πάλι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pali
|Transliteration C=pali
|Beta Code=pa/li
|Beta Code=pa/li
|Definition=[ᾰ], later poet. form of [[πάλιν]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>12</span>, <span class="title">AP</span>5.181 (Mel.), <span class="title">Epigr.Gr.</span>314 (Smyrna), <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>3.10</span>, <span class="bibl">Scymn.470</span>: also in later Prose, Phld.<span class="title">Mus.</span>pp.17,40 K., <span class="bibl">Anon.Lond.6.36</span>, <span class="bibl">18.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>298.27</span> (i A. D.), cf. Phryn.249.
|Definition=[ᾰ], later ''poet.'' form of [[πάλιν]], Call.''Epigr.''12, ''AP''5.181 (Mel.), ''Epigr.Gr.''314 (Smyrna), Orph.''H.''3.10, Scymn.470: also in later Prose, Phld.''Mus.''pp.17,40 K., Anon.Lond.6.36, 18.4, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''298.27 (i A. D.), cf. Phryn.249.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλῐ Medium diacritics: πάλι Low diacritics: πάλι Capitals: ΠΑΛΙ
Transliteration A: páli Transliteration B: pali Transliteration C: pali Beta Code: pa/li

English (LSJ)

[ᾰ], later poet. form of πάλιν, Call.Epigr.12, AP5.181 (Mel.), Epigr.Gr.314 (Smyrna), Orph.H.3.10, Scymn.470: also in later Prose, Phld.Mus.pp.17,40 K., Anon.Lond.6.36, 18.4, POxy.298.27 (i A. D.), cf. Phryn.249.

German (Pape)

[Seite 447] poet. spätere abgekürzte Form für πάλιν; Anacr. 47, 10; Diosc. 6 (XII, 71) u. öfter in der Anth.

Russian (Dvoretsky)

πάλῐ: (ᾰ) adv. Anth. = πάλιν I.

Greek (Liddell-Scott)

πάλῐ: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ πάλιν, Ἀνθολ. Π. 5, 182, Καλλ. αὐτόθι 7. 520, παράρτ. 257. 22· πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-) σ. 417, Φρύνιχ. 284.

Greek Monolingual

(ΑΜ πάλι και πάλιν)
επίρρ.
1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά 'ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ)
2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ' ἔσιθι ἐς τὸ ἱρὸν», Ηρόδ.)
3. (ως αντιθ. σύνδ.) εξάλλου, αντιθέτως («εσύ μπορεί να τον ανέχεσαι, εγώ πάλι δεν θέλω ούτε να τον βλέπω»)
4. με τη σειρά, αμοιβαίως («πάλιν δὲ Κῡρος ἠρώτα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πάλιν έχει προέλθει πιθ. από την αιτ. ενός αμάρτυρου ουσ. πάλις με σημ. «στροφή γύρισμα, περιστροφή» το οποίο θα αναγόταν στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας πελ- του πέλομαι «περιφέρομαι» (πρβλ. πόλος). Η επιρρμ. χρήση αυτής της αιτ. προήλθε από εκφράσεις, όπως η πάλιν ἰέναι, πάλιν βαίνειν (για ανάλογα επιρρ. προερχόμενα από αιτ. ουσιαστικών πρβλ. δίκην, χάριν). Η άποψη ότι το -ν του επιρρ. είναι εφελκυστικό δεν θεωρείται πιθανή. Τέλος, το επίρρ. πάλιν απαντά ως α΄ συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. με τη μορφή πολι(ν)-, αλλά και με τις μορφές παλιγ-, παλιλ-, παλιμ-, παλιρ-, παλισ-, οι οποίες προέρχονται από την αφομοίωση του -ν προς το αρκτικό σύμφωνο του β' συνθετικού.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) παλιγγενεσία, παλιλλογώ, παλιμβάκχειος, παλίμπαις, παλίμψηστος, παλινδρομη, παλίνδρομος, παλινοδώ, παλινωδώ, παλίρροια
αρχ.
παλιγγέλως, παλιγγενής, παλί(γ)γλωσσος, παλί(γ)γναμπτος, παλίγγνωστος, παλιγγραφία, παλιγκαπηλεύω, παλιγκινής, παλίγκλαστος, παλιγκλινής, παλίγκοτος, παλίγκραιπνος, παλιγκρισία, παλίγκτησις, παλίγκτιστος, παλίγκυρτος, παλίγξεστος, παλίδορκος, παλίλληπτος, παλίλλογος (II) παλίλλυτος, παλιμβαλής, παλίμβαμος, παλίμβιος, παλιμβλαστής, παλίμβλαστος, παλιμβληθείς, παλί(μ)βολος, παλιμβορέας, παλιμμαχώ, παλιμμεταβολή, παλιμμήκης, παλίμπηγα, παλίμπηξις, παλίμπισσα, παλιμπλάζομαι, παλιμπλανής, παλιμπλεκής, παλίμπλους, παλίμπλυτος, παλίμπτωτος, παλιμπνόη, παλίμπνοιος, παλίμπνους, παλίμποινος, παλίμπορος, παλιμπότης, παλίμποτον, παλιμπράτης, παλίμπρατος, παλιμπροδότης, παλιμπρυμνηδόν, παλίμπρυμνος, παλιμπυγηδόν, παλιμπώλης, παλίμπωλος, παλίμφοιτος, παλίμφρων, παλιμφυής, παλίμψυχος, παλινάγγελος, παλινάγρετος, παλιναίρετος, παλιναυξής, παλιναυτόμολος, παλινδαής, παλίνδικος, παλινδίνητος, παλινδινία, παλινδίωξις, παλινδορία, παλινδρομής, παλινδωμήτωρ, παλίνεδρος, παλινέμπορος, παλίνζωος, παλινηνεμία, παλινίδρυσις, παλινλιθηγία, παλινόρμενος, παλί(ν)νοστος, παλί(ν)σκιος, παλινσκοπιά, παλίνσοος, παλινστατώ, παλινστομώ, παλινστραφής, παλίνστρεπτος παλινστρόβητος, παλινσύλλεκτος, παλίντιτος, παλιντοκία, παλίντονος, παλιντράπελος, παλιντριβής, παλίντριψ, παλιντροπή, παλιντροπία, παλιντυπής παλιντυχής, παλίνωρος, παλιρρόθιος, παλίρροιβδος, παλίρροπος, παλίρρους, παλίρροχθος, παλιρρύμη, παλίρρυτος, παλίσσυρτος, παλίσσυτος, παλιτραχηλίζω, παλίωξις
αρχ.-μσν.
παλιγκάπηλος, παλιμπετής, παλιμπόρευτος, παλίμπους, παλίμφημος, παλινόρμητος, παλίνορσος, παλίνστροφος, παλίντροπος
μσν.
παλιλλεξίαι, παλίμπεμπτος, παλίννοσος, παλίντοκος, παλίπνοια, παλίρρευσις
νεοελλ.
παλικινησία, παλι(λ)λαλία, παλίλλογος (Ι), παλιμφρασία, παλινθέρμανση, παλινορθώνω. (Β' συνθετικό) αρχ. ανάπαλιν, έμπαλιν, εξέμπαλιν, πάμπαλιν, τραπέμπαλιν
νεοελλ.
τἀνάπαλιν].
η
γλωσσ. μεσαιωνική ινδοάρια γλώσσα βορειοϊνδικής προέλευσης, που αποτελεί γλώσσα του βουδιστικού κανόνα Θεραβάντα και της βουδιστικής ιερής φιλολογίας, αλλ. παλική γλώσσα.