κορώνη: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κορώνη:''' ἡ, Λατ. [[cornix]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλιακούδα]] ή θαλάσσιο [[κοράκι]], είδος μικρού κόρακα με κόκκινα πόδια και [[ράμφος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόραξ]], [[κόρακας]], σε Ησίοδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε γαμψοειδές ή καμπυλωτό, όπως το [[ράμφος]] του κόρακα.<br /><b class="num">1.</b> [[χερούλι]] πόρτας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[άκρο]] τόξου, στο οποίο δένεται η [[χορδή]], σε Όμηρ.· μεταφ., <i>βιῷ κορώνην ἐπιθεῖναι</i>, [[τερματίζω]] την [[ζωή]], σε Λουκ. | |lsmtext='''κορώνη:''' ἡ, Λατ. [[cornix]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλιακούδα]] ή θαλάσσιο [[κοράκι]], είδος μικρού κόρακα με κόκκινα πόδια και [[ράμφος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόραξ]], [[κόρακας]], σε Ησίοδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε γαμψοειδές ή καμπυλωτό, όπως το [[ράμφος]] του κόρακα.<br /><b class="num">1.</b> [[χερούλι]] πόρτας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[άκρο]] τόξου, στο οποίο δένεται η [[χορδή]], σε Όμηρ.· μεταφ., <i>βιῷ κορώνην ἐπιθεῖναι</i>, [[τερματίζω]] την [[ζωή]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κορώνη:''' ἡ<b class="num">1)</b> ворона (ей приписывалась особая долговечность): κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας Babr. достигший возраста двух ворон, т. е. чрезвычайно старый;<br /><b class="num">2)</b> (тж. κ. εἰναλίη Hom.) морская ворона, предполож. баклан Hom.;<br /><b class="num">3)</b> дверная скоба: θύρην ἐπέρυσσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Hom. (Эвриклея) притворила дверь серебряной скобой;<br /><b class="num">4)</b> загнутый конец лука (на котором укреплялась тетива) Hom.;<br /><b class="num">5)</b> перен. венец, конец, завершение (χρυσῷ βίῳ χρυσὴν κορώνην ἐπιθεῖναι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, a sea-bird, possibly
A shearwater, Puffinus Kuhlii or P. anglorum, τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι Od.5.66, cf. 12.418, Arist.HA593b13, Thphr.Sign.16, Arat.950, Ael.NA15.23; λάροι καὶ αἴθυιαι καὶ κ. Arr.Peripl.M.Eux.32 (but confounded with λ. and αἴ. by Sch.Od.1.441, cf. Hsch.). 2 crow (including the hooded crow, Corvus cornix, and prob. also the rook, C. corone), μή τοι ἐφεζομένη κρώξῃ λακέρυζα κ. Hes.Op.747; συκῆ πετραίη πολλὰς βόσκουσα κ. Archil.19: distd. from κολοιός, Ar.Av.5 (cf. 7); ἐννέα τοι ζώει γενεὰς λακέρυζα κ. ἀνδρῶν γηράντων Hes.Fr.171; πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κ. Ar. Av.609; πολιαὶ κ. ib.967; κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας having lived out twice a full crow's-age, Babr.46.9; ὑπὲρ τὰς κορώνας βεβιωκώς Poll.2.16: prov., κορώνη σκορπίον [ἥρπασε] 'caught a Tartar', AP 12.92 (Mel.), cf.Zen.4.57, Hsch., Suid.; invoked at weddings, Ael. NA3.9. 3 κ. Δαυλία, = ἀηδών, Ar.Fr.716. II anything hooked or curved, like a crow's bill, 1 door-handle, θύρην δ' ἐπέρυσσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Od.1.441; ἱμάντα . . ἀπέλυσε κορώνης 21.46; χρυσέη κ. 7.90, cf. Poll.7.107, al. 2 tip of a bow, on which the bow-string was hooked, πᾶν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κ. Il.4.111, cf. Od.21.138: generally, end, tip, Artem.5.65: metaph., v. infr.7. 3 curved stern of a ship, Arat.345. 4 tip of the plough-pole (ἱστοβοεύς), upon which the yoke is hooked or tied, A.R.3.1318, Poll.1.252. 5 coronoid process of the ulna, Hp.Art.18, Gal.UP2.14, Id.18(2).617; of the jaw, Id.UP11.20, 18(1).426. 6 kind of crown, Hsch. 7 κ. παννυχική crown, i.e. culmination, of a festival, Posidipp. ap. Ath. 10.414d; cf. μέχρι τῆς κ. Call.Fr.2.5 P.: generally, χρυσῷ βίῳ (with play on βιῷ) χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῖναι Luc.Peregr.33, v. supr. 11.2.
Greek (Liddell-Scott)
κορώνη: ἡ, (πρβλ. κόραξ ἐν τέλ.) τὸ Λατ. cornix (πρβλ. κόραξ = corvus), θαλασσία κορώνη, μικρὸν εἶδος πτηνοῦ μετὰ ἐρυθρῶν ποδῶν καὶ ἐρυθροῦ ῥάμφους (πρβλ. κολοιός), Ὀδ. Μ. 418., Ξ 308· τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι Ε. 66· οὕτως, ἐνάλιαι κ. Αἰλ. π. Ζ. 15. 23· ζῇ δὲ πλησίον τῆς θαλάσσης καὶ τρώγει τὰ ἐκβρασθέντα πτώματα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3· διακρινομένη ἀπὸ τοῦ λάρου καὶ τῆς αἰθυίας παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξ. σελ. 22, ἀλλὰ συγχέεται μετ’ αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Σχολ. Ὀδ. Α. 441, Ε. 66. 2) πτηνόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ κόρακος, «κουροῦνα», Corvus coroné, μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745· συκῆ πετραίη πολλὰς βόσκουσα κ. Ἀρχίλ. 44· ῥητῶς δὲ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολοιοῦ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 5 καὶ 7· μεταφορικ. ἐπὶ ἐχθροῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1051· ἡ δὲ μακροβιότης αὐτῆς ἦν παροιμιώδης, πέντ’ ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κ. ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 609· πολιαὶ κ. αὐτόθι 967· κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας, ζήσας δὶς πλήρη ζωὴν κορώνης, Βαβρ. 46 3· ὑπὲρ τὰς κορώνας βεβιωκὼς Πολυδ. Β΄, 16· ― κορώνη σκορπίον ἥρπασε, «παροιμία ἐπὶ τῶν δυσχερέσι καὶ βλαβεροῖς ἐπιχειρούντων» Ζηνοβίου Ἐπιτομ. ἐν Παροιμιογρ. IV. 60, Ἀνθ. Π. 12. 92, Ἡσύχ., Σουΐδ. Κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἐν τοῖς γάμοις μετὰ τὸν ὑμέναιον ᾖδον τὴν κορώνην, δηλ. ᾆσμα τῆς κορώνης, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9, ἔνθα ἴδε Ἰακώψ. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἀγκιστροειδές, κυρτὸν ἢ καμπύλον, ὡς τὸ ῥάμφος κόρακος, (πρβλ. κόραξ ΙΙ). 1) ἐπίσπαστρον ἢ κοράκιον τῆς θύρας, οὗ ἐπιλαμβανόμενοι ἔκλειον αὐτὴν, θύρην δ’ ἐπέρυσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Ὀδ. Α. 441, πρβλ. Φ. 46· χρυσέη δὲ κορώνη Η. 90, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 107, 111., Ι΄, 22. 2) τοῦ τόξου τὸ ἄκρον εἰς ὃ ἡ νευρὰ δέδεται, πᾶν δ’ εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην Ἰλ. Δ. 111, πρβλ. Ὀδ. Φ. 138, 165· ― καθόλου ἄκρον, Ἀρτεμίδ. 5. 65· ― μεταφ. (ἐκ τοῦ Ὁμηρ. χωρίου), χρυσῷ βίῳ χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῖναι Λουκ. Περεγρ. 33· πρβλ. κορωνὶς ΙΙ. 2. 3) ἡ κυρτὴ πρύμνα πλοίου, Ἄρατ. 345· πρβλ. κορωνὶς Ι. 4) τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοβοέως τοῦ ἀρότρου, εἰς ὃ ἐνηρμόζετο ἢ προσεδένετο ὁ ζυγός, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318, Πολυδ. Α΄, 252· πρβλ. ἱστοβοεύς. 5) ἀπόφυσις ὀστοῦ εἰς ὀξὺ λήγουσα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794, Γαλην. 4. 330, 12. 261, κτλ. 6) εἶδος στεφάνου, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
I. corneille, oiseau ; ◊ prov. (à cause de la longévité de la corneille) κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας BABR ayant atteint deux fois l’âge d’une corneille ; dans HOM (avec ou sans εἰναλίη) la corneille de rivage, le cormoran;
II. tout objet recourbé, particul.
1 extrémité recourbée (d’un marteau de porte, d’un arc);
2 fig. couronnement, fin, achèvement d’une chose : χρυσῷ βίῳ χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῖναι LUC à une vie d’or mettre un couronnement d’or.
Étymologie: DELG apparenté à κόραξ ; > lat. corona.
2ης (ἡ) :
1 rondelle sur le joug de l’attelage;
2 p. anal., pudenda muliebria ; τὸ ἄκρον τοῦ αἰδοίου Suid..
Étymologie: κορώνη¹.
English (Autenrieth)
anything crooked or curved. —(1) the ring on a door, Od. 1.441. (See cuts Nos. 68 and 56.)—(2) the curved end of the bow over which the loop of the bow-string was brought. (See cut No. 34.)—(3) sea-crow cormorant,, 66.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑM κορώνη)
1. η κουρούνα
2. ναυτ. το άκρο της πρύμνης τών παλαιών ιστιοφόρων πλοίων το οποίο ήταν ελαφρά υπερυψωμένο και έφερε συνήθως το εθνικό έμβλημα με διάφορες ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις, κν. καλκάνι
αρχ.
1. (στον Όμηρο) θαλάσσιο πτηνό, η θαλάσσια καρακάξα («σκῶπες τ' ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι», Ομ. Οδ.)
2. το άσμα που τραγουδιόταν στους γάμους μετά τον υμέναιο
3. ο κρίκος της πόρτας από τον οποίο αυτή σύρεται («θύρην δ' ἐπέρυσε κορώνῃ ἀργυρέη», Ομ. Οδ.)
4. άκρο
5. το κορώνισμα
6. απόφυση του πήχεος, του βραχίονα
7. το καμπύλο άκρο του ρυμού του αρότρου στο οποίο έδεναν τον ζυγό με τον ζευγλόδεσμο
8. (κατά τον Ησύχ.) είδος στεφάνου
9. φρ. α) «κορώνην ἐπιτίθημί τινι» — τελειώνω κάτι («χρυσῷ βίῳ χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῑναι», Λουκιαν.)
β) «κορώνη Δαυλία» — το αηδόνι (Αριστοφ.)
10. παροιμ. «κορώνη τὸν σκορπίον (ἥρπασε)» — γι' αυτούς που επιχειρούν τα δύσκολα και επικίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει παρεκτεταμένο θ. kor-on που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kor- της ΙΕ ρίζας ker- «ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων» και συνδέεται με άλλες ονομ. πτηνών, πρβλ. κόραξ, κόραφος, όπως και με λατ. cornix «κουρούνα» και ουμβρ. curnaco «κουρούνα». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ευρέως μεταφορικά με τη γενική έννοια της κυρτότητας (κυρτό άκρο της πρύμνης, κρίκος της πόρτας, άκρη του τόξου, απόφυση του βραχίονα, άκρο τόξου κ.λπ.). Η μτφ. αυτή χρήση της λ. οφείλεται πιθ. στην κυρτότητα του ράμφους και τών ποδιών του πτηνού αυτού (πρβλ. κόραξ, λατ. corvus, γαλλ. corbeau, αγγλ. crow). Με τη μτφ. αυτή έννοια τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή corona «στέμμα» και από αυτήν η Ελληνική (πρβλ. κορόνα). Κατ' άλλη άποψη, η λ. κορώνη με την έννοια της καμπυλότητας, όπως και οι τ. κορωνίς, κορωνός, ανάγονται στην ίδια ρίζα με τη λ. κυρτός.
ΠΑΡ. κορωνίδα(ίς)
αρχ.
κορώνεως, κορωνιδεύς, κορωνίζω, κορωνίης, κορώνιος, κορωνόν, κορωνός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κορωνόπους
αρχ.
κορωνεκάβη, κορωνοβόλος
αρχ.-μσν.
κορωνοπόδιον
μσν.
κορωνόβιος
νεοελλ.
κορωνοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. τετρακόρωνος, τρικόρωνος.
Greek Monotonic
κορώνη: ἡ, Λατ. cornix,
I. 1. καλιακούδα ή θαλάσσιο κοράκι, είδος μικρού κόρακα με κόκκινα πόδια και ράμφος, σε Ομήρ. Οδ.
2. κόραξ, κόρακας, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
II. οτιδήποτε γαμψοειδές ή καμπυλωτό, όπως το ράμφος του κόρακα.
1. χερούλι πόρτας, σε Ομήρ. Οδ.
2. άκρο τόξου, στο οποίο δένεται η χορδή, σε Όμηρ.· μεταφ., βιῷ κορώνην ἐπιθεῖναι, τερματίζω την ζωή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κορώνη: ἡ1) ворона (ей приписывалась особая долговечность): κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας Babr. достигший возраста двух ворон, т. е. чрезвычайно старый;
2) (тж. κ. εἰναλίη Hom.) морская ворона, предполож. баклан Hom.;
3) дверная скоба: θύρην ἐπέρυσσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Hom. (Эвриклея) притворила дверь серебряной скобой;
4) загнутый конец лука (на котором укреплялась тетива) Hom.;
5) перен. венец, конец, завершение (χρυσῷ βίῳ χρυσὴν κορώνην ἐπιθεῖναι Luc.).