θεάομαι

From LSJ
Revision as of 21:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεάομαι Medium diacritics: θεάομαι Low diacritics: θεάομαι Capitals: ΘΕΑΟΜΑΙ
Transliteration A: theáomai Transliteration B: theaomai Transliteration C: theaomai Beta Code: qea/omai

English (LSJ)

Ep. and Ion. θηέομαι (v. infr.), Dor. θᾱέομαι, Θάομαι (qq. v.), imper.    A θεῶ Ar.Ach.262; opt. θηοῖο (for Att. θεῷο) Il.24.418; part. θηεύμενος Hdt.7.146: Ion. impf. ἐθηεῖτο, ἐθηεῦντο, Id.1.10, 3.136; Ep. θηεῖτο Od.5.75, etc., θηεῦντο Il.7.444, al., ἐθηεύμεσθα Od.9.218, ἐθεῆτο Hp.Nat.Puer.13, θηέσκετο Poet. ap. Parth.21.2: fut. θεάσομαι [ᾱ], Ion. -ήσομαι: aor. ἐθεᾱσάμην, Ep. opt. θηήσαιο, θηήσαιτο, Od.17.315, 5.74; 3pl. ἐθηήσαντο Euph.51.15; Ion. inf. θεήσασθαι (v.l. θεάσ-) Hdt.1.8: Att. pf. τεθέαμαι X.Cyr.7.5.7: codd. of Hdt. vary betw. θεη- and θηη-: a rare Ion. contr. of θηη- to θη- is found in θησαίατ' Od.18.191, θησάμενος IG12.826:—gaze at, behold, mostly with a sense of wonder, θηεῦντο μέγα ἔργον Il.7.444, cf. Od.2.13; λαοὶ δ' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Il.23.728, cf. Hdt.1.8,11, etc.; θ. τὰ καλά Democr.194; πάντες ὥσπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν Pl.Chrm. 154c; θ. ὄμμασι E.Ion232 (lyr.); ζητεῖ τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Ar.Th.797 codd.; ἐθεᾶτο… τὴν θέσιν τῆς πόλεως... ὡς ἔχοι reconnoitred it, Th.5.7; θ. κύκλῳ τὴν πόλιν X.Cyr.4.5.7: abs., θεᾷ; do you see? Men.Epit. 564.    2 of the mind, contemplate, τὸ ἀληθές Pl.Phd.84b, al.    b see clearly, ἵν' ἴδητε καὶ θεάσησθε ὅτι… D.4.3, cf. Pl.Prt.352a; with relat. clause, ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ θεάσεσθε D.18.144.    3 view as spectators, esp. in the theatre, Isoc.4.44; οἱ θεώμενοι the spectators, Ar.Ra.2, cf.Nu.518, al. (but also, onlookers, bystanders, Antipho 3.3.7): metaph., θ. τὸν πόλεμον to be spectators of the war, Hdt. 8.116.    4 θ. τὸ στράτευμα to review it, X.Cyr.5.5.1.    II Act. θεάω, late, Baillet Tombeaux des rois à Thèbes 1080: elsewh. in imper. θέα Them.Or.3.44b, Jul.Ep.89b, Hsch.: aor. ἐθεάθην in pass. sense, Ps. -Callisth.2.42, Ev.Marc.16.11, Ap.Ty.Ep.49, Just.Nov.133.3.1: pres. θεῶνται Philostr.Her.2.9. (Orig. prob. θᾱϝ έομαι and θᾱϝάομαι, cf. θαῦ-μα.)

German (Pape)

[Seite 1190] (vgl. θάομαι, θηέομαι), sehen, schauen, betrachten; θεᾶσθε πάντες ἄθλιον δέμας Soph. Tr. 1068; πάντα θεᾶσθ' ὄμμασι Eur. Ion 232; θεάσομαι Hipp. 661; bes. ein Schauspiel mit ansehen, dah. οἱ θεώμενοι, die Zuschauer, Ar. Nubb. 510 Plut. 798; ζητεῖ τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Th. 797; ὅκως ἐκείνην θεήσεαι γυμνήν Her. 1, 8; πόλεμον, den Krieg mit ansehen, 8, 116; πάντες ὥςπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν Plat. Charm. 154 c; übertr., geistig betrachten, τὰ ὀνόματα Crat. 411 a, τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ θεῖον Phaed. 84 a; θεῶ δὴ καὶ τὸ μετὰ ταῦτα ἑπόμενον Polit. 298 e; θεασάμενος, ὅτι οὕτως ἔχεις πρὸς τὸ ἀγαθόν Prot. 352 a. – Τὸ θεαθέν, das Gesehene, Thuc. 3, 38, ist f. l. für δρασθέν. – Bei Sp. finden sich einzelne Formen des Activs, bes. θέα, siehe. Die dor. Form s. unter θάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

θεάομαι: Ἐπ. καὶ Ἰων. θηέομαι· προστ. θεῶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 262· εὐκτ. θηοῖο (ἀντὶ τοῦ Ἀττ: θεῷο) Ἰλ. Ω. 418· μετοχ. θηεύμενος Ἡρόδ. 7. 146· Ἰων. παρατ. γ΄ ἑν. ἐθηεῖτο Ἡρόδ. 1. 10, κτλ., ἐθηεῦντο, ὁ αὐτ. 7. 56· Ἐπ. θηεῖτο Ὀδ. Ε. 75, κλ., θηεῦντο Ὅμ. ἀλλὰ (μετ’ αὐξήσ.) ἐθηεύμεσθα Ὀδ. Ι. 218· - μέλλ. θεάσομαι ᾱ, Ἰων. -ήσομαι· ἀόρ. ἐθεᾱσάμην, Ἐπ., εὐκτ. θηήσαιο, θηήσαιτο, Ὀδ. Ρ. 315, Ε. 74. - Παρ’ Ἡρόδ. τὰ χειρόγρ. ἐνιαχοῦ ἔχουσι θε- ὡς πρώτην συλλαβήν, ἀλλαχοῦ δὲ θη-· εἶναι πιθανὸν ὅτι αὐτὸς εἶχεν ἁπανταχοῦ τὸν Ἐπ. τύπον, καὶ ὁ Δινδ. γράφει μέλλ. θηήσεαι ἐν 1. 8, ἀόρ. ἐθηησάμην ἐν 1. 59., 3. 136, κτλ., ὡς καὶ ἐν 1. 11, 30., 3. 23, 24., 4. 87 (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσι θη-)· πρκμ. τεθέᾱμαι· - περὶ τῶν Δωρ. τύπων ἴδε θάομαι, θαέομαι, ἀποθ. (θέα). Βλέπω μετὰ θαυμασμοῦ, πρατηρῶ, ἐξετάζω, συνήθ. μετὰ τῆς σημ. τοῦ θαυμάζειν, θηεῦντο μέγα ἔργον Ἰλ. Η. 444, πρβλ. Ὀδ. Β. 13· λαοὶ δ’ αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Ἰλ. Ψ. 728· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 8, 11, καὶ Ἀττ.· θ. ὄμμασι Εὐρ. Ἴωνι 232· ζήτει τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 797· ἐθεᾶτο... τὴν θέσιν τῆς πόλεως... ὡς ἔχοι, ἐξήταζε, κατεσκόπευε, Θουκ. 5. 7· θ. κύκλῳ τὴν πόλιν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 7· θ. τινα τὶ ποιήσει Δημ., κλπ. 2) βλέπω ὡς οἱ θεαταί, ἰδίως ἐπὶ τῆς σκηνῆς (πρβλ. θέατρον), Ἰσοκρ. 49C· οἱ θεώμενοι, οἱ θεαταὶ ἐν θεάτρῳ, Ἀριστοφ. Νεφ. 517, Βατρ. 2, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ οἱ μάρτυρες, οἱ παριστάμενοι, Ἀντιφ. 123. 14)· - μεταφ., θ. τὸν πόλεμον, εἶμαι θεατὴς τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 8. 116. 3) θ. τὸ στράτευμα, ἐπιθεωρῶ, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 1. 4) βλέπω, ἐξετάζω τι (διὰ τοῦ νοῦ), τὸ ἀληθὲς Πλάτ. Φαίδωνι 84Β, πρβλ. Πρωτ. 352Α. ΙΙ. ὁ ἀόρ. ἐθεάθην εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. ἐννοίας παρὰ μεταγεν., Ψευδο-Καλλισθ. 2. 42., 3. 46, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ις΄, 11· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 3. 38 θεαθὲν εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ὅρασθέν. - Τοῦ ἐνεργ. τύπου θεάω ὑπάρχουσιν ὀλίγα παραδείγματα ἐν τῇ Λακων. διαλέκτῳ Valck. Ἄδωνι σ. 279Β· καὶ πολλὰ παρὰ μεταγεν., ὡς Θεμιστ., Συνέσ., κτλ., Boiss. Φιλοστρ. 421

French (Bailly abrégé)

-εῶμαι;
f. θεάσομαι, ao. ἐθεασάμην, ao. réc. au sens Pass. ἐθεάθην, pf. τεθέαμαι, pqp. ἐτεθεάμην;
1 contempler, considérer ; p. ext. examiner en gén.
2 être spectateur au théâtre ; οἱ θεώμενοι les spectateurs ; fig. θ. πόλεμον HDT être spectateur d’une guerre;
3 passer en revue : στράτευμα XÉN une armée;
4 fig. contempler par l’intelligence;
5 p. ext. voir.
Étymologie: θέα.

English (Strong)

a prolonged form of a primary verb; to look closely at, i.e. (by implication) perceive (literally or figuratively); by extension to visit: behold, look (upon), see. Compare ὀπτάνομαι.

English (Thayer)

θεωμαι: 1st aorist ἐθεασάμην; perfect τεθέαμαι; 1st aorist passive ἐθεαθην in passive sense (Thucydides 3,38, 3; cf. Krüger, § 40, under the word; (but Krüger himself now reads δρασθεν in Thucydides, the passage cited; see Veitch, under the word; Winer s Grammar, § 38,7c.; Buttmann, 52 (46))); deponent verb; (from θεά, ΘΑΟΜΑΙ, with which θαῦμα is connected, which see); to behold, look upon, view attentively, contemplate, (in Greek writings often used of public shows; cf. θεά, θέαμα, θέατρον, θεατρίζω, etc. (see below)): τί, τί, τινα, with a participle, ὅτι, θεαθῆναι ὑπό τίνος, πρός τό θεαθῆναι αὐτοῖς, in order to make a show to them, to view, take a view of: τί, τινα, Josephus, Antiquities 16,1, 2); to learn by looking: followed by ὅτι, to see with the eyes, conspicio) to perceive: τινα, R G; L marginal reading); ὅτι, Schmidt, Syn., i., chapter 11, θέασθαι in its earlier classic use denotes often a wondering regard (cf. even in Strabo 14,5, τά ἑπτά θέματα equivalent to θαυματα). This specific shade of meaning, however, gradually faded out, and left the more general signification of such a looking as seeks merely the satisfaction of the sense of sight. Cf. θεωρέω.)

Greek Monotonic

θεάομαι: Ιων. θηέομαι, προστ. θεῶ· Επικ. βʹ ενικ. ευκτ. θηοῖο (αντί θεῷο)· Ιων. μτχ. θηεύμενος· Ιων. παρατ. γʹ ενικ. και πληθ. ἐθηεῖτο, ἐθηεῦντο, Επικ. θηεῖτο, θηεῦντο· μέλ. θεάσομαι [ᾱ], Ιων. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐθεᾱσάμην, Ιων. ἐθηησάμην, παρακ. τεθέᾱμαι·
1. αποθ., κοιτάζω με θαυμασμό, παρατηρώ, εξετάζω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· ἐθεᾶτο τὴνθέσιν τῆς πόλεως, την εξέταζε, την κατασκόπευε, σε Θουκ.
2. βλέπω ως θεατής, οἱ θεώμενοι, οι θεατές του θεάτρου, σε Αριστοφ.· μεταφ., θεῶμαι τὸν πόλεμον, είμαι παρατηρητής του πολέμου, σε Ηρόδ.
3. θεῶμαι τὸ στράτευμα, το επιθεωρώ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θεάομαι: эп.-ион. θηέομαι, дор. θᾱέομαι (fut. θεάσομαι, aor. ἐθεᾱσάμην)
1) смотреть, глядеть, разглядывать (μέγα ἔργον Hom.): τὸν πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο Hom. все (с удивлением) глядели на приближающегося (Телемаха); ζητεῖν τεθεᾶσθαί τι Arph. стараться взглянуть на (увидеть) что-л.; πρὸς τὸ θεαθῆναί τινι NT чтобы показаться кому-л., т. е. для виду; ἐλπίζω θεάσασθαι ὑμᾶς NT надеюсь свидеться с вами;
2) быть зрителем, осматривать, обозревать: θ. τὸν πόλεμον Her. быть свидетелем военных действий; θ. τὸ στράτευμα Xen. делать смотр войску; τὴν θέσιν τῆς πόλεως θ. Thuc. обследовать (разведать) положение города; οἱ θεώμενοι Arph. зрители (преимущ. в театре);
3) созерцать (τὸ ἀληθές Plat.);
4) рассматривать, подвергать рассмотрению (τὰ ὀνόματα Plat.).

Middle Liddell

θεάομαι,
Dep.
1. to look on, gaze at, view, behold, Hom., Hdt., attic; ἐθεᾶτο τὴν θέσιν τῆς πόλεως reconnoitred it, Thuc.
2. to view as spectators, οἱ θεώμενοι the spectators in a theatre, Ar.:—metaph., θ. τὸν πόλεμον to be spectators of the war, Hdt.
3. θ. τὸ στράτευμα to review it, Xen.

Chinese

原文音譯:qe£omai 帖阿哦買
詞類次數:動詞(24)
原文字根:安置 相當於: (רָאָה‎ / רָאֶה‎ / רְאוּת‎)
字義溯源:察看*,觀看,看,仔細的看,注視,看見,得見,見過,參觀。參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字參讀 (αὐγάζω / καταυγάζω)同義字參讀 (βλέπω)同義字
同源字:1) (ἀναθεωρέω / διϊστορέω)重覆察看 2) (θεάομαι)察看 3) (θεατρίζω)顯示景象 4) (θέατρον)公眾表演場所 5) (θεωρέω)在觀看 6) (θεωρία)觀察
出現次數:總共(23);太(4);可(2);路(3);約(7);徒(3);羅(1);約壹(3)
譯字彙編
1) 看見(9) 太6:1; 太23:5; 可16:11; 可16:14; 路5:27; 約1:38; 約6:5; 約8:10; 徒21:27;
2) 觀看(2) 太22:11; 約4:35;
3) 注視過(1) 約壹1:1;
4) 見過(1) 約壹4:12;
5) 我們⋯見過(1) 約1:14;
6) 他們⋯看見(1) 徒22:9;
7) 得見(1) 羅15:24;
8) 看見了(1) 約壹4:14;
9) 見了(1) 約11:45;
10) 是要看(1) 太11:7;
11) 要看(1) 路7:24;
12) 她們看見了(1) 路23:55;
13) 我曾看見(1) 約1:32;
14) 你們見(1) 徒1:11