πρώτος
Greek Monolingual
-η, -ο / πρῶτος, -ώτη, -ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, -ον, Α
1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη (α. «πρώτος ήτο κι εμπροστινά ο γιος του γέρο βασιλιά», δημ. τραγούδι
β. «είναι η πρώτη μαθήτρια της τάξης» γ. «ο πρώτος καπετάνιος» δ. «πολεμούσε στην πρώτη γραμμή» ε. «χοὰς χέασθαι στάντα πρὸς πρώτην ἕω», Σοφ.
στ. «τῆς πρώτης τάττειν [τάξεως]», Ισοκρ.
ζ. «ἐν πρώτοισι Μυκηναίων», Ομ. Ιλ.)
2. (φιλοσ.) αρχικός, πρωταρχικός (α. «πρώτη αρχή» β. «αἱ πρῶται οὐσίαι», Αριστοτ.)
3. (η αιτ. εν. και πληθ. ουδ. ως επίρρ.) πρώτον και πρώτα
α) στην αρχή, κατ' αρχάς
β) (με αρθρ.) το πρώτον και τα πρῶτα
για πρώτη φορά
4. φρ. α) «εν πρώτοις» — κατά κύριο λόγο, προπάντων
β) «οι τα πρώτα φέροντες» — οι ανώτατοι αξιωματούχοι πολιτείας ή κοινωνίας, οι προύχοντες
γ) «πρώτοι αριθμοί»
μαθημ. οι ακέραιοι αριθμοί που δεν έχουν άλλους θετικούς διαιρέτες εκτός από τη μονάδα και τον εαυτό τους, λ.χ. 2, 3, 5, 7...
νεοελλ.
1. στοιχειώδης, πρόχειρος (α. «πρώτες βοήθειες»
[ιατρ.] σύνολο φροντίδων που παρέχονται σε τραυματίες ή πάσχοντες από μια αιφνίδια οξεία νόσο με σκοπό την επείγουσα και με τα διαθέσιμα μέσα αντιμετώπιση απειλητικών για τη ζωή και την υγεία τους καταστάσεων
β. «οι πρώτες γνώσεις»)
2. επείγων, απαραίτητος («οι πρώτες ανάγκες»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο πρώτος
(εκκλ. δίκ.) τίτλος ο οποίος αποδιδόταν στον προεδρεύοντα τών συνάξεων τών μοναχών του Αγίου Όρους στις Καρυές
4. το θηλ. ως ουσ. η πρώτη
μουσικός φθόγγος που παράγεται ο ίδιος από δύο ή περισσότερες φωνές
5. (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) την πρώτην
(στον Ερωτόκρ.) εξ αρχής
6. το ουδ. ως ουσ. το πρώτο
χημ. το πρωτόνιο
7. φρ. α) «πρώτες ύλες» — προϊόντα του υπεδάφους και του εδάφους που χρησιμοποιούνται σε φυσική μορφή από τις μεταποιητικές μονάδες για την κατασκευή νέων προϊόντων
β) «η πρώτη του μήνα» — η πρώτη ημέρα κάθε μήνα, η πρωτομηνιά
γ) «η πρώτη του έτους» — η πρώτη ημέρα του έτους, η πρωτοχρονιά
δ) «με την πρώτη» ή «με το πρώτο» — αμέσως, ευθύς
ε) «ο πρώτος τυχών» — όποιος νά 'ναι, όποιος τύχει
στ) «πρώτη αιτία»
(φιλοσ.) όρος που επινοήθηκε από Έλληνες στοχαστές, έγινε βασικό αξίωμα της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης και χρησιμοποιείται στο φιλοσοφικό επιχείρημα που υποστηρίζει ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον θεό, που αποτελεί την πρώτη αιτία του
ζ) «πρώτο βιολί»
i) μουσ. ο κορυφαίος της ομάδας τών βιολιστών αλλά και ολόκληρης της ορχήστρας
ii) μτφ. άτομο που διαδραματίζει τον κύριο ρόλο, που πρωτοστατεί σε κάτι ή κάπου
αρχ.
1. ο πρωτόγονος ή ο απλός («ἐκ μὲν οὖν τούτων τῶν δύο κοινωνιῶν οἰκία πρώτη», Αριστοτ.)
2. ο κανονικός, ο τυπικός («ὁ πρῶτος συλλογισμός», Αριστοτ.)
3. (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) τὴν πρώτην
(ενν. ὥραν, ὁδόν) αμέσως, τώρα δα
4. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ πρῶτον και τὰ πρῶτα
α) το πρώτο μέρος ή τμήμα ενός όλου, η αρχή του («τὸ πρῶτον τοῦ ᾄσματος», Πλάτ.)
β) ο μέγιστος, ανώτατος βαθμός («ἐχέτωσαν τὰ πρῶτα τῆς εὐδαιμονίας», Λουκιαν.)
γ) ο άριστος βαθμός («φρενῶν ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ πρῶτα οὔκω ἀνήκω», Ηρόδ.)
δ) (φιλοσ.) τα αρχικά στοιχεία, η πρώτη αρχή της ύλης
ε) (λογ.) οι πρώτες αυταπόδεικτες και αναπόδεικτες προτάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται όλα τα συμπεράσματα που πηγάζουν από αυτές
5. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) α) πάρα πολύ νωρίς, πρόωρα
β) πριν, προηγουμένως
γ) για πρώτη φορά
6. φρ. α) «ἐν πρώτῳ ῥυμῷ» — κατά το πρόσθιο άκρο του ρυμού
β) «αἱ πρῶται θύραι» — οι πιο εξωτερικές πόρτες
γ) «πρῶτον ξύλον» — η πρώτη, πρόσθια σειρά τών καθισμάτων
δ) «οἱ πρῶτοι πόδες» — οι πρόσθιοι πόδες
ε) «αἱ πρῶται πόλεις» — πόλεις που πρωτεύουν σε όλα
στ) «ὁ πρῶτος ἄρχων» — ο ανώτατος άρχοντας μιας ιεραρχικής τάξης
ζ) «ἐν τοῑς πρώτοις λόγοις» — στα πρώτα βιβλία
η) «ἐν τοῑς πρώτοις» — ο πρώτιστος
θ) «πρῶτοι αριθμοί»
(στην αναγραφή του Αρχιμήδους) οι αριθμοί από 1 ώς 100.000.000
ι) «πρῶτα κατὰ φύσιν» — η νοητική υγεία και δύναμη
ια) «τὰ πρῶτα σώματα ή μόρια» — τα ομοιομερή
ιβ) «τὰ πρῶτα φέρομαι» — παίρνω το πρώτο βραβείο, πρωτεύω
ιγ) «ἀπὸ τῆς πρώτης [ἀρχῆς]» — ευθύς εξ αρχής
ιδ) «κατὰ πρώτας» — κατ' αρχάς
ιε) «παρὰ τὴν πρώτην» — την πρώτη φορά.
επίρρ...
πρώτα/ πρώτως ΝΜΑ, προηγουμένως
νεοελλ.
1. κατ' αρχάς
2. προπάντων
3. στο παρελθόν, άλλοτε
4. φρ. α) «πρώτα πρώτα»
(για έμφαση) πριν από οτιδήποτε άλλο
β) «σαν πρώτα» — όπως τον παλιό καιρό
γ) «πρώτα απ' όλα» — πριν από όλα τα άλλα, πρώτα πρώτα
αρχ.
για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρῶ-τος / πρᾶ-τος, με το επίθημα τών τακτικών αριθμητικών και τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (πρβλ. τρίτος, τέταρ-τος, ἔσχα-τος) ανάγεται κατά την επικρατέστερη άποψη σε ρίζα pr- με μακρό ημίφωνο που στην Ελληνική αντιπροσωπεύεται άλλοτε ως -ρᾱ- και άλλοτε ως -ρω- και συνδέεται με τα: λιθουαν. pumas, αρχ. ινδ. pur-va-, αβεστ. paur-va- (πρβλ. και λ. πρῶν, πρῷρα). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. πρᾶτος (< πρόατος) με συναίρεση, ενώ ο τ. πρῶτος έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση της πρόθεσης πρό.
ΠΑΡ. πρωτείο(ν), πρωτεύω, πρώτιστος
νεοελλ.
πρωτάρης, πρωτάτο, πρωτιά, πρωτινός, πρώτιο.
ΣΥΝΘ. (Για συνθ. με Α' συνθετικό πρώτος βλ. λ. πρωτο-). (Β' συνθετικό) φιλόπρωτος
αρχ.
δευτερόπρωτος, εικοστόπρωτος, πάμπρωτος, παντάπρωτος
νεοελλ.
ολόπρωτος].