Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀτμός

From LSJ
Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτμός Medium diacritics: ἀτμός Low diacritics: ατμός Capitals: ΑΤΜΟΣ
Transliteration A: atmós Transliteration B: atmos Transliteration C: atmos Beta Code: a)tmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A steam, vapour, A.Eu.138; ὅταν ἐκ γῆς ἀ. ἀνίῃ . . ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arist.Pr.862a4; Ἄραψ ἀ., of incense, Pae.Delph.II: in pl., vapours, A.Fr.205; clouds of steam, Jul.Mis.341d; esp. of odours, A.Ag.1311, Arist.Pr.908a21, Ph.1.96,al., Lib.Or.12.79 (pl.), etc.; distd. from ἀτμίς, as dry from moist, by Olymp.in Mete.165.25. [ᾰτμ A.Fr.205.]

German (Pape)

[Seite 387] (ἄω), ὁ, Dampf, Dunst; Hauch, Aesch. Ag. 1284 Eum. 133 u. Sp.; εὐώδης ἀτμὸς ἔχει πλοκάμους Antiphil. 6 (VI, 250); Alex. Ath. IX, 383 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμός: ὁ, (ἴδε ἄω, φυσῶ, πνέω) ἀτμός, «ἀχνός», ἀναθυμίασις, βαρεῖα καὶ δυσώδης ἀναθυμίασις, ὅμοιος ἀτμός ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1311· ἀναπνοή, ἀτμῷ κατισχναίνουσα, νηδύος πυρὶ Εὐμ. 138· ὅταν ἐκ γῆς ἀ. ἀνίῃ… ὑπὸ τοῦ ἡλίου Ἀριστ. Προβλ. 1. 21· κατὰ πληθ., ἀναθυμιάσεις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, Λιβάν. 1. 394· ― πυρὸς ἀτμός, περιφραστικῶς, ἀντὶ πῦρ, μεταγενεστ. ἐπιγρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8639.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vapeur humide, vapeur en gén.
Étymologie: ἄημι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1hálito, aliento ἀτμῷ κατισχναίνουσα, νηδύος πυρί A.Eu.138, cf. Nonn.D.1.239.
2 hedor ὁμοῖος ἀ. ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει A.A.1311
olor ἡ ὀσμή ἀ. καὶ ἀπορροή τις Arist.Pr.908a21, ἀτμοὺς εὐωδίας Ast.Am.Hom.2.5.6, cf. Ptol.Iudic.16.17.
3 efluvio, humo de incienso Ἄραψ ἀ. Pae.Delph.11, μέθην φασί γίγνεσθαι πραεῖαν δι' ἀτμοῦ θυμιαμάτων τινῶν D.Chr.32.56, τῶν ἀρωμάτων Lib.Or.12.79
soplo πυρός ἀ. Hymn.Mag.1.14.
II 1como elemento constitutivo de la materia vapor de agua contenido en el aire ἀνέμους δὲ γίνεσθαι τῶν λεπτοτάτων ἀτμῶν τοῦ ἀέρος Hippol.Haer.1.6.7 (= Anaximand.A 11), cf. ξηροὶ ἀτμοὶ ἀνέμους ... εἰργάσαντο Arr.Phys.3
vapor en fumigaciones medicinales εἴσεισιν ἀτμὸς ἐς τὰς μήτρας Hp.Mul.2.181, del cuerpo humano, interno τὸ ... σπέρμα εἶναι στάγονα ... περιέχουσαν ... θερμὸν ἀτμόν Pythag.B 1a, ἀναπέμπει τὸ σῶμα ἀτμοὺς εἰς τὴν κεφαλήν Hp.Gland.7, cf. Plu.2.129c, externo θερμὸς ἀ. Hp.Epid.6.4.22, cf. Morb.1.25, ὡς ... ἀ. ἀνέρχεται πολὺς ἑψομένου τοῦ ὕδατος Hp.Flat.8, cf. Hero Spir.1 proem., 84.3, en la formación de las nubes νέφη ἐκ τῶν ἀτμῶν πιλοῦσθαι Placit.4.1.4 (= Democr.A 99), ἀ. λίμνης A.R.4.600, de la cola de un cometa ἀτμοῦ ἀναφερομένου ἀπὸ τοῦ κομήτου Hippocr.Ch.5, de la humedad de una pared ἀπὸ τῶν τοίχων ἀτμοὺς ἐκίνησαν Iul.Mis.341d.
2 vapor seco como concepto previo a la noción de ‘gas’ op. ἀτμίς, διττή ἐστιν ἀναθυμίασις ἀπὸ τῆς γῆς, ἡ μὲν ἀτμίς, ἡ δὲ ἀ. Olymp.in Mete.165.25, ἀ. καπνώδης Olymp.in Mete.165.28, cf. Anon.Lond.37.44, 55, Plu.2.435a.

• Etimología: Rel. c. la raíz de ἀήρ q.u., en grado pleno *HeH2t- > *āt, en aaa. ātum, ai. ātmán-. El grado ø c. vocalización entre las dos laringales *H°H2t- da lugar a ἀτμός, ἀτμή, ἀτμίς, etc., c. α originariamente breve. De *H°H2et- > au̯et- vendría ἀετμόν.

Greek Monolingual

ο (AM ἀτμός)
υγρή πνοή, αναθυμίαση αερίου, αχνός
ατμοί ονομάζονται γενικά τα αεριώδη εκείνα σώματα που υγροποιούνται σχετικά εύκολα με ψύξη
νεοελλ.
φρ. «υπ' ατμόν» — έτοιμος για αναχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατμός < αετμός (πρβλ. τις «γλώσσες» του Ησυχίου
«αετμόν
το πνεύμα» και «άετμα
φλόξ»). Ο τ. α(F)ε-τμός, σχηματισμένος με το επιθηματικό στοιχείο -τ-μο-, συνδέεται με τα ά(F)ελλα (< άFε-λια) και ά(F)η-μι (πρβλ. επίσης και αϋτμή, πιθ. με εναλλαγή αFερ- / αυτ-). Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάλογο μορφολογικό σχηματισμό προς το ατμός, χωρίς όμως καμιά ετυμολογική συγγένεια, παρουσιάζουν τα αρχ. ινδ. ātmάn- «ψυχή, πνεύμα» και αρχ. άνω γερμ. ātum «πνοή, αναπνοή» (< ΙΕ. ēt-men- «πνοή, αναπνοή»). Βλ. και λ. άημι.
ΠΑΡ. ατμίδαατμίς), ατμώδης
αρχ.
ατμιώ.
ΣΥΝΘ. ατμοειδής
νεοελλ.
αερατμός, ατμαγωγός, ατμάμαξα, ατμαντλία, ατμήλατος, ατμόβαρις, ατμοβραστήρας, ατμογόνος, ατμοδόκη, ατμοθάλαμος, ατμόιππος, ατμοκιβώτιο, ατμοκινητήρας, ατμοκίνητος, ατμοκλίβανος, ατμοκύλινδρος, ατμολέβητας, ατμόληψη, ατμόλουτρο, ατμομανδύας, ατμομηχανή, ατμόμυλος, ατμονομώ, ατμοπαγίδα, ατμοπλοΐα, ατμόπλοιο, ατμοστρόβιλος, ατμοσυμπυκνωτής, ατμοσυσσωρευτής, ατμόσφαιρα, ατμόσφυρα, ατμοσωλήνας, ατμοφράκτης / υδρατμός
αρχ.
ένατμος, υπατμός].

Greek Monotonic

ἀτμός: ὁ (ἄω, φυσώ), ατμός, αχνός, πάχνη, σε Αισχύλ.