κόσμιος: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και [[κοσμία]] (ΑM [[κόσμιος]], -ία, -ον, Α και [[κόσμιος]], -ον) [[κόσμος]]<br /><b>1.</b> ο καλά διατεταγμένος, ο [[κανονικός]] (α. «κόσμια [[εμφάνιση]]» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευπρεπής]], [[σεμνός]], [[φρόνιμος]] (α. «[[κόσμιος]] [[άνθρωπος]]» β. «δεῑ οὖν τὸν ἐπὶσκοπον ἀνεπίληπτον [[εἶναι]]... σώφρονα, [[κόσμιον]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνολο]] του κόσμου, [[παγκόσμιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κοσμία]] [[διαγωγή]]», «κοσμιωτάτη [[διαγωγή]]» — χαρακτηρισμοί διαγωγής τών μαθητών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[κόσμιον]]<br />[[κόσμημα]], [[στολίδι]] («τά τῶν γυναικῶν κόσμια», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλός]], [[τίμιος]]<br /><b>2.</b> [[άψογος]] («τοὺς δεομένους ὑπομιμνήσκοις ὡς κοσμιωτάτῃ τε ὁμιλίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για ασθενή) [[ήσυχος]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κόσμιος]]<br />αυτός που θεωρεί τον εαυτό του πολίτη του κόσμου όλου<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[ευπρέπεια]], [[σεμνότητα]], [[τιμιότητα]] («πρὸς τὸ [[κόσμιον]] καὶ σῶφρον | |mltxt=-α, -ο, θηλ. και [[κοσμία]] (ΑM [[κόσμιος]], -ία, -ον, Α και [[κόσμιος]], -ον) [[κόσμος]]<br /><b>1.</b> ο καλά διατεταγμένος, ο [[κανονικός]] (α. «κόσμια [[εμφάνιση]]» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευπρεπής]], [[σεμνός]], [[φρόνιμος]] (α. «[[κόσμιος]] [[άνθρωπος]]» β. «δεῑ οὖν τὸν ἐπὶσκοπον ἀνεπίληπτον [[εἶναι]]... σώφρονα, [[κόσμιον]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνολο]] του κόσμου, [[παγκόσμιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κοσμία]] [[διαγωγή]]», «κοσμιωτάτη [[διαγωγή]]» — χαρακτηρισμοί διαγωγής τών μαθητών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[κόσμιον]]<br />[[κόσμημα]], [[στολίδι]] («τά τῶν γυναικῶν κόσμια», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλός]], [[τίμιος]]<br /><b>2.</b> [[άψογος]] («τοὺς δεομένους ὑπομιμνήσκοις ὡς κοσμιωτάτῃ τε ὁμιλίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για ασθενή) [[ήσυχος]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κόσμιος]]<br />αυτός που θεωρεί τον εαυτό του πολίτη του κόσμου όλου<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[ευπρέπεια]], [[σεμνότητα]], [[τιμιότητα]] («πρὸς τὸ [[κόσμιον]] καὶ σῶφρον μᾶλλον ἁποκλῑνον», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) το [[σήμα]] αξιώματος («τῶν βασιλικῶν κοσμίων ἔρημον ἐπεφοίτα», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοσμίως</i> και -<i>ια</i> (ΑM κοσμίως)<br />με [[κοσμιότητα]], ευπρεπώς. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:15, 27 March 2021
English (LSJ)
α, ον, (-ος, ον, Gal.16.606, Sor.1.3), A well-ordered, regular, moderate, δαπάνη Pl.R.56od; οἴκησις Id.Criti.112 c; κόσμιόν ἐστι, c. inf., is a regular practice, Ar.Pl.565. 2 of persons, orderly, well-behaved, δίκαιοι καὶ σοφοὶ καὶ κ. ib.89; κ. καὶ σώφρων Lys.21.19; κ. καὶ εὔκολοι Pl.R.329 d; κ. καὶ φρόνιμος ψυχή Id.Phd.108 a; χρηστὸς εἶ καὶ κ. Nicopho 16; ἥτις ἐστὶ κοσμία γυνή Anaxandr.56, cf. Arist.Pol.1277b23; κ. ἐν διαίτῃ Pl. R.408 b; πρὸς τοὺς θεούς Id.Smp.193 a; οἱ κοσμιώτατοι φύσει Id.R. 564 e; of a patient, quiet, Hp.Acut.65: freq. in Oratt., of honest, orderly citizens, Lys.26.3, etc.; τοὺς πολίτας -ιωτέρους ποιεῖν Isoc.20.18; modest, ὁμιλία X.Mem.3.11.14 (Sup.); τὸ κ. decency, order, S.El. 872, Pl.Lg.802 e. Adv. κοσμίως regularly, decently, Ar.Pl.709, 978, al.; κ. ἔχειν Pl.Phd.68 c; κ. ἥκομεν as befits us, Id.Sph.216 a; κ. βιοῦν Lys.3.6: Comp. -ιώτερον, βεβιωκέναι Isoc.15.162: Sup. -ώτατα, τὰς συμφορὰς φέρειν Lys.3.4. II Subst. κόσμιος, ὁ, (κόσμος IV) = κοσμοπολίτης, Plu.2.600 f, Arr.Epict.1.9.1.
German (Pape)
[Seite 1491] ordentlich, im geregelten, ordentlichen Zustande; bes. in sittlicher Beziehung, ruhig u. mäßig, in Bezug auf Begierden u. Leidenschaften,sittsam, ehrbar; Ar. Plut. 89 vrbdt δικαίους καὶ σοφοὺς καὶ κοσμίους; Plat. κόσμιοι καὶ εὔκολοι, Rep. I, 329 d; πρὸς τοὺς θεούς Conv. 193 a; ἡ κοσμία τε καὶ φρόνιμος ψυχή Phaed. 108 a; ἄνδρας κοσμίους ἐν διαίτῃ Rep. III, 408 a; κοσμία δαπάνη, δίαιτα, VIII, 560 d Epist. VII, 340 e; οἴκησις Critia. 112 c. Bei den Rednern oft als Lob eines guten, ehrbaren Bürgers, Lys. 1, 26. 7, 41. 22, 19; δικαίας καὶ κοσμίας ἐπιθυμῶν πολιτείας Isocr. 7, 70; κόσμιοι στρατιῶται καὶ πειθόμενοι Xen. An. 6, 6, 32; ὁμιλία, keuscher, ehrbarer Umgang, Hem. 3, 11, 14. – Τὸ κόσμιον, Ehrbarkeit, Anstand, Plat. Legg. VII, 802 e; vgl. Soph. τὸ κόσμιον μεθεῖσα, El. 860. S. das Vor. – Adv. κοσμίως; Ar. Plut. 709. 978; κοσμίως ζῆν, im Ggstz von ἀτάκτως, ordentlich leben, Isocr. 2, 31; κοσμίως πάντα πράττειν καὶ ἡσυχῇ Plat. Charm. 159 b; βαδίζειν Luc. Hermot. 18. – Bei Plut. de exil. 5 = Weltbürger, κοσμοπολίτης.
Greek (Liddell-Scott)
κόσμιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, (κόσμος) καλῶς διατεταγμένος, κανονικός, μέτριος, δαπάνη Πλάτ. Πολ. 560D· οἴκησις ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 112C· ― κόσμιόν ἐστι, μετ᾿ ἀπαρεμφ., εἶναι κανονικὴ συνήθεια, Ἀριστοφ. Πλ. 565. 2) ἐπὶ προσώπων, τακτικός, καλῶς διάγων, φρόνιμος, δίκαιοι καὶ σοφοὶ καὶ κόσμιοι Ἀριστοφ. Πλ. 89· κόσμιος καὶ σώφρων Λυσ. 163. 22· κόσμιος καὶ εὔκολος Πλάτ. Πολ. 329D· κ. καὶ φρόνιμος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 108Α· χρηστὸς εἶ καὶ κ. Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 3· ἥτις ἐστὶ κοσμία γυνὴ Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 17· κ. ἐν διαίτῃ Πλάτ. Πολ. 408Α· πρὸς τοὺς θεοὺς ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 193Α· οἱ κοσμιώτατοι φύσει ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 564Ε· ― ἐπὶ νοσοῦντος, ἥσυχος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ― συχνὸν παρὰ τοῖς Ρήτορσιν ἐπὶ πολιτῶν τιμίων καὶ φιλησύχων, Λυσ. 175. 22, κτλ.· τοὺς πολίτας κοσμιωτέρους ποιεῖν Ἰσοκρ. 398C· ― ὡσαύτως, μετριόφρων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 14· ― τὸ κόσμιον, decorum, κοσμιότης εὐπρέπεια, τάξις, Σοφ. Ἠλ. 872, Πλάτ. Νόμ. 802Ε· ― οὕτως Ἐπίρρ. κοσμίως, εὐπρεπῶς, προσηκόντως, Ἀριστοφ. Πλ. 709, 978, κ. ἀλλ.· κ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 68C· κ. ἥκομεν, ὡς ἁρμόζει εἰς ἡμᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 216Α· κ. βιοῦν Λυσίας 97. 2· Συγκρ., κοσμιώτερον βεβιωκέναι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 174· Ὑπερθ. -ώτατα Λυσ. 96. 39 ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. κόσμιος, ὁ, = κοσμικός, κοσμοπολίτης, Πλούτ. 2. 600F. 2) ἴδε κόσμος ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. qui est en bon ordre, bien ordonné, bien réglé :
1 au mor. prudent, sage, décent, convenable, de mœurs bien réglées, honnête;
2 qui s’acquitte régulièrement de ses devoirs ; en parl. de citoyens régulier;
3 décent, modeste : τὸ κόσμιον SOPH décence, modestie;
II. qui erre ou vit à travers le monde, citoyen du monde entier;
Cp. κοσμιώτερος, Sp. κοσμιώτατος.
Étymologie: κόσμος.
English (Strong)
from κόσμος (in its primary sense); orderly, i.e. decorous: of good behaviour, modest.
English (Thayer)
(κοσμίως) adverb (decently), from κόσμιος, which see: WH marginal reading (Aristophanes, Isocrates, others.)]
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και κοσμία (ΑM κόσμιος, -ία, -ον, Α και κόσμιος, -ον) κόσμος
1. ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός (α. «κόσμια εμφάνιση» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», Πλάτ.)
2. (για πρόσ.) ευπρεπής, σεμνός, φρόνιμος (α. «κόσμιος άνθρωπος» β. «δεῑ οὖν τὸν ἐπὶσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι... σώφρονα, κόσμιον», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο του κόσμου, παγκόσμιος
2. φρ. «κοσμία διαγωγή», «κοσμιωτάτη διαγωγή» — χαρακτηρισμοί διαγωγής τών μαθητών
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κόσμιον
κόσμημα, στολίδι («τά τῶν γυναικῶν κόσμια», Διόδ.)
αρχ.
1. καλός, τίμιος
2. άψογος («τοὺς δεομένους ὑπομιμνήσκοις ὡς κοσμιωτάτῃ τε ὁμιλίᾳ», Ξεν.)
3. (για ασθενή) ήσυχος
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ κόσμιος
αυτός που θεωρεί τον εαυτό του πολίτη του κόσμου όλου
5. το ουδ. ως ουσ. α) ευπρέπεια, σεμνότητα, τιμιότητα («πρὸς τὸ κόσμιον καὶ σῶφρον μᾶλλον ἁποκλῑνον», Πλάτ.)
β) το σήμα αξιώματος («τῶν βασιλικῶν κοσμίων ἔρημον ἐπεφοίτα», Πλούτ.).
επίρρ...
κοσμίως και -ια (ΑM κοσμίως)
με κοσμιότητα, ευπρεπώς.
Greek Monotonic
κόσμιος: -α, -ον και -ος, -ον (κόσμος),
1. ο καλά τακτοποιημένος, κανονικός, εύρυθμος, μετριοπαθής, δαπάνη, σε Πλάτ.· κόσμιόν ἐστι, με απαρ. είναι συνήθης πρακτική, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για πρόσωπα, τακτικός, φρόνιμος, ήσυχος, διακριτικός, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ κ., decorium, κοσμιότητα, ευπρέπεια, σε Σοφ.· επίρρ. κοσμίως, με ευπρέπεια, με σεμνότητα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· κοσμίως ἔχειν, είναι αρμόζον, πρέπον, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κόσμιος: II ὁ Plut. = κοσμοπολίτης.
и
1) скромный, умеренный (δαπάνη, οἴκησις Plat.): κ. ἐν διαίτῃ Plat. скромного образа жизни;
2) скромный, благопристойный (κ. καὶ σώφρων Luc.; κ. πρός τινα Plat.; μειράκιον Plut.; καταστολή NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόσμιος -α -ον, f. ook -ος [κόσμος] van zaken geregeld, gematigd, behoorlijk:. κλέπτειν κόσμιόν ἐστι stelen is een kwestie van goed gedrag Aristoph. Pl. 565; κ. δαπάνην matige uitgaven Plat. Resp. 560d. van pers. gedisciplineerd, fatsoenlijk,\n m. n. van burgers:; κόσμιος καὶ σώφρων fatsoenlijk en verstandig Lys. 21.19; κ. ἐν διαίτῃ die een geregeld leven leidt Plat. Resp. 408a; κ. πρὸς τοὺς θεούς die zich ingetogen gedraagt tegenover de goden Plat. Smp. 193a; subst.: τὸ κ. welvoeglijkheid, goed gedrag Soph. El. 872. adv. κοσμίως behoorlijk, fatsoenlijk:. περιῄει... κοσμίως πάνυ hij deed zijn ronde op een heel ordelijke manier Aristoph. Pl. 709; κ. βιοῦν een fatsoenlijk leven leiden Lys. 3.6; κ. ἔχειν zich netjes gedragen Plat. Phaed. 68c.
Middle Liddell
κόσμιος, η, ον κόσμος
1. well-ordered, regular, moderate, δαπάνη Plat.:— κόσμιόν ἐστι, c. inf., 'tis a regular practice, Ar.
2. of persons, orderly, well-behaved, regular, discreet, quiet, Ar., Plat., etc.: —τὸ κ. decorum, decency, order, Soph.:—adv. κοσμίως, regularly, decently, Ar., etc.; κοσμίως ἔχειν to be orderly, Plat.
Chinese
原文音譯:kÒsmioj 可士米哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:系統 似的
字義溯源:有秩序的,體面的,莊重的,端正,正派,有聲望的,有品德的,端正,正派;源自(κόσμος)*=世界)
出現次數:總共(2);提前(2)
譯字彙編:
1) 端正(1) 提前3:2;
2) 端正的(1) 提前2:9