χθόνιος
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
χθονία, χθόνιον, also χθόνιος, χθόνιον S.OC1727 (lyr.), E.Hipp.1201, Hel.345 (lyr.): (χθών):—
A chthonian, chthonic, in the earth, under the earth, or beneath the earth, θεός, δαίμων, Hes.Th. 767, A.Th.522 (lyr.); Ἄϊδα στόμα, of the cavern at Taenarus, Pi.P.4.43, cf. S.OC1727 (lyr.); χθονία λίμνη E.Alc.902 (anap.); Ζεὺς χθόνιος, of Hades or Pluto, Hes.Op.465; κτύπησε Ζεὺς χθόνιος, of noise from beneath the earth, S.OC1606; βροντήματα χθόνια A.Pr.994; ἠχὼ χθόνιος ὡς βροντὴ Διός E.Hipp. l.c., cf. Ar.Av.1750 (lyr.); χθόνιοι θεοί gods of the nether world, opp. ὕπατοι, A.Ag.89 (anap.), etc.; χ. δαίμονες Id.Pers.628 (anap.); χθόνιοι alone, μᾶνις χθονίων Pi.P.4.159, cf. A.Pers.641 (lyr.), Ch. 399 (lyr.), al., Pl.Lg.828c, 959d (but Ion. χθονίη, ἡ, earlier name of Γῆ, Pherecyd.Syr.1, cf. Dam.Pr.124bis; χθόνιαι θεαί, i.e. Demeter and Persephone, Hdt.6.134, 7.153; of the Erinyes, S.OC1568 (lyr.); χθόνιος Ἅιδας, χθόνιος Ἅιδης, E.Alc.237 (lyr.), Andr.544 (anap.); χθόνιος Ἑρμῆς, as conductor of the dead, A.Ch.1, S.El.111 (anap.), Aj.832, Ar.Ra. 1145, Plu.Arist.21; χ. πορεία, opp. οὐρανία, Pl.R.619e; χθονίᾳ φρενί, of the dead, Pi.P.5.101; χ. Ἑκάτη Ar.Fr.500 (anap.); χάρις ἡ χθονία = grace with the gods below, S.OC1752 (lyr.); χθονία φάμα rumour that is heard in the world below, Id.El.1066 (lyr.).
II sprung from the earth, Τιτῆνες Hes.Th.697; of Echion, one of the Theban γηγενεῖς, E.Ba.541 (lyr.), cf. Paus.9.5.3, etc.; but also of mankind, ὁ χθόνιος ἄνθρωπος, opp. ὁ ἐν οὐρανῷ . . λαχὼν τὴν ὑπόστασιν, Procl. in Prm.p.765 S. Adv. χθονίως = in an earthly manner, opp. οὐρανίως, Id.Sacr. p.148 B.
2 in the country or of the country, θεοί, ἡρῷσσαι, E.Hec.79 (anap.), A.R.4.1322; native, Ἄρεος . . πάγον . . ξυνῄδη χθόνιον ὄντα S.OC948; γενεᾶς χθονίων ἀπ' Ἐρεχθειδᾶν Id.Aj.202 (anap.).
III of things, of the earth, χθονία κόνις (sed leg. γαΐα, Hsch.), A.Th.736 (codd., lyr.); opp. ἀέριος, E.Fr.27.4 (lyr.); πρηστήρ χθόνιος Arist.Mu.395a10.—Poet. word, used once or twice in Pl. and in late Prose (v. supr.).
German (Pape)
[Seite 1354] 3, auch 2 Endgn, 1) in der Erde, im Schooße der Erde, unterirdi sch, wie καταχθόνιος; Hes. Th. 697. 767; Ζεὺς χθόνιος, der unterirdische Zeus, d. i. Hades, O. 467; κτυπεῖ Ζεὺς χθ. Soph. O. C. 1606 (vgl. βροντήματα χθόνια Aesch. Prom. 696, wie βροντὴ χθ. Ar. Av. 1741); θεοὶ χθόνιοι, die Götter der Unterwelt, Plut. Rom. 22; wie auch χθόνιαι θεαί, unter denen bes. Demeter u. Persephone verstanden werden, Her. 6, 134. 7, 153; aber Soph. O. C. 1568 sind es die Erinyen; auch Hermes heißt so, als Führer der Todten, Aesch. Ch. 1. 122. 716; Soph. Ai. 819; Eur. Alc. 746; Aesch. bei Ar. Ran. 1124. 1143; στόμα Ἀΐδα Pind. P. 4, 48; χθονίων μῆνις 4, 159; auch χθονία φρήν, 5, 101; τοῦ χθονίου δὲμας δαίμονος Aesch. Spt. 504; χθόνιοι δαίμονες ἁγνοί Pers. 620; Suppl. 25 u. öfter; Soph. u. A.; θεός Eur. Phoen. 1331 u. öfter; u. so auch in Prosa, wie Plat. Legg. IV, 717 a u. öfter; unterirdisch, πορείαν οὐκ ἂν χθονίαν καὶ τραχεῖαν πορεύεσθαι, ἀλλὰ λείαν τε καὶ οὐρανίαν Rep. X, 619 e. – 2) auf der Erde, irdisch, von Erde, κόνις Aesch. Spt. 718. – 3) auch wie ἐγχώριος, im Lande, zum Lande gehörig, einheimisch, τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον ἐγὼ ξυνῄδη χθόνιον ὄντα Soph. O. C. 952; u. so werden die Autochthonen bezeichnet durch χθόνιοι, Ai. 201.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 souterrain : χθόνιοι δαίμονες, ou abs. χθόνιοι, les dieux des Enfers ; αἱ χθόνιαι θεαί, les déesses infernales (Déméter et Perséphonè, ou les Érinyes) ; ἡ χθονία, la déesse des Enfers (Hékatè);
2 qui pénètre sous terre, qui va sous terre : χθόνιος Ἑρμῆς, Hermès, conducteur des morts aux Enfers ; χθόνιος φάμα SOPH bruit qui parvient aux Enfers.
Étymologie: χθών.
Russian (Dvoretsky)
χθόνιος: и
1 рожденный от богини земли (Χθών) (Τιτῆνες Hes.; δαίμων Aesch.; Ἐχίων Eur.);
2 туземный, отечественный, местный (Ἄρεος πάγος Soph.; θεοί Eur. - ср. 4): χθόνιοι Ἐρεχθεῖδαι Soph. исконные (для Аттики) Эрехтиды;
3 наземный, сухопутный (sc. ζῷα Eur.);
4 подземный (Ἃιδα στόμα Pind.; λίμνα Eur.): οἱ χθόνιοι (θεοί или δαίμονες) Pind., Trag., Plat. боги подземного царства; Ζεὺς χ. Hes. = Ἃιδης; ἡ χθονία (sc. θεά) Eur. = Δημήτηρ, у Theocr., Plut. = Ἑκάτη; χθόνιαι θεαί Her. = Δημήτηρ и Περσεφόνη, у Soph. = Ἐρινύες; χθονία φάμα Soph. слава, достигающая подземного царства (χάρις ἡ χθονία Soph. = θάνατος).
Greek (Liddell-Scott)
χθόνιος: α, ον. καὶ ος, ον. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1727, Εὐρ. Ἱππόλ. 1201, Ἑλ. 345· (χθών)· - ὁ ἐν τῇ γῇ, ἢ ὑπὸ τὴν γῆν, ὡς τὸ καταχθόνιος, Ἡσ. Θεογ. 697, 767· χθ. Ἅιδου στόμα, ἐπὶ τοῦ ἐν Ταινάρῳ σπηλαίου, Πινδ. Π. 4. 77, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1727· χθ. λίμνα Εὐρ. Ἄλκ. 903· Ζεὺς χθ., ὁ Ἅιδης ἢ Πλούτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 463, πρβλ. Θεογ. 767· ἐντεῦθεν ἐλέγετο ἐπὶ κτύπων ὑπογείων, κτυπεῖ Ζεὺς χθ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1606· χθ. βροντήματα Αἰσχύλ. Προμ. 994· ἠχὼ χθόνιος ὡς βροντὴ Διὸς Εὐρ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1750· χθόνιοι θεοί, οἱ τοῦ κάτω κόσμου θεοί, οἱ ὑποχθόνιοι, Λατ. Inferi, ἀντίθετον τῷ ὕπατοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 89, κτλ.· χθ. δαίμονες ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 628· καὶ μόνον χθόνιοι, χθονίων μᾶνις Πινδ. Π. 4, 284, Αἰσχύλ. Πέρσ. 640, Χο. 399, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 828C, 959C· χθόνιαι θεαί, δηλ, Δημήτηρ καὶ Περσεφόνη, Ἡρόδ. 6. 134, 7. 153· ὡσαύτως αἱ Ἐρινύες, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1568· χθ. Ἅιδης Εὐρ. Ἄλκ. 237, Ἀνδρ. 544· - χθ. Ἑρμῆς, ὡς ψυχοπομπός, Αἰσχύλ. Χο. 1. 124, Σοφ. Ἠλ. 111, Αἴ. 832, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1145 κἑξ.· χθ. πορεία, ἀντίθετον τῷ οὐρανία, Πλάτ. Πολ. 619Ε· χθονίᾳ φρενί, ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Πινδ. Π. 5. 136· χθ. Ἑκάτη Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 426· χάρις ἡ χθονία, ἡ παρὰ τῶν ὑποχθονίων θεῶν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1752 (λυρ.)· χθ. φάμα, φήμη ἀκουστὴ ἐν τῷ κάτω κόσμῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1066 (λυρ.). ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν γῆν ἢ ὁ ἐκ τῆς γῆς ἐπὶ τῶν Τιτάνων ὡς υἱῶν τῆς γῆς, Ἡσ. Θεογ. 697, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 522· ἐπὶ τοῦ Ἐχίονος ἑνὸς τῶν Θηβαίων σπαρτῶν ἢ γηγενῶν, Εὐρ. Βάκχ. 510, πρβλ. Παυσ. 9. 5, 3, κλπ.· χθ. θεοί, ὡς τὸ Ρωμαϊκὸν Dii Indigetes, Εὐρ. Ἑκ. 77, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1322 ἐντεῦθεν, 2) ὡς τὸ ἐγχώριος, ἐπὶ προσώπων ὁ ἐντὸς τῆς χώρας, ἐκ τῆς χώρας, ἐγχώριος, Ἄρεος .. πάγον ξυνῄδη χθόνιον ὄντα Σοφ. Οἰδ. Κολ. 948· γενεᾶς χθονίων ἀπ’ Ἐρεχθειδῶν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 201. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἐκ τῆς γῆς, γήϊνος, χθ. κόνις (ἔνθα ὁ Δινδ. γαΐα, ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 736· ἀντίθετον τῷ ἀέριος, Εὐρ. Ἀποσπ. 27. 4. -Ποιητ. λέξις ἅπαξ ἢ δὶς ἐν χρήσει παρὰ Πλάτωνι καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις.
English (Slater)
χθόνιος in, of the earth πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα (P. 4.43) ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί (sc. the dead kings of Cyrene) (P. 5.101) δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες (i. e. the pillars supporting Delos) fr. 33d. 6. m. pl. pro subs., gods of the underworld, “δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων” (P. 4.159)
Spanish
Greek Monolingual
-α, -ο / χθόνιος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ία Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη
2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υποχθόνιος, υπόγειος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χθόνιοι
μυθ. οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες
4. φρ. «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»
μυθ. θεότητες και δαιμονικές μορφές που συνδέονταν με τον Κάτω Κόσμο και, κατ' επέκταση, με τον θάνατο, αλλά και με τη γονιμότητα και την ευφορία της γης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χθόνιος
ζωολ. γένος μικρών αραχνών
αρχ.
1. (για πρόσ.) α) αυτόχθονας, εγχώριος («γενεᾱς χθονίων ἀπ' Ἐρεχθειδῶν», Σοφ.)
β) ύπουλος, δόλιος
γ) σκυθρωπός, αυστηρός
δ) στυγνός
2. (για πράγμ.) γήινος («χθονία κόνις», Αισχύλ.)
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Χθόνιος
μυθ. γιος του Ποσειδώνος και της Σύμης, θεωρούμενος ως ο πρώτος οικιστής της πόλης Σύμη
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Χθονία
λατρευτική προσωνυμία της Δήμητρος στην Ερμιόνη
5. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Χθόνια
θρησκευτική εορτή στην Ερμιόνη προς τιμήν της Δήμητρος και της Περσεφόνης
6. (κατά τον Ησύχ.) «χθόνια·... βαρέα, φοβερά, μεγάλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. ksamyah «γήινος», με το αρχ. ιρλδ. duine «άνθρωπος» και με το γαλατ. dyn «άνθρωπος». Αξίζει να σημειωθεί ότι το επίθ. χθόνιος —ποιητικός κυρίως τ.— εμφανίζει ιδιαίτερη θρησκευτική χροιά στη σημ., όπως και η λ. χθών (βλ. λ. χθων) και δεν έλαβε στην Ελληνική τη σημ. «άνθρωπος», αφού άλλωστε και η λ. χθών δήλωνε κάτι πάνω από τα ανθρώπινα, τα γήινα μέτρα].
Greek Monotonic
χθόνιος: -α, -ον και -ος, -ον (χθών)·
I. 1. μέσα ή κάτω από τη γη, σε Ησίοδ., Σοφ.· λέγεται για υπόγειους θορύβους, κτυπεῖ Ζεὺς χθόνιος, σε Σοφ.· χθόνια βροντήματα, σε Αισχύλ.· επίσης, χθόνιοι θεοί, οι θεοί του Κάτω Κόσμου, Λατ. inferi, στον ίδ.· και χθόνιοι, μόνο, σε Πίνδ., Αισχύλ.· χθόνιαι θεαί, δηλ. η Δήμητρα και η Περσεφόνη, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.· χθόνιος Ἑρμῆς, ως ψυχοπομπός των νεκρών, σε Αισχύλ., Σοφ.· χάρινἡ χθονία, χάρη των θεών του Κάτω Κόσμου, σε Σοφ.
II. 1. αυτός που ανήκει ή που ταιριάζει στη γη, λέγεται για τους Τιτάνες, ως γιοι της Γαίας, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
2. όπως το ἐγχώριος, λέγεται για ανθρώπους, μέσα ή από τη χώρα, εγχώριος, σε Σοφ.
III. χρησιμ. για πράγματα, από τη γη (γήϊνος), χθονία κόνις, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
χθόνιος, η, ον χθών
I. in, under or beneath the earth, Hes., Soph.; of subterranean noises, κτυπεῖ Ζεὺς χθ. Soph.; χθ. βροντήματα Aesch.:—also, χθόνιοι θεοί the gods of the nether world, Lat. Inferi, Aesch.; and χθόνιοι alone, Pind., Aesch.; χθόνιαι θεαί, i. e. Demeter and Persephone, Hdt.; of the Erinyes, Soph.; χθ. Ἑρμῆς, as conductor of the dead, Aesch., Soph.; χάρις ἡ χθονία grace with the gods below, Soph.
II. of or from the earth, of the Titans, as sons of Gaia, Hes., Aesch.
2. like ἐγχώριος, of persons, in or of the country, native, Soph.
III. of things, of the earth, χθ. κόνις Aesch.
English (Woodhouse)
nether, of the underworld, of the under-world
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό οὐσ. χθών, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
-ον subterráneo de dioses ἐξορκίζω σε κατὰ τῶν χθονίων θεῶν te conjuro por los dioses subterráneos P IV 2183 δεῦρο, λύκαινα, καὶ μόλε νῦν, νυχία, χθονία aquí, loba, ven ahora, nocturna, subterránea P IV 2550 δεῦρ', Ἑρμῆ, ἅρπαξ, δεῦρ', εὐπλόκαμε, χθόνιε Ζεῦ aquí, Hermes, ladrón, aquí, que tienes hermosos cabellos, Zeus subterráneo P XXIII 3 gener. de démones y otros seres ὠμοφάγοι χθόνιοι καὶ θεὲ χθόνιε καὶ ἥρωες χθόνιοι subterráneos devoradores de carne cruda, dios subterráneo y difuntos subterráneos P IV 1445 κλῶνα δάφνης ἑπτάφυλλον ἔχε ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ καλῶν τοὺς οὐρανίους θεοὺς καὶ χθονίους δαίμονας sostén una rama de siete hojas de laurel con la mano derecha mientras invocas a los dioses del cielo y a los démones subterráneos P I 265 Τάρταρε χθόνιε καὶ Βασκανία χθονία Tártaro subterráneo, Hechicería subterránea (en una invocación a múltiples seres) P IV 1450
Translations
subterranean
Belarusian: падземны; Bulgarian: подземен; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地底, 地下; Czech: podzemní; Dutch: onderaards; Finnish: maanalainen; French: souterrain; German: unterirdisch; Greek: υπόγειος; Ancient Greek: ὑπόγειος, χθόνιος, κατάγειος, κατάγαιος; Hebrew: תַּת קַרְקָעִי; Hungarian: föld alatti; Italian: sotterraneo; Japanese: 地下の; Kazakh: жерасты; Latin: subterraneus; Old English: eorþen; Polish: podziemny; Portuguese: subterrâneo; Russian: подземный; Slovak: podzemný; Spanish: subterráneo; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערערדיש
underground
Belarusian: падземны; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地下; Czech: podzemní; Dutch: ondergronds; Esperanto: subtera; Finnish: maanalainen; French: souterrain; Georgian: მიწისქვეშა; German: unterirdisch, Untegrund-; Greek: υπόγειος; Ancient Greek: ὑπόγειος, ὑπόνομος, χθόνιος; Hungarian: föld alatti; Icelandic: neðanjarðar; Ido: subtera; Italian: sotterraneo; Japanese: 地下; Korean 땅속, 땅굴, 땅밑, 땅아래, 지하(地下); Latin: subterraneus; Macedonian: подземен; Maori: rarowhenua; Norwegian Bokmål: underjordisk; Polish: podziemny; Portuguese: subterrâneo; Romanian: subteran; Russian: подземный; Serbo-Croatian Cyrillic: подземан; Roman: podzeman; Spanish: subterráneo; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערגרונט, אונטערערדיש
chthonic
Catalan: ctònic; Finnish: ktooninen; French: chthonien; Galician: ctónico; German: chthonisch; Greek: χθόνιος; Ancient Greek: χθόνιος; Polish: chtoniczny; Portuguese: ctónio, ctônio, ctónico, ctônico; Russian: хтонический; Welsh: isfydol, cthonig