τρυφερός

Revision as of 20:33, 22 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ά, όν, A delicate, dainty, αὐχήν Batr.66; πλόκαμος E.Ba. 150 (lyr.); χεῖρες, χρώς, σάρξ, AP5.65 (Rufin.), 150 (Mel.), 12.136; of a soft material, BGU1080.19 (iii A. D.); of almonds, Arist.Fr.277; of fish, tender, soft-fleshed, Xenocr. ap. Orib.2.58.5 (Comp.), Sor.2.15 (Comp.); of an infant, Id.1.82: τὸ τρυφερόν = dainty softness, Ar.Ec.901 (lyr.); Θεσσαλικὸς δὲ θρόνος, γυίων τρυφερωτάτη ἕδρα Critias 2; ὀθόνια Sor. 1.49; τελαμῶνες ib.83; φύλλα τρυφερώτερα Dsc.2.161:—τρυφερόν, τό, name of a medicine, Gal. 12.757, cf. 844. II of persons, their life and habits, effeminate, luxurious, voluptuous, Ar.V.551 (Comp.), etc.; ἡ τ. Ἰωνία Call.Com.5 (anap.); ἡ τ. Λέσβος Antiph.174.5 (lyr.); τ. βίῳ σύνεστιν Men.Kith.Fr.1.9; τ. τρόποι Pl.Com.178: τὸ τρυφερόν = effeminacy, ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Th.1.6. Adv., ἀκολάστως καὶ τρυφερῶς ζῆν Arist. Pol.1269b23: neut. as adverb, τρυφερόν τι διασαλακώνισον voluptuously, Ar.V.1169; τρυφερόν καλέειν = call softly, Theoc.20.7, cf. 21.18: Comp. τρυφερώτερον = more wantonly, D.C.60.31.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
délicat, tendre :
1 au phys.
2 au mor. mou, efféminé ; τὸ τρυφερόν la mollesse ; avec un inf. : τρυφερὸς ἀνέχεσθαι παρρησίας PLUT trop mou pour supporter la franchise ; adv. • τρυφερόν mollement, faiblement;
Cp. τρυφερώτερος.
Étymologie: θρύπτω ; cf. τρυφή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυφερός -ά -όν [τρυφή] week, zacht, teer:; τρυφερὸν πλόκαμον zachte haarvlecht Eur. Ba. 150; overdr. verwend, in weelde levend:; τρυφερώτερον ζῷον een verwender wezen Aristoph. Ve. 551; subst. τὸ τρυφερόν zachtheid:; τὸ τρυφερὸν... ἐμπέφυκε τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς zachtheid zit tussen hun tere dijen Aristoph. Eccl. 901; n. adv.: τρυφερόν τι διασαλακώνισον loop een beetje deftig heupwiegend Aristoph. Ve. 1169.

German (Pape)

1 weichlich, üppig; πλόκαμος Eur. Bacch. 150; Ar. Vesp. 551, 1169; schwelgerisch, wollüstig, μείδημα Mel. 65, χρώς Rufin. 2, Σκύλλα Mel. 67 (V.198, 35, 190); παιδὸς σάρξ Ep.adesp. 33 (XII.136); ἕλικες κροτάφων Strabo 5 (XII.10), und öfter in der Anth.; – ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν, von der üppigern Lebensweise der Athener, Thuc. 1.6; – ἐσθὴς κατὰ μαλακότητα τρυφερά, DS
2 schwächlich, zerbrechlich, morsch, ψοφοδεὲς καὶ τρυφερόν ἐστι δι' ἀσθένειαν, Plut. Phoc. 2.

Russian (Dvoretsky)

τρῠφερός:
1 нежный (αὐχήν Batr.; χρώς Anth.);
2 роскошный, пышный (πλόκαμος Eur.; βίος Men.; ἐσθής Diod.). - см. тж. τρυφερόν.

Spanish

delicado

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρυφερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χω», Σολωμ.
β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ.
γ. «ταῖς τρυφεραῑς ἡμᾶς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα» β. «τρυφεροῖσι τρόποις», Πλούτ.)
β) λεπτός, αδύνατος
νεοελλ.
1. μτφ. α) ευαίσθητος («έχει τρυφερή ψυχή»)
β) ερωτικός («της έδωσε ένα τρυφερό φιλί»)
2. λεπτοκαμωμένος, αδύναμος, ευπρόσβλητος («τρυφερή ηλικία» — η παιδική ηλικία)
3. παροιμ. «όσο είναι βέργα τρυφερή τή σιάζεις όπως θέλεις» — δηλώνει ότι η αγωγή τελεσφορεί κατά την παιδική ηλικία
αρχ.
1. (για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες τών ανθρώπων) μαλθακός, τρυφηλός
2. (για πράγμ.) ευχάριστος
3. (για ψάρια) φρέσκος
4. (για άλογα) ευπειθής, πειθήνιος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρυφερόν
α) η ιδιότητα του μαλακού («τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐκπέφυκε τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς», Αριστοφ.)
β) μαλθακότητα, τρυφηλότητα («ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν», Θουκ.)
γ) ονομασία φαρμακευτικού παρασκευάσματος
δ) (με επιρρμ. σημ.) με μειλίχιο τρόπο («ὡς τρυφερὸν λαλέεις», Θεόκρ.).
επίρρ...
τρυφερά / τρυφερῶς, ΝΜΑ
νεοελλ.
μτφ. με στοργή, με αγάπη
αρχ.
με τρυφηλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + κατάλ. -ερός (πρβλ. γλυκ-ερός, θαλ-ερός)].

Greek Monotonic

τρῠφερός: -ά, -όν, (τρυφή
I. τρυφερός, απαλός, αβρός, σε Ευρ., Ανθ.
II. λέγεται για πρόσωπα, θηλυπρεπής, πολυτελής, φιλήδονος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ τρυφερόν, θηλυπρέπεια, ἐς τὸ τρυφερώτερον, σε πιο θηλυπρεπείς συνήθειες, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ. τρυφερόν, φιλήδονα, σε Αριστοφ. τρυφερὸν λαλεῖν, μιλάω τρυφερά, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφερός: -ά, -όν, (τρυφὴ) ὡς καὶ νῦν, τρυφερός, ἁπαλός, ἁβρός, αὐχὴν Βατραχομ. 66· πλόκαμος Εὐρ. Βάκχ. 150· χεῖρες, χρώς, σὰρξ Ἀνθ. Π. 5. 66, 151., 12. 136· ἐπὶ ἀμυγδάλων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 255· ― τὸ τρυφερόν, ἡ τρυφερότης, ἡ τρυφερὰ μαλακότης, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 901. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἕξεων αὐτῶν, ὡς τὸ ἁβρός, ἁβροδίαιτος, Ἀριστοφ. Σφ. 551, κλπ.· ἡ τρυφερὰ καὶ καλλιτράπεζος Ἰωνία Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2· θηρίκλειον ὄργανον τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνοπότου σταγόνος πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· τρυφερῷ βίῳ σύνεστιν Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1, 9· τρυφεροῖσι τρόποις Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 4· ― τὸ τρυφερόν, ἡ τρυφερότης, ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Θουκ. 1. 6· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., τρυφερῶς, ζῶσι γὰρ ἀκολάστως πρὸς ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶς Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 6· ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρυφερόν τι διασαλακωνίζειν, μετὰ τρυφερότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1169· τρ. λαλεῖν Θεόκρ. 20. 7, πρβλ. 21. 18.

Middle Liddell

τρῠφερός, ή, όν τρυφή
I. delicate, dainty, Eur., Anth.
II. of persons, effeminate, luxurious, voluptuous, Ar., etc.:— τὸ τρυφερόν effeminacy, ἐς τὸ τρυφερώτερον to more effeminate habits, Thuc.:—neut. as adv., τρυφερόν voluptuously, Ar.; τρ. λαλεῖν to speak softly, Theocr.

English (Woodhouse)

effeminate, fastidious, luxurious, self-indulgent, wanton, lax morally, wanton

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τρυφή τοῦ θρύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-όν delicado de la Osa φυλακή, πρόσκοπε, Χάρις, τρυφερά, πρόστατις vigilante, previsora, Gracia, delicada, protectora P VII 698

Translations

effeminate

Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث‎; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: verwijfd; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: efféminé, efféminée; Galician: afeminado; German: weibisch, tuntig, effeminiert, verweichlicht, verweiblicht; Greek: θηλυπρεπής; Ancient Greek: ἁβρόβιος, ἁβρός, ἀνδρογύναιος, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, γυναικεῖος, γυναικίας, γυναικικός, γυναικόμιμος, γυναικόμορφος, γυναικοτραφής, γυναικόφρων, γυναικώδης, γύννις, θηλυδρίας, θηλυδριῶδες, θηλυδριώδης, θηλυκῶδες, θηλυκώδης, θηλύμορφος, θηλύνους, θηλύφρων, θηλύψυχος, θρυπτικός, Ἰωνικός, κατακεκλασµένος, κατεαγός, κατεαγώς, μαλακός, μαλακόσωμος, μαλθακός, μαλθάκων, μεῖραξ, μόλθακος, ὄλολυς, ὅλολυς, σαβακός, σαλμακίς, Σαλμακίς, τρυφερόβιος, τρυφερός, τρυφῶν, ὑπόθηλυς, χλιδανός; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: effemminato; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: eviratus, perfluus; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد‎; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: afeminado, efeminado, mulheril, adamado, amulherado, afemeado, amaricado, dengoso, inviril, mulherengo, amulherengado, paneleiro, apaneleirado, maricas, mariconço, bicha, abichanado, larilas, panilas, enerve; Romanian: afemeiat; Russian: женоподобный; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: afeminado, amanerado, amujerado, ahembrado, adamado, mujeril, amariconado; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd