εὐσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσχήμων]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]], ωραία [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> [[ευπρεπής]], [[κόσμιος]] στην [[εμφάνιση]] και στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>3.</b> [[πρόκριτος]], [[προύχοντας]], [[ευκατάστατος]] («Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας [[εὐσχήμων]] [[βουλευτής]]»)<br /><b>4.</b> [[έντιμος]] και [[σεβαστός]], αξιοσέβαστατος<br /><b>5.</b> εξωτερικά ή επιφανειακά μόνο [[ευπρεπής]] και [[σοβαρός]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔσχημον</i><br />η [[ευσχημοσύνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσχημόνως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευσχημοσύνη]], με [[ευπρέπεια]] και [[κοσμιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-<i>σχήμων</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>σχήμων</i>].
|mltxt=[[εὐσχήμων]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]], ωραία [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> [[ευπρεπής]], [[κόσμιος]] στην [[εμφάνιση]] και στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>3.</b> [[πρόκριτος]], [[προύχοντας]], [[ευκατάστατος]] («Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας [[εὐσχήμων]] [[βουλευτής]]»)<br /><b>4.</b> [[έντιμος]] και [[σεβαστός]], αξιοσέβαστατος<br /><b>5.</b> εξωτερικά ή επιφανειακά μόνο [[ευπρεπής]] και [[σοβαρός]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔσχημον</i><br />η [[ευσχημοσύνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσχημόνως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευσχημοσύνη]], με [[ευπρέπεια]] και [[κοσμιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. [[ετεροσχήμων]], [[μεγαλοσχήμων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:51, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσχήμων Medium diacritics: εὐσχήμων Low diacritics: ευσχήμων Capitals: ΕΥΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: euschḗmōn Transliteration B: euschēmōn Transliteration C: efschimon Beta Code: eu)sxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (σχῆμα) A elegant in figure, mien and bearing, graceful, opp. ἀσχήμων, Pl.R.413e, al.; ἀλεκτρυών Cratin. 108; τὰ εὐ. ἡμῶν (sc. μόρια) 1 Ep.Cor.12.24: Comp. -έστερος more respectable, Pl.R.554e: Sup. -έστατοι, πονεῖν ἵπποι X.Eq.11.12. 2 in bad sense, with an outside show of goodness, specious in behaviour, εἴς τινα E.Med.584. II of things, decent, becoming, λόγοι Id.Hipp. 490, D.60.9; πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Aeschin.3.162; λέγειν εὐσχήμονα Arist.EN1128a7; τὸ εὔσχημον decorum, Pl.R.401c, Lg. 797b. Adv. -μόνως with grace and dignity, like a gentleman, Ar.V. 1210, X.Cyr.1.3.8, Arist.EN1101a1; ζῆν Phld.Herc.1251.18: Comp -έστερον, ἔχειν Pl.Epin.981a; τι φέρειν D.60.35: Sup. -έστατα IG 22.1034.11. 2 later also, noble, honourable, in rank (condemned by Phryn.309), Ev.Marc.15.43, Act.Ap.13.50, J.Vit.9, Vett.Val.66.7, al.; ἡ εὐ. the noble lady, PFlor.16.20 (iii A.D.). b title of a village magistrate, in pl., εὐ. κώμης BGU147 (ii/iii A.D.): sg., ἡ οἰκία τοῦ εὐ. PRyl.236.15 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσχήμων: εὔσχημον, γεν. ονος, (σχῆμα) κομψὸς τὸ σχῆμα, εὐπρεπής, ἐπίχαρις, ἀντιθ. τῷ ἀσχήμων, Πλάτ. Πολ. 413Ε, κ. ἀλλ.· - Συγκρ. - έστερος, αὐτόθι 554· Ὑπερθ. -έστατος, Ξεν. Ἱππ. 11, 12. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἔχων τὸ ἐξωτερικὸν μόνον εὔσχημον, εὐσχήμων κατ᾿ ἐπιφάνειαν, εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 584, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., πρέπων, εὐπρεπής, ἁρμόζων, λόγοι Εὖρ. Ἱππ. 490· πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Αἰσχίν. 76. 39· τὸ εὔσχημον, Λατ. decorum, Πλάτ. Πολ. 401C, Νομ. 797Β: - Ἐπίρρ. -μόνως, μετὰ χάριτος καὶ ἀξιοπρεπείας, Ἀριστοφ. Σφ. 1210, Ξεν. Κύρ. 1. 8, Ἀριστ. 110. Ν. 1. 10, 13: -Συγκ. -έστερον, Πλάτ. Ἐπιν. 981Α. 2) μεταγεν. ὡσαύτως, εὐγενής, ἐξ ἐντίμου κοινωνικῆς τάξεως, πλούσιος, ἔντιμος, Πράξ. Ἀπ. ιδ΄, 2, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυν. 333. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
qui a bonne tenue, de bonne apparence, convenable ; en mauv. part qui montre un bon vouloir ou un empressement affecté ; τὸ εὔσχημον convenance;
Cp. εὐσχημονέστερος, Sp. εὐσχημονέστατος.
Étymologie: εὖ, σχῆμα.

English (Strong)

from εὖ and σχῆμα; well-formed, i.e. (figuratively) decorous, noble (in rank): comely, honourable.

English (Thayer)

εὔσχημον (εὖ, and σχῆμα the figure, Latin habitus);
1. of elegant figure, shapely, graceful, comely, bearing oneself becomingly in speech or behavior (Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato): τά εὐσχήμονα ἡμῶν, the comely parts of the body that need no covering (opposed to τά ἀσχήμονα ἡμῶν, verse 23), πρός τό εὔσχημον, to promote decorum, Lob. ad Phryn., p. 333), of good standing, honorable, influential, wealthy, respectable (R. V. of honorable estate): Josephus, de vita sua §9; Plutarch, parallel. Graec. et Rom c. 15, p. 309b.)

Greek Monolingual

εὐσχήμων, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση
2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά
3. πρόκριτος, προύχοντας, ευκατάστατος («Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας εὐσχήμων βουλευτής»)
4. έντιμος και σεβαστός, αξιοσέβαστατος
5. εξωτερικά ή επιφανειακά μόνο ευπρεπής και σοβαρός
6. το ουδ. ως ουσ. τo εὔσχημον
η ευσχημοσύνη.
επίρρ...
εὐσχημόνως (ΑΜ)
με ευσχημοσύνη, με ευπρέπεια και κοσμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. ετεροσχήμων, μεγαλοσχήμων].

Greek Monotonic

εὐσχήμων: -ον, γεν. -ονος (σχῆμα
I. 1. κομψός στο σχήμα, καλόγνωμος, ήπιος στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά, χαριτωμένος, σε Πλάτ.· συγκρ. -έστερος· υπερθ. -έστατος, στον ίδ., Ξεν.
2. με αρνητική σημασία, αυτός που δίνει εξωτερική εντύπωση καλοσύνης, απατηλός, αληθοφανής, ορθός κατ' επίφαση, σε Ευρ.
II. λέγεται για πράγματα, πρέπων, αρμόζων, ταιριαστός, στον ίδ. κ.λπ.· τὸεὔσχημον, Λατ. decorum, σε Πλάτ.· επίρρ. -μόνως, με χάρη και αξιοπρέπια, όπως ένας «τζέντλεμαν», σε Αριστοφ., Ξεν.
III. ευγενής, έντιμος, αξιότιμος, εντιμότατος, σε περίοπτη κοινωνική θέση, πλούσιος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

εὐσχήμων: 2, gen. ονος
1) благопристойный, полный достоинства (ἀνήρ Plat.; λόγος Eur., Arst.; πρᾶγμα Aeschin.);
2) красивый, прекрасный, благородной внешности (πῶλος Xen.);
3) почтенный, уважаемый (γυναῖκες NT);
4) благовидный (ἀπόκρισις Plat.; πρόφασις Plut.);
5) притворный, лицемерный (εἴς τινα Eur.).

Middle Liddell

εὐ-σχήμων, ονος, σχῆμα
I. elegant in figure, mien and bearing, graceful, Plat.; comp. -έστερος; Sup. -έστατος, Plat., Xen.
2. in bad sense, with an outside show of goodness, specious, Eur.
II. of things, decent, becoming, Eur., etc.; τὸ εὔσχημον, Lat. decorum, Plat.:—adv. -μόνως, with grace and dignity, like a gentleman, Ar., Xen.
III. noble, honourable, in rank, NTest.

Chinese

原文音譯:eÙsc»mwn 由士黑蒙
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:好-風度的 相當於: (בְּרָכָה‎)
字義溯源:好形態,尊貴的,俊美的,合宜的,誠實的,可表現的,有聲望的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(σχῆμα)=風度)組成,其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (σχῆμα)出自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(5);可(1);徒(2);林前(2)
譯字彙編
1) 尊貴的(3) 可15:43; 徒13:50; 徒17:12;
2) 俊美的(1) 林前12:24;
3) 合宜(1) 林前7:35

English (Woodhouse)

becoming, fit, fitting, proper, specious, suitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)