ὀφέλλω

From LSJ
Revision as of 14:58, 25 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">; " to "; <b class="b3">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφέλλω Medium diacritics: ὀφέλλω Low diacritics: οφέλλω Capitals: ΟΦΕΛΛΩ
Transliteration A: ophéllō Transliteration B: ophellō Transliteration C: ofello Beta Code: o)fe/llw

English (LSJ)

(A), Ep., Aeol., and Arc. for ὀφείλω, owe (q.v. sub init.).

(B), Aeol. aor. ind. 3sg. ὤφελλε Od.16.174, ὄφελλε (ὄφελλεν) Il. 2.420, Theoc.25.120 (unless these are impf.); aor. subj. 3pl. ὀφέλλωσιν Il.1.510; aor. opt. ὀφέλλειεν 16.651, Od.2.334:—old Ep. Verb, increase, enlarge, strengthen, στόνον Il.4.445; πόνον 16.651, Od.2.334; ἀνδρὸς ἐρωήν Il.3.62; δέμας δ' ὤφελλε καὶ ἥβην Od.16.174; ἲς ἀνέμου.. κύματ' ὀφέλλει the force of the wind raises high the waves, Il.15.383; μῦθον ὀφέλλω multiply words, 16.631; ὕβριν ὀφέλλω add to insult, Hes.Op.213; πόλεμον καὶ δῆριν ὀφέλλω ib.14, cf. 33; ὄφρ' ἂν Ἀχαιοὶ υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν, ὀφέλλωσίν τέ ἑ τιμῇ advance him in honour, Il.1.510; οἶκον ὀφέλλω advance it, make it thrive, Od.15.21, Hes.Op.495 (hence οἰκωφελίη) ; πεδίον σὺν θεῶν τιμαῖς ὀ. Pi.P.4.260:—Pass., οἶκος ὀφέλλετο it waxed great, prospered, Od.14.233; ὀφέλλετο γὰρ μένος ἠῢ ἵππου Il.23.524; λήϊον.. ὀφελλόμενον Διὸς ὄμβρῳ Theoc.17.78; τὰ τῶν θύραθεν.. ὀφέλλεται A.Th.103; ἀραγμὸς ἐν πύλαις ὀφέλλεται increases, waxes louder, ib.249. (Dialectal word acc. to Pl.Cra.417c.)

(C) sweep, τὴν στέγην Hippon.51.

German (Pape)

[Seite 424] 1) vermehren, vergrößern, erhöhen; Hom. nur im praes. u. imperf. act. u. pass. und in der ion. Form des aor. ὀφέλλειεν; ὀφέλλει δ' ἀνδρὸς ἐρωήν (nämlich πέλεκυς), Il. 3, 62; ἲς ἀνέμου μάλιστά γε κύματ' ὀφέλλει, die Gewalt des Sturmes macht die Wellen zunehmen, treibt höhere Wellen, 15, 383; Gegensatz von μινύθω, 20, 242; οἶκον ὀφέλλειν, den Wohlstand eines Hauses erhöhen, Od. 15, 21; Hes. Sc. 497; und pass., οἶκος ὀφέλλετο, Od. 14, 233; οὔτι χρὴ μῦθον ὀφέλλειν, ἀλλὰ μάχεσθαι, Il. 16, 631, das Gerede vermehren, noch mehr Worte machen; δέμας δ' ὤφελλε καὶ ἥβην, Od. 16, 174, machte ihn größer und jünger; οὕτω κεν καὶ μᾶλλον ὀφέλλειεν πόνον ἄμμιν, Od. 2, 334; auch ὀφέλλειν τινὰ τιμῇ, Einen an Ehre erhöhen, ihm größere Ehre erzeigen, Il. 1, 510; ὕβριν, den Frevel mehren, noch mehr Frevel üben, Hes. O. 215; πόλεμον καὶ δῆριν, ibd. 14, vgl. 33; πεδίον σὺν θεῶν τιμαῖς, Pind. P. 4, 260; τὰ τῶν θύραθεν δ' ὡς ἄριστ' ὀφέλλετε, Aesch. Spt. 175; u. pass., ἀραγμὸς δ' ἐν πύλαις ὀφέλλεται, er wächst, nimmt zu, 231; sp. D., auch absolut, Ap. Rh. 2, 801, wo der Schol. erkl. εὐεργετεῖν. – 2) zusammenfegen, -kehren, στέγην, Hipponax bei Schol. Lycophr. 1165. – 3) von dem Vorigen ganz verschieden, wie ὀφείλω, schnidig sein, μοιχάγρι' ὀφέλλει, Od. 8, 332, wie ζωάγρια ibd. 462; ἦλθε μετὰ χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλεν, 21, 17; u. pass., χρεῖός μοι ὀφέλλεται, 3, 367; – verpflichtet sein, müssen, ὀφέλλετε ταῦτα πένεσθαι, ihr solltet dies thun, Il. 19, 200; u. so bes. ὤφελλον oder ὄφελον, für ὤφελον: ὡς πρὶν ὤφελλ' ἀπολέσθαι, 7, 390; αἴθ' ὤφελλες σημαίνειν, 14, 84; τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ζεὺς ἐγγυαλίξαι, 1, 353, öfter.

French (Bailly abrégé)

1seul. prés. et impf. ὤφελλον;
c. ὀφείλω.
2seul. prés., impf. et ao.
faire grossir, gonfler, enfler : κύματα IL les vagues ; fig. accroître : μένος IL le courage ; πόνον IL, OD la fatigue ; μῦθον IL amplifier un récit ou multiplier les paroles ; οἶκον OD rendre une maison puissante ou prospère ; τινα τιμῇ IL faire croître qqn en honneur.
Étymologie: ὄφελος.

Russian (Dvoretsky)

ὀφέλλω:
I (только praes. и impf. ὤφελλον и ὄφελλον) Hom. = ὀφείλω 1 и 2.
II ὄφελος (impf. ὤφελλον - эп. ὄφελλον, aor. ὤφελλα; эп. inf. ὀφελλέμεν; 3 л. sing. aor. opt. ὀφέλλειε)
1 наращивать, усиливать (μένος Hom.): ἀραγμὸς ὀφέλλεται Aesch. шум усиливается (растет);
2 усугублять, увеличивать (πόνον Hom.): ὀ. μῦθον Hom. растекаться в разговорах;
3 приумножать, расширять, обогащать (οἶκον Hom., Hes.; πεδίον Pind.): οἶκος ὀφέλλετο Hom. дом стал процветать;
4 возвеличивать, возвышать (τινὰ τιμῇ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀφέλλω: (Α), Ἐπικ. ἀντὶ ὀφείλω, ὃ ἴδε ἐν ἀρχ.

English (Autenrieth)

(1): see ὀφείλω.
(2), ipf. ὤφελλον, ὄφελλε(ν), aor. opt. ὀφέλλειεν, pass. ipf. ὀφέλλετο: augment, increase; οἶκον, οἶκος, ὀφέλλετο, in riches, Od. 15.21, Od. 14.233 ; μῦθον, ‘multiply words,’ Il. 16.631.
ipf. ὄφειλον, ὤφελλον, ὄφελλον, aor. 2 ὄφελον, ὤφελες, pass. ὀφείλεται, ipf. ὀφείλετο: owe, ought; χρεῖος ὄφειλον, ‘they were owing’ a debt; pass. χρεῖος ὀφείλεταί μοι, ‘is due’ me, Il. 11.688, Od. 3.367; then of obligation (ipf. and aor. 2), τῖμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι, honor at all events ‘he ought to have bestowed’ upon me, Il. 1.353; hence the use in wishes impossible of realization (past or present), explained in the grammars, αἴθ' ὄφελες παρὰ νηυσὶν ἀδάκρῦτος καὶ ἀπήμων | ἧσθαι, ‘would that thou wert sitting, etc.,’ Il. 1.415.

English (Slater)

ὀφέλλω strengthen i. e. make to prosper ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον σὺν θεῶν τιμαῖς ὀφέλλειν (P. 4.260)

Greek Monolingual

(I)
ὀφέλλω (Α)
(επικ. και αρκαδ. τ.) βλ. οφείλω.
(II)
ὀφέλλω (Α)
1. αυξάνω, μεγαλώνω, υψώνω, επιτείνω («οὐ γάρ τις κείνῳ ἐναλίγκια κύματ' ὀφέλλει... πόρος», Διον. Περ.)
2. δίνω τιμή, τιμώπεδίον σὺν θεῶν ὀφέλλειν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ὀφέλλω (< οφέλ-) συνδέεται πιθ. με αρμ. aweli, y-awel- «προσθέτω, αυξάνω», arawel «πλέον, περισσότερο» (< ΙΕ ρίζα obhel-). Αν η σύνδεση αυτή ευσταθεί, τότε θα πρέπει να αποδοθεί στη λ. ὄφελος η αρχική σημ. «αύξηση, επαύξηση» και να συνδεθεί η λ. με το μυκην. opero «όφελος από χρηματικό λογαριασμό», οπότε και τα ρ. ὀφείλω και ὀφέλλω, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα έχουν κοινή προέλευση. Η άποψη, τέλος, ότι το ομηρ. ὄφελος και το μυκην. opero είναι απλά ομώνυμα φαίνεται λιγότερο πιθανή].
(III)
ὀφέλλω (Α)
σαρώνω, σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το αρμ. awelum «σκουπίζω, σαρώνω»].

Greek Monotonic

ὀφέλλω: (Α), Επικ. αντί ὀφείλω.
ὀφέλλω: (Β), Επικ. απαρ. -έμεν· παρατ. ὤφελλον, Επικ. Αιολ. ευκτ. αορ. αʹ ὀφέλλειεν, αυξάνω, μεγεθύνω, ενισχύω, σε Όμηρ.· ἲς ἀνέμου κύματ' ὀφέλλει, η δύναμη του ανέμου σηκώνει ψηλά τα κύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· μῦθον ὀφέλλω, πολλαπλασιάζω τις λέξεις, στο ίδ.· ὄφρ' ἂν Ἀχαιοὶ υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν, ὀφέλλωσί τε ἑ τιμῇ, και μακάρι να τον προαγάγουν στη δόξα, στο ίδ. — Παθ., οἶκος ὀφέλλεται, αναπτύσσεται πολύ, ευδοκιμεί, ευημερεί, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

1. Meaning: to owe
See also: s. ὀφείλω.
2.
Grammatical information: v.
Meaning: to increase, to enlarge, to augment, to advance (ep., Pi., A., Theoc.).
Other forms: Aor. opt. ὀφέλλειεν (Π 651, β 334), beside which the ambivalent ὀφέλλωσιν (Α 510), ὄφελλε(ν) (Β 420, Theoc. 25, 120), ὤφελλε (π 174).
Dialectal forms: Myc. noperea₂ /nopheleaha/ useless < *n̥-h₃bheles-.
Compounds: Also w. ἐξ- (ο 18).
Derivatives: ὄφελ-μα n. (S. Fr. 1079), -μός m. (inscr. Lydia) augmentation, advantage, -σιμος advantageous, useful (Call., Orph., Opp.; after χρή-, ὀνή-σιμος, Arbenz 37); also ὀφέλλιμος id. (Max.) with dir. connection to ὀφέλλω. -- Besides ὄφελος n. augmentation, use, advantage, gain (Il.); very often as 2. member w. comp. length. e.g. ἀν-ωφελής useless (IA.); second. simplex ὀφελής (pap. IIp); Οφελέσ-της m. PN (Il.); cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 211 ( Illyr. combination in Mayer Spr. d. alten Illyr. 1, 248; 2, 23, to be rejected); Όφέλ-ανδρος m. (VIa) after Ἀλέξ-ανδρος?, Sommer Nominalkomp. 198 A. 1. Denomin. (with ὠ- from the compp.) ὠφελ-έω to be of use, to help, to support (IA.) with -ίη, -ία, second. -εια f. use, help (IA), -ημα n. (trag.), -ησις f. (S.) benefit, use, -ήσιμος useful (S., Ar.); much more usual ὠφέλ-ιμος id. (Att.), prob. from ὠφελ-έω, -ία (Arbenz 36f.). More in Leumann Hom. Wörter 120 ff. with attempt, to explain the lengthening of the initial. -- Diff. on ὠφελέω (iter.-intens. to ὀφέλλω) Schwyzer 720.
Origin: IE [Indo-European] [772] *h₃bʰel- increase, augment
Etymology: To the primary yot-present ὀφέλλω < *ὀφελ-ι̯ω, beside which with Aeol. development of the σ-aor. ὀφέλλειεν (< *ὀφελ-σ-), belongs as verbal noun the widespread and old ὄφελος, which can be identified directly with Arm. *awel in awel-i more and the denom. y-awel-um add, augment, in aṙ-awel more and aṙ-awel-um augment: dron IE *obhel- (Pedersen KZ 39, 336). -- To be rejected Brugmann IF 29, 410ff. (w. lit.): to Skt. phála-m n. fruit (s. Mayrhofer s.v.); on furher wrong combinations WP. 2, 102f., W.-Hofmann s. polleō w. lit.
3.
Grammatical information: v.
Meaning: to sweep, to broom (Hippon. 51).
Derivatives: ὄφελμα n. broom (ibid., Eust.), ὀφέλμασι σαρώμασιν H., ὄφελτρον κάλλυντρον H., from which ὀφελτρεύω (Lyc. 1165).
Origin: IE [Indo-European] [772] *h₃bʰel- sweep
Etymology: With Arm. awelum sweep identical except for the formation (Pedersen KZ 39, 336); cf. on 2. ὀφέλλω.

Middle Liddell


to increase, enlarge, strengthen, Hom.; ἲς ἀνέμου κύματ' ὀφέλλει the force of the wind raises high the waves, Il.; μῦθον ὀφ. to multiply words, Il.; ὄφρ' ἂν Ἀχαιοὶ υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν, ὀφέλλωσί τέ ἑ τιμῆι and may advance him in honour, Il.: —Pass., οἶκος ὀφέλλεται it waxes great, prospers, Od.

Frisk Etymology German

ὀφέλλω: 1.
{ophéllō}
Meaning: schuldig sein
See also: s. ὀφείλω.
Page 2,451
2.
{ophéllō}
Forms: Aor. Opt. ὀφέλλειεν (Π 651, β 334), woneben die zweideutigen ὀφέλλωσιν (Α 510), ὄφελλε(ν) (Β 420, Theok. 25, 120), ὤφελλε (π 174),
Grammar: v.
Meaning: mehren, vermehren, vergrößern, fördern (ep., auch Pi., A., Theok.).
Composita : auch m. ἐξ- (ο 18),
Derivative: Davon ὄφελμα n. (S.Fr. 1079), -μός m. (Inschr. Lydien) Vermehrung, Vorteil, -σιμος förderlich, nützlich (Kall., Orph., Opp.; nach χρή-, ὀνήσιμος, Arbenz 37); auch ὀφέλλιμος ib. (Max.) mit dir. Beziehung auf ὀφέλλω. — Daneben ὄφελος n. Förderung, Nutzen, Vorteil, Gewinn (seit Il.); sehr oft als Hinterglied m. komp. Dehnung, z.B. ἀνωφελής nutzlos (ion. att.); sekund. Simplex ὀφελής (Pap. IIp); Οφελέστης m. PN (Il.); vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 211 (abzulehnende illyr. Kombination bei Mayer Spr. d. alten Illyr. 1, 248; 2, 23); Ὀφέλανδρος m.(VIa) nach Ἀλέξανδρος?, Sommer Nominalkomp. 198 A. 1. Denominativum (mit ὠ- aus den Kompp.) ὠφελέω nützen, halfen, unterstützen (ion. att.) mit -ίη, -ία, sekund. -εια f. Nutzen, Hilfe (ion. att.), -ημα n. (Trag. u.a.), -ησις f. (S.) Wohltat, Nutzen, -ήσιμος nützlich (S., Ar.); weit gewöhnlicher ὠφέλιμος ib. (att.), wohl von ὠφελέω, -ία (Arbenz 36f.). Näheres bei Leumann Hom. Wörter 120 ff. mit Versuch, die Anlautdehnung weiter zu begründen. — Anders über ὠφελέω (Iter.-Intens. zu ὀφέλλω) Schwyzer 720.
Etymology : Zum primären Jotpräsens ὀφέλλω aus *ὀφελι̯ω, woneben mit äol. Lautentwicklung der σ-Aor. ὀφέλλειεν (aus *ὀφελσ-), gehört als Verbalnomen das weitverbreitete und alte ὄφελος, das sich mit arm. *awel in awel-i mehr und dem Denom. y-awel-um hinzufügen, vermehren, in aṙ-awel mehr und aṙ-awel-um vermehren direkt identifizieren läßt : "idg." *obhel- (Pedersen KZ 39, 336). —Abzulehnen Brugmann IF 29, 410ff. (m.Lit.): zu aind. phála-m n. Frucht (s. Mayrhofer s.v.); über weitere verfehlte Kombinationen WP. 2, 102f., W.-Hofmann s. polleō m. Lit.
Page 2,451-452
3.
{ophéllō}
Grammar: v.
Meaning: fegen, kehren (Hippon. 51)
Derivative: mit ὄφελμα n. Besen (ibid., Eust.), ὀφέλμασι· σαρώμασιν H., ὄφελτρον· κάλλυντρον H., wovon ὀφελτρεύω (Lyk. 1165).
Etymology : Mit arm. awelum fegen bis auf die Bildung identisch (Pedersen KZ 39,336); vgl. zu 2. ὀφέλλω.
Page 2,452

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οφελτοῦ ὀφείλω.
1 Ἐπικ. ἀντί ὀφείλω.
2(=αὐξάνω, μεγαλώνω).
3 (=ἐπισωρεύω, σαρώνω).