στυγερός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(Autenrieth)
mNo edit summary
 
(42 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stygeros
|Transliteration C=stygeros
|Beta Code=stugero/s
|Beta Code=stugero/s
|Definition=ά, όν, poet. Adj. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hated, abominated, loathed</b>, or <b class="b2">hateful, abominable, loathsome</b>, freq. in Ep. and Trag., both of persons and things; σ. Ἀΐδης <span class="bibl">Il.8.368</span>; Ἐρινῦς <span class="bibl">Od.2.135</span>; <b class="b3">δαίμων, πόλεμος, γάμος, πένθος</b>, etc., <span class="bibl">5.396</span>, <span class="bibl">Il.4.240</span>, <span class="bibl">Od.1.249</span>, <span class="bibl">Il.22.483</span>, etc.; <b class="b3">μοῖρα, μοῦσα</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>909</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span>308</span> (anap.); γᾶ <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1175</span> (lyr.); μάτηρ <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>113</span> (anap.); τυραννίη <span class="bibl">Xenoph.3.2</span>: c. dat., <b class="b2">hateful</b> to one, <span class="bibl">Il. 14.158</span>; <b class="b3">λάθα Πιερίσι σ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>568</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">hateful, wretched</b>, βίος <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>1017</span> (s. v.l., lyr.); <b class="b3">σ. πάθεα, σ. ἐγώ</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1191</span>, <span class="bibl">1208</span> (paratrag.); πλοῦτος . . θνᾴσκοντι -ώτατος <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).90</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Adv. <b class="b3">-ρῶς</b> <b class="b2">to one's sorrow, miserably</b>, <span class="bibl">Il.16.723</span>, <span class="bibl">Od.23.23</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>166</span> (lyr., nisi leg. <b class="b3">σμυγερῶς</b>).</span>
|Definition=στυγερά, στυγερόν, ''poet.'' Adj.<br><span class="bld">A</span> [[hated]], [[abominated]], [[loathed]], or [[hateful]], [[abominable]], [[loathsome]], freq. in Ep. and Trag., both of persons and things; στυγερὸς Ἀΐδης Il.8.368; Ἐρινῦς Od.2.135; [[δαίμων]], [[πόλεμος]], [[γάμος]], [[πένθος]], etc., 5.396, Il.4.240, Od.1.249, Il.22.483, etc.; [[μοῖρα]], [[μοῦσα]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''909 (anap.), ''Eu.''308 (anap.); γᾶ S.''Ph.''1175 (lyr.); [[μάτηρ]] E.''Med.''113 (anap.); τυραννίη Xenoph.3.2: c. dat., [[hateful]] to one, Il. 14.158; <b class="b3">λάθα Πιερίσι στυγερά</b> [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''568 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> [[hateful]], [[wretched]], βίος Id.''Tr.''1017 ([[si vera lectio|s. v.l.]], lyr.); <b class="b3">στυγερὰ πάθεα, στυγερὸς ἐγώ</b>, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1191, 1208 (paratrag.); [[πλοῦτος]].. θνᾴσκοντι στυγερώτατος Pi.''O.''10(11).90.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[στυγερῶς]] = [[to one's sorrow]], [[miserably]], Il.16.723, Od.23.23, S.''Ph.''166 (lyr., [[nisi legendum|nisi leg.]] [[σμυγερῶς]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] <b class="b2">verhaßt</b>, abscheulich, entsetzlich, übh. fürchterlich, sowohl von Personen als von Sachen, die das Gefühl des Hasses od. Abscheus erregen, von denen man sich mit Entsetzen abwendet, wie Ἅιδης, Il. 8, 368, στ υγερὸς δέ οἱ ἔχραε [[δαίμων]], Od. 5, 396, [[πόλεμος]], Il. 4, 240, [[γάμος]], Od. 18. 272 u. öfter. [[γῆρας]], Il. 19, 836; [[πένθος]], 22. 483. [[κλαυθμός]], Od. 17, 8; πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν, 12, 341, alle Todesarten sind ihnen schrecklich; στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ, Il. 14, 158, er wurde ihr verhaßt, er war ihr Feind in der Seele; adv., τῷ κε [[τάχα]] στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι, Od. 23, 23, u. öfter; πλοῦτος στυγερώτατος θνάσκοντι, Pind. Ol. 11, 90; [[μοῖρα]], Aesch. Pers. 873; στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης, Ch. 1002, u. öfter; τὰν ἐμοὶ στυγερὰν Τρῳάδα γαῖαν, Soph. Phil. 1159; ὅπλα, Ai. 1173; unglücklich, Phil. 166; δουλοσύναν στυγεράν, Eur. Andr. 110; νόσοι, Phipp. 177, u. öfter; [[πάθος]], Ar. Ach. 1154. 1168; sp. D. : ὀδύνα, Mel. 6 (XII, 49); [[φροντίς]], [[πένθος]], Ep. ad. 116 b 656 (VI, 48. VII, 328), u. sonst in der Anth.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] [[verhaßt]], [[abscheulich]], [[entsetzlich]], übh. [[fürchterlich]], sowohl von Personen als von Sachen, die das Gefühl des Hasses od. Abscheus erregen, von denen man sich mit Entsetzen abwendet, wie Ἅιδης, Il. 8, 368, στ υγερὸς δέ οἱ ἔχραε [[δαίμων]], Od. 5, 396, [[πόλεμος]], Il. 4, 240, [[γάμος]], Od. 18. 272 u. öfter. [[γῆρας]], Il. 19, 836; [[πένθος]], 22. 483. [[κλαυθμός]], Od. 17, 8; πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν, 12, 341, alle Todesarten sind ihnen [[schrecklich]]; στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ, Il. 14, 158, er wurde ihr verhaßt, er war ihr Feind in der Seele; adv., τῷ κε [[τάχα]] [[στυγερῶς]] μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι, Od. 23, 23, u. öfter; [[πλοῦτος]] στυγερώτατος θνάσκοντι, Pind. Ol. 11, 90; [[μοῖρα]], Aesch. Pers. 873; στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης, Ch. 1002, u. öfter; τὰν ἐμοὶ στυγερὰν Τρῳάδα γαῖαν, Soph. Phil. 1159; ὅπλα, Ai. 1173; [[unglücklich]], Phil. 166; δουλοσύναν στυγεράν, Eur. Andr. 110; νόσοι, Phipp. 177, u. öfter; [[πάθος]], Ar. Ach. 1154. 1168; sp. D.: [[ὀδύνα]], Mel. 6 (XII, 49); [[φροντίς]], [[πένθος]], Ep. ad. 116 b 656 (VI, 48. VII, 328), u. sonst in der Anth.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στῠγερός''': -ά, -όν, ([[στυγέω]]) ποιητ. ἐπίθ., μεμισημένος, ἐβδελυγμένος, ἢ [[μισητός]], [[βδελυκτός]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ., ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, στ. Ἄιδης Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Β. 135· [[δαίμων]], [[πόλεμος]], [[γάμος]], [[πένθος]], κτλ., Ὀδ. Ε. 396, Ἰλ. Δ. 240, κτλ.· [[μοῖρα]], μοῦσα Αἰσχύλ. Πέρσ. 909, Εὐμ. 308· [[γαῖα]] Σοφ. Φιλ. 1174· [[μάτηρ]] Εὐρ. Μήδ. 113. - ματὰ δοτ., [[πλήρης]] μίσους κατὰ τινος, στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ , ἦτο [[πλήρης]] μίσους κατ’ [[αὐτοῦ]] ἐν τῇ καρδίᾳ, Ἰλ. Ξ. 158· [[ἀλλά]], [[λάθα]] Πιερίσι στ., μισητὴ εἰς αὐτούς, Σοφ. Ἀποσπ. 146. 2) μεμισημένος, [[μισητός]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1016· στ. πάθεα, στ. ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1191, 1207 (πιθανῶς [[παρῳδία]][[πλοῦτος]]… θνάσκοντι στυγερώτατος Πινδ. Ο. 11 (10). 108. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, πρὸς λύπην τινός, ἀθλίως, Ἰλ. Π. 723, Ὀδ. Ψ. 23, Σοφ. Φιλ. 166. - Παρ’ Ἡσύχ. «στυγηρὸς» διάφ. γραφ.
|btext=ά, όν :<br />[[haïssable]], [[odieux]] ; [[horrible]], [[affreux]], [[terrible]].<br />'''Étymologie:''' [[στύγος]].
}}
{{elnl
|elnltext=στυγερός -ά -όν, [στυγέω] poët. [[gehaat]], [[afschuwelijk]]:. στυγεροῦ πολέμοιο van de verfoeilijke oorlog Il. 4.240; στυγεροὺς Ἐρινῦς de afschuwelijke Erinyën Od. 2.135. [[rampzalig]], [[ongelukkig]]:. σ. ἐγώ ongelukkige ik! Aristoph. Ach. 1208.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ά, όν :<br />haïssable, odieux ; horrible, affreux, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[στύγος]].
|elrutext='''στῠγερός:'''<br /><b class="num">1</b> [[ненавистный]], [[ужасный]] ([[Ἃιδης]] Hom.; [[γαῖα]] Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[злой]], [[жестокий]] ([[δαίμων]] Hom.; [[μοῖρα]] Aesch.; [[μάτηρ]] Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[злосчастный]], [[несчастный]] ([[βίος]] Soph.; πάθεα Arph.): στυγεροὶ μῦθοι [[Socrates]] ap. Plut. злые чары, проклятия.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[στυγέω]]): [[abominable]], [[hateful]], [[hated]].
|auten=([[στυγέω]]): [[abominable]], [[hateful]], [[hated]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>στῠγερός</b> [[abominable]] [[πλοῦτος]] ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον θνᾴσκοντι στυγερώτατος (O. 10.90)
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυγερός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, [[φρίκη]] ή και [[μίσος]], [[μισητός]], [[βδελυρός]] (α. «στυγερό [[έγκλημα]]» β. «[[στυγερός]] [[εγκληματίας]]» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα [[κύνα]] στυγεροῦ Ἀίδαο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) [[γεμάτος]] [[μίσος]] για κάποιον («στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στυγερά</i> / <i>στυγερῶς</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />με στυγερό τρόπο, με [[στυγερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τρόπο που λυπεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>στυγῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στῠγερός:''' -ά, -όν ([[στυγέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ποιητ. επίθ., αυτός που μισείται, που προκαλεί αποτροπιασμό, που τον σιχαίνονται, [[μισητός]], [[αποκρουστικός]], [[αηδιαστικός]], [[σιχαμερός]], σε Όμηρ., Τραγ.· με δοτ., αυτός που τρέφει [[μίσος]] ή [[κακία]] [[εναντίον]] κάποιου· <i>στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[μισητός]], [[άθλιος]], [[ελεεινός]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, προς [[λύπη]] κάποιου, άθλια, σε Όμηρ., Σοφ.
}}
{{ls
|lstext='''στῠγερός''': -ά, -όν, ([[στυγέω]]) ποιητ. ἐπίθ., μεμισημένος, ἐβδελυγμένος, ἢ [[μισητός]], [[βδελυκτός]], συχν. παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ., ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, στ. Ἄιδης Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Β. 135· [[δαίμων]], [[πόλεμος]], [[γάμος]], [[πένθος]], κτλ., Ὀδ. Ε. 396, Ἰλ. Δ. 240, κτλ.· [[μοῖρα]], μοῦσα Αἰσχύλ. Πέρσ. 909, Εὐμ. 308· [[γαῖα]] Σοφ. Φιλ. 1174· [[μάτηρ]] Εὐρ. Μήδ. 113. - ματὰ δοτ., [[πλήρης]] μίσους κατὰ τινος, στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ, ἦτο [[πλήρης]] μίσους κατ’ [[αὐτοῦ]] ἐν τῇ καρδίᾳ, Ἰλ. Ξ. 158· [[ἀλλά]], [[λάθα]] Πιερίσι στ., μισητὴ εἰς αὐτούς, Σοφ. Ἀποσπ. 146. 2) μεμισημένος, [[μισητός]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1016· στ. πάθεα, στ. ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1191, 1207 (πιθανῶς [[παρῳδία]])· [[πλοῦτος]]… θνάσκοντι στυγερώτατος Πινδ. Ο. 11 (10). 108. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, πρὸς λύπην τινός, ἀθλίως, Ἰλ. Π. 723, Ὀδ. Ψ. 23, Σοφ. Φιλ. 166. - Παρ’ Ἡσύχ. «στυγηρὸς» διάφ. γραφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στῠγερός, ή, όν [[στυγέω]]<br /><b class="num">I.</b> poet. adj. [[hated]], abominated, loathed, or [[hateful]], [[abominable]], [[loathsome]], Hom., Trag.:—c. dat. [[bearing]] [[hatred]] or [[malice]] [[towards]] one, στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ Il.<br /><b class="num">2.</b> [[hateful]], [[wretched]], [[miserable]], Soph., Ar.<br /><b class="num">II.</b> adv. -ρῶς, to one's [[sorrow]], [[miserably]], Hom., Soph.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[μισητός]], [[σιχαμερός]]). Ἀπό τό [[ρῆμα]] [[στυγέω]] (=[[μισῶ]], [[ἀποστρέφομαι]]), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[στυγητός]], [[Στύξ]], Στυγός (=[[ποταμός]] τοῦ Ἄδη), [[Στύγιος]], [[στυγνός]] (=[[μισητός]], [[κατσουφιασμένος]]), [[στυγνάζω]], [[στυγνότης]], [[στύγος]] (=[[μίσος]], [[ἀντιπάθεια]]).
}}
{{trml
|trtx====[[hateful]]===
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: [[hatelijk]]; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: [[haineux]], [[odieux]]; German: [[häßlich]], [[gehässig]], [[hasserfüllt]]; Greek: [[μισητός]]; Ancient Greek: [[ἀνταῖος]], [[ἀξιομισής]], [[ἀπευκτός]], [[ἄπευκτος]], [[ἀπεχθήμων]], [[ἀπεχθής]], [[ἀποθύμιος]], [[ἀπόπτυστος]], [[ἀστεργής]], [[ἄφιλος]], [[δυσφιλής]], [[δυσχερής]], [[δυσώνυμος]], [[ἐπαχθής]], [[ἐπίκοτος]], [[ἐπίφθονος]], [[ἐχθοδοπός]], [[κατάπτυστος]], [[μεμισημένος]], [[μιαρός]], [[μισητός]], [[παντομισής]], [[στυγερός]], [[στυγητός]], [[Στύγιος]], [[στυγνός]]; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: [[ненавистный]], [[полный ненависти]]; Spanish: [[odioso]]; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний
}}
}}

Latest revision as of 07:36, 12 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠγερός Medium diacritics: στυγερός Low diacritics: στυγερός Capitals: ΣΤΥΓΕΡΟΣ
Transliteration A: stygerós Transliteration B: stygeros Transliteration C: stygeros Beta Code: stugero/s

English (LSJ)

στυγερά, στυγερόν, poet. Adj.
A hated, abominated, loathed, or hateful, abominable, loathsome, freq. in Ep. and Trag., both of persons and things; στυγερὸς Ἀΐδης Il.8.368; Ἐρινῦς Od.2.135; δαίμων, πόλεμος, γάμος, πένθος, etc., 5.396, Il.4.240, Od.1.249, Il.22.483, etc.; μοῖρα, μοῦσα, A.Pers.909 (anap.), Eu.308 (anap.); γᾶ S.Ph.1175 (lyr.); μάτηρ E.Med.113 (anap.); τυραννίη Xenoph.3.2: c. dat., hateful to one, Il. 14.158; λάθα Πιερίσι στυγερά S.Fr.568 (lyr.).
2 hateful, wretched, βίος Id.Tr.1017 (s. v.l., lyr.); στυγερὰ πάθεα, στυγερὸς ἐγώ, Ar.Ach.1191, 1208 (paratrag.); πλοῦτος.. θνᾴσκοντι στυγερώτατος Pi.O.10(11).90.
II Adv. στυγερῶς = to one's sorrow, miserably, Il.16.723, Od.23.23, S.Ph.166 (lyr., nisi leg. σμυγερῶς).

German (Pape)

[Seite 958] verhaßt, abscheulich, entsetzlich, übh. fürchterlich, sowohl von Personen als von Sachen, die das Gefühl des Hasses od. Abscheus erregen, von denen man sich mit Entsetzen abwendet, wie Ἅιδης, Il. 8, 368, στ υγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, Od. 5, 396, πόλεμος, Il. 4, 240, γάμος, Od. 18. 272 u. öfter. γῆρας, Il. 19, 836; πένθος, 22. 483. κλαυθμός, Od. 17, 8; πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν, 12, 341, alle Todesarten sind ihnen schrecklich; στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ, Il. 14, 158, er wurde ihr verhaßt, er war ihr Feind in der Seele; adv., τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι, Od. 23, 23, u. öfter; πλοῦτος στυγερώτατος θνάσκοντι, Pind. Ol. 11, 90; μοῖρα, Aesch. Pers. 873; στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης, Ch. 1002, u. öfter; τὰν ἐμοὶ στυγερὰν Τρῳάδα γαῖαν, Soph. Phil. 1159; ὅπλα, Ai. 1173; unglücklich, Phil. 166; δουλοσύναν στυγεράν, Eur. Andr. 110; νόσοι, Phipp. 177, u. öfter; πάθος, Ar. Ach. 1154. 1168; sp. D.: ὀδύνα, Mel. 6 (XII, 49); φροντίς, πένθος, Ep. ad. 116 b 656 (VI, 48. VII, 328), u. sonst in der Anth.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
haïssable, odieux ; horrible, affreux, terrible.
Étymologie: στύγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυγερός -ά -όν, [στυγέω] poët. gehaat, afschuwelijk:. στυγεροῦ πολέμοιο van de verfoeilijke oorlog Il. 4.240; στυγεροὺς Ἐρινῦς de afschuwelijke Erinyën Od. 2.135. rampzalig, ongelukkig:. σ. ἐγώ ongelukkige ik! Aristoph. Ach. 1208.

Russian (Dvoretsky)

στῠγερός:
1 ненавистный, ужасный (Ἃιδης Hom.; γαῖα Soph.);
2 злой, жестокий (δαίμων Hom.; μοῖρα Aesch.; μάτηρ Eur.);
3 злосчастный, несчастный (βίος Soph.; πάθεα Arph.): στυγεροὶ μῦθοι Socrates ap. Plut. злые чары, проклятия.

English (Autenrieth)

(στυγέω): abominable, hateful, hated.

English (Slater)

στῠγερός abominable πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον θνᾴσκοντι στυγερώτατος (O. 10.90)

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυγερός, -ά, -όν, ΝΑ
(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῦ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (με δοτ.) γεμάτος μίσος για κάποιον («στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ», Ομ. Ιλ.)
2. άθλιος, ελεεινός.
επίρρ...
στυγερά / στυγερῶς, ΝΑ
νεοελλ.
με στυγερό τρόπο, με στυγερότητα
αρχ.
με τρόπο που λυπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυγῶ].

Greek Monotonic

στῠγερός: -ά, -όν (στυγέω
I. 1. ποιητ. επίθ., αυτός που μισείται, που προκαλεί αποτροπιασμό, που τον σιχαίνονται, μισητός, αποκρουστικός, αηδιαστικός, σιχαμερός, σε Όμηρ., Τραγ.· με δοτ., αυτός που τρέφει μίσος ή κακία εναντίον κάποιου· στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μισητός, άθλιος, ελεεινός, σε Σοφ., Αριστοφ.
II. επίρρ. -ρῶς, προς λύπη κάποιου, άθλια, σε Όμηρ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στῠγερός: -ά, -όν, (στυγέω) ποιητ. ἐπίθ., μεμισημένος, ἐβδελυγμένος, ἢ μισητός, βδελυκτός, συχν. παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ., ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, στ. Ἄιδης Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Β. 135· δαίμων, πόλεμος, γάμος, πένθος, κτλ., Ὀδ. Ε. 396, Ἰλ. Δ. 240, κτλ.· μοῖρα, μοῦσα Αἰσχύλ. Πέρσ. 909, Εὐμ. 308· γαῖα Σοφ. Φιλ. 1174· μάτηρ Εὐρ. Μήδ. 113. - ματὰ δοτ., πλήρης μίσους κατὰ τινος, στυγερὸς δὲ οἱ ἔπλετο θυμῷ, ἦτο πλήρης μίσους κατ’ αὐτοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ, Ἰλ. Ξ. 158· ἀλλά, λάθα Πιερίσι στ., μισητὴ εἰς αὐτούς, Σοφ. Ἀποσπ. 146. 2) μεμισημένος, μισητός, ἄθλιος, ἐλεεινός, βίος ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1016· στ. πάθεα, στ. ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1191, 1207 (πιθανῶς παρῳδίαπλοῦτος… θνάσκοντι στυγερώτατος Πινδ. Ο. 11 (10). 108. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, πρὸς λύπην τινός, ἀθλίως, Ἰλ. Π. 723, Ὀδ. Ψ. 23, Σοφ. Φιλ. 166. - Παρ’ Ἡσύχ. «στυγηρὸς» διάφ. γραφ.

Middle Liddell

στῠγερός, ή, όν στυγέω
I. poet. adj. hated, abominated, loathed, or hateful, abominable, loathsome, Hom., Trag.:—c. dat. bearing hatred or malice towards one, στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ Il.
2. hateful, wretched, miserable, Soph., Ar.
II. adv. -ρῶς, to one's sorrow, miserably, Hom., Soph.

Mantoulidis Etymological

(=μισητός, σιχαμερός). Ἀπό τό ρῆμα στυγέω (=μισῶ, ἀποστρέφομαι), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: στυγητός, Στύξ, Στυγός (=ποταμός τοῦ Ἄδη), Στύγιος, στυγνός (=μισητός, κατσουφιασμένος), στυγνάζω, στυγνότης, στύγος (=μίσος, ἀντιπάθεια).

Translations

hateful

Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний