χοῖρος

From LSJ
Revision as of 06:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοῖρος Medium diacritics: χοῖρος Low diacritics: χοίρος Capitals: ΧΟΙΡΟΣ
Transliteration A: choîros Transliteration B: choiros Transliteration C: choiros Beta Code: xoi=ros

English (LSJ)

(ἡ Hippon.40, S.Fr.230, Ar.Ach.764):—

   A young pig, porker (younger than δέλφαξ, Ar.Byz. ap. Ath 9.375. Cratin.3a), Od. 14.73, Alc.Supp.24.2, Hdt.2.48, A.Fr.309, Ar.Ach.781, etc.; offered as one of the smaller sacrifices, Pl.R.378a, X.An.7.8.5, D.54.39, Henioch.2.    b generally, = ὗς, σῦς, swine, ἤδη δέλφακες, χοῖροι δὲ τοῖσιν ἄλλοις Cratin. l.c., cf. Mnesim.4.47 (anap.), Plu.Cic.7, Ev.Matt. 8.30.    2 pudenda muliebria, freq. in Com. poets, who are always punning on the word and its compds., Ar.Ach.773 sq., etc.; said to be a Corinthian usage, Suid.    II a fish of the Nile, Str.17.2.4, Ath.7.312a, Gp.20.7.1, 13 tit. (Perh. for ĝhoryo- 'grey', cf. Norse griss 'sucking-pig', OHG grīs 'grey', or cf. Alb. de[rmacr ] 'pig'.)

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, 1) eigtl. ein junges Schwein. ein Ferkel; Od. 14, 73; Ar. u. sonst; auch übh. ein Schwein; bei Hipponax, Soph., Ar. Ach. 764 ff. u. sp. D., bes. bei Ioniern auch ἡ χοῖρος, s. Ath. IX, 735 c (Soph. frg. 217); – βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων προέθηκας, Schweinefleisch, Pallad. 23 (IX, 487). – 2) die weibliche Schaam, Comic. oft, wie Ar. Ach. 736 Th. 289 Eccl. 724.

Greek (Liddell-Scott)

χοῖρος: ὁ, (ἀλλὰ ἡ, Ἱππῶναξ 3Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 217, Ἀριστοφ. Ἀχ. 764 ἑξ.)· - νέος χοῖρος, «γουρουνόπουλον» Λατ. porcus, Ὀδ. Ξ. 73, Ἡρόδ. 2. 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321, Ἀριστοφ. Ἀχ. 781, κλπ.· προσφέρεται ὡς μικροτάτῃ θυσία, Πλάτ. Πολ. 378Α, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 5, Δημ. 1269. 10· ὁ δ’ ἴσως γαλαθηνὸν τέθυκε τὸν χοῖρον Ἡνίοχος ἐν «Πολυεύκτῳ» 1· - ἀκολούθως καθόλου, ὡς τὸ ὗς, σῦς, “γουροῦνι”, ἤδη δέλφακες, χοῖροι δὲ τοῖς ἄλλοις Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 7, πρβλ. Μνησίμαχον ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 47, Πλουτ. Κικ. 7, κλπ. 2) ὡς τὸ porcus παρὰ τῷ Οὐάρρωνι R. R. 2. 4, 10, λέγεται ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου συχνάκις παρὰ τοῖς κωμικοῖς ποιηταῖς, οἵτινες συνεχῶς παίζουσι μὲ τὴν λέξιν καὶ τὰ σύνθετα αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀρ. 774, κτλ.· - λέγεται ὅτι ἡ χρῆσις αὕτη ἦτο τῶν Κορινθίων, Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἰχθύς τις τοῦ ποταμοῦ Νείλου, Στράβ. 823, Ἀθήν. 312Α, Γεωπ. (Ἡ Σανσκρ. ῥίζα εἶναι gharsh (terere), ὅθεν ghrish-vis, ghrsh-tis (aper), πρβλ. Ἀρχ. Σκανδ. gris-s (Ἀρχ. Ἀγγλ. gris ἢ grice, gris-kin, πρβλ. τὰ τοπικὰ ὀνόματα τῆς βορείου Ἀγγλίας Grisedale, Grisebeck), ὥστε ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς λέξεως ἐξέπεσε τὸ s).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 petit cochon, animal ; p. ext. cochon engraissé, porc;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: DELG cf. lat. horreo « animal à poil dur ».

English (Autenrieth)

young pig, porker, Od. 14.73†.

Spanish

cochinillo, cerdo

English (Strong)

of uncertain derivation; a hog: swine.

English (Thayer)

χοιρου, ὁ, from Homer down, a swine: plural, (16); Luke 15:15f. (Not found in the O. T.)

Greek Monolingual

ο / χοῑρος, ΝΜΑ, θηλ. χοῑρος, ἡ, Α
οικόσιτο θηλαστικό ζώο με ογκώδες σώμα, προτεταμένο ρύγχος και σκληρές τρίχες, γουρούνι
νεοελλ.
παροιμ. α) «του χοίρου το μαλλί δεν γίνεται μετάξι» — ο ανάγωγος δεν αλλάζει εύκολα συμπεριφορά
β) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τα 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για άτομα ευγενούς καταγωγής που ξέπεσαν και διασύρθηκαν
γ) «ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά» — ο διεφθαρμένος συνηθίζει να συναναστρέφεται με ομοίους του
μσν.-αρχ.
είδος ψαριού του Νείλου
αρχ.
1. χοιρίδιο, γουρουνόπουλο («θυσάμενος οὐ χοῑρον ἀλλά τι μέγα καὶ ἄπορον θῡμα», Πλάτ.)
2. (στους κωμικούς) το αιδοίο της γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. χοῖρος (< ghor-yo-) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας gher-(s)- «παγώνω, γίνομαι σκληρός, ανατριχιάζω» (βλ. λ. χέρσος) και να συνδεθεί επομένως με τη λ. χήρ (< ghēr «αγκαθωτό ζώο», βλ. λ
χήρ) με την υπόθεση μιας αρχικής σημ. «ζώο με σκληρές τρίχες» για τη λ. χοῖρος. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. χοῖρος έχει προέλθει από τ. ghoir-o- και συνδέεται με ένα αρμ. επίθ. gēr που χρησιμοποιείται για ζώα και ανθρώπους με σημ. «λιπαρός, παχύς», το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο και αμφίβολο. Η λ. χοῖροςεκτός από την κύρια σημ. «οικόσιτο μικρό γουρούνι»— χρησιμοποιήθηκε με σημ. «είδος ψαριού που ζει στον Νείλο» είτε κατ' απόδοση μιας λ. της γλώσσας της Νουβίας είτε λόγω της ομοιότητας της μορφής και τών τροφικών συνηθειών του ψαριού με τη μορφή και τις συνήθειες του χοίρου. Τέλος, η λ. απαντά σε κωμικούς ποιητές με σημ. «γυναικείο αιδοίο». Από τη λ. χοῖρος έχουν προέλθει διάφορα τοπωνύμια (πρβλ. Χοιρέαι) και ανθρωπωνύμια (πρβλ. Χοιρίλος, Χοίρων, Χοιροθύων κ.ά.).
ΠΑΡ. χοίρειος, χοιρίδιο(ν), χοίρινος
αρχ.
χοιράφιος, χοιρίδιος, χοιρίζω, χοιρίνη, χοιρίον, χοιρίσκος
αρχ.-μσν.
χοιρικός, χοιρώδης
μσν.
χοιρεών, χοιριώ
νεοελλ.
χοιρινός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χοιρέμπορος, χοιροβοσκός, χοιροκομείο(ν), χοιροπώλης, χοιροτρόφος
αρχ.
χοιρόκτονος, χοιροκτόνος, χοιρομάγειρος, χοιροσφάγος, χοιρότροπος, χοιροφαγία, χοιροφορβείον αρχ.-μσν. χοιράγχη
μσν.
χοιράγρα, χοιρόβιος, χοιροδέτης, χοιροκέφαλος, χοιρόνους, χοιρόφρων μσν.-νεοελλ. χοιρομάντρι
νεοελλ.
χοιρόδερμα, χοιρόλαιμος, χοιρομέρι, χοιροπαραγωγή, χοιροστάτης. (Β' συνθετικό) αγριόχοιρος, ακανθόχοιρος
αρχ.
εύχοιρος, ισόχοιρος, καλλίχοιρος
νεοελλ.
ινδόχοιρος, ποταμόχοιρος, σκαντζόχοιρος, υδρόχοιρος].

Greek Monotonic

χοῖρος: ὁ και ἡ, μικρός χοίρος, γουρουνάκι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

χοῖρος: ὁ, реже ἡ
1) свинья, преимущ. молодая Hom., Her., Aesch., etc.;
2) pudenda muliebria Arph.