εὐγενής
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
ές, in Hom. εὐηγενής (q.v.), and in h.Ven.94 ἠϋγενής: (γένος):—
A well-born, A.Pers.704 (troch.), S.OC728, etc.; εὐ. δόμος E.Ion 1540; τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται being tattooed is esteemed a mark of nobility, Hdt. 5.6. 2 in Trag. etc. with the connotation noble-minded, generous (more prop. γενναῖος, cf. Arist.Rh.1390b22), S.Ant.38, Ph.874, etc.; διαφέρει φύσις γενναίου σκύλακος… νεανίσκου εὐ. Pl.R.375a. 3 of animals, high-bred, ἵππος Thgn.184, S.El.25; λέων A.Ag.1259; ὄρνιθες Plb.1.58.7; of plants, of a good sort, Ael.VH2.14; ῥόαι Eriph. 2.11; πυροί Gal.11.120; βλαστοί Gp.5.37.2: so in Comp., Eub.44; φλέβες καὶ ἶνες Thphr. HP 5.1.7 (s.v.l., cf. εὐτενής) ; χαλκός S.Fr.864 (v.l.): metaph., of a wife, ὥσπερ εὐγενῆ χώραν ἐντεκνώσασθαι παρασχεῖν Plu.Cat.Mi.25. 4 of outward form, noble, δέρη, πρόσωπον, E. Hel.136, Med.1072; of style, τὸ εὐ. τῆς λέξεως Ael.NA Epil.; εὐ. ῥυθμοί D.H.Comp.18. II Adv. -νῶς nobly, bravely, κατθανοῦμεν E.Cyc.201, cf. Tr.727; εὐτυχεῖν Plu.2.7f.
German (Pape)
[Seite 1059] ές, wohlgeboren, von edler Abkunft, Geburt, Aesch. Spt. 391; εὐγενὲς γύναι Pers. 690; λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσία Ag. 1232; Soph., wo Kreon die Athener anredet, χθονὸς τῆσδ' εὐγενεῖς οἰκήτορες, O. C. 732, die als Autochthonen edler Abkunft sich rühmen; auch ἵππος εὐγενής, El. 25; Eur. oft, auch εὐγενὴς δόμος, Ion 1540; ἀπ' εὐγενοῦς ῥίζης I. T. 609; übertr. auf das edle Aeußere, εὐγενῆ παρθένον εἶδος Hel. 10; δέρη, παρηΐς, 136 Ion 242; πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων Med. 1072; Her. 5, 6. – Arist. unterscheidet A. H. 1, 1 wie rhet. 2, 15 εὐγενὲς τὸ ἐξ ἀγαθοῦ γένους, κατὰ τὴν τοῦ γένους ἀρετήν von γενναῖον, τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως. – Von Thieren u. Pflanzen, von guter Race, guter Art, Arist. H. A. 1, 8; Ael. V. H. 2, 14 u. A.; χώρα, Plut. Cat. min. 25; Soph. frg. 713 sagt vom Monde ὅταν περ αὑτῆς εὐγενεστάτη φανῇ, d. i. beim Vollmonde. – Uebertr., edelgesinnt, hochsinnig, eine Gesinnung, wie sie der von edler Geburt haben muß, κατὰ μεταφορὰν μεγαλοπρεπὴς καὶ γενναῖος, Arist. rhet. 2, 15; φύσις Soph. Phil. 862; εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή Ant. 38; Eur. u. in Prosa; Beschäftigungen, die des Edlen würdig sind, Aesch. u. A., Ggstz ἀγεννής. Auch von der Sprache u. dem Styl, D. Hal. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγενής: -ές, παρ’ Ὁμ. εὐηγενής, (ὃ ἴδε), καὶ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 94 ἐϋγενής, (γένος) ἐκ καλοῦ γένους, ἐξ εὐγενοῦς γενεᾶς, ὑψηλῆς καταγωγῆς, εὐγενής, Λατ. generosus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 704· τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενές, τὸ νὰ εἶναί τις ἐστιγμένος θεωρεῖται ὡς σημεῖον εὐγενείας, Ἡρόδ. 5. 6. 2) παρὰ τοῖς Τραγ. ἡ ἔννοια αὕτη σχετίζεται μετὰ τῆς ἐννοίας ὑψηλοῦ καὶ γενναίου φρονήματος, ὡς ἐν Σοφ. Ἀντ. 38, Φιλ. 874, κτλ.· διαφέρει φύσις γενναίου σκύλακος... νεανίσκου εὐγενοῦς Πλάτ. Πολ. 375 Α· - ἀλλ’ ἡ ἔννοια αὕτη κυρίως ἀνήκει εἰς τὸ γενναῖος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1. 32. 3) ἐπὶ ζῴων, καλοῦ γένους, εὐγενής, γενναῖος, ἵππος Θέογν. 184, Σοφ. Ἠλ. 25· λέων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1259· ὄρνιθες Πολύβ. 1. 58, 7· ἐπὶ φυτῶν, καλοῦ εἴδους, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 14, Γαλην.· ἐπὶ χώρας, εὔφορος γόνιμος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25· φλέβες καὶ ἶνες Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 7. 4) ἐπὶ ἐξωτερικῆς μορφῆς, ἔξοχος, ὅταν εὐγενεστάτη φανῇ (δηλ. ἡ σελήνη) Σοφ. Ἀποσπ. 713· παρθένος εὐγενὴς εἶδος Εὐριπ. Ἑλ. 10· εὐγ. πρόσωπον, παρηΐς, κτλ. ὁ αὐτ. ἐπὶ ὕφους. τὸ εὐγ. τῆς λέξεως Αἰλ. π. Ζ. ἐν τέλει ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Κύκλ. 201· γενναίως, μετὰ γενναιότητος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 729.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. bien né :
1 de bonne naissance, de noble origine, de bonne race;
2 au mor. de nobles sentiments, généreux;
II. qui est la marque d’une noble origine : τὸ ἐστίχθαι εὐγενές être tatoué est un signe de noblesse;
Cp. εὐγενέστερος, Sp. εὐγενέστατος.
Étymologie: εὖ, γένος.
Spanish
English (Strong)
from εὖ and γίνομαι; well born, i.e. (literally) high in rank, or (figuratively) generous: more noble, nobleman.
English (Thayer)
ἐυγενες (from εὖ and γένος);
1. well-born, of noble race: noble-minded: comparitive ἐυγενεστερος, Sept.; often in Greek writings from Aristophanes and Tragg. down.)
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐγενής, -ές, Α εὐηγενής, -ὲς και ἠϋγενής, -ές)
1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά
2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.)
3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.)
4. φρ. «ευγενή μέταλλα» τα πολύτιμα μέταλλα: χρυσός, πλατίνα και άργυρος
5. (για εξωτερική μορφή) αρχοντικός, έξοχος («εὐγενὲς πρόσωπον», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. «ευγενή αέρια» — το αργόν, το ήλιον κ.ά. αέρια τα οποία παρουσιάζουν χημική αδράνεια
νεοελλ.-μσν.
ο λεπτός στους τρόπους ή στη συμπεριφορά, ο ευγενικός
μσν.
1. γενναίος
2. όμορφος, κομψός
3. (ως τιμητική προσφώνηση) φρ. «κυρὰ χαρίτων, εὐγενὴς βασίλισσα Ροδάμνη»
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐγενής
α) ο εκ γενετής ελεύθερος
β) ο άρχοντας
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐγενές
η γενναιότητα
αρχ.
1. ο υψηλόφρων, ο γενναιόφρων («εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή», Σοφ.)
2. (για σύζυγο) γόνιμος («ὥσπερ εὐγενῆ χώραν ἐκτεκνώσασθαι παρασχεῑν», Πλούτ.)
3. (για ύφος) μεγαλοπρεπής («τὸ εὐγενὲς τῆς λέξεως», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γενής (< γένος), πρβλ. α-γενής, συγ-γενής. Η αρχ. σημασία της λ. ήταν «αυτός που κατάγεται από καλή γενιά» και, συνεκδοχικά, ο «γενναιόφρων». Η σημασία «γενναίος» διατηρήθηκε και στη μεσαιωνική Ελληνική, αργότερα όμως μετέπεσε στη σημασία «όμορφος» και, στη συνέχεια, περιορίστηκε στο να δηλώνει «την καλή συμπεριφορά, τους καλούς τρόπους». Με τη σημασία αυτή χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική και το επίθ. ευγενικός. Στο ζεύγος ευγενής-ευγενικός ο λόγιος τ. ευγενής αναφέρεται και στην καλή καταγωγή, ενώ ο νεώτερος τ. ευγενικός δηλώνει μόνο αυτόν που συμπεριφέρεται με καλό τρόπο. Παράλληλη με τη λ. ευγενής σημασιολογική εξέλιξη παρουσιάζει και το αντίθετό της αγενής, που ξεκινώντας από τη σημασία «αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια» κατέληξε στη σημασία «αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους»].
Greek Monotonic
εὐγενής: -ές (γένος),
I. 1. αυτός που προέρχεται από καλή οικογένεια, έχει καλή καταγωγή, ευγενική γενιά, Λατ. generosus, σε Τραγ.· εὐγενές (ἐστι), είναι σημάδι ευγενείας, σε Ηρόδ.
2. υψηλόφρων, γενναιόψυχος, μεγαλόψυχος, σε Σοφ., Πλάτ.
3. λέγεται για ζώα καλής ράτσας, καθαρόαιμο, ευγενές, γενναίο, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για χώρα, εύφορη, γόνιμη, σε Πλούτ.
4. λέγεται για εξωτερική μορφή, έξοχος, ευγενικός, σε Ευρ.
II. επίρρ. -νῶς, μεγαλόψυχα, γενναία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐγενής: эп. εὐηγενής 2
1) славного происхождения, родовитый, знатный (ἄνδρες, ῥίζα, δόμος Eur.; γυνή Aesch., Plut.): τὸ ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται Her. татуировка считается (у фракийцев) признаком знатности;
2) благородный, возвышенный (φύσις Soph.; παιδεία Plut.);
3) хорошей породы, породистый (λέων Aesch.; ἵππος Soph.; ζῷον Arst.; ὄρνιθες Polyb.);
4) отличный, плодородный (χώρα Plut.);
5) красивый, прекрасный (πρόσωπον Eur.).
Middle Liddell
εὐ-γενής, ές γένος
I. well-born, of noble race, of high descent, Lat. generosus, Trag.; εὐγενές [ἐστι] is a mark of nobility, Hdt.
2. noble-minded, generous, Soph., Plat.
3. of animals, high-bred, noble, generous, Theogn., Aesch., etc.; of a country, fertile, Plut.
4. of outward form, noble, Eur.
II. adv. -νῶς, nobly, bravely, Eur.