συνδρομή
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
ἡ,
A tumultuous concourse of people, Cephisod. ap. Arist. Rh.1411a29, Plb.1.67.2 (pl.), LXX Ju.10.18, Act.Ap.21.30; ἐπί τινα, κατά τινων, D.S.3.71, 15.90; σ. τῶν ὄχλων εἰς τὴν ἐκκλησίαν Posidon. 36 J.; ἀπὸ συνδρομῆς = tumultuously, D.S.13.87.
2 of things, στενὴ πορθμοῦ συνδρομή (cf. συνδρομάς) Lyc.649; συνδρομὴ αἵματος εἰς τὸν πληγέντα τόπον a determination of blood, Arist.Pr.889b30; σ. θερμοῦ Plu.2.695a; combination, κέκληται ἡ σ. τούτων καυλός Sor.1.9; συνδρομὴ ἀγαθῶν Str.5.3.7; συνδρομὴ τοῦ λόγου its conclusion, moral, AP9.203 (Phot. or Leo Phil.); esp. Medic., concurrence of symptoms, 'clinical picture', Gal. 11.59, Aret.CA1.10.
b contraction of a muscle, Antyll. ap. Orib. 45.15.5, Cat.Cod.Astr.8(3).147 (pl.); of the prepuce, Paul.Aeg.6.55.
3 in Rhet., provisional concession of an adversary's standpoint, Hermog.Id.2.1,7, Aristid.Rh.1p.491S.
German (Pape)
[Seite 1009] ἡ, Zusammenlaufen, Zusammenkommen; bes. aufrührerische Versammlungen; Pol. 1, 67, 2. 69, 11; Arist. rhet. 3, 10 sagt μὴ πολλὰς ποιήσωσι τὰς συνδρομὰς ἐκκλησίας.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
réunion tumultueuse.
Étymologie: συνδραμεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδρομή -ῆς, ἡ [σύνδρομος] oploop, toeloop.
Russian (Dvoretsky)
συνδρομή: ἡ (тж. σ. τοῦ λαοῦ NT)
1 стечение, наплыв, сборище, большая толпа Arst., Polyb.: διαλύσεις καὶ πάλιν συνδρομαὶ τῶν ἀνθρώπων ἦσαν Plut. люди (Сертория) то разбегались, то опять собирались; ἀπὸ συνδρομῆς Diod. толпами;
2 скопление, прилив (αἵματος εἴς τι Arst.);
3 результат, заключение, тж. вывод (τοῦ λόγου Anth.).
English (Strong)
from (the alternate of) συντρέχω; a running together, i.e. (riotous) concourse: run together.
English (Thayer)
συνδρομης, ἡ (συντρέχω), a running together, concourse, especially hostile or riotous: Aristotle, rhetor. 3,10, p. 1411a, 29; Polybius, Diodorus, others; 3 Maccabees 3:8.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.)
2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο
νεοελλ.
1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου ή ως τίμημα δικαιώματος συμμετοχής σε κάτι ή και ως αντάλλαγμα αντιπαροχής («συνδρομή για την αποπεράτωση ναού»)
2. (ειδικά) α) εισφορά χρημάτων που καταβάλλεται κατά διαστήματα για τους σκοπούς μιας οργάνωσης από τα μέλη της («συνδρομή τών μελών του κόμματος»)
β) τακτική καταβολή χρημάτων σε περιοδικό έντυπο που παρέχει στον συνδρομητή τη δυνατότητα αλλά και το δικαίωμα να το προμηθεύεται κατά προτεραιότητα, μέσω ταχυδρομείου στην κατοικία του, και, συχνά, με έκπτωση
νεοελλ.-μσν.
1. (γενικά) χρηματική παροχή για βοήθεια, ελεημοσύνη («η συνδρομή τών εύπορων πολιτών για τους φτωχούς και αδύνατους»)
2. αρωγή, βοήθεια ή και συνεργασία («χωρίς τη συνδρομή σου δεν θα κατάφερνα τίποτα»)
μσν.-αρχ.
εκκλ. η ενιαία φύση του Ιησού Χριστού
αρχ.
1. θορυβώδης συνάθροιση πλήθους ανθρώπων
2. ιατρ. α) συστολή μυός
β) ακροβυστία
γ) (κατά τον Ιπποκρ.) το σύνδρομο
3. συνδυασμός, ένωση
4. (ρητ.) προσωρινή παραδοχή του επιχειρήματος του αντιπάλου ή, κατ' άλλους, συνεννόηση που σκοπό έχει τη βλάβη ενός τρίτου, συνωμοσία
5. συμπέρασμα
6. σαρκική επαφή, συνουσία
7. βίαιη προσβολή, επίθεση
8. έντονη προσπάθεια
9. φρ. «ἀπὸ συνδρομῆς» — με θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δρομή «τρέξιμο» (< δραμεῖν, απαρμφ. αορ. β' του ρ. τρέχω), πρβλ. παραδρομή. Η λ. αποτελεί εκφραστικό της ρηματ. ενέργειας του ρ. συντρέχω.
Greek Monotonic
συνδρομή: ἡ (δρόμος),
1. ταραχώδης, στασιαστική συνάθροιση όχλου, παρά Αριστ.
2. λέγεται για πράγματα, ἡ συνδρομὴ τοῦ λόγου, κατακλείδα, ηθικό δίδαγμα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδρομή: ἡ, ταραχώδης συρροὴ ὄχλου, Κηφισόδοτος ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7, Πολυδ. 1. 67, 2· ἐπί τινα, κατά τινος Διόδ. 3. 71., 15. 90· σ. τῶν ὄχλων εἰς τὴν ἐκκλησίαν Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 212Ε· ἀπὸ συνδρομῆς, μετὰ θορύβου, Διόδ. 13. 87. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. αἵματος εἰς τὸν πληγέντα τόπον, συρροή, συμφόρησις αἵματος, Ἀριστ. Προβλ. 9. 3· σ. πορθμοῦ (ἴδε συνδρομάς), Λυκόφρ. 649· σ. ἀγαθῶν Στράβ. 235· ἡ σ. τοῦ λόγου, τὸ συμπέρασμα, ἡ διδασκαλία, Ἀνθολ. Π. 203· παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς, συρροὴ συμπτωμάτων, Γαλην., Foës. Oecon. Hipp.· σ. τοῦ θερμοῦ Πλούτ. 2. 695Α. 3) ἐν τῇ Ρητορικῇ, σύστασις, συνωμοσία, συνεννόησις πρὸς βλάβην τινός, Ἑρμογ. περὶ Ἰδεῶν ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 296, Ἀριστείδ. Τεχνῶν Ρητ. αὐτόθι τ. 9, σ. 383, ἴδε συγχώρησις.
Middle Liddell
συν-δρομή, ἡ, δρόμος
1. a tumultuous concourse of people, ap. Arist.
2. of things, ἡ ς. τοῦ λόγου its conclusion, moral, Anth.
Chinese
原文音譯:sundrom» 尋-得羅姆
詞類次數:動詞(1)
原文字根:同-跑
字義溯源:一同跑,一齊跑來,喧囂的集會;源自(συντρέχω)=同奔),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τρέχω)*=跑)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 一齊跑來(1) 徒21:30
Mantoulidis Etymological
(=συνέλευση). Ἀπό τό σύν + δρόμος τοῦ τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.