βούλησις: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=voylisis | |Transliteration C=voylisis | ||
|Beta Code=bou/lhsis | |Beta Code=bou/lhsis | ||
|Definition=βουλήσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[willing]], Arist.''de An.''433a43; βούλησις ἀγαθοῦ [[ὄρεξις]] Id.''Top.''146b5, cf. ''EN''1111b19; βούλησις τῶν ἀδυνάτων, βούλησις τοῦ τέλους, ib. 1111b22, 1113a15; [[purpose]], [[πράσσειν]] βούλησιν E.''HF''1305; [[wish]], [[desire]], Th.3.39, Pl.''Grg.''509d, etc.; [[βούλησιν ἐλπίζει]] = [[entertain]]s a [[hope]] and [[purpose]], Th.6.78; [[κατὰ τὴν βούλησιν]] = [[in accordance with the will]] [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''420d, al.; [[παρὰ τὴν βούλησιν]] = [[against one's will]] ibid., [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1136b24: pl., [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''688b, Arist.''Rh.''1378b18; of the gods, Polystr. p.10 W.<br><span class="bld">II</span> [[purpose]] or [[meaning]] of a [[poem]], Pl.''Prt.''344b; [[signification]] of a [[word]], Id.''Cra.''421b.<br><span class="bld">III</span> [[will]], [[testament]], βούλησις [[ἔγγραφος]] ''PLips.''33 ii 10 (iv A. D.). | |Definition=βουλήσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[willing]], Arist.''de An.''433a43; βούλησις ἀγαθοῦ [[ὄρεξις]] Id.''Top.''146b5, cf. ''EN''1111b19; βούλησις τῶν ἀδυνάτων, βούλησις τοῦ τέλους, ib. 1111b22, 1113a15; [[purpose]], [[πράσσειν]] βούλησιν E.''HF''1305; [[wish]], [[desire]], Th.3.39, Pl.''Grg.''509d, etc.; [[βούλησιν ἐλπίζει]] = [[entertain]]s a [[hope]] and [[purpose]], Th.6.78; [[κατὰ τὴν βούλησιν]] = [[in accordance with the will]] [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''420d, al.; [[παρὰ τὴν βούλησιν]] = [[against one's will]] ibid., [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1136b24: pl., [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''688b, Arist.''Rh.''1378b18; of the gods, Polystr. p.10 W.<br><span class="bld">II</span> [[purpose]] or [[meaning]] of a [[poem]], [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]''344b; [[signification]] of a [[word]], Id.''Cra.''421b.<br><span class="bld">III</span> [[will]], [[testament]], βούλησις [[ἔγγραφος]] ''PLips.''33 ii 10 (iv A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 17:24, 21 November 2024
English (LSJ)
βουλήσεως, ἡ,
A willing, Arist.de An.433a43; βούλησις ἀγαθοῦ ὄρεξις Id.Top.146b5, cf. EN1111b19; βούλησις τῶν ἀδυνάτων, βούλησις τοῦ τέλους, ib. 1111b22, 1113a15; purpose, πράσσειν βούλησιν E.HF1305; wish, desire, Th.3.39, Pl.Grg.509d, etc.; βούλησιν ἐλπίζει = entertains a hope and purpose, Th.6.78; κατὰ τὴν βούλησιν = in accordance with the will Pl.Cra.420d, al.; παρὰ τὴν βούλησιν = against one's will ibid., Arist.EN 1136b24: pl., Pl.Lg.688b, Arist.Rh.1378b18; of the gods, Polystr. p.10 W.
II purpose or meaning of a poem, Pl.Prt.344b; signification of a word, Id.Cra.421b.
III will, testament, βούλησις ἔγγραφος PLips.33 ii 10 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1deseo, acto de voluntad, voluntad Th.1.92, 3.39, Pl.Grg.509d, ἡ δὲ βούλησις πάρα = la voluntad está presta E.IT 1019, βούλησιν ἐλπίζει = espera y desea Th.6.78, ἡ παρ' ἑκάστου βούλησις = la voluntad de cada uno D.3.19, κατὰ τὴν βούλησιν = conforme al deseo Pl.Cra.420d, Plb.4.82.5, κατὰ τὴν ἰδίαν βούλησιν = por la propia voluntad Vett.Val.201.9, βουλήσει καὶ προθυμίᾳ Phld.Cont.fr.90.10, παρὰ τὴν βούλησιν = contra el deseo Arist.EN 1136b24, cf. Epicur.Ep.[2] 77, Plb.27.15.1, πρὸς τὴν Ῥωμαίων ἀντιπράττοντες βούλησιν Plb.27.4.9, μέτρῳ τῇ βουλήσει χρωμένους = entregándose al deseo con mesura Aristid.Or.15.31
•buena disposición unido a προσδοκία Plb.3.34.6, a προθυμία Plb.3.109.5, χωρὶς τῆς βουλήσεως = sin el consentimiento Plb.4.9.5
•en plu. φανερὰς κατέστησε τὰς αὑτοῦ βουλήσεις puso de manifiesto sus propias intenciones Is.7.2, cf. Pl.Lg.688b, Arist.Rh.1378b19, Gal.17.2.27
•voluntad de dios, Polystr.Contempt.13.8, κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ βούλησιν = por deseo del dios fórmula tardía IStratonikeia 171.1, cf. 1Ep.Clem.42.4, POxy.130.11 (VI d.C.)
•ref. a la generación del Hijo por voluntad del Padre, esp. en la doctrina arriana καθὸ καὶ εἰκόνα βουλήσεως ὀνομάζουσιν Basil.Eunom.M.29.565B
•τελευταία βούλησις = última voluntad, PMasp.151.54 (VI d.C.), cf. Cod.Iust.6.6.4.1
•de donde testamento βούλησις ἔγγραφος PLips.33.2.10, POxy.3756.12, 15 (IV d.C.), ἔγγραφος ἢ ἄγραφος βούλησις Iust.Nou.107.2.
2 volición, voluntad, deseo identificado con ὄρεξις Arist.de An.433a23, distinto de προαίρεσις Arist.EN 1111b19, unido a θυμός y ἐπιθυμία Olymp.in Grg.12.3, ref. a la doctrina gnóstica ἡ βούλησις καὶ ἡ κρίσις καὶ ἡ ἄσκησις ἡ αὐτή Clem.Al.Strom.2.16.77.
3 decisión πράσσειν βούλησιν E.HF 1305, ἀμετάβλητος βούλησις = decisión irrevocable, PMasp.169b.31 (VI d.C.)
•dictado, designio ἑπόμενος τῇ τοῦ Σεβαστοῦ βουλήσει ITemple of Hibis 4.16 (I d.C.).
II significado, sentido de una palabra, Pl.Cra.421b, de un poema, Pl.Prt.344b, de la ley, Clem.Al.Strom.1.28.179.
German (Pape)
[Seite 457] ἡ, das Wollen, der Wille, die Absicht, ἔπραξε βούλησιν, ἣν ἐβούλετο Eur. Herc. Fur. 1305; Thuc. 1, 92 u. öfter, wie Folgde; plur., Plat. Legg. X, 896 c; Dem. 25, 88; – ὀνόματος, Bedeutung, Plat. Crat. 421 e.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 volonté, désir;
2 dessein, intention;
3 t. de gramm. βούλησις ὀνόματος = signification d'un mot.
Étymologie: βούλομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούλησις -εως, ἡ βούλομαι
1. wil, verlangen:; οὐκ ἀνθρωπίνης δυνάμεως βούλησιν ἐλπίζει hij koestert een wens die niet binnen de menselijke macht ligt Thuc. 6.78.2; δύναμιν ἢ βούλησιν; macht of wil? Plat. Grg. 509d; opzet:. ἔπραξε... βούλησιν ἣν ἐβούλετο zij is geslaagd in de opzet die zij wilde Eur. HF 1305.
2. bedoeling, betekenis:. ἡ βούλησις (τοῦ ᾄσματος) de bedoeling (van het gedicht) Plat. Prot. 344b; ἡ β. τοῦ ὀνόματος de betekenis van het woord Plat. Crat. 421b.
Russian (Dvoretsky)
βούλησις: εως ἡ
1 тж. pl. воля, желание, тж. намерение: ἔπραξε βούλησιν ἣν ἐβούλετο Eur. она добилась всего, чего хотела; βούλησιν ἐλπίζειν Thuc. надеяться на осуществление желания, лелеять надежду; τῆς βουλήσεως ἁμαρτάνειν Thuc. не осуществить (своего) желания; κατὰ τὴν βούλησιν Plat. согласно желанию; παρὰ τὴν βούλησιν Arst. против воли;
2 значение, смысл (ὀνόματος Plat.).
Middle Liddell
βούλομαι
I. a willing: one's will, intention, purpose, Eur., Thuc., etc.
II. the purpose or meaning of a poem, Plat.
Greek Monotonic
βούλησις: -εως, ἡ (βούλομαι),
I. θέληση, επιθυμία, επιδίωξη, σκοπός, η πρόθεση κάποιου, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
II. σκοπός ή νόημα ενός ποιήματος, σε Πλάτ.
Greek Monolingual
η (AM βούλησις) βούλομαι
1. θέληση, επιθυμία
2. πρόθεση, σκοπός
νεοελλ.
1. η ικανότητα του υποκειμένου να αντιδρά στην κατάστασή του (ορμή, άμεση αντίδραση σε μια κατάσταση, προσπάθεια για έναν σκοπό, απόφαση και συγκέντρωση της θέλησης προς τον σκοπό)
2. φρ. α. «δήλωση βουλήσεως» — δήλωση με την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιδιώκει να επιφέρει έννομα αποτελέσματα
β. «κατά βούλησιν» — στρατιωτικό, παράγγελμα που παρέχει μεγαλύτερη ευχέρεια στην εκτέλεση κίνησης ή βολής
αρχ.
η σημασία ενός ποιήματος ή μιας λέξης.
Greek (Liddell-Scott)
βούλησις: -εως, ἡ, θέλησις· τὸ θέλημά τινος, σκοπός, πρόθεσις, πράσσειν β. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1305· πρβλ. Θουκ. 3. 39, Πλάτ. Γοργ. 509D, κτλ.· βούλησιν ἐλπίζει, τρέφει ἐλπίδα καὶ σκοπόν, Θουκ. 6. 78· κατὰ τὴν β. Πλάτ. Κρατ. 420D, κ. ἀλλ.· παρὰ τὴν βούλησιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 5· -πληθ., Πλάτ. Νόμ. 688Β, κτλ. ΙΙ. ὁ σκοπὸς ἢ ἡ σημασία ποιήματος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 344Β· ἡ σημασία λέξεώς τινος, ὁ αὐτ. Κρατ. 421Β.
English (Woodhouse)
intention, meaning, volition, will, wish
Lexicon Thucydideum
voluntas, propositum, intention, purpose, 1.92.1, 2.35.3, 3.39.2, 3.68.1, 4.108.4, 5.105.1, 6.69.1, 6.78.2, 7.57.7.
Translations
will
Albanian: vullnet; Arabic: رَغْبَة, إرَادَة; Armenian: կամք; Azerbaijani: iradə, ixtiyar; Bashkir: ихтыяр; Belarusian: воля; Bulgarian: воля; Catalan: voluntat, albir; Cebuano: buot, pagbuot; Chinese Mandarin: 意志; Czech: vůle; Dalmatian: voluntuot; Danish: vilje; Dutch: wil, wens; Esperanto: volo; Estonian: tahe; Ewe: lɔ̃lɔ̃nu; Faroese: vilji; Finnish: tahto, halu; French: volonté; Friulian: volontât; Galician: vontade, albidro; Georgian: ნება, სურვილი; German: Wille; Gothic: 𐍅𐌹𐌻𐌾𐌰; Greek: βούληση, θέληση; Ancient Greek: βούλησις, βούλημα, θέλημα, θελήμη, θέλησις; Hebrew: רָצוֹן, אָבָה; Hindi: इच्छा; Hungarian: szándék, akarat; Indonesian: hendak; Irish: deoin; Italian: volontà; Japanese: 意志; Kazakh: ерік, ықтияр; Korean: 의지(意志); Kyrgyz: ыктыяр; Latin: voluntas; Lithuanian: valia, noras; Luxembourgish: Wëllen; Macedonian: волја; Maori: takune, whakaaro, e, ka; Ngazidja Comorian: nyandzo; Nogai: эрк; Norwegian Bokmål: vilje, ønske; Occitan: volontat; Old Church Slavonic Cyrillic: волꙗ; Old Norse: vili; Persian: آرزو, خواسته, اختیار; Plautdietsch: Wellen; Polish: wola; Portuguese: vontade; Romanian: voință; Romansch: voluntad, volunted, voluntà; Russian: воля; Sanskrit: इच्छा; Sardinian: bolontade, boluntadi, volontade; Serbo-Croatian Cyrillic: во̏ља; Roman: vȍlja; Slovak: vôľa; Slovene: volja; Sorbian Lower Sorbian: wóla; Upper Sorbian: wola; Spanish: voluntad, albedrío; Swedish: vilja, önskan; Tajik: ихтиёр, ирода, орзу; Tatar: ихтыяр; Tocharian A: kri; Turkish: irade; Ukrainian: воля; Uzbek: iroda, ixtiyor; Welsh: ewyllys
decision
Arabic: قَرَار, تَصْمِيم; Egyptian Arabic: حكم; Hijazi Arabic: قرار; Armenian: որոշում; Azerbaijani: qərar; Basque: erabaki; Belarusian: рашэнне; Bulgarian: решение; Catalan: decisió; Chinese Cantonese: 決定; Mandarin: 決定, 决定; Czech: rozhodnutí; Danish: beslutning; Dutch: beslissing, besluit; Esperanto: decido; Finnish: päätös; French: décision; Georgian: გადაწყვეტილება; German: Entscheidung, Beschluss; Greek: απόφαση; Ancient Greek: αἶσα, ἀξίωμα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, βουλιτία, βραβεία, βράβευμα, γνώμη, γνῶσις, δέκρητον, διαβούλιον, διαγνώμη, διαγνωρισμός, διάγνωσις, διαδικασία, διάκρισις, διάληψις, διάλημψις, διόρισις, δόγμα, δόκημα, δόκησις, ἔγκρισις, ἐκδικία, ἐπίγνωσις, θελημοσύνη, κρίμα, κρῖμα, κρίσις, ὅρος, σύγκρισις, ψήφισμα, ϝαδά; Hebrew: הַחְלָטָה; Hindi: निर्णय, फ़ैसला; Hungarian: döntés; Icelandic: ákvörðun; Irish: cinneadh; Italian: decisione; Japanese: 決定, 決断; Kazakh: шешім; Khmer: សម្រេច, សាលក្រម, ការសម្រេចចិត្ត; Korean: 결정; Kurdish Central Kurdish: بڕیار; Latin: consultum, decretum; Latvian: lēmums, apņemšanās; Lezgi: къарар; Lithuanian: sprendimas, nutarimas; Macedonian: одлука; Malay: keputusan; Maltese: deċiżjoni; Maori: tatūnga; Middle French: decision; Mizo: thutlûkna; Mongolian: шийдвэр; Ngazidja Comorian: âzma; Norwegian Bokmål: beslutning; Occitan: decision; Oromo: murtii; Papiamentu: desishon; Persian: تصمیم; Polish: decyzja; Portuguese: decisão; Romanian: decizie, hotărâre; Russian: решение, урегулирование; Serbo-Croatian Cyrillic: одлука, решење; Roman: odluka, rešenje, rješenje; Slovak: rozhodnutie; Slovene: odločitev; Sorbian Lower Sorbian: rozsud; Spanish: decisión; Swedish: beslut; Tabasaran: къарар; Ukrainian: рі́шення, вирішення; Vietnamese: quyết định; Zazaki: qerar, hıkum
meaning
Albanian: kuptim, domethënie; Arabic: مَعْنًى, الْمَعْنَى; Gulf Arabic: معنى; Moroccan Arabic: معنى; North Levantine Arabic: معنى; South Levantine Arabic: معنى; Armenian: իմաստ; Azerbaijani: məna; Bashkir: мәғәнә; Belarusian: значэнне; Bengali: অর্থ; Bulgarian: значение; Burmese: အဓိပ္ပါယ်; Catalan: significat, significació; Chinese Mandarin: 意義, 意义, 含義, 含义, 意思, 意味; Crimean Tatar: mana; Czech: význam; Danish: betydning, mening; Dutch: waarde, betekenis; Esperanto: signifo; Estonian: tähendus; Finnish: merkitys; French: signification, sens; Galician: significado; Georgian: მნიშვნელობა; German: Bedeutung; Greek: σημασία; Ancient Greek: βούλημα, βούλησις, διανόημα, διάνοια, διανοίη, διανοιία, διανοιΐα, δύναμις, ἔμφασις, ἐνθύμαμα, ἐνθύμημα, ἔννοια, ἐννοίη, νοούμενον, παρέμφασις, σαμασία, σημαινόμενον, σημασία, σημασίη, τὸ νοούμενον, τὸ σημαινόμενον; Gujarati: અર્થ; Hausa: ma'ana; Hawaiian: manaʻo; Hebrew: מַשְׁמָעוּת; Hindi: मतलब, अर्थ, मअनी; Hungarian: jelentés; Icelandic: merking; Indonesian: arti, makna, maksud; Italian: significato; Japanese: 意義, 意味; Kazakh: мағына; Khmer: សំនួន; Korean: 뜻, 의미(意味), 의의(意義); Kurdish Northern Kurdish: wate, mane; Kyrgyz: маани; Lao: ຄວາມຫມາຽ; Latvian: jēga, nozīme; Limburgish: beteikenis; Lithuanian: prasmė; Macedonian: значење; Malay: makna, erti, maksud; Malayalam: അർത്ഥം, സാരം; Mongolian Cyrillic: утга; Mongolian: ᠤᠳᠬ; ᠠ; Norwegian Bokmål: mening, betydning; Old English: andgiet; Pashto: معنى, معنا; Persian: معنی, مطلب; Polish: znaczenie; Portuguese: significado; Romanian: semnificație, sens; Russian: значение; Sanskrit: अर्थ; Scots: meanin; Serbo-Croatian Cyrillic: значе̄ње; Roman: znáčēnje; Slovak: význam; Slovene: pomen; Spanish: sentido, significado; Swahili: maana; Swedish: mening, betydelse; Tajik: маънӣ, маъно; Tatar: мәгънә; Thai: ความหมาย; Tocharian B: ārth; Turkish: anlam, mana, kasıt; Turkmen: many; Ukrainian: значення; Urdu: معنی, ارتھ, مطلب; Uyghur: مەنە; Uzbek: maʼno; Vietnamese: nghĩa, ý nghĩa), ý vị); Welsh: ystyr; West Frisian: betsjutting; Yiddish: טײַטש