ἰατρός: Difference between revisions
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(T22) |
(17) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἰατροῦ, ὁ ([[ἰάομαι]]) (from [[Homer]] [[down]]), a [[physician]]: WH omits; Tr marginal [[reading]] brackets the [[clause]]); ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν, a [[proverb]], applied to Christ in [[this]] [[sense]]: '[[come]] [[forth]] from [[your]] [[lowly]] and [[mean]] [[condition]] and [[create]] for [[yourself]] [[authority]] and [[influence]] by performing miracles [[among]] us [[also]], [[that]] we [[may]] [[see]] [[that]] [[you]] are [[what]] [[you]] [[profess]] to be,' Luke 4:23. | |txtha=ἰατροῦ, ὁ ([[ἰάομαι]]) (from [[Homer]] [[down]]), a [[physician]]: WH omits; Tr marginal [[reading]] brackets the [[clause]]); ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν, a [[proverb]], applied to Christ in [[this]] [[sense]]: '[[come]] [[forth]] from [[your]] [[lowly]] and [[mean]] [[condition]] and [[create]] for [[yourself]] [[authority]] and [[influence]] by performing miracles [[among]] us [[also]], [[that]] we [[may]] [[see]] [[that]] [[you]] are [[what]] [[you]] [[profess]] to be,' Luke 4:23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[γιατρός]], ο, η, και [[γιατρίνα]] και [[γιάτρισσα]] (ΑΜ [[ἰατρός]], Α ιων. τ. ἰητρός)<br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] στη [[διάγνωση]] και [[θεραπεία]] τών νόσων (α. «ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κράζει γοργὸν τοὺς ἰατρούς», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εξειδικευθεί σε κάποιον [[κλάδο]] της ιατρικής (α. «[[ιατρός]] [[δερματολόγος]]» β. «οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, oἱ δὲ κεφαλῆς, οἱ δὲ ὀδόντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που καταπραΰνει τα ψυχικά [[πάθη]] («εὐφροσύνα πόνων... [[ἰατρός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (για τον θεό) «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» — [[σωτήρας]] τών ψυχών και τών σωμάτων μας, [[λυτρωτής]] μας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἰατρός]]<br />η [[μαία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰατρῶν παῑδες» — ιατροί<br />β) «γῆς [[ἰατρός]]» — [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[γιατρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιατρικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιάτρια]], [[ιατρίνη]]<br />(αρχ. -μσν.) [[ιάτραινα]], [[ιατρεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιατρίσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιατρομαθηματικός]], [[ιατροσόφι]](<i>ον</i>), [[ιατροσοφιστής]], [[ιατροφιλόσοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιατραλείπτης]], [[ιατροκαύτης]], [[ιατροκλύστης]], [[ιατρολογώ]], [[ιατρόμαια]], [[ιατρόμαντις]], [[ιατρονίκης]], [[ιατροτέχνης]], [[ιατροτομεύς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιατροσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιατρογυμναστής]], [[ιατροδικαστής]], [[ιατρομηχανική]], [[ιατρόσημο]], [[ιατροσυμβούλιο]], [[ιατροφυσική]], [[ιατροχημεία]], [[ιατροχημικός]]. (Β' συνθετικό) [[κτηνίατρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανίατρος]], <i>αρχιΐατρος</i>, [[ιπποΐατρος]], [[λογίατρος]], [[φιλίατρος]], [[φιλοΐατρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθυπίατρος]], <i>ανθυποκτηνίατρος</i>, [[αρχίατρος]], [[αρχικτηνίατρος]], [[αστίατρος]], [[αστυκτηνίατρος]], [[επίατρος]], [[επικτηνίατρος]], [[ιππίατρος]], [[νευροψυχίατρος]], [[νομίατρος]], <i>νομοκτηνίατρος</i>, [[οδοντίατρος]], [[οφθαλμίατρος]], [[παιδίατρος]], <i>σχολίατρος</i>, [[υπίατρος]], [[υποκτηνίατρος]], [[ψυχίατρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. ἰητρός, ὁ, (ἰάομαι)
A like ἰατήρ, one who heals, physician or surgeon, Il.16.28, al., Hdt.3.130sq.; ἰητρὸς ἀνήρ Il.11.514; φὼς ἰ. A.Supp.261; ἥρως ἰ., worshipped at Athens and elsewhere, D. 19.249, IG22.840, AB263, etc.; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι S.Aj.581; ἰατρῶν παῖδες, for ἰατροί, Luc.Hist. Conscr.7; as a name of Apollo, Ar.Av.584 (anap.), Lyc.1207, IPE2.6 (Panticapaeum); ἰ. ὀφθαλμῶν, κεφαλῆς, ὀδόντων Hdt.2.84: as fem., of Artemis, Diog. Trag.1.5; of Aphrodite, Plu.2.143d: pl., of certain Nymphs in Elis, Hsch.; midwife, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B., Hsch. s.v. μαῖα. II metaph., εὐφροσύνα πόνων ἰ. Pi.N.4.2; ὦ θάνατε, . . τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰ. A.Fr.255; ὁ θάνατος λοῖσθος ἰ. νόσων S.Fr.698; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι A.Pr.380, cf. Ch.699; [ἀτυχίας] Antipho 2.2.13; τῆς πόλεως <κακῶς> βουλευσαμένης Th.6.14; λύπης ἰ. χρόνος Diph.117; τῆς ὕβρεως Ath.14.627e: Comically, βουλιμίας, of a table, Timocl.13.3; γῆς ἰ., of a farmer, Secund.Sent. 16. [ῑᾱ Trag., also Antiph.259, Diph.88, Men.497, etc.: ῐα in [Emp.] 157, E.Fr.1072, Ar.Ec.363, Pl.406, Philem.11, Men.282, etc.: ῑᾱ monosyll., TAM2(1).369.]
German (Pape)
[Seite 1234] ὁ, ion. u. ep. ἰητρός, der Heilende; ἰητρὸς ἀνήρ Il. 11, 514, wie φωτὸς ἰατροῦ χάριν Aesch. Ch. 688; subst., der Arzt, πολυφάρμακοι Il. 16, 28, Aesch. Prom. 471 Soph. Ai. 578; in Prosa, Her. 2, 841 Plat. Rep. III, 406 d; τοὺς σοφοὺς κατὰ σώματα ἰατρούς Theaet. 167 b; Folgende. Uebtr., πόνων Pind. N. 4, 2; τῶν ἀνηκέστων κακῶν Aesch. frg. 227; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι Prom. 378; τῆς πόλεως Thuc. 6, 14; ἀμαθίας Plat. Prot. 357 e; ὅπως ἰατρὸν λαμβάνῃ τῆς ὕβρεως καὶ τῆς ἀκοσμίας τὴν μουσικήν Ath. XIV, 627 e, vgl. Timocl. ib. X, 455 f, – Ἡ ἰατρός, trag. Ath. XIV, 636 a, wie Ἀφροδίτην ἰατρὸν οὖσαν Plut. Conj. praec. p. 424.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρός: Ἰων. ἰητρός, ὁ, (ἰάομαι) ὡς τὸ ἰατήρ, ὁ θεραπεύων ἰατρὸς ἢ χειρουργός (διότι δὲν φαίνεται νὰ ὑπῆρχε διάκρισίς τις μεταξὺ τῶν δύο κλάδων), Ἰλ. Π. 28, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἡρόδ. 3. 130, κἑξ.· ἰητρὸς ἀνήρ Ἰλ. Λ. 514· φὼς ἰατρὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 261· οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι Σοφ. Αἴ. 581· ἰατρῶν παῖδες, ἀντὶ τοῦ ἰατροί, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7· ὡς ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 584, Λυκόφρ. 1207, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2134a· ― ἰ. ὀφθαλμῶν, ὀδόντων, ὀφθαλμιατρός, ὀδοντιατρός, Ἡρόδ. 2. 84· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., Διογεν. Τραγ. παρ᾿ Ἀθην. 636Α, Πλούτ. 2. 143D· μαῖα Ἑλλάδ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 531. 8, «περὶ τὰς τικτούσας ἰατρός» Ἡσύχ. ἐν λ. μαῖα. ΙΙ. μεταφ., ἰατρός πόνων Πινδ, Ν. 4. 3· ὦ θάνατε... τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244· ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626· ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 378, πρβλ. Χο. 699· ἀτυχίας Ἀντιφῶν 117. 40· τῆς πόλεως κακῶς βουλευσαμένης Θουκ. 6. 14· λύπης ἰατρὸς χρόνος Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 35· τῆς ὕβρεως Ἀθήν. 627Ε. ῑᾱτρός, ἴδε τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα· ῐᾱτρος, μόνον ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 1071, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 363, Ἠλ. 406, ῐητρείη Συλλ. Ἐπιγρ. 3311.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 médecin;
2 ἡ ἰατρός, femme qui exerce la médecine {et pas seulement sage-femme}.
Étymologie: ἰάομαι.
Par. μαῖα.
English (Slater)
ῑᾱτρός
1 healer met., ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός (N. 4.2)
English (Strong)
from ἰάομαι; a physician: physician.
English (Thayer)
ἰατροῦ, ὁ (ἰάομαι) (from Homer down), a physician: WH omits; Tr marginal reading brackets the clause); ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν, a proverb, applied to Christ in this sense: 'come forth from your lowly and mean condition and create for yourself authority and influence by performing miracles among us also, that we may see that you are what you profess to be,' Luke 4:23.
Greek Monolingual
και γιατρός, ο, η, και γιατρίνα και γιάτρισσα (ΑΜ ἰατρός, Α ιων. τ. ἰητρός)
1. ο ειδικός στη διάγνωση και θεραπεία τών νόσων (α. «ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων», Ομ. Ιλ.
β. «κράζει γοργὸν τοὺς ἰατρούς», Πρόδρ.)
2. αυτός που έχει εξειδικευθεί σε κάποιον κλάδο της ιατρικής (α. «ιατρός δερματολόγος» β. «οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, oἱ δὲ κεφαλῆς, οἱ δὲ ὀδόντων», Ηρόδ.)
3. αυτός που καταπραΰνει τα ψυχικά πάθη («εὐφροσύνα πόνων... ἰατρός», Πίνδ.)
4. φρ. (για τον θεό) «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» — σωτήρας τών ψυχών και τών σωμάτων μας, λυτρωτής μας
αρχ.
1. το θηλ. ἡ ἰατρός
η μαία
2. φρ. α) «ἰατρῶν παῑδες» — ιατροί
β) «γῆς ἰατρός» — γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γιατρός.
ΠΑΡ. ιατρικός
αρχ.
ιάτρια, ιατρίνη
(αρχ. -μσν.) ιάτραινα, ιατρεύω
μσν.
ιατρίσκος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιατρομαθηματικός, ιατροσόφι(ον), ιατροσοφιστής, ιατροφιλόσοφος
αρχ.
ιατραλείπτης, ιατροκαύτης, ιατροκλύστης, ιατρολογώ, ιατρόμαια, ιατρόμαντις, ιατρονίκης, ιατροτέχνης, ιατροτομεύς
μσν.
ιατροσοφία
νεοελλ.
ιατρογυμναστής, ιατροδικαστής, ιατρομηχανική, ιατρόσημο, ιατροσυμβούλιο, ιατροφυσική, ιατροχημεία, ιατροχημικός. (Β' συνθετικό) κτηνίατρος
αρχ.
ανίατρος, αρχιΐατρος, ιπποΐατρος, λογίατρος, φιλίατρος, φιλοΐατρος
νεοελλ.
ανθυπίατρος, ανθυποκτηνίατρος, αρχίατρος, αρχικτηνίατρος, αστίατρος, αστυκτηνίατρος, επίατρος, επικτηνίατρος, ιππίατρος, νευροψυχίατρος, νομίατρος, νομοκτηνίατρος, οδοντίατρος, οφθαλμίατρος, παιδίατρος, σχολίατρος, υπίατρος, υποκτηνίατρος, ψυχίατρος].