regions: Winer's Grammar, § 18,1), Winer s RWB under the word Wüste; Furrer in Sehenkel see 680ff; (B. D., see under the words, Smith's Bible Dictionary, Desert and Smith's Bible Dictionary, Wilderness (American edition)).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. ἐρῆμος, η, ον :
I. abs. 1 désert, solitaire ; ἡ ἔρημος (χωρά) HDT ou ἡ ἐρήμη ÉL, au plur. αἱ ἔρημοι ÉL, τὰ ἔρημα, poét. ἐρῆμα, la solitude;
2 en parl. d'êtres vivants ou de choses solitaire, isolé, seul;
II. avec un rég. vide de, dépourvu de, gén. : χώρη ἔρημος πάντων HDT pays dépourvu de tout ; στέγαι ἔρημοι φίλων SOPH toit vide d'amis ; en parl. de pers. ἔρημος συμμάχων HDT sans alliés ; πατρός SOPH qui n'a plus de père ; ἔρημος πρὸς φίλον SOPH sans ami;
III. ἡ ἐρήμη, qqf ἡ ἔρημος, avec ou sans δίκη, γραφή, δίαιτα, procès où l'une des parties fait défaut ; ἐρήμην κατηγορεῖν PLAT accuser par défaut ; ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον καταγιγνώσκειν τινός THC condamner qqn à mort par défaut ; ἔρημον διδόναι LYS rendre un jugement par défaut, par contumace.
Étymologie: pê apparenté à ἠρέμα.
Greek Monolingual
και έρμος, -η, -ο και έρημος, -ο (AM ἔρημος, -ον, Α και ἐρῆμος, -η, -ον)
1. μοναχικός, απομονωμένος, μόνος
2. (για τόπους) α) απομακρυσμένος, ακατοίκητος, εγκαταλελειμμένος («τὸν μὲν ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην», Ομ. Οδ.)
β) άδειος («ἔρημος ἡ πνύξ», Αριστοφ.)
3. (για πρόσ.) μονήρης, αβοήθητος στερημένος από κάτι ή από κάποιον (φίλο, σύμμαχο, σύντροφο) («πού πας μονάχη κι έρημη», Σολωμ.)
4. (για αφηρ. καταστάσεις) αυτός που προκαλεί το συναίσθημα της ερημιάς, της απόλυτης εγκατάλειψης («έρημη η νύχτα ολόγυρά μου», Ζερβ.)
5. (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) βλ. ερήμην
6. (το θηλ. του επιθ. έρημος ως ουσ.) η έρημος (ενν. χώρα) α) πολύ μεγάλη έκταση γης που δεν έχει νερό και γι’ αυτό είναι ακατοίκητη και ακαλλιέργητη
β) παροιμ. φρ. «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» — γι’ αυτούς που μιλούν μάταια σε κάποιους που δεν προσέχουν ή δεν αποδέχονται αυτά που λέγονται (ΚΔ)
γ) παροιμ. «πολλά καλά στην έρημο, γιατί κανείς δεν είναι» — για το γεγονός ότι η ψυχική γαλήνη εξασφαλίζεται μακριά από την κοινωνία τών ανθρώπων
νεοελλ.
1. αυτός που σε δεδομένη χρονική στιγμή δεν παρουσιάζει ύπαρξη η κίνηση («έρημος δρόμος»)
2. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας, εγκατάλειψης («τα έρημα τα ξένα ν’ ανάψουν να καούν», δημ. τραγ.)
3. φρ. «ἐρμος σου ο χρόνος και κακός»
(για κατάρα) τον κακό σου τον καιρό
μσν.- νεοελλ.
1. ταλαίπωρος, άθλιος, δυστυχισμένος (α. «απόμεινα ο δόλιος έρμος και σκοτεινός» β. «χάθηκα ο έρμος»)
2. (για πράγματα) αδέσποτος, αφύλακτος («ἐρημο σπίτι»)
3. παροιμ. α) «ο φόβος φυλάει τα έρημα» — από τον φόβο προστατεύονται τα έρημα μέρη
β) «στα έρμα προκόβουν τ’ αγκάθια»
μσν.
ο κατεστραμμένος οικονομικά
αρχ.
1. (για ζώα) το μοναχικό, αυτό που βρίσκεται έξω απ’ την αγέλη («καταίροντας είς ἀγοράν ἐρήμους ὄρνιθας», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει στερηθεί κάποιο πράγμα, αυτός που δεν έχει κάτι (γιατί του το αφαίρεσαν), εγκαταλελειμμένος από κάποιον ή από κάτι
3. (χωρίς κακή σημ.) ελεύθερος, απαλλαγμένος από κάτι («ἀνδρῶν κακῶν ἔρημος πόλις»)
3. αζήτητος
4. (το θηλ. του επιθ.) ἐρήμη (ενν. δίκη)
η δίκη κατά την οποία απουσιάζει ο εναγόμενος
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ. ἔρημα («ἔρημα κλαίω» — κλαίω μόνος μου, Ευρ.)
6. παροιμ. «ἐρήμας τρυγῶ» (ενν. αμπέλους)
τρυγώ τα άφραγα αμπέλια και κατ’ επέκταση επωφελούμαι από την απουσία κάποιου ή συμπεριφέρομαι με θρασύτητα εκεί που δεν υπάρχει φόβος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με λατ. rēte «δίχτυ», rārus χαλαρός, αραιός, μεμονωμένος», αρχ. ινδ. r-te «χωρίς, εκτός».
ΠΑΡ. ερημία, ερημοσύνη
αρχ.
ερημάζω, ερημαίος, ερημάς, ερημείος, ερημώ.
ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) αρχ. ερημοβάτης, ερημολάλος, ερημονόμος, ερημοπλάνος, ερημοποιός, ερημόπολις (I), ερημοφίλης
μσν.
ερημόπολις (II), ερημοταφής, ερημοχάρακον
μσν.- νεοελλ.
ερημονήσι(ν), ερημότοπος. (Β’ συνθετικό) πανέρημος, φιλέρημος
αρχ.
απέρημος, δυσέρημος, ολέρημος, υπέρημος
νεοελλ.
ημιέρημος, παντέρημος].
English (Strong)
of uncertain affinity; lonesome, i.e. (by implication) waste (usually as a noun, χώρα being implied): desert, desolate, solitary, wilderness.
Chinese
原文音譯:œrhmoj 誒雷摩士
詞類次數:名詞 形容詞(50)
原文字根:荒涼 相當於: (חָרָבָה) (תֹּהוּ)
字義溯源:曠野*,沙漠,荒場,牧場,無丈夫的,沒有丈夫的
同源字:1) (ἐρημία)荒野 2) (ἔρημος)曠野 3) (ἐρημόω)成了荒場 4) (ἐρήμωσις)因毀壞而荒蕪
出現次數:總共(49);太(8);可(9);路(11);約(5);徒(9);林前(1);加(1);來(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 曠野(41) 太3:1; 太3:3; 太4:1; 太11:7; 太24:26; 可1:3; 可1:4; 可1:12; 可1:13; 可1:35; 可1:45; 可6:31; 可6:32; 路1:80; 路3:2; 路3:4; 路4:1; 路4:42; 路5:16; 路7:24; 路8:29; 路15:4; 約1:23; 約3:14; 約6:31; 約6:49; 約11:54; 徒7:30; 徒7:36; 徒7:38; 徒7:42; 徒7:44; 徒8:26; 徒13:18; 徒21:38; 林前10:5; 來3:8; 來3:17; 啓12:6; 啓12:14; 啓17:3;
2) 野(4) 太14:13; 太14:15; 可6:35; 路9:12;
3) 荒場(2) 太23:38; 徒1:20;
4) 無丈夫的(1) 加4:27;
5) 成為荒場(1) 路13:35
Lexicon Thucydideum
vastus, desertus, desolate, deserted, 1.50.3, 1.52.2, 2.17.1, 2.32.1. 2.96.4. 2.98.1, 2.102.4. 4.3.2. 4.3.1, 4.9.1. 4.13.3. 4.26.4, 4.27.1. 6.34.5. 6.49.4. 8.10.3. 8.11.2.
praesidio vacuus, without a garrison, 1.49.6, 2.4.4, 2.81.1, 2.90.3. 3.22.3, 3.106.1, 5.3.1, 5.56.5. 5.75.4. 6.102.1.
Neutr. subst. neuter substantive 5.7.5,
solus, desertus ab aliis, sine sociis, alone, deserted by others, without allies, 1.32.4, 2.51.5, 3.57.4, 3.67.3, 6.78.1, [vulgo commonly ἔρημος]
COMP. 3.11.1,
cum gen. with genitive carens, non instructus, lacking, unequipped, 8.96.3,
deserto vadimonio, with forfeited bail, 6.61.7.