πρύτανις
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
also πρότανις (q.v.), gen. εως,
A ruler, lord, π. κύριε . . ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ Pi.P.2.58, cf. B.18.43; στεροπᾶν κεραυνῶν τε π., of Zeus, Pi.P.6.24; ἵππων, of Poseidon, Stesich.49; ἀγορῆς π., of Apollo, Simon.164; μακάρων π., of Zeus, A.Pr.170 (anap.); Κρόνιε πρύτανι Φρύγιε E.Tr. 1288 (lyr.); π. συμποσίων, i.e. Dionysus, Ion Lyr.1.14; οἶνον . . ἀνθρώπων π. Id.9.3; δυσαμεριᾶν π., of the Sphinx, A.Fr.236; Ἡρόδοτον . . ἱστορίης πρύτανιν App.Anth.2.21; πλούτου καὶ σοφίης π., of Periander, Epigr. ap. D.L.1.97; π. ὕμνων (sc. ἡ ᾠδή) Lyr.Adesp.80; μούσης ὑψινόου π. Epigr.Gr.440.10 (Batanaea); τέχνας ὁ π. πέλεκυς AP6.205 (Leon.); πρυτάνεις κόσμου, of the stars, LXXWi.13.2; ὅρκος . . ἀληθείας γενόμενος ἡμῖν π. Hierocl. in CA2p.422M. II at Athens, member of the tribe presiding in βουλή or ἐκκλησία, τοὺς πρυτάνεις τοὺς τότε πρυτανεύσαντας And.1.46, etc.; in other states, οἱ π. οἱ πρυτανεύοντες τὸν μῆνα SIG1015.19 (Halic.), cf. IG12(3).169 (Astypalaea); at Calynda in Caria, PCair.Zen.341 (a).23 (iii B.C.). 2 πρυτάνεις τῶν ναυκράρων, officials of the ναύκραροι (q.v.). 3 in other Greek states title of a chief magistrate, IG12(1).53,al. (Rhodes); in Lycia, Ephipp.5.19 (anap.); at Miletus, Arist.Pol.1305a18; as title of a chief priest, ib.1322b29: rarely of a woman, IGRom.4.1325 (Phocaea), CIG 3953d (Trapezopolis). b pl., title of a board of magistrates, SIG 581.91 (Hierapytna. ii B.C.), 976.3 (Samos, ii B.C.), etc. c president of a council, POxy.77.2 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 802] ὁ, der Prytan, eigtl. Fürst, Herrscher, (verwandt mit πρῶτος); στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις ist Zeus, Pind. P. 6, 24, u. πρύτανι κύριε πολλῶν ἀγυιᾶν, P. 2, 58, der König Hiero; μακάρων πρύτανις, Aesch. Prom. 169, Zeus; Κρόνιε πρύτανι, Eur. Troad. 1288; πρύτανιν καὶ ἐπιστάτην ἑλέσθαι, Plat. Prot. 338 a. – In mehrern griechischen Freistaaten die höchste obrigkeitliche Person; in Athen im Rathe der Fünfhundert der zehnte Theil desselben, funfzig Senatoren aus einer φυλή, die nach dem Loose abwechselnd (vgl. πρυτανεία) den Vorsitz und Vortrag im Rathe und in der Volksversammlung führten, die sämmtlichen Geschäfte des Rathes leiteten und täglich im πρυτανεῖον zusammen speis'ten; πλὴν βουλῆς καὶ πρυτάνεων, Plat. Legg. VI, 766 b, u. öfter, vgl. Herm. gr. Staatsalterth. §. 127 u. s. ναύκραρος. – Bei sp. D. übh. Hauptperson, Meister, wie Herodot Ἰάδος ἀρχαίης ἱστορίης πρύτανις heißt, Ep. ad. 533 (App. 212); Leon. Tar. 4 (VI, 205) nennt auch das Beil τέχνας ὁ πρύτανις πέλεκυς.
Greek (Liddell-Scott)
πρύτᾰνις: [ῠ], γεν. εως (ὡσαύτως ἀρχιπρυτανίδος Συλλ. Ἐπιγρ. 2876-8), ὁ· πληθ. πρυτάνεις, ἡγεμών, κυβερνήτης, διοικητής, κύριος, ἄρχων, ἀρχηγός, ἐπὶ τοῦ Ἱέρωνος, Πινδ. Π. 2. 106· πρ. στεροπᾶν κεραυνῶν τε, ἐπὶ τοῦ Διός, ὁ αὐτ. 6. 24· οὕτω, πρ. ἵππων, ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Στησίχ. 45· ἀγορῆς πρ., ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Σιμωνίδης ἐν Ἀνθ. Π. 6. 212· μακάρων πρ., ἐπὶ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Πρ. 169· Κρόνιε Φρυγίων πρύτανι, Εὐρ. Τρῳ. 1588· πρ. συμποσίων, ὃ ἐ. ὁ Διόνυσος, Ἴων 1. 14, πρ. 9· 3· οἶνον... ἀνθρώπων πρ. ὁ αὐτ. 9· δυσαμεριᾶν πρ., ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Αἰσχύλ. ἐν Ἀρ. Βατρ.· Ἡρόδοτον... ἱστορίης πρύτανιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 212. πλούτου καὶ σοφίης πρ., ἐπὶ τοῦ Περιάνδρου, Ἐπιγρ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 97· πρ. ὕμνων (δηλ. ἡ ᾠδὴ) παρ’ Ἀην. 633Α· μούσης ὑψινόου πρ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 440. 10· τέχνας ὁ πρ. πέλεκυς Ἀνθ. Π. 6. 205. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, πρύτανις ἢ πρόεδρος, ἀξίωμα πολιτικόν, πρυτάνεις τοὺς τότε πρυτανεύσαντας Ἀνδοκ. 7. 15, κτλ.· ἀπετέλουν δὲ μέρος ἐπιτροπείας ἢ σωματείου ἐκ 50, ὄντες βουλευταὶ διὰ κλήρου ἐκλεγόμενοι ἐξ ἑκάστης τῶν δέκα φυλῶν, ὥστε ἕκαστον τοιοῦτον σωματεῖον ἀπετέλει τὸ 1/10 μέρος τῆς βουλῆς τῶν 500· οἱ πρυτάνεις οὗτοι τῇ βοηθείᾳ γραμματέως ἐκυβέρνων τὰς ὑποθέσεις τῆς τε βουλῆς καὶ τῆς ἐκκλησίας (ἴδε ἐν λέξ.). - Ἡ φυλὴ ἡ πρώτη λαμβάνουσα τὴν ἀρχὴν ταύτην κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ ἔτους ὡρίζετο διὰ κλήρου· καὶ ὁ χρόνος τῆς πρυτανείας διήρκει περὶ τὰς πέντε ἑβδομάδας. Κατὰ τὸ χρονικὸν τοῦτο διάστημα ἅπασαι αἱ συνθῆκαι καὶ ἄλλαι δημόσιαι πράξεις ἔφερον τὸ ὄνομα αὐτῶν κατὰ τόνδε τὸν τύπον: Ἀκαμαντὶς [φυλὴ] ἐπρυτάνευε, Φαίνιππος ἐγραμμάτευε, Νικιάδης ἐπεστάτει (Θουκ. 4. 118, πρβλ. 6. 14, Πλάτ. Ἀπολ. 32Β, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 14, Συλλ. Ἐπιγρ. 76, κ. ἀλλ.). - Οἱ πρυτάνεις κατεῖχον τὴν πρώτην θέσιν καὶ εἶχον πρῶτοι τὸ δικαίωμα τοῦ ὁμιλεῖν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, διηύθυνον τὰ ἔργα αὐτῆς καὶ ἐσιτοῦντο δημοσίᾳ δαπάνῃ ἐν τῷ πρυτανείῳ, ἴδε Hermann. Pol. Ant. § 127. - Περὶ τῶν πρυτάνεων τῶν ναυκράρων ἴδε ἐν λέξ. ναύκραρος. 2) ἐκαλεῖτο οὕτω καὶ ὁ πρόεδρος ἄλλων Ἑλληνικῶν πόλεων, οἷον ἐν Ῥόδῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2530, πρβλ. 2189· ἐν Λυκίᾳ, Ἄρχιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 19.· ἐν Μιλήτῳ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 8· λέγεται καὶ ὡς ἐπώνυμον ἀρχιερέως, αὐτόθι 6. 8. 20· - σπανίως ἐπὶ γυναικός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3415, 3953b. (Ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς προθέσεως πρό, ὄθεν κυρίως ὁ πρῶτος ἢ ὁ πρωτεύων, πρβλ. τὸν Αἰολ. τύπον πρύτανις). - Περὶ τῶν πρυτάνεων καθόλου ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. (Blass) σ. 64, 4 κἑξ. κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β’, σ. 480 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
1 chef, maître;
2 prytane, magistrat suprême dans les Cités grecques, particul. à Athènes un des 50 délégués choisis annuellement par chacune des dix tribus pour former le conseil des 500 οu Sénat. Les prytanes de chaque tribu, à tour de rôle, présidaient le Sénat et dirigeaient les affaires pendant 35 ou 36 jours (v. πρυτανεία) ; la tribu dont les délégués étaient en exercice était dite ἡ πρυτανεύουσα φυλή.
Étymologie: v. πρυτανεύω.
English (Slater)
πρῠτᾰνις
1 lord πρύτανι κύριε Hiero (P. 2.58) Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν (P. 6.24) Κρον[ ] πρυτα[ν (Pae. 6.69) ]ιόν τε σκόπελον γείτονα πρύτανιν Δ. 3. 10.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
βλ. πρύτανης.
Greek Monotonic
πρύτᾰνις: [ῠ], γεν. -εως, ὁ· πληθ. πρυτάνεις· (πιθ. από πρόθ. πρό)·
I. κυβερνήτης, διοικητής, άρχοντας, αρχηγός, λέγεται για τον Ιέρωνα, σε Πίνδ.· λέγεται για τον Δία, στον ίδ., Αισχύλ.
II. στην Αθήνα, πρύτανης ή πρόεδρος, πολιτικό αξίωμα· οι πρύτανεις ήταν η επιτροπή 50 βουλευτών, εκλεγμένη με κλήρο από καθεμία από τις 10 φυλές (φυλαί), ώστε η καθεμία από αυτές αποτελούσε το 1/10 της βουλής (βουλή) των 500· απ' αυτούς τους 50 πρυτάνεις, ένας ήταν εκλεγμενος με κλήρο, ως ο αρχηγός-πρόεδρος (ἐπιστάτης)· αυτός επέλεγε 9 προέδρους (πρόεδροι)· και η πραγματική εξουσία ήταν στα χέρια αυτού του μικρότερου σώματος, με ένα γραμματέα (γραμματεύς) επιπλέον· η φυλή που αναλάμβανε την εξουσία κάθε χρόνο αποφασιζόταν με κλήρο και ο χρόνος της διακυβέρνησής της (πρυτανεία) ήταν περίπου πέντε εβδομάδες· κατά το διάστημα αυτό, όλες οι συνθήκες και οι δημόσιες πράξεις έφεραν το όνομά τους ως εξής: Ἀκαμαντὶς (φυλὴ) ἐπρυτάνευε, Φαίνιππος ἐγραμμάτευε, Νικιάδης ἐπεστάτει, η Ακαμαντίς φυλή ήταν στην προεδρία, ο Φαίνιππος γραμματέας, ο Νικιάδης αρχηγός-πρόεδρος, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρύτανις en πρυτανεύς -εως, ὁ prytaan (hoogste magistraat); overdr. heerser:. μακάρων heerser der gelukzaligen (Zeus) Aeschl. PV 169.
Russian (Dvoretsky)
πρύτᾰνις: εως (ῠ) ὁ
1) правитель, властелин, повелитель (π. στεροπᾶν κεραυνῶν, т. е. Ζεύς Pind.; π. Φρυγίων Eur.; ἱστορίης π., т. е. Ἡρόδοτος Anth.): τέχνας ὁ π. πέλεκυς Anth. топор - царь ремесла;
2) (в Афинах) притан(ей) (член коллегии из 50 πρυτάνεις, по 5 от каждой филы, которые в течение 1 / 10 года председательствовали в βουλή и ἐκκλησία; из них по жребию избирался главный председатель, ἐπιστάτης, в помощь которому избирались 9 πρόεδροι и 1 γραμματεύς) Plat.;
3) (в Милете и др. городах) притан(ей) (глава государства) Arst.
Frisk Etymological English
-εως
Grammatical information: m.
Meaning: des. of a leading official, in Athens member of the governing committee of the council, foreman, chief of affairs, prytan (Dor. IA.); also name of a Lycian (Ε 678).
Other forms: Aeol. πρό-.
Compounds: Some compp., e.g. ναυ-πρύτανις = ναύαρχος (Pi.).
Derivatives: 1. Adj. πρυταν-ικός (IA. inscr.), -ειος (Aristid.) belonging to p.; 2. subst. -εῖον, Ion. -ήϊον n. residence of p., city hall (IA.), in Athens also name of a (judicial) court; τὰ πρυτανεῖα legal costs (Att.); here Πρυταν-ῖτις (Herm. Hist.), -εία (Syros) f. surn. of Ἐστία as protectress of the Prytaneion (cf. Redard 212); 3. Verb πρυταν-εύω `to be P., to lead something (h. Ap. 68) with -εία, Ion. -ηΐη f. (term of) office of a p. (IA., Rhodes etc.), -ευμα = Lat. principatus (epigr. Ia), -εύς m. = πρύτανις (Rhodos; backformation, Bosshardt 77).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cognate with the Etruscan title of an official purʮne, eprʮni, πρύτανις belongs undoubtedly to the Anatolian-Aegaean element of the Greek constitutional terminology (cf. βασιλεύς, ἄναξ, τύραννος and Schwyzer 62 a. 462). The Aeol. byform πρότανις (Att. inscr. incid. προταν-εύω, -εία) can, like Phoc. a. Cret. βρυτανεύω, -εῖον, represent the uncertain pronunciation of a foreign word (but it may also go back on popular association wih πρό in front). Earlier (s. Curtius 283 w. older lit., WP. 2, 36; also Schwyzer-Debrunner 505) considered as IE, with πρυ- as old byform of προ; here further διαπρύσιος, πρυμνός, πρυλέες. -- For Pre-Gr.-IE origin Heubeck Praegraeca 67f.; cf also Linderski Glotta 40, 157 ff., who tries to connect also Hatt. puri lord.
Middle Liddell
[prob. from πρό]
I. a prince, ruler, lord, chief, of Hiero, Pind.; of Zeus, Pind., Aesch.
II. at Athens, a Prytanis or President: the πρυτάνεις were a committee of 50, chosen by lot from each of the 10 φυλαί, so that each set formed 1/10 part of the βουλή or Council of 500; out of these 50 πρυτάνεις one was chosen by lot as chief-president (ἐπιστάτησ); he chose 9 πρόεδροι; and the real business was in the hands of this smaller body, with a secretary (γραμματεύσ) added.—The φυλή which first entered office every year was determined by lot; and their term of office (πρυτανείἀ was about five weeks. During this time all treaties and public acts ran in their name, in this form: Ἀκαμαντὶς [φυλὴ] ἐπρυτάνευε, Φαίνιππος ἐγραμμάτευε, Νικιάδης ἐπεστάτει the Tribe Acamantis were the Presidency, Phaenippus the Secretary, Niciades the Chief-president, Thuc.
Frisk Etymology German
πρύτανις: -εως
{prútanis}
Forms: (äol. πρό-)
Grammar: m.
Meaning: Bez. eines führenden Beamten, in Athen Mitglied des diensttuenden Ratsausschusses, Obmann, Geschäftsleiter, Prytan (dor. ion. att.), auch N. eines Lykiers (Ε 678).
Composita : Einige Kompp., z.B. ναυπρύτανις = ναύαρχος (Pi.).
Derivative: Davon 1. die Adj. πρυτανικός (ion. att. Inschr.), -ειος (Aristid.) ‘zum P. gehörig’; 2. das Subst. -εῖον, ion. -ήϊον n. ‘Amtshaus des P., Stadthaus’ (ion. att.), in Athen auch N. eines Gerichtshofes; τὰ πρυτανεῖα Gerichtsgebühren (att.); dazu Πρυτανῖτις (Herm. Hist.), -εία (Syros) f. Bein. der Ἑστία als Beschützerin des Prytaneion (vgl. Redard 212); 3. das Verb πρυτανεύω ‘P. sein, etwas leiten’ (seit h. Ap. 68) mit -εία, ion. -ηΐη f. ‘Amt(szeit) eines P.’ (ion. att., Rhodos usw.), -ευμα = lat. principatus (Epigr. Ia), -εύς m. = πρύτανις (Rhodos; Rückbildung, Bosshardt 77).
Etymology : Mit dem etruskischen Beamtentitel purϑne, eprϑni zusammenhängend, gehört πρύτανις unzweifelhaft zum kleinasiat.-ägäischen Bestandteil der griech. staatsrechtlichen Terminologie (vgl. βασιλεύς, ἄναξ, τύραννος und Schwyzer 62 u. 462). Die äol. Nebenform πρότανις (att. Inschr. vereinzelt προτανεύω, -εία) kann, wie phok. u. kret. βρυτανεύω, -εῖον, die schwankende Aussprache eines Fremdworts widerspiegeln, aber auch auf volkstümliche Anknüpfung an πρό voran zurückgehen. Früher (s. Curtius 283 m. älterer Lit., WP. 2, 36; auch Schwyzer-Debrunner 505) als idg. betrachtet, wobei πρυ- als alte Nebenform von πρό aufgefaßt wurde; hierher dann noch διαπρύσιος, πρυμνός, πρυλέες. Die suffixale Ähnlichkeit mit dem Erbwort κοίρανος ist wohl ebenso zufällig wie der Anklang an προταινί (s.d.). — Für vorgr.-idg. Herkunft Heubeck Praegraeca 67f. mit weiteren Vermutungen und wichtigen Lit.angaben; dazu noch Linderski Glotta 40, 157 ff., der auch hatt. puri Herr einbeziehen will.
Page 2,606-607