ἄμαξα: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἅμαξα]] και [[ἄμαξα]])<br /><b>1.</b> [[τροχοφόρο]] που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για [[μεταφορά]] ανθρώπων ή πραγμάτων από [[τόπο]] σε [[τόπο]] (στα αρχ., ειδικότερα, ο [[σκελετός]], το [[πλαίσιο]] της άμαξας, το [[αμάξωμα]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀπήνη]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «του λέω (ή του [[ψέλνω]]) τα εξ αμάξης», τον [[περιλούω]] με ένα σωρό βρισιές (αρχ. «[[ὑβρίζω]] ἐξ ἁμάξης», για τις χλευαστικές εκφράσεις και τα σκώμματα, που επιτρέπονταν στις γυναίκες, όταν αυτές πήγαιναν με άμαξες στα [[Ελευσίνια]] μυστήρια)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ατμοκίνητο ή ηλεκτροκίνητο [[τροχοφόρο]] για χερσαίες μεταφορές (και του οποίου το [[είδος]] ή ο [[προορισμός]] προσδιορίζονται επιθετικά<br />«ταχυδρομική, σιδηροδρομική κ.λπ. [[άμαξα]]»)<br /><b>2.</b> [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού που το παίζουν δύο ή περισσότερα [[παιδιά]] με τα χέρια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ο [[πέμπτος]] (ή ο [[τελευταίος]]) [[τροχός]] της αμάξης», για ανθρώπους στους οποίους ανατίθεται ασήμαντη [[εργασία]] ή [[υπηρεσία]] και γι' αυτό ελάχιστα μόνο υπολογίζονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φορτίο]] άμαξας, αυτό που χωράει και μεταφέρει μια [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[δρόμος]] για άμαξες, [[αμαξιτός]]<br /><b>3.</b> [[άμαξα]] αρότρου<br /><b>4.</b> [[πλοίο]], [[καράβι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «βοῡς ὑφ' ἁμάξης», [[υποζύγιο]], [[βόδι]]<br />«ἡ [[ἅμαξα]] τὸν βοῡν» — για [[κάτι]] που γίνεται παράλογα κι [[ανάποδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της τεχνικής ορολογίας, γνωστή ήδη από τον Όμηρο. Ετυμολογικά [[είναι]] σύνθετη από το επίρρ. <i>ἅμα</i> «συγχρόνως, [[μαζί]]» και το ουσ. [[ἄξων]] με κατάλ. <i>yă</i>, δηλ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>αξ</i>-<i>ya</i>. Αρχικά η λ. δήλωνε τον «διάξονο» και [[επομένως]] τετράτροχο [[σκελετό]], [[πλαίσιο]] οχήματος [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται το [[αμάξωμα]]. Κατ' [[επέκταση]] δήλωνε «τετράτροχο όχημα» σε [[αντιδιαστολή]] με τις λ. [[δίφρος]] «πολεμικό [[άρμα]]» και [[ἅρμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁμάξιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁμαξεύς]], <i>ἁμαξιαῑος</i>, [[ἁμαξίς]], [[ἁμαξίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁμαξεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαξάριον]], [[ἁμαξάριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμαξάδα]], [[αμάξωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αμαξόβιος]], [[αμαξοπηγός]], [[αμαξουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁμαξήλατος]], [[ἁμαξήρης]], [[ἁμαξιτός]], [[ἁμάξοικος]], [[ἁμαξοκυλιστής]], [[ἁμαξοπληθής]], [[ἁμαξοφόρητος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαξελάτης]], [[ἁμαξηγός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἁμαξηλάτης]], [[ἁμαξοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμαξαγώγιο]], [[αμαξαγωγός]], [[αμαξόποδες]], [[αμαξοποιός]], [[αμαξοπώλης]], [[αμαξοστάσιο]], [[αμαξόστρατα]], <i>αμαξοφοβία</i>, [[αμαξοφόρτωμα]]].
|mltxt=η (Α [[ἅμαξα]] και [[ἄμαξα]])<br /><b>1.</b> [[τροχοφόρο]] που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για [[μεταφορά]] ανθρώπων ή πραγμάτων από [[τόπο]] σε [[τόπο]] (στα αρχ., ειδικότερα, ο [[σκελετός]], το [[πλαίσιο]] της άμαξας, το [[αμάξωμα]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀπήνη]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «του λέω (ή του [[ψέλνω]]) τα εξ αμάξης», τον [[περιλούω]] με ένα σωρό βρισιές (αρχ. «[[ὑβρίζω]] ἐξ ἁμάξης», για τις χλευαστικές εκφράσεις και τα σκώμματα, που επιτρέπονταν στις γυναίκες, όταν αυτές πήγαιναν με άμαξες στα [[Ελευσίνια]] μυστήρια)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ατμοκίνητο ή ηλεκτροκίνητο [[τροχοφόρο]] για χερσαίες μεταφορές (και του οποίου το [[είδος]] ή ο [[προορισμός]] προσδιορίζονται επιθετικά<br />«ταχυδρομική, σιδηροδρομική κ.λπ. [[άμαξα]]»)<br /><b>2.</b> [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού που το παίζουν δύο ή περισσότερα [[παιδιά]] με τα χέρια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ο [[πέμπτος]] (ή ο [[τελευταίος]]) [[τροχός]] της αμάξης», για ανθρώπους στους οποίους ανατίθεται ασήμαντη [[εργασία]] ή [[υπηρεσία]] και γι' αυτό ελάχιστα μόνο υπολογίζονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φορτίο]] άμαξας, αυτό που χωράει και μεταφέρει μια [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[δρόμος]] για άμαξες, [[αμαξιτός]]<br /><b>3.</b> [[άμαξα]] αρότρου<br /><b>4.</b> [[πλοίο]], [[καράβι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «βοῡς ὑφ' ἁμάξης», [[υποζύγιο]], [[βόδι]]<br />«ἡ [[ἅμαξα]] τὸν βοῦν
» — για [[κάτι]] που γίνεται παράλογα κι [[ανάποδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της τεχνικής ορολογίας, γνωστή ήδη από τον Όμηρο. Ετυμολογικά [[είναι]] σύνθετη από το επίρρ. <i>ἅμα</i> «συγχρόνως, [[μαζί]]» και το ουσ. [[ἄξων]] με κατάλ. <i>yă</i>, δηλ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>αξ</i>-<i>ya</i>. Αρχικά η λ. δήλωνε τον «διάξονο» και [[επομένως]] τετράτροχο [[σκελετό]], [[πλαίσιο]] οχήματος [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται το [[αμάξωμα]]. Κατ' [[επέκταση]] δήλωνε «τετράτροχο όχημα» σε [[αντιδιαστολή]] με τις λ. [[δίφρος]] «πολεμικό [[άρμα]]» και [[ἅρμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁμάξιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁμαξεύς]], <i>ἁμαξιαῑος</i>, [[ἁμαξίς]], [[ἁμαξίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁμαξεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαξάριον]], [[ἁμαξάριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμαξάδα]], [[αμάξωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αμαξόβιος]], [[αμαξοπηγός]], [[αμαξουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁμαξήλατος]], [[ἁμαξήρης]], [[ἁμαξιτός]], [[ἁμάξοικος]], [[ἁμαξοκυλιστής]], [[ἁμαξοπληθής]], [[ἁμαξοφόρητος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαξελάτης]], [[ἁμαξηγός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἁμαξηλάτης]], [[ἁμαξοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμαξαγώγιο]], [[αμαξαγωγός]], [[αμαξόποδες]], [[αμαξοποιός]], [[αμαξοπώλης]], [[αμαξοστάσιο]], [[αμαξόστρατα]], <i>αμαξοφοβία</i>, [[αμαξοφόρτωμα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:25, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμαξα Medium diacritics: ἄμαξα Low diacritics: άμαξα Capitals: ΑΜΑΞΑ
Transliteration A: ámaxa Transliteration B: amaxa Transliteration C: amaksa Beta Code: a)/maca

English (LSJ)

[ᾰ], Att. ἅμαξα, ἡ, (v. ἄξων) prop. A framework, châssis of a four-wheeled wagon (ἀπήνη), opp. πείρινς (body), Il.24.263sqq., cf. Od.6.37, al.:—also, of the whole wagon, ib.260, cf. Hes.Op.453, Hdt.1.31, Th.1.93, etc.; of the wagons of the Scythians, Hdt.4.114, 121; βοῦς ὑφ' ἁμάξης draught-oxen, X.An.6.4.22,25. 2 c. gen., wagon-load, πετρῶν, σίτου, X.An.4.7.10, Cyr.2.4.18; ἐλλεβόρου Pl. Euthd.299b; τρισσῶν ἁμαξῶν βάρος E.Cyc.385, cf. 473. 3 prov., ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν (sc. ἕλκει) 'the cart before the horse', Luc.DMort. 6.2; ἐξἁμάξης ὑβρίζειν, of abusive ribaldry, such as was allowed to the women as they were taken in wagons to the Eleusinian mysteries, Sch.D.18.122, cf. Ar.Pl.1014, Men.396; βοᾶς . . ὥσπερ ἐξ ἁμάξης D.l.c. II carriage of a plough, Hes.Op.426,453. III = Ἄρκτος, the Great Bear, Il.18.487, Od.5.273, Call.Iamb.1.119, etc. IV metaph., of a ship, A.Fr.451B. V = ἁμαξιτός, AP 7.479 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 115] ἡ, att. ἅμαξα, Wagen; mehrmals Hom., immer mit spir. len., Herodian. Scholl. Iliad. 18, 487; Iliad. 21, 782 ὑπ' ἀμάξησιν βόας ἡμιόνους τε ζεύγνυσαν; 7, 426 ἀμαξάων ἐπάειραν; 12, 448 τὸν δ' οὔ κε δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω ῥηιδίως ἐπ' ἄμαξαν ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν; Od. 9, 241 οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ' ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν; 10, 103 ἄμαξαι ἄστυδε καταγίνεον ὕλην; 6, 37 ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι, ἥ κεν ἄγῃσιν ζῶστρα, 72 ἄμαξαν ἐύτροχον ἡμιονείην (v. l. ἡμιόνοιιν Scholl.) ὅπλεον, 260 μεθ' ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἔρχεσθαι, derselbe Wagen heißt 6, 57. 69. 73. 7, 5 ἀπήνη; Iliad. 24, 150. 179 ὅς κ' ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐύτροχον, 189 ἄμαξαν ἐύτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι, 263 ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, 266 ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν ἐύτροχον ἡμιονείην καλὴν πρωτοπαγέα, 711 ἐπ' ἄμαξαν ἐύτροχον ἀίξασαι, 275. 324 heißt derselbe Wagen ἀπήνη; – das Gestirn, der große Bär, Iliad. 18, 487 Od. 5, 273 ἄρκτον θ', ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν; – Her. 1, 188; im Ggstz von ἅρμα Xen. An. 1, 7, 20; öfter die Packwagen; τετράκλινοι, viersitzige, Luc. Tox. 46; Hes. O. 428. 435 der Pflug; ein Wagen voll, πετρῶν, σίτου, Xen. An. 6, 4, 22 Cyr. 2, 4, 18; = eine große Menge, Alex. bei Ath. IX. 380 d; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κατεσκέδασαν ἀλλήλων Luc. Eun. 2, was der Schol. auf die in Athen üblichen Aufzüge bei den Dionysien zurückführt, wobei vielfache Spottreden vorkamen u. worauf auch die sprichwörtliche Redensart: ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα ὀνομάζειν ὥςπερ ἐξ ἁμάξης, zurückzuführen, kein Blatt vor den Mund nehmen, Dem. 18, 129; ἐξ ἁμάξης παῤῥησιάζεσθαι Luc. Iup. Trag. 44. Sprichwörtlich ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν Luc. D. Mort. 6, 2, der Wagen, zieht den Ochsen, die verkehrte We lt. – Theodor. 18 (VII, 479) ἅμ. παμφόρος Landstraße.

French (Bailly abrégé)

ion. et épq. c. ἅμαξα.

English (Autenrieth)

(ἅμα, ἄξων): fourwheeled draught wagon, distinguished from the war-chariot (ἅρμα), which had two wheels, Od. 9.251; also the constellation of the Great Bear (the Wain), Il. 18.487, Od. 5.273.

Greek Monolingual

η (Α ἅμαξα και ἄμαξα)
1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο της άμαξας, το αμάξωμα
πρβλ. και ἀπήνη)
2. φρ. «του λέω (ή του ψέλνω) τα εξ αμάξης», τον περιλούω με ένα σωρό βρισιές (αρχ. «ὑβρίζω ἐξ ἁμάξης», για τις χλευαστικές εκφράσεις και τα σκώμματα, που επιτρέπονταν στις γυναίκες, όταν αυτές πήγαιναν με άμαξες στα Ελευσίνια μυστήρια)
νεοελλ.
1. κάθε ατμοκίνητο ή ηλεκτροκίνητο τροχοφόρο για χερσαίες μεταφορές (και του οποίου το είδος ή ο προορισμός προσδιορίζονται επιθετικά
«ταχυδρομική, σιδηροδρομική κ.λπ. άμαξα»)
2. είδος παιδικού παιχνιδιού που το παίζουν δύο ή περισσότερα παιδιά με τα χέρια
3. φρ. «ο πέμπτος (ή ο τελευταίος) τροχός της αμάξης», για ανθρώπους στους οποίους ανατίθεται ασήμαντη εργασία ή υπηρεσία και γι' αυτό ελάχιστα μόνο υπολογίζονται
αρχ.
1. φορτίο άμαξας, αυτό που χωράει και μεταφέρει μια άμαξα
2. δρόμος για άμαξες, αμαξιτός
3. άμαξα αρότρου
4. πλοίο, καράβι
5. φρ. «βοῡς ὑφ' ἁμάξης», υποζύγιο, βόδι
«ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν » — για κάτι που γίνεται παράλογα κι ανάποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της τεχνικής ορολογίας, γνωστή ήδη από τον Όμηρο. Ετυμολογικά είναι σύνθετη από το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως, μαζί» και το ουσ. ἄξων με κατάλ. , δηλ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἅμ-αξ-ya. Αρχικά η λ. δήλωνε τον «διάξονο» και επομένως τετράτροχο σκελετό, πλαίσιο οχήματος πάνω στο οποίο στηρίζεται το αμάξωμα. Κατ' επέκταση δήλωνε «τετράτροχο όχημα» σε αντιδιαστολή με τις λ. δίφρος «πολεμικό άρμα» και ἅρμα.
ΠΑΡ. ἁμάξιον
αρχ.
ἁμαξεύς, ἁμαξιαῑος, ἁμαξίς, ἁμαξίτης
αρχ.-μσν.
ἁμαξεύω
μσν.
ἁμαξάριον, ἁμαξάριος
νεοελλ.
αμαξάδα, αμάξωμα.
ΣΥΝΘ. αμαξόβιος, αμαξοπηγός, αμαξουργός
αρχ.
ἁμαξήλατος, ἁμαξήρης, ἁμαξιτός, ἁμάξοικος, ἁμαξοκυλιστής, ἁμαξοπληθής, ἁμαξοφόρητος
μσν.
ἁμαξελάτης, ἁμαξηγός
μσν.- νεοελλ.
ἁμαξηλάτης, ἁμαξοειδής
νεοελλ.
αμαξαγώγιο, αμαξαγωγός, αμαξόποδες, αμαξοποιός, αμαξοπώλης, αμαξοστάσιο, αμαξόστρατα, αμαξοφοβία, αμαξοφόρτωμα].

Greek Monotonic

ἄμαξᾰ: [ᾰ], Αττ. ἅμ-αξα, (ἅμα, ἄγω), I.1. άμαξα, τετράτροχο κάρο, αραμπάς, αντίθ. προς το πολεμικό άρμα (ἅρμα), Λατ. plaustrum, σε Όμηρ.
2. με γεν., «αμαξία», φορτίο άμαξας από, πετρῶν, σίτου, σε Ξεν.
II. άμαξα αρότρου, Λατ. currus, σε Ησίοδ.· ο αστερισμός άμαξα στον ουρανό, η Μεγάλη Άρκτος (ἄρκτος), σε Όμηρ.
III. ἁμαξιτός, σε Ανθ.

Middle Liddell

[ἅμα, ἄγω]
I. a wagon, wain, opp. to the war-chariot (ἅρμα), Lat. plaustrum, Hom.
2. c. gen. a wagon-load of, πετρῶν, σίτου Xen.
II. the carriage of the plough, Lat. currus, Hes.:—Charles' wain in the heavens, the Great Bear (ἄρκτος), Hom.
III. = ἁμαξιτός, Anth.