μυχός: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βάθος]], [[γυναικωνίτης]]). Ἀπό τό [[μύω]] (=κλείνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[βάθος]], [[γυναικωνίτης]]). Ἀπό τό [[μύω]] (=[[κλείνω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχός Medium diacritics: μυχός Low diacritics: μυχός Capitals: ΜΥΧΟΣ
Transliteration A: mychós Transliteration B: mychos Transliteration C: mychos Beta Code: muxo/s

English (LSJ)

ὁ, heterocl. pl. A μυχά Call.Del.142, D.P.117, 128, etc.:— innermost part, nook, corner, μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο Il.22.440; μ. σπείους γλαφυροῖο Od.5.226; μ. ἄντρου θεσπεσίοιο 13.363; μυχῷ Ἄργεος in a recess or in the farthest nook of Argos-land, of Mycenae, 3.263; of Ephyre, Il.6.152, cf. Pi.N.6.26; Τάρταρά τ' ἠερόεντα μυχῷ χθονός Hes.Th.119; τῆλε μυχῷ νήσων ἱεράων ib.1015; ἐν μυχῷ τῆς θήκης Hdt.3.16; μ. μαντεῖος Pi.P.5.68; κελαινὸς Ἄϊδος μ. γᾶς A.Pr.433 (lyr.): in plural, Κορίνθου ἐν μυχοῖς Pi.N.10.42; μυχοὶ χθονός or γῆς the infernal realms, E.Supp.926, Tr.952, etc.; μαντικοὶ μυχοί A.Eu.180; διὰ μυχῶν βλέπουσ' ἀεὶ ψυχή a soul that sees in darkness, i.e. is full of deceit, S.Ph.1013. 2 inmost part of a house, ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο Od.7.96; μυχοῦ ἄφερκτος A.Ch.446 (lyr.; nisi leg. μυχῷ); τὸ φάρμακον… ἐν μυχοῖς σῴζειν S.Tr.686; οὐ γὰρ ἐν μ. ἔτι no longer hidden within the house (for the doors were thrown open, cf. Sch.), Id.Ant.1293, cf. E.Tr.299. b store chamber, Xenoph.2.22, Pi.I. 1.56; ὧν μ. πλουτεῖ Phoen.2.18. c granary, Tab.Heracl.1.139. 3 creek running far inland, Hdt.2.11, 4.21; ἐς μυχοὺς ἁλός Pi.P.6.12; πόντιος μ., i.e. the Adriatic, A.Pr.839; ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μ. τοῦ λιμένος Th.7.52; ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ μ. τῶν ὀρέων X.An.4.1.7; ἐν τῷ μ. τοῦ Ἀδρίου Arist.Mir.836a24.

German (Pape)

[Seite 224] ὁ, plur. auch τὰ μυχά, D. Per. 117, der inner ste Ort im Hause, der abgelegenste Winkel; λέκτο μυχῷ δόμου, Il. 22, 440, öfter; μυχῷ σπείους, Od. 5, 226, ἄντρου, 15, 363; μυχῷ θαλάμων ἥμεθα, 23, 41; ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, von der Schwelle bis ins Innerste, 7, 87. 96; auch μυχῷ Ἄργεος, im innersten Winkel von Argos, Il. 6, 152 Od. 3, 263. So auch Pind., ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρύν, N. 1, 42, μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος, Ol. 11, 34, u. so Κορίνθου, vom Isthmus, N. 10, 42, Ἀρκαδίας ἀπὸ πολυγνάμπτων μυχῶν, Ol. 3, 28, öfter; auch ἐς μυχοὺς ἁλός, P. 6, 12, vom Meerbusen, der sich tief ins Land hineinzieht, wie Her. 2, 11. 4, 21; vgl. μυχὸς τοῦ λιμένος Thuc. 7, 4; oft bei Tragg.; ἄντρων, Aesch. Prom. 134; κελαινὸς δ' ἄϊδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς, 431; πόντιος, 841; ἀπαλλάσσεσθε μαντικῶν μυχῶν, Eum. 171; μέχρις μυχοὺς κίχωσι τοῦ κάτω θεοῦ, Soph. Ai. 568; übertr., ἡ κακὴ σὴ διὰ μυχῶν βλέπουσ' ἀεὶ ψυχή, Phil. 1001; ἐν μυχῷ χθονός, Eur. Suppl. 545, öfter; auch ἐν Αὐλίδος μυχοῖς, I. A. 660, Ἑλλάδος, Cycl. 290, öfter von der Unterwelt; sp. D.; ὀρέων, Schlucht, Xen. An. 4, 1, 7; Luc. Alex. 13 Tim. 22.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
partie la plus basse ou la plus profonde, d'où
1 partie la plus reculée (d'une maison, d'une chambre, d'une grotte) ; intérieur d'une ville, d'un pays ; enfoncement d'un port, d'un golfe ; fond de la mer ; fond de la terre ; replis d'une montagne;
2 fig. fond ou intérieur de l'âme, de l'intelligence.
Étymologie: DELG pas d'étym. évidente.

Russian (Dvoretsky)

μῠχός: ὁ тж. pl.
1 наиболее удаленная часть, внутренность, глубина (δόμου, σπείους, ἄντρου Hom.): ἐν μυχῷ χθονός Eur. в недрах земли; Κορίνθου ἐν μυχοῖσι Pind. в середине (в центре) Коринфа; μυχῷ Ἄργεος Hom. в укромном уголке Аргоса; ἐν μυχῷ τῆς θήκης Her. в глубине склепа; μυχοὶ μαντικοί Aesch. внутреннее святилище, прорицалище храма; διὰ μυχῶν βλέπειν Soph. подсматривать из потаенных уголков, т. е. действовать из-за угла;
2 внутренняя часть дома, внутреннее помещение: μυχοῦ ἄφερκτος Aesch. изгнанный из дома; οὐ γὰρ ἐν μυχοῖς ἔτι Soph. его уж нет в доме;
3 залив, бухта (ἁλός Pind.; τοῦ λιμένος Thuc.);
4 ущелье, лощина (τῶν ὀρέων Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠχός: ὁ, (μύω) ἑτερογ. πληθ. μυχά, Καλλ. εἰς Δῆλ. 142, Διον. Π. 117, 128, κτλ.· ― τὸ ἐνδότατον μέρος, τὸ βάθος, Λατ. sinus, recessus, μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο Ἰλ. Χ. 440· μ. σπείους γλαφυροῖο Ὀδ. Ε. 226· μ. ἄντρου θεσπεσίοιο Ν. 363· οὕτω, μυχῷ Ἄργεος, «τῷ ἐσωτάτῳ μέρει τοῦ Ἄργους» (Σχόλ.), «δηλοῖ δὲ ὁ μυχός, τὸ μὴ ἐν ἄκρῳ Πελοποννήσου κεῖσθαί που τὰς Μυκήνας, ἀλλ’ ἐν βάθει» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 263· ἐπὶ τῆς Κορίνθου, Ἰλ. Ζ. 152· Τάρταρά τ’ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς Ἡσ. Θ. 119· τῆλε μυχῷ νήσων ἱεράων αὐτόθι 1014· ἐν μυχῷ τῆς θήκης Ἡρόδ. 3. 16· μ. μαντεῖος Πινδ. Π. 5. 91· καλαινὸς Ἄιδος μ. Αἰσχύλ. Πρ. 433· οὕτως ἐν τῷ πληθ., Κορίνθου ἐν μυχοῖσι Πινδ. Ν. 10. 78· μυχοὶ χθονὸς ἢ γῆς, τὸ βασίλειον τοῦ Ἅιδου, Εὐρ. Ἱκ. 936· Τρῳ 945· κτλ.· μυχοὶ μαντικοὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 179 πρβλ. Markl. Ἱκέτ. 545· ἀλλ’ ἡ κακὴ σὴ διὰ μυχῶν βλέπουσ’ ἀεὶ ψυχή, ἀλλ’ ἡ κακὴ ψυχή σου ἡ πάντοτε ἐνεδρεύουσα ἐκ σκοτεινοῦ τινος μέρους, Σοφ. Φ. 1013. 2) τὸ ἐσώτατον μέρος οἰκίας, τὸ κατοικούμενον ὑπὸ γυναικῶν, ὁ γυναικών, Λατ. penetralia, ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο, δηλ. ἐκ τῆς εἰσόδου τοῦ οἴκου μέχρι τῆς θύρας τοῦ γυναικῶνος, Ὀδ. Η. 96 (ὁ στίχ. 87 ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ... εἶναι πιθ. νόθος)· μυχοῦ ἄφερκτος Αἰσχύλ. Χο. 446· τὸ φάρμακον... ἐν μυχοῖς σῴζειν, εἰς τὰ μάλιστα ἀπόκρυφα μέρη, Σοφ. Τρ. 686· οὐ γὰρ ἐν μ. ἔτι, δὲν εἶναι κεκρυμμένη πλέον ἐντὸς τῆς οἰκίας (ἐπειδὴ αἱ θύραι ἀνεῴχθησαν, καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Σχολ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1293, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 299· πρβλ. μυχόθεν. 3) κόλπος ἐκτεινόμενος βαθέως εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 2. 11., 4. 21· ἐς μυχοὺς ἁλὸς Πινδ. Π. 6. 12· πόντιος μ., ὁ Ἀδριατικὸς κόλπος, Αἰσχύλ. Πρ. 839· παρὰ πεζογράφοις, ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μ. τοῦ λιμένος Θουκ. 7. 52· ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ μ. τῶν ὀρέων Ξεν. Ἀν. 4. 1, 7· ἐν τῷ μ. τοῦ Ἀδρίου Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81. ― Περὶ τῶν ἀνωμάλων ὑπερθετ. μυχοίτατος, μύχατος, κτλ., ἴδε αὐτὰς τὰς λέξεις.

English (Autenrieth)

inmost or farthest part, corner, of house, hall, harbor, cave, etc. Freq. μυχῷ w. gen., ‘in the farthest corner,’ Il. 6.152, Od. 3.263.

English (Slater)

μῠχός (-ός, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖσι, -ούς.)
   a glen, hollow (cf. Fränkel, D & P, 281̆{12}) Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν (O. 3.26) στρατὸν μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος (O. 10.33) μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον Delphi (P. 5.68) μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος in the plain between Pentelikon and Parnes (P. 8.79) στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς ἀνέειπεν (P. 10.8) Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς at the Isthmian Games (N. 10.42) σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν (τὸν Ὀρχομενόν. Σ: presumably on the plain below Mt. Akontion) (I. 1.56) μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων fr. 51a. 4. met. νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει, ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ ἐν μυχοῖσι Πιερίδων in the realm of the arts since the Muses lived in the valleys of Helikon (P. 6.49)
   b abysm τᾶς (sc. Αἴτνας) ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (P. 1.22) ἐς μυχοὺς ἁλὸς (P. 6.12)
   c interior ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν (N. 1.42) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία πλεόνων ταμίαν στεφάνων μυχῷ Ἑλλάδος (at the Isthmian Games; cf. West on Theog. 1015.) (N. 6.26)

Greek Monotonic

μυχός: ὁ (μύω),·
1. το εσώτατο μέρος, το εσώτατο κοίλωμα ή γωνία, Λατ. sinus, recessus, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. το εσώτατο μέρος του σπιτιού, διαμερίσματα γυναικών, Λατ. penetralia, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
3. κόλπος ή κολπίσκος που εκτείνεται σε βάθος στην ξηρά, σε Ηρόδ.· πόντιος μυχός, δηλ. η Αδριατική, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (pl. Call. Del. 142; Schwyzer 581.)
Meaning: the innermost place, the inmost, corner, hiding-place, store-room (Il.; on the meaning in Homer Wace JHSt. 71, 203ff.).
Other forms: On μοχοι- s. below.
Compounds: Compp., e.g. ἑπτά-μυχος with seven hiding-places (Call.).
Derivatives: 1. μύχιος innermost (poet. Hes. Op. 523, late prose); several superlatives, all from μυχός: μυχοίτατος (φ 146), from the loc. -μυχοῖ in μοχοῖ ἐντός. Πάφιοι H.; μυχαίτατος (Arist.; -τερος Hdn. Epim.), after μεσαί-τατος, -τερος a.o.; μύχατος (A. R., Call.), after ἔσχατος etc.; μυχέστατος (Phot.). -- 2. μύχ-αλος = -ατος (trag. anon.; Τάρταρα; also E. Hel. 189?), cf. μυχάλμη βυθὸς θαλάσσης Phot. (: ἅλμη), βύσσαλοι βόθροι H. (s.s.v. βυθος, Fur. 254). -- 3. μυχώδης full of corners (E.). -- 4. μυχάς f. = μυχός (Lyr. Adesp. Oxy. 15 II 4). -- 5. μυχόομαι be hidden in a corner (sch.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Without direct agreement outside Greek. As supposed verbal noun, prop. *"slipping, putting in, hiding" (> hiding place), μυχός can be connected partly with Arm. mxem put in, immerse, IE (s)mukh-, partly with a Germ. group, e.g. OWNo. smjúga slip in, through (with smuga f. small opening, hidingplace), MHG smiegen schmiegen', if from IE *smeugh-; the Germ. words, however, can also go back on *smeuk and agree then as regards the velar with OCS smykati sę drag on, cooper, Lith. smùkti glide (away) etc.; the variation k: kh: gh can partly be due to phonetic developments (assimilation of consonants), partly to mixing with related forms. -- Further combinations, which with a wordfamily of this meaning, are easily lost endlessly, in WP. 2, 254f., Pok. 744f., Fraenkel s. smùkti, also Vasmer s. smýkatь; everywhere with further forms. -- On μύσχον τὸ ἀνδρεῖον καὶ γυναικεῖον μόριον H., by Fick KZ 43, 149 (s. also Bechtel Dial. 3, 317) connected through *μύχ-σκον, cf. on 2. μόσχος. - Fur. 364 thinks the word is Pre-Greek, but without further arguments.

Middle Liddell

μῠχός, οῦ, ὁ, [μύω]
1. the innermost place, inmost nook or corner, Lat. sinus, recessus, Hom., etc.
2. the inmost part of a house, the women's apartments, Lat. penetralia, Od., Trag.
3. a bay or creek running far inland, Hdt.; πόντιος μ., i. e. the Adriatic, Aesch.

Frisk Etymology German

μυχός: {mukhós}
Forms: (pl. -ά Kall. Del. 142 u.a.; Schwyzer 581 m. Lit.)
Grammar: m.
Meaning: der innerste Ort, das Innere, Winkel, Schlupfwinkel, Versteck, Vorratskammer (seit Il.; zur Bed. bei Homer Wace JHSt. 71, 203ff.).
Composita: Kompp., z.B. ἑπτάμυχος mit sieben Schlupfwinkeln (Kall.).
Derivative: Ableitungen: 1. μύχιος im Innersten gelegen (poet. seit Hes. Op. 523, sp. Prosa); dazu mehrere Superlativa, alle von μυχός ausgehend: μυχοίτατος (φ 146), wohl vom Lok. -μυχοῖ in μοχοῖ· ἐντός. Πάφιοι H.; μυχαίτατος (Arist.; -τερος Hdn. Epim.), nach μεσαίτατος, -τερος u.a.; μύχατος (A. R., Kall. u.a.), nach ἔσχατος usw.; μυχέστατος (Phot.). — 2. μύχαλος = -ατος (Trag. Anon.; Τάρταρα; auch E. Hel. 189 [lyr.]?), vgl. μυχάλμη· βυθὸς θαλάσσης Phot. (: ἅλμη), βύσσαλοι· βόθροι H. — 3. μυχώδης voll von Winkeln (E. in lyr.). — 4. μυχάς f. = μυχός (Lyr. Adesp. Oxy. 15 II 4). — 5. μυχόομαι in einem Winkel versteckt werden (Sch.).
Etymology: Ohne direkte außergriechische Entsprechung. Als supponiertes Verbalnomen, eig. *"das Schlüpfen, das Hineinstecken, Verstecken" (> Schlupfwinkel, Versteck), reiht sich μυχός teils an arm. mxem hineinstecken, eintauchen, idg. (s)muqh-, teils an eine germ. Wortsippe, z.B. awno. smjúga ‘hinein-, durchkriechen’ (wozu smuga f. enge Öffnung, Schlupfwinkel), mhd. smiegenschmiegen’, wenn aus idg. smeugh-; die germ. Wörter können indessen auch auf smeuqzurückgehen und stimmen dann bzgl. des Gutturals zu aksl. smykati sich dahinschleppen, kriechen, lit. smùkti ‘(ab)-gleiten, rutschen’ u.a.m.; der Wechsel q: qh: gh kann z.T. auf rein lautlichen Vorgängen (Assimilation benachbarter Konsonanten), z.T. auf Vermischung mit sinn- und formverwandten Wörtern beruhen. — Weitere Kombinationen, die sich bei einer Wortfamilie dieser Bed. leicht ins Uferlose verlieren, bei WP. 2, 254f., Pok. 744f., Fraenkel s. smùkti, auch Vasmer s. smýkatь; überall mit weiteren Formen u. Lit. — Zu μύσχον· τὸ ἀνδρεῖον καὶ γυναικεῖον μόριον H., von Fick KZ 43, 149 (s. auch Bechtel Dial. 3, 317) über *μύχσκον hierher gezogen, vgl. zu 2. μόσχος.
Page 2,279

English (Woodhouse)

bay, corner, hiding-place, nook, bend of the shore, hiding -place, inmost recesses, lurking place

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=βάθος, γυναικωνίτης). Ἀπό τό μύω (=κλείνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.