δόγμα
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
ατος, τό, (δοκέω) A that which seems to one, opinion or belief, Pl.R.538c; δ. πόλεως κοινόν Id.Lg.644d, etc.; especially of philosophical doctrines, Epicur.Nat.14.7, 15.28, Str.15.1.59, Ph.1.204, etc.; notion, Pl.Tht.158d, al. 2 decision, judgement, Id.Lg.926d (pl.); public decree, ordinance, And.4.6; τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δ. D.5.19, cf. 18.154; δόγμα ποιήσασθαι, c. inf., X.An.3.3.5; especially of Roman Senatus-consulta, δ. συγκλήτου Plb.6.13.2, IG12(3).173.22; δ. τῆς βουλῆς D.H.8.87.
Spanish (DGE)
(δόγμᾱ) • DMic.: do-ka-ma-i (?), v. ζαγμά
-ματος, τό
I 1opinión, creencia, parecer ὅταν σοι προσπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, ἴθι ἐπὶ τὰς ἀποδιοπομπήσεις si caes en alguna de esas creencias, acude a sacrificios expiatorios Pl.Lg.854b, δόγματα ... ἀληθῆ Pl.Tht.158d, δόγματα ... θνητά Pl.Ti.990b, cf. Phlb.41b, Arr.Epict.4.11.8, δόγματα παλαιῶν ἀνδρῶν Ph.2.361, cf. Plot.1.4.7, Vett.Val.103.9.
2 noción ἔστι που ἡμῖν δόγματα ἐκ παίδων περὶ δικαίων καὶ καλῶν Pl.R.538c, ἓν γὰρ ἑνὸς δοκέει δόγματος ἀντίπαλον pues una noción (honestidad) parece oponerse a la otra (amabilidad) AP 9.393 (Pall.).
II como resultado de una reflexión
1 opinión, principio doctrinal, idea fundamental en dif. campos del saber, en fil. πρὸς τὸ τῶν εἰκότων δ. διασῴζειν ἡμᾶς salvarnos centrándonos en un principio verosímil Pl.Ti.48d, ἐν ποιήμασιν ἐξέφερον οἱ φιλόσοφοι τὰ δόγματα Plu.2.402e, cf. 607c, ἐν μὲν τοῖς φιλοσόφοις οὐκ εἶναι δ. φησὶν ἑαυτοὺς ἐξάγειν dice que entre los sabios (indios) el suicidio no es objeto de dogma alguno Megasth.34a, cf. Str.15.1.59, δόγματα δὲ ἑκατέρως καλεῖται, τό τε δοξαζόμενον καὶ ἡ δόξα αὐτή D.L.3.51, entre los sofistas, como algo «vendido» por ellos, Pl.R.493a, cf. Sph.265c, σοφισταὶ πιπράσκοντες ... ἐπ' ἀγορᾶς δόγματα καὶ λόγους Ph.2.167, en teoría polít. εἰ φυλακικοί εἰσι τούτου δόγματος ref. la supremacía del bien común, Pl.R.412e, cf. 413c, Lg.875b, en medic. τὰ δὲ δόγματα τῶν διδασκόντων Hp.Lex 3, en geom. δ. γεωμετρικόν postulado geométrico Arist.Metaph.992a21
•solidez, credibilidad científica μὴ σαφὲς ἔχουσι δ. no tienen credibilidad científica las prácticas mágicas, Pl.Lg.933b.
2 entre los estoicos, como formulación lóg. juicio τὸ μὲν δ. ἐστὶ κατάληψίς τις λογική el juicio es una comprensión lógica Chrysipp.Stoic.2.37, τὴν τῆς ψυχῆς ὑγίειαν εὐκρασίαν εἶναι τῶν ἐν τῇ ψυχῇ δογμάτων Chrysipp.Stoic.3.68, cf. 125, πιθανὰ λήμματα εἰς τὰ δόγματα πρὸς Φιλομαθῆ tít. de Chrysipp.Stoic.2.8.
3 cuerpo doctrinal, doctrina filosófica o científica, Epicur.Nat.14.40.5, 6, 10, 12, 15.28, Diog.Oen.32.5.8, Ph.1.204, τὸ περὶ τῶν ἀτόμων δ. Posidon.285
•esp. de los estoicos τοῖς στωικοῖς δόγμασιν ἐντραφείς D.C.66.12.1, cf. 71.1.3, Ach.Tat.Intr.Arat.9, δ. ἀνθρώπινον doctrina humana de los filósofos, por op. a la cristiana Ep.Diog.5.3 (pero cf. infra).
III en la esfera polít.
1 gener. acuerdo, decisión tomada por acuerdo polít. λογισμὸς ὅ τι ποτ' αὐτῶν ἄμεινον ἢ χεῖρον, ὃς γενόμενος δ. πόλεως κοινὸν νόμος ἐπωνόμασται Pl.Lg.644d, cf. And.4.6, πᾶς ἐστι νόμος εὕρημα μὲν καὶ δῶρον θεῶν, δ. δ' ἀνθρώπων φρονίμων D.25.16, παραβὰς τὰ δόγματα Lys.6.43, de particulares κοινῷ δόγματι de común acuerdo Luc.Nigr.23.
2 decreto, decisión, resolución
a) de ligas y confederaciones: de la liga peloponesia κατὰ τὸ δ. τῶν συμμάχων X.HG 5.2.37, del Consejo anfictiónico τῶν Ἀμφικτυόνων D.5.19, cf. 18.154, FD 2.68.1, 3.261.1 (ambas II a.C.), de la asamblea plenaria de los griegos τὸ κοινὸν δ. τῶν Ἑλλήνων Aeschin.2.32, cf. 61, de alianzas de Atenas con diversas ciudad κατὰ τὰ δόγματα τῶν συμμάχων IG 22.97.14 (IV a.C.), οἱ σύμμαχοι δόγμα εἰσήνειγκαν εἰς τ[ὴν βουλὴν δ] έχεσθαι τὴν συμμαχίαν IG 22.112.13 (IV a.C.), del koinon de los jonios Milet 1(2).10.21 (III a.C.), del koinon etolio IG 12(2).15.15 (Mitilene III a.C.), de la asamblea aquea δ. κυροῦν aprobar el decreto Plb.4.26.1, δ. ἐπικυροῦν ratificar, confirmar el decreto por parte de las ciudades miembro, Plb.4.26.2, κοινὸν δ. decreto común declarando la guerra, Plb.4.26.4, en época romana, del consejo provincial de Bitinia δόγματι [κοιν] οβουλίου IPrusias 47.2 (II d.C.);
b) de ciudades, frec. dorias o de constitución no democrática, de Mégara IG 7.3.15 (IV a.C.), Λακεδαιμονίων δ. SEG 12.371 (Cos III a.C.), cf. Paus.4.18.2, de Halasarna κατὰ τινα νόμον ἢ δ. κοινὸν τοῦ παντὸς δάμου Sokolowski 3.173.39 (Cos III a.C.), τὰ δόγματα τᾶς ἐκκλησίας Maier, GMBI 46.18 (Cos III/II a.C.), cf. IM 61.6 (III/II a.C.), τὸ γραφὲν δ. περὶ τᾶς ἀσυλίας ὑπὸ τᾶς πόλιος ICr.1.5.52.36 (Arcades III a.C.), cf. 1.5.53.31 (Arcades II a.C.), ἁ πόλις θῆκεν ἀγῶνα χορῶν δόγματι κοινοτελεῖ IG 11(4).1150 (II a.C.)
•tb. en época romana μηδὲ δ. τινὶ διδόναι πολιτείας ἢ χρήσεως τῶν δημοσίων IMaced.186.21 (II d.C.), κοινῷ δόγματι τῆς λαμπρᾶς μητροπόλεως Σίδης Side 1.5 (imper.), κατὰ τὸ δόγμα τῆς πόλεως IHadrian.52.6 (II d.C.), cf. Luc.Vit.Auct.17, δόγματι κοινῷ βουλῆς καὶ δήμου MAMA 4.66 (Frigia III d.C.), cf. TAM 3(1).80 (Termeso III/IV d.C.);
c) del senado romano, senadoconsulto χωρὶς τῶν τῆς συγκλήτου δογμάτων Plb.6.13.2, cf. 3.27.7, κατὰ δ. συγκλήτου IG 12(3).173.22 (Astipalea II a.C.), cf. Mon.Anc.Gr.11.5, IAphrodisias 1.6a.27 (I a.C.), SEG 39.1180.9 (Éfeso I d.C.), I.BI 1.346, Plu.Aem.29, D.C.47.29.2, κάλλιστα καὶ συμφορώτατα δόγματα παρὰ τῶν κρατούντων ἐνηνοχώς IClaros 1.M.1.33, cf. 1.P.2.41 (ambas II a.C.), δ. [συ] γκλητικόν IPr.120.26 (I a.C.).
3 edicto imperial ἐξῆλθεν δ. παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου Eu.Luc.2.1, cf. Act.Ap.17.7, τούτου τοῦ ἐμοῦ δόγματος ἀντίγραφα SB 11648.2.22 (III d.C.), del prefecto POxy.1417.27 (IV d.C.).
4 de otras instancias decisión, decreto de los gobernantes de la ciudad ideal τά τῶν ἀρχόντων δόγματα Pl.R.414b, κύρια τελοῦντες τὰ τούτων (sc. τῶν νομοφυλάκων) δόγματα Pl.Lg.926d, de la asamblea del ejército de los diez mil ἐδόκει τοῖς στρατηγοῖς βέλτιον εἶναι δ. ποιήσασθαι X.An.3.3.5, del rey de Babilonia τὸ δ. ἐξῆλθεν LXX Da.2.13θ
•p. ext. τελέσας πικρὰ δόγματα Μοιρῶν habiendo cumplido los amargos decretos de las Moiras, IPrusa 60.5 (II d.C.), ἄστροφα Μοιρῶν δόγματα IG 12.Suppl.165a.8 (Melos I d.C.), cf. 12(7).302.6 (Amorgos III d.C.)
•de un particular, ref. disposiciones funerarias Ῥωμύλου ... τύμβος καὶ δόγματα ταῦτα· SEG 32.1256A.1 (Nicomedia, imper.).
6 sentencia, fallo judicial τῶν προέδρων καὶ τῶν συμβούλων Ach.Tat.8.8.5.
IV en el ámbito de la relig., en lit. judeo-crist.
1 creencia religiosa, del judaísmo τῶν πατρίων δογμάτων ἀπηλλοτριωμένος LXX 3Ma.1.3, cf. Cels.Phil.5.41, Eus.PE 11.9.4, de otros πάντα τὰ τῶν ἐναντιουμένων δόγματα Ph.1.189, cf. Cels.Phil.8.68, Gr.Naz.M.36.17B, Thdt.M.82.645A
•religión, secta de los maniqueos ποιήσωμεν αὐτὸν διδάσκαλον τοῦ δόγματος ἡμῶν Manes 86.8, cf. 68.9.
2 precepto, mandamiento δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων Act.Ap.16.4, cf. Ep.Eph.2.15, Ep.Col.2.14, νόμος ὅστις ... δόγμασιν ἀνθρώποις ἐδόθη Orac.Sib.8.301
•doctrina cristiana κατὰ τὸ δ. τοῦ εὐαγγελίου, οὕτω ποιήσατε Didache 11.3, δ. τῆς ἀληθείας Aristid.Apol.2.8, εἰσήλασα εἰς τὸ δ. τῶν βαπτιστῶν Manes 11.3, σωτηρίας δ. Origenes Princ.4.1.2, τὸ χριστιανικὸν δ. Thdr.Mops.M.66.937A, de doctrinas heréticas, Iren.Lugd.Ep.Flor. en Eus.HE 5.20.4, δόγματα τῆς ἀσεβείας Basil.Eunom.501B, τῆς βλασφημίας Basil.Eunom.549A, τὸ καθ' ἡμᾶς δ. Eus.HE 2.13.2, μαχόμενα δόγματα doctrinas contradictorias Clem.Al.Strom.7.16.100, τῶν ὑπερφυῶν δογμάτων θεωρία Didym.Gen.230.23, cf. Gr.Nyss.Or.Catech.8.13, ἡ τῶν δογμάτων δυσσέβεια Thdt.Is.6.281, ἀνάθημα Νεστορίῳ καὶ τοῖς δόγμασιν αὐτοῦ CChalc.(451) Act.9.8, τὰ τερατόμορφα δόγματα Σευήρου las monstruosas doctrinas de Severo Eust.Mon.Ep.436
•dogma definido en concilios y sínodos δ. περὶ τοῦτο γέγονεν ἐν ταῖς μεγίσταις τῶν ἐπισκόπων συνόδοις Dion.Alex. en Eus.HE 7.5.5, τὰ τῆς ἐκκλησίας δόγματα ref. a los dogmas acerca de la Encarnación de Cristo, Amph.Seleuc.214
•credo τὰ τῆς συνόδου δόγματα κυρῶν Eus.VC 3.23.
German (Pape)
[Seite 651] τό, 1) die Meinung, τῷ τῶν πολλῶν δόγματι καὶ ῥήματι χρώμενοι Plat. Soph. 265 c, u. öfter; περὶ δικαίων καὶ καλῶν Rep. VII, 538 c. Gew. – 2) Beschluß, Verordnung; πόλεως Plat. Legg. I, 644 d; Dem. 18, 154; καὶ νόμιμα 26, 13; δόγμα ποιεῖσθαι, beschließen, Xen. An. 8, 3, 5 u. sonst. Oft Pol. u. Folgde; Lehrsätze der Philosophen; Plut. adv. Col.; D. L. 3, 52.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 opinion;
2 décision, décret, arrêt.
Étymologie: R. Δοκ, cf. δοκέω.
Russian (Dvoretsky)
δόγμα: ατος τό
1) мнение, взгляд (περί τινος Plat., Arst.);
2) учение, положение, догма (ἄγραφα δόγματα Arst.; τὰ τῶν αἱρέσεων δόγματα Diog. L.; δόγματα μεμιγμένα μυθολογίᾳ Plut.);
3) постановление, решение (πόλεως Plat.; τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα Dem.): δόγμα ποιήσασθαι τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι Xen. принять решение о том, чтобы вести непримиримую войну; δ. τῆς συγκλήτου Polyb. (в Риме; лат. senatus consultum) сенатское постановление.
Greek (Liddell-Scott)
δόγμα: τό, (δοκέω) ὅ,τι φαίνεται εἴς τινα (καλόν), γνώμη, δόξα· ἰδίως φιλοσοφικὴ δοξασία, Λατ. placitum, Πλάτ. Πολ. 538C, κτλ. 2) δημοσία γνώμη, ψήφισμα, ἀπόφασις, Ἀνδοκ. 29. 30, Πλάτ. Νόμ. 644D· τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δ. Δημ. 62. 4., 278. 17, κλ.· δόγμα ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἀν. 3. 3, 5· - ἀλλὰ δὲν κεῖται ἐπὶ ἀποφάσεων τῆς Ἀθήνησιν ἐκκλησίας, αἵτινες ἐκαλοῦντο ψηφίσματα.
English (Strong)
from the base of δοκέω; a law (civil, ceremonial or ecclesiastical): decree, ordinance.
English (Thayer)
δογματος, τό (from δοκέω, and equivalent to τό δεδογμενον), an opinion, a judgment (Plato, others), doctrine, decree, ordinance;
1. of public decrees (as τῆς πόλεως, Plato, legg. 1, p. 644d.; of the Roman Senate (Polybius 6,13, 2); Herodian, 7,10, 8 (5, Bekker edition)): of rulers, Theod. in Sept. uses other words).
2. of the rules and requirements of the law of Moses, διατήρησις τῶν ἁγίων δογμάτων, Philo, alleg. legg. i., § 16; carrying a suggestion of severity, and of threatened punishment, τόν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δογμασι, the law containing precepts in the form of decrees (A. V. the law of commandments contained in ordinances), τό καθ' ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς δογμασι equivalent to τό τοῖς δογμασι (dative of instrument) by ὄν καθ' ἡμῶν, the bond against us by its decrees, Winer's Grammar, § 31,10 Note 1 (Buttmann, 92 (80); on both passages see Lightfoot on Colossians, the passage cited).
3. of certain decrees of the apostles relative to right living: βεβαιωθῆναι ἐν τοῖς δόγμασιν τοῦ κυρίου καί τῶν ἀποστόλων, Ignatius ad Magnes. 13,1 [ET]; of the precepts (`sentences' or tenets) of philosophers, in the later secular writings: Cicero, acad. 2,9, 27 de suis decretis, quae philosophi vocant dogmata.) (On the use of the word in general, see Lightfoot as above; (cf. ' Teaching' etc. 11,3 [ET]).)
Greek Monolingual
το (AM δόγμα) δοκώ
1. γνώμη, φρόνημα
2. θεμελιώδης αρχή φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συστήματος
3. θρησκευτική πίστη, ό,τι πιστεύουν οι οπαδοί μιας θρησκείας ως αληθινό και αναμφισβήτητο
νεοελλ.
1. θεμελιώδης αρχή πολιτικού κόμματος ή παρατάξεως
2. διακήρυξη πολιτικού ηγέτη ή κυβερνήσεως που ρυθμίζει ευρύτατο κύκλο πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών επιλογών («το δόγμα Τρούμαν», «το δόγμα Μπρέζνιεφ»)
3. απόφαση της εκκλησίας σε θέματα πίστεως η οποία γίνεται γενικά παραδεκτή
αρχ.-μσν.
1. νομοθετική απόφαση της συγκλήτου
2. οι εντολές του ιουδαϊκού νόμου
3. αποφάσεις ιεράς συνόδου
4. εντολή, διαταγή
μσν.
ζήτημα θρησκευτικό, δογματικό
αρχ.
1. απόφαση, κρίση
2. έννοια.
Greek Monotonic
δόγμα: -ατος, τό (δοκέω),·
1. αυτό που φαίνεται σε κάποιον καλό, γνώμη, δοξασία, σε Πλάτ.
2. δημόσια διαταγή ή διάταγμα, ψήφισμα, θέσπισμα, διάταξη, απόφαση, σε Ξεν., Δημ.
Middle Liddell
δόγμα, ατος, τό, n δοκέω
1. that which seems to one, an opinion, dogma, Plat.
2. a public decree, ordinance, Xen., Dem.
Chinese
原文音譯:dÒgma 多格馬
詞類次數:名詞(5)
原文字根:看來好像(果效) 相當於: (אֱסָר) (דָּת)
字義溯源:律法,命令,旨意,敕令,諭令,律例,規條;源自(δοκέω)*=想)。參讀 (διάταγμα)同義字
出現次數:總共(5);路(1);徒(2);弗(1);西(1)
譯字彙編:
1) 規條(2) 徒16:4; 弗2:15;
2) 律例上(1) 西2:14;
3) 諭令(1) 徒17:7;
4) 旨意(1) 路2:1
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=γνώμη, δοξασία, ἀπόφαση). Ἀπό τό δοκέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
French (New Testament)
ordonnance, édit ; règle ; (postér.) dogme
Translations
opinion
Albanian: mendim; Arabic: رَأْي, نَظَر, فِكْر, عَقِيدَة; Hijazi Arabic: رَإِي; Armenian: կարծիք; Asturian: opinión; Azerbaijani: fikir, rəy, nəzər; Bashkir: фекер, уй; Basque: iritzi; Belarusian: зданне, думка, пагляд, погляд; Bengali: অভিমতি, নজর; Bulgarian: мнение, въ́зглед, схващане; Burmese: ဆန္ဒ, အထင်; Buryat: һанал; Catalan: opinió, parer; Chinese Cantonese: 意見, 意见, 睇法; Dungan: йиҗян; Mandarin: 意見, 意见, 看法, 見解, 见解; Min Nan: 意見, 意见; Czech: názor, posudek; Danish: mening; Dutch: mening, opinie, visie, zienswijze, gedachte; Esperanto: opinio; Estonian: arvamus; Finnish: mielipide, näkemys, mieli; French: avis, opinion; Friulian: parè; Galician: opinión; Georgian: აზრი, მოსაზრება, შეხედულება; German: Meinung, Ansicht, Anschauung; Gothic: 𐌼𐌹𐍄𐍉𐌽𐍃; Greek: γνώμη, άποψη; Ancient Greek: γνώμη; Hebrew: דֵעָה; Hindi: विचार, राय, ख़याल, अभिमत, नज़र; Hungarian: vélemény, nézet, szakvélemény; Icelandic: álit; Ido: opiniono; Indonesian: opini pendapat; Irish: tuairim, meas, barúil; Italian: opinione, concetto, parere, giudizio; Japanese: 意見, 見解; Kazakh: пікір, ой; Khmer: យោបល់, មតិ, គំនិត; Korean: 의견(意見), 견해(見解); Kyrgyz: пикир, ой; Lao: ຄວາມເຫັນ, ທັດສະນະ, ສຽງ; Latgalian: redzīņs; Latin: opinio, sententia, iudicium; Latvian: doma; Lithuanian: nuomonė; Luxembourgish: Meenung, Avis, Usiicht; Macedonian: мислење, мнение; Malay: pendapat; Malayalam: അഭിപ്രായം; Maltese: fehma, opinjoni; Mingrelian: არზი; Mongolian Cyrillic: санал; Norwegian Bokmål: mening, synspunkt; Occitan: opinion; Old English: wēna; Persian: نظر, عقیده, رأی, فکر; Polish: opinia, zdanie, pogląd; Portuguese: opinião; Romanian: părere, opinie; Russian: мнение, взгляд, воззрение; Scottish Gaelic: barail, beachd; Serbo-Croatian Cyrillic: ми̏шље̄ње, мнење, назор; Roman: mȉšljēnje, mnénje, názor; Slovak: názor; Slovene: mnenje; Spanish: opinión, parecer, juicio, apreciación, concepto, consideración, sentencia; Swahili: maoni; Swedish: mening, uppfattning, omdöme, tycke, åsikt; Tagalog: opinyon; Tajik: фикр, мулоҳиза, андеша, назар, ақида, рой, раъй; Tatar: фикер, уй; Telugu: అభిప్రయము; Thai: ความเห็น, เสียง; Tibetan: བསམ་ཚུལ; Tok Pisin: tingting; Turkish: görüş, fikir; Turkmen: pikir; Ukrainian: думка, погляд, здання; Urdu: رائے, خیال, نظر; Uyghur: پىكىر, ئوي; Uzbek: fikr, mulohaza, nazar, oʻy; Vietnamese: ý kiến, kiến giải, ý; Volapük: kredül; Welsh: barn; Yiddish: מיינונג; Zazaki: fıkır, asatış
doctrine
Albanian: doktrinë; Arabic: مَذْهَب, عَقِيدَة; Armenian: սկզբունք, հիմնադրույթ; Bashkir: фекер, ҡараш; Belarusian: дактрына, вера; Bulgarian: доктрина, вяра; Burmese: ဝါဒ, အယူဝါဒ; Catalan: doctrina; Chinese Mandarin: 教條, 教条, 教義, 教义, 教理; Czech: doktrína, víra; Danish: doktrin, læresætning; Dutch: doctrine; Estonian: doktriin; Finnish: opinkappale, periaate; French: doctrine; Galician: doutrina; Georgian: დოქტრინა; German: Doktrin; Greek: δόγμα; Ancient Greek: δόγμα; Hebrew: דּוֹקְטְרִינָה; Hindi: मत, वाद; Hungarian: doktrína; Indonesian: doktrin; Irish: foirceadal, teagasc; Italian: dottrina; Japanese: 教義, ドクトリン, 教理; Kazakh: доктрина; Khmer: លទ្ធិ; Korean: 교의(敎義), 교리(敎理); Kyrgyz: доктрина; Lao: ລັດທິ; Latvian: doktrīna; Lithuanian: doktrina; Macedonian: доктрина, вера; Maori: whakaakoranga; Norman: doctrinne; Norwegian Bokmål: doktrine, læresetning; Nynorsk: doktrine, læresetning; Pali: laddhi, vāda; Persian: دکترین; Polish: doktryna; Portuguese: doutrina; Romanian: doctrină; Russian: доктрина, вера; Sanskrit: वाद; Scottish Gaelic: teagasg; Serbo-Croatian Cyrillic: доктрина, ве̏ра, вје̏ра; Roman: doktrína, vȅra, vjȅra; Slovak: doktrína, viera; Slovene: doktrina, vera; Spanish: doctrina; Swedish: doktrin, lära; Tajik: доктрина; Telugu: సిద్ధాంతం; Thai: ลัทธิ; Turkish: doktrin, öğreti, ilke; Ukrainian: доктрина, ві́ра; Urdu: عَقیِدَہ, مَذْہَبْ; Uzbek: doktrina; Vietnamese: giáo lý, chủ nghĩa, giáo điều
decree
Arabic: أَمْر, مَرْسُوم; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: δόγμα, πρόσταγμα; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman