μηδείς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[μηδεμία]], μηδέν ; <i>gén.</i> μηδενός, μηδεμίας, μηδενός;<br />aucun, nul, personne ; <i>au neutre</i> rien ; <i>dans les propos. et les cas où la négat.</i> [[μή]] <i>se met elle-même à la place de</i> [[οὐ]];<br /><b>1</b> [[personne]], [[pas une personne]] ; pas une chose, rien;<br /><b>2</b> qui n’est rien : ὁ [[μηδείς]], celui qui n’est rien ; <i>neutre subst.</i> μηδέν, rien : μηδὲν λέγειν XÉN dire qch qui n'est rien, ne rien dire ; <i>adv.</i> • μηδέν, en rien, en aucune manière ; μηδὲν ἧττον ATT pas moins ; μηδὲν [[μᾶλλον]] ATT pas plus.<br />'''Étymologie:''' [[μηδέ]], [[εἷς]] ou pê μὴ *[[δείς]] ; cf. [[μηθείς]].
|btext=[[μηδεμία]], μηδέν ; <i>gén.</i> μηδενός, μηδεμίας, μηδενός;<br />aucun, nul, personne ; <i>au neutre</i> rien ; <i>dans les propos. et les cas où la négat.</i> [[μή]] <i>se met elle-même à la place de</i> [[οὐ]];<br /><b>1</b> [[personne]], [[pas une personne]] ; pas une chose, rien;<br /><b>2</b> qui n’est rien : ὁ [[μηδείς]], celui qui n'est rien ; <i>neutre subst.</i> μηδέν, rien : μηδὲν λέγειν XÉN dire qch qui n'est rien, ne rien dire ; <i>adv.</i> • μηδέν, en rien, en aucune manière ; μηδὲν ἧττον ATT pas moins ; μηδὲν [[μᾶλλον]] ATT pas plus.<br />'''Étymologie:''' [[μηδέ]], [[εἷς]] ou pê μὴ *[[δείς]] ; cf. [[μηθείς]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:55, 12 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδείς Medium diacritics: μηδείς Low diacritics: μηδείς Capitals: ΜΗΔΕΙΣ
Transliteration A: mēdeís Transliteration B: mēdeis Transliteration C: mideis Beta Code: mhdei/s

English (LSJ)

μηδεμίᾰ, μηδέν (i.e. μηδὲ εἷς, μηδὲ μία, μηδὲ ἕν): fem. μηδὲ ἴα or μηδεΐα (or -έϊα) IG12(2).6.12 (Mytil.):—A not one, not even one, nobody (in neut. nothing), once in Hom. (who elsewhere uses μή τις, v. μήτις), ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι Il.18.500; μή πως… μηδὲν ἀνύσσῃς Hes.Op.395; μηδὲν ἄγαν Pi.Fr.216, etc.: rare in plural (μηδαμοί being used in Ion.), μηδένες ἄλλοι X.HG5.4.20; μηδένας Pl.Euthd.303c. 2 μηδὲ εἷς (so written) is found in Att. Inscrr., as IG12.114.41, 22.487.9 (μηδ' hενί ib.12.73.6), but is used especially in an emphatic sense, not even one, μηδὲ ἕν Ar.Pl.37: freq. with an intervening Particle or Prep., μηδ' ἂν ἕνα Pl.Cra.414d; μηδ' ἐν ἑνὶ χρόνῳ Id.Prm.156c; μηδ' ἐξ ἑνός Id.Phdr.245d; μηδ' ἐφ' ἑνί Id.R.553d; μηδὲ περὶ ἑνός Id.Tht.171c; μηδ' ὑφ' ἑνός, μηδ' ὑπὸ μιᾶς, Id.Smp.222d, Alc.1.122a; μηδὲ ὑφ' ἑνός IG12.32.8. II nobody, naught, good for naught, κἄμ' ἴσον τῷ μ. S.OC918: pl., οὐ γὰρ ἠξίου τοὺς μηδένας Id.Aj.1114; μηδέν or τὸ μηδέν as substantive, naught, nothing, κεἰ τὸ μ. ἐξερῶ Id.Ant.234; μ. λέγειν to say what is naught, X.Cyr.8.3.20, etc.; ἡ ἡμετέρη εὐδαιμονίη… ἀπέρριπται ἐς τὸ μ. Hdt.1.32; τοῦ μηδενὸς ἀξίη Id.6.137; ἐπὶ μηδὲν ἔρχεσθαι S.El.1000; ἐς τὸ μ. ἥκειν E.Hec.622; of persons, τὸ μ. a good-for-nothing, τὸ μ. εἶναι, of a eunuch, Hdt.8.106; τοιγὰρ σὺ δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν στέγος, τὴν μηδὲν ἐς τὸ μ. S.El.1166; κἂν τὸ μ. ὦ Id.Tr.1107; τὸ μ. ὄντας Id.Aj.1275; ὁ μ. ὤν ib.767; ὅτ' οὐδὲν ὢν τοῦ μηδὲν ἀντέστης ὕπερ ib.1231, cf. 1094, E.Hec.843, etc.; ἧττον αὐτοῖς ἔνι ἢ τὸ μ., i.e. it is a mere impossibility, Pl.Tht.180a; also μ. εἶναι without the Art., Luc.Rh.Pr.2. III neut. μηδέν as adverb, not at all, by no means, μηδὲν ἐγκέλευ' ἄγαν A.Pr.72, cf. 344; μ. διαφέρειν πλὴν ὀνόματι Pl.Plt.280a, etc.: with an Adv., μ. αἰνικτηρίως A.Pr. 949: freq. with Comp., μ. μᾶλλον, ἧσσον, etc., S.Aj.280, 1329, etc.— When other negatives, also derived from μή, are used with it, they do not destroy, but strengthen the negation, μηδέποτε μηδὲν αἰσχρὸν ποιήσας ἔλπιζε λήσειν never hope to escape, when you have done anything base. Isoc.1.16; cf. μηθείς.

French (Bailly abrégé)

μηδεμία, μηδέν ; gén. μηδενός, μηδεμίας, μηδενός;
aucun, nul, personne ; au neutre rien ; dans les propos. et les cas où la négat. μή se met elle-même à la place de οὐ;
1 personne, pas une personne ; pas une chose, rien;
2 qui n’est rien : ὁ μηδείς, celui qui n'est rien ; neutre subst. μηδέν, rien : μηδὲν λέγειν XÉN dire qch qui n'est rien, ne rien dire ; adv. • μηδέν, en rien, en aucune manière ; μηδὲν ἧττον ATT pas moins ; μηδὲν μᾶλλον ATT pas plus.
Étymologie: μηδέ, εἷς ou pê μὴ *δείς ; cf. μηθείς.

German (Pape)

μηδεμία, μηδέν, gen. μηδενός, μηδεμιᾶς, für μηδὲ εἷς, keiner, auch nicht Einer, vgl. μηδέ; in denselben Verbindungen wie μή; bei Hom. nur Il. 18.500: ὁ δ' ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι. – Beim Verbot, μηδὲν πόνει, Aesch. Prom. 342, ταῦτα μέντοι μηδὲν αἰνικτηρίως, gar nicht rätselhaft, ἔκφραζε, 951, μηδὲν φοβηθῇς, 128; hortativ, μηδὲν αἱματώμεθα, Ag. 1641; ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπῃς εἰς θεοὺς ἔπος, Soph. Aj. 128; τρέσητε μηδέν, Ant. 712; so oft Adverbial, καί μοι μηδὲν ἀχθεσθῇς, Plat. Gorg. 486a; nachdrücklicher als das einfache μή, wie μηδὲν ἀθυμήσητε Xen. An. 5.4.19, öfter; in den Conditional- und Absichtssätzen, κἂν μηδεὶς ἐᾷ, Soph. Aj. 1163, ὁ μηδὲν εἰδώς, O.R. 397; ὅπως μηδεμία τὸ αὑτῆς αἰσθήσεται, Plat. Rep. V.460c; gehäuft, μηδενὶ μηδὲν μηδεμίαν δύναμιν ἔχειν κοινωνίας εἰς μηδέν, Soph. 251c; – ἀπορρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται, Soph. El. 988, das Nichts, wie εἰς τὸ μηδὲν ἥκομεν Eur. Hec. 622; Sp., εἰς τὸ μηδὲν καταντᾷ, Pol. 4.34.2; – τὸ μηδέν, Her. 1.32, auch von einem Verschnittenen, 8.106, wie auch Soph. sagt κἂν τὸ μηδὲν ὤν, Trach. 1097, der so gut wie Nichts, schwach ist, τὸ μηδὲν ὄντας ἐν τροπῇ δορός, die Nichts waren, Aj. 1254, ὁ μηδὲν ὤν, 754; δέξαι με τὴν μηδὲν ἐς τὸ μηδέν, El. 1157; καὶ μὴ τὸ μηδὲν ἄλγος εἰς μέγ' οἴσετε, O.R. 638; τὰ μηδὲν ὄντα, Eur. Trach. 609; μηδὲν λέγειν, im Gegensatz von δικαίων δεῖσθαι, Xen. Cyr. 8.3.20. – μηδέν steht oft Adverbial, in Nichts, auf keine Weise, μηδὲν διαφέρειν, Plat. Polit. 280a (s. oben); μηδὲν ἄρα θαυμάζωμεν, wir wollen uns also gar nicht wundern, Rep. X.597a. – Der plur. μηδένες ist selten, Soph. Aj. 1114; Plat. Euthyd. 303b; Xen. Hell. 5.4.20; vgl. μηδαμός; – μηθείς, μηθέν, späte, unattische Form von Arist. an.

Russian (Dvoretsky)

μηδείς: μηδε-μία, μηδεν, gen. μηδενός, μηδεμιᾶς, μηδενός [εἷς] (преимущ. sing. μηδ᾽ ἂν εἵς, μηδ᾽ ἐν ἑνί Plat.) ни один, никакой, никто (μηδένας πώποτε τῶν ἀνθρώπων ἰδεῖν οὕτω σοφούς Plat.; μηδενὶ μηδὲν εἰπεῖν NT): μηδὲν λέγειν Xen. ничего (существенного) не говорить; τοῦ μηδενὸς ἄξιος Her. ничего не стоящий, никуда не годный; ἐπὶ μηδὲν ἔρχεσθαι Soph. и εἰς τὸ μηδὲν ἥκειν Eur. превратиться в ничто; μηδὲν ἧττον Soph. нисколько не менее; μηδὲν μᾶλλον Soph. нисколько не более.

Greek (Liddell-Scott)

μηδείς: μηδεμίᾰ, μηδέν, (ὅ ἐστι: μηδὲ εἷς, μηδὲ μία, μηδὲ ἕν)· θηλ. τύπος μηδέΐα εὑρέθη ἔν τινι Μυτιλην. Ἐπιγρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2166. 7. «Μηδὲ ἔνας», «κἀνείς», ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ οὐδεὶς οἵαν τὸ μὴ πρὸς τὸ οὐ, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., μηδὲν ἑλέσθαι Ἰλ. Σ. 500· οὕτω, μηδὲν ἀνύσσῃς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἠμ. 393· μηδὲν ἄγαν Πινδ. Ἀποσπ. 235, κτλ.· ― σπάνιον ἐν τῷ πληθ. (μηδαμοὶ εὕρηται ἀντ’ αὐτοῦ), μηδένες Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 20· μηδένας Πλάτ. Εὐθύδ. 303Β· πρβλ. οὐδεὶς ΙΙ. 2) μηδὲ εἷς, ὅπερ (οὕτω γραφόμενον) οὐδέποτε πάσχει ἔκθλιψιν ἔτι καὶ παρ’ Ἀττ., καὶ διετήρησε τὴν πρώτην ἐμφατικὴν ἔννοιαν: «οὔτε κἂν εἷς», καὶ συχνάκις δέχεται ἕτερον μόριον μεταξύ, μηδ’ ἂν εἷς Πλάτ. Κρατ. 414D, ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ, σ. xxxiv· ἢ πρόθεσιν, μηδ’ ἐν ἑνὶ Πλάτ. Παρμ. 126C· μηδ’ ἐξ ἑνὸς Φαῖδρ. 245D· μηδ’ ἐφ’ ἑνὶ Πολ. 553D· μηδὲ περὶ ἑνὸς Θεαίτ. 171C· μηδ’ ὑφ’ ἑνός, μηδ’ ὑπὸ μιᾶς Συμπ. 222D, κτλ. ΙΙ. μηδαμινός, ὁ μηδενὸς ἄξιος, ὁ «καντίποτες», ὁ μηδεὶς Σοφ. Ο. Κ. 918· πληθ., οὐ γὰρ ἠξίου τοὺς μηδένας ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1114· ― οὕτω, μηδὲν ἢ τὸ μηδὲν συχνάκις ὡς οὐσιαστ., τίποτε, «μηδέν», κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 234· μηδὲν λέγειν, λέγειν τι ὅπερ δὲν εἶναι τίποτε, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 20, κτλ.· ἡ ἡμετέρη εὐδαιμονίη... ἀπέρριπται ἐς τὸ μηδὲν Ἡρόδ. 1. 32· τοῦ μηδενὸς ἄξιος 6. 137· ἐπὶ μηδὲν ἔρχεσθαι Σοφ. Ἠλ. 1000· ἐς τὸ μηδὲν ἥκειν Εὐρ. Ἑκάβ. 622· καὶ προσώπων, τὸ μηδέν, μηδαμινὸς ἄνθρωπος, «τιποτένιος», τὸ μηδὲν εἶναι, ἐπὶ εὐνούχου, Ἡρόδ. 8. 106· τοιγὰρ σὺ δέξαι μ’ ἐς τὸ σὸν στέγος, τὴν μηδὲν ἐς τὸ μηδὲν Σοφ. Ἠλ. 1166· κἂν τὸ μηδὲν ὧ ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1107· τὸ μὴ ὄντας ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1275· ὁ μ. ὢν αὐτόθι 767· ὅτ’ οὐδὲν ὢν τοῦ μηδὲν ἀντέστης ὕπερ αὐτόθι 1231, πρβλ. 1094, Εὐρ. Ἑκάβ. 843, κτλ.· ἧττον αὐτοῖς ἔνι ἢ τὸ μηδέν, ὅ ἐστιν, εἶναι εἰς αὐτοὺς ἐντελῶς ἀδύνατον, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 601· ὡσαύτως, μ. εἶναι, ἄνευ τοῦ ἄρθρου, σκόπει γοῦν ὁπόσοι τέως μηδὲν ὄντες ἔνδοξοι καὶ πλούσιοι... ἔδοξαν ἀπὸ τῶν λόγων Λουκ. Ρητόρ. διδάσκ. 2. ΙΙΙ. οὐδ. μηδὲν ὡς ἐπίρρ. καθόλου, οὐδόλως, Αἰσχύλ. Πρ. 72, 342, 949, Πλάτ. Πολιτ. 280Α, κτλ.· συχνάκις μετά τοῦ συγκ., μᾶλλον ἧττον, κτλ., Σοφ. Αἴ. 280, 1329, κτλ.· ― Ὅταν δὲ ἄλλα ἀρνητικὰ μόρια ὡσαύτως ἐκ τοῦ μὴ παραγόμενα συνοδεύωσιν αὐτό, δὲν ἀναιροῦσιν ἀλλ’ ἰσχυροποιοῦσι τὴν ἄρνησιν, μηδέποτε μηδὲν αἰσχρὸν ποιήσας ἐλπίζε λήσειν, ποτὲ μὴ ἐλπίσῃς ὅτι θὰ διαφύγῃς τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, ἐὰν ἔχῃς καμεὶ αἰσχρόν τί, Ἰσοκρ. 5Β· πρβλ. μηδαμά. ― Περὶ τοῦ μηθείς, ἴδε ἐν λέξει.

English (Slater)

μηδείς no one, nothing σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 10.

English (Strong)

including the irregular feminine medemia, and the neuter meden from μή and εἷς; not even one (man, woman, thing): any (man, thing), no (man), none, not (at all, any man, a whit), nothing, + without delay.

Greek Monolingual

μηδεμία, μηδέν, θηλ. και μηδεμιά (ΑΜ μηδείς, μηδεμία, μηδέν, Α και μηθείς, μηθεμία, μηθέν, αιολ. θηλ. μήδεϊα και μηδεΐα, Μ αρσ. και μηδένας)
(αόρ. αντων.)
1. ούτε ένας, κανένας
2. φρ. α) «μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε» (λόγοι του Σόλωνος προς τον Κροίσο) λόγω τών μεταβολών της τύχης κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα είναι ευτυχισμένος ώς τον θάνατό του
β) «μηδεὶς ἀγεωμέτρητος εἰσέτω» — φράση τών Πυθαγορείων, γραμμένη και στο υπέρθυρο της Πλατωνικής Ακαδημίας, με την οποία απαγόρευαν την είσοδο στους μη μυημένους
γ) «μηδενὶ δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῑν μῡθον ἀκούσῃς» — δεν πρέπει να εκφέρεις απόφαση πριν ακούσεις και τις δύο απόψεις
3. (γνωμ.) «μηδὲν ἄγαν»
(δελφικό απόφθεγμα) απόφευγε τις υπερβολές
αρχ.
μηδαμινός, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + εἷς].

Greek Monotonic

μηδείς: μηδε-μίᾰ, μηδ-έν (δηλ. μηδὲ εἷς, μηδὲ μία, μηδὲ ἕν)·
I. 1. και μήτε ένας, συγγενές προς το οὐδείς όπως το μή προς το οὐ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σπανίως στον πληθ., σε Ξεν.
2. μηδὲ εἷς· όταν γράφεται έτσι δεν αποσιωπάται στην προφορά ποτέ, ούτε στην Αττ., διατηρώντας την πρώτη εμφατική σημασία, μήτε κανένας, και συχνά υπήρχε ανάμεσα ένα μόριο, όπως μηδ' iν εἷς, ή μία πρόθ. μηδ' ἐξ ἑνός, μηδὲ περὶ ἑνός, κ.λπ., σε Πλάτ.
II. κανείς, ένα τίποτε, καλός για το τίποτε, ὁ μηδείς, σε Σοφ.· πληθ., οὐ γὰρ ἠξίου τοὺς μηδένας, στον ίδ.· ομοίως, μηδέν ή τὸ μηδέν συχνά ως ουσ., μηδενικό, τίποτε, στον ίδ.· μηδὲν λέγειν, λέω ό,τι είναι μηδενικής αξίας, σε Ξεν.· τοῦμηδενὸς ἄξιος, σε Ηρόδ.· ἐς τὸ μηδὲν ἥκειν, σε Ευρ.· λέγεται και για πρόσωπα, τὸ μηδέν, καλός για το τίποτε, μηδαμινός, τὸ μηδὲν εἶναι, λέγεται για ευνούχο, σε Ηρόδ.· τὸ μηδὲν ὄντας, σε Σοφ.
III. το ουδ. μηδέν ως επίρρ., καθόλου, με κανέναν τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

[i. e. μηδὲ εἷς, μηδὲ μία, μηδὲ ἕν]
I. and not one, related to οὐδείς as μή to οὐ, Il., etc.; —rare in Pl., Xen.
2. μηδὲ εἷς, which (so written) is never elided even in attic, retained the first emphatic sense not even one, and often had a Particle between, as μηδ' ἂν εἷς, or a prep., μηδ' ἐξ ἑνός, μηδὲ περὶ ἑνός etc., Plat.
II. nobody, naught, good for naught, ὁ μηδείς Soph.; pl., οὐ γὰρ ἠξίου τοὺς μηδένας Soph.:— so, μηδέν or τὸ μηδέν often as substantive, naught, nothing, Soph.; μηδὲν λέγειν to say what is naught, Xen.; τοῦ μηδενὸς ἄξιος Hdt.; ἐς τὸ μηδὲν ἥκειν Eur.;—and of persons, τὸ μηδέν a good for naught, τὸ μηδὲν εἶναι of an eunuch, Hdt.; τὸ μ. ὄντας Soph.
III. neut. μηδέν as adv. not at all, by no means, Aesch., etc.

Chinese

原文音譯:mhde⋯j 姆得-誒士
詞類次數:形容詞(92)
原文字根:不-一 相當於: (אַל‎) (הֲלֹא‎ / לֹא‎ / לֹה‎)
字義溯源:一個也沒有,一無,沒,沒有人,沒,無,毫無,不,不可,不要,不出,免得,任何,凡事,無論;由(μή / μήγε / μήπου)*=否定)與(εἷς)*=一個)組成
出現次數:總共(92);太(5);可(10);路(9);約(1);徒(22);羅(3);林前(6);林後(6);加(2);弗(1);腓(3);西(2);帖前(2);帖後(3);提前(5);多(4);來(1);雅(3);彼前(1);約壹(1);約叄(1);啓(1)
譯字彙編
1) 不要(11) 可7:36; 可9:9; 路3:13; 路3:14; 路8:56; 路10:4; 徒10:20; 徒11:12; 林前10:25; 林前10:27; 多3:2;
2) 不(8) 可5:43; 路6:35; 徒16:28; 徒24:23; 羅13:8; 弗5:6; 提前5:14; 來10:2;
3) 不可(8) 太8:4; 太9:30; 路9:21; 徒19:36; 徒23:22; 羅12:17; 提前4:12; 提前5:21;
4) 沒有(7) 徒13:28; 徒19:40; 徒23:29; 徒25:17; 徒25:25; 徒28:6; 多3:13;
5) 沒有人(4) 可11:14; 林前3:18; 西2:4; 啓3:11;
6) 沒有一人(4) 徒27:33; 林前10:24; 帖前3:3; 多2:15;
7) 一無(4) 林後6:10; 腓4:6; 提前6:4; 約叄1:7;
8) 任何(3) 林前1:7; 林後13:7; 帖後2:3;
9) 不讓人(2) 西2:18; 約壹3:7;
10) 沒(2) 帖前4:12; 多2:8;
11) 沒有一個(2) 徒10:28; 雅1:13;
12) 毫無(2) 雅1:4; 雅1:6;
13) 無人(2) 可3:27; 林前3:21;
14) 人不要(1) 加6:17;
15) 沒有一件事(1) 林後7:9;
16) 一點不會(1) 林後11:5;
17) 無有(1) 加6:3;
18) 不拘(1) 帖後2:3;
19) 不可⋯人(1) 太17:9;
20) 不⋯人(1) 徒9:7;
21) 不⋯任何人(1) 林後6:3;
22) 不⋯對任何人(1) 太16:20;
23) 毫(1) 彼前3:6;
24) 凡事不(1) 腓2:3;
25) 甚麼也不(1) 帖後3:11;
26) 不給人(1) 提前5:22;
27) 凡事(1) 腓1:28;
28) 決不(1) 徒23:14;
29) 不要對人(1) 可8:30;
30) 並沒有(1) 路4:35;
31) 切不可(1) 路5:14;
32) 沒有甚麼(1) 可6:8;
33) 一點不(1) 可5:26;
34) 無干(1) 太27:19;
35) 甚麼(1) 可1:44;
36) 都不可(1) 可1:44;
37) 甚麼都不(1) 路9:3;
38) 全無一人(1) 約8:10;
39) 不將(1) 徒15:28;
40) 並沒(1) 徒28:18;
41) 決(1) 羅13:8;
42) 不向別人(1) 徒11:19;
43) 沒有一樣(1) 徒8:24;
44) 對任何(1) 徒4:17;
45) 不出(1) 徒4:21;
46) 任何事(1) 林後6:3

English (Woodhouse)

a nobody, a person of no importance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)